.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Θυμήσου – Juan Rulfo

Θυμήσου τον Ουρμπάνο Γκόμες, τον γιο του δον Ουρμπάνο, τον εγγονό του Δίμας, εκείνου που σκηνοθετούσε τις παστορέλες(1) και πέθανε απαγγέλοντας «κάνε πίσω, καταραμένε άγγελε» την εποχή της ινφλουέντσας(2). Πάνε χρόνια από τότε, ίσως δεκαπέντε. Αλλά πρέπει να τον θυμάσαι. Θυμήσου που τον λέγαμε ο Παππούς επειδή ο άλλος γιος του, ο Φιδένσιο Γκόμες, είχε δύο πολύ παιχνιδιάρες κόρες: μια κοντούλα και μαυριδερή, που της είχαν βγάλει το παρατσούκλι η Προκομμένη, και μια άλλη, που ήταν πανύψηλη και είχε μάτια θαλασσιά, λέγανε μάλιστα πως δεν ήταν καν παιδί του, και που επιπλέον ήταν άρρωστη από λόξιγκα. Θυμήσου τι κακός χαμός γινότανε όταν βρισκόμασταν στη λειτουργία και ακριβώς την ώρα της Ύψωσης του Σταυρού την έπιανε η κρίση του λόξιγκα, κι εκείνη έμοιαζε σαν να γελούσε και να έκλαιγε μαζί, μέχρι που τη βγάζαν’ έξω και της δίνανε λίγο νερό με ζάχαρη και τότε ηρεμούσε. Αυτή στο τέλος παντρεύτηκε με τον Λούσιο Τσίκο, τον ιδιοκτήτη της φυτείας του μεσκάλ που πριν ανήκε στον Λιμπράδο, στ’ άναντα του ποταμού, εκεί που είναι ο λιναρόμυλος των Τεόδουλος.
Θυμήσου που τη μητέρα του τη λέγανε Φλάσκα γιατί ήταν πάντοτε μπλεγμένη σε ερωτοδουλειές κι από την καθεμιά τους έβγαινε με ένα παιδί. Λένε πως είχε το κομπόδεμά της αλλά της τέλεψε με τις κηδείες, γιατί όλα της τα παιδιά τής πέθαιναν νεογέννητα και πάντοτε παράγγελνε να τους τραγουδήσουνε εγκώμια, ενώ τα πήγαιναν στο κοιμητήρι με μουσικές και χορωδίες από παπαδοπαίδια που τραγουδούσαν «ωσαννά» και «δόξες» κι εκείνο το τραγούδι «ιδού σου στέλνω, Κύριε, άλλο ένα αγγελούδι». Έτσι έμεινε φτωχή, γιατί της κόστιζε ακριβά κάθε κηδεία, απ’ τις κανέλες(3) που πρόσφερε στους καλεσμένους της αγρύπνιας. Μείνανε μόνο αυτά τα δύο, ο Ουρμπάνο και η Ναταλία, που γεννηθήκανε εξαρχής φτωχά και που εκείνη δεν τα είδε να μεγαλώνουν, γιατί πέθανε στην τελευταία γέννα, μεγάλη πια, θα είχε περασμένα τα πενήντα.
Σίγουρα θα τη γνώρισες: ήταν μεγάλη καυγατζού και κάθε τόσο τσακωνότανε με τις εμπόρισσες στην πλατεία της αγοράς γιατί ήθελαν να της πουλήσουνε πολύ ακριβά τις ντομάτες. Έμπηγε τις φωνές κι έλεγε πως τη λήστευαν. Μετά, φτωχή πια, τη βλέπανε να τριγυρίζει στα σκουπίδια, μαζεύοντας κρεμμύδια, φρέσκα φασόλια ήδη παραβρασμένα και που και που κάνα καλάμι από ζαχαροκάλαμο «μήπως και γλυκαθεί το στόμα των παιδιών της». Δύο είχε, όπως σου είπα ήδη, που ήταν τα μόνα που της μείνανε. Μετά δεν ακούστηκε τίποτ’ άλλο για κείνη.
Αυτός ο Ουρμπάνο Γκόμες ήτανε πάνω κάτω στην ηλικία μας, λίγους μήνες μονάχα μεγαλύτερος, πολύ καλός στο κουτσό και στις μπαγαποντιές. Θυμήσου που μας πούλαγε γαριφαλάκια κι εμείς του τ’ αγοράζαμε, ενώ το ευκολότερο θα ήταν να πάμε να μαζέψουμε στον λόφο. Μας πούλαγε πράσινα μάνγκο που τα ‘κλεβε απ’ το δέντροπου είχαμε στην αυλή του σχολείου και πορτοκάλια με τσίλι που τ’ αγόραζε από τον θυρωρό δύο σεντάβος κι έπειτα μας τα πούλαγε για πέντε. Έβγαζε σε πλειστηριασμό κάθε αηδία που ‘χε μες στην τσάντα του. Βόλους από γαγάτη, σβούρες και σφυρίχτρες, ακόμα και πράσινους σκαραβαίους, απ’ αυτούς που τους δένουν ένα σκοινάκι στο ένα πόδι για να μην πετάνε πολύ μακριά.
Μας πούλαγε και μας αγόραζε όλους, θυμήσου.
Ήταν κουνιάδος του Νατσίτο Ριβέρο, κεινού που χάζεψε λίγες μέρες μετά τον γάμο του και που η Ναταλία, η γυναίκα του, για να συντηρηθεί, αναγκάστηκε να στήσει έναν πάγκο με τεπάτσε(4) στην αρχή της δημοσιάς, ενώ ο Νατσίτο πέρναγε τη ζωή του παίζοντας εντελώς φάλτσα τραγούδια μ’ ένα μαντολίνο που του δάνειζαν στο κουρείο του δον Ρεφούχιο.
Κι εμείς πηγαίναμε με τον Ουρμπάνο να δούμε την αδερφή του, να πιούμε τεπάτσε – πάντα της αφήναμε βερεσέδια και ποτέ δεν πληρώναμε, γιατί ποτέ δεν είχαμε λεφτά. Στο τέλος έμεινε χωρίς φίλους, γιατί μόλις τον βλέπαμε όλοι του γυρνούσαμε την πλάτη, για να μη μας ζητήσει να τον πληρώσουμε.
Ίσως τότε να έγινε κακός ή ίσως και να ήτανε από γεννησιμιού του.
Τον έδιωξαν απ’ το σχολείο πριν από την πέμπτη τάξη, γιατί τον βρήκανε με την ξαδέρφη του την Προκομμένη να παίζουνε τους παντρεμένους πίσω απ’ τα πλυσταριά, χωμένοι σε μια ξεραμένη γούρνα. Τον βγάλανε απ’ τη μεγάλη πόρτα τραβώντας τον από τ’ αυτιά μέσα στις κοροϊδίες όλων, περνώντας τον ανάμεσα από παραταγμένα αγόρια και κορίτσια για να τον ντροπιάσουν. Κι εκείνος πέρασε από κει, με το κεφάλι ψηλά, απειλώντας μας όλους με το χέρι του σαν να μας έλεγε: «Θα μου το πληρώσετε ακριβά».
Κι έπειτα εκείνη βγήκε μυξοκλαίγοντας και ξυρίζοντας με το βλέμμα της τα τούβλα, μέχρι που, στην πόρτα πια, έβαλε τα κλάματα. Μια τσιρίδα που ακουγόταν όλο το απόγευμα σαν να ‘τανε το  ουρλιαχτό κανενός κογιότ.
Μονάχα αν έχει χάσει εντελώς τη μνήμη σου, μπορεί να μην τα θυμάσαι όλα αυτά.
Λένε ότι ο θείος του, ο Φιδένσιο, εκείνος με τον ζαχαρόμυλο, του ‘ριξε ένα χέρι ξύλο που λίγο έλειψε να τον αφήσει ανάπηρο, και ότι εκείνος, τσατισμένος, έφυγε απ’ το χωριό.
Το βέβαιο είναι πως δεν τον ξανάδαμε μέχρι που εμφανίστηκε και πάλι από δω, χωροφύλακας πια. Πάντα βρισκότανε στην κεντρική πλατεία, καθισμένος σε ένα παγκάκι, με την καραμπίνα ανάμεσα στα πόδια του και κοίταζε τους πάντες όλο μίσος. Δε μίλαγε με κανέναν. Δε χαιρέταγε κανέναν. Κι αν κάποιος τον κοιτούσε, εκείνος έκανε πως δεν καταλάβαινε, σαν να μη γνώριζε τον κόσμο.
Τότε σκότωσε τον κουνιάδο του, εκείνον με το μαντολίνο. Του Νατσίτο του ήρθε η ιδέα να πάει να του κάνει μια καντάδα, τη νύχτα, λίγο μετά τις οχτώ κι ενώ ακόμα ηχούσαν οι καμπάνες του εσπερινού. Τότε ακούστηκαν οι κραυγές κι ο κόσμος που βρισκότανε στην εκκλησία και προσευχότανε με το ροζάρι βγήκε στον δρόμο και τους είδε εκεί. Τον Νατσίτο να αμύνεται με τα πόδια ψηλά και το μαντολίνο και τον Ουρμπάνο να τον χτυπάει ξανά και ξανά με τον υποκόπανο του μάουζερ, χωρίς ν’ ακούει τι του φώναζε ο κόσμος, έξαλλος, σαν λυσσασμένος σκύλος. Μέχρι που κάποιος που δεν ήταν απ’ τα μέρη μας πετάχτηκε έξω απ’ το πλήθος και πήγε και του πήρε την καραμπίνα και του ‘ριξε μια μ’ αυτή στην πλάτη, κι εκείνος διπλώθηκε στα δύο πάνω στο παγκάκι του πάρκου, όπου ‘ταν ξαπλωμένος.
Εκεί τον άφησαν να περάσει τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, έφυγε. Λένε πως πήγε πρώτα στο πρεσβυτέριο, ζήτησε μάλιστα και την ευλογία του ιερέα, όμως αυτός δεν του την έδωσε.
Τον πιάσανε στον δρόμο. Πήγαινε κουτσαίνοντας κι εκεί που κάθισε να ξαποστάσει, τον προφτάσανε. Δεν αντιστάθηκε. Λένε πως έδεσε ο ίδιος στον λαιμό του τη θηλιά, διάλεξε μάλιστα και το δέντρο που πιο πολύ του άρεσε για να τον κρεμάσουν.
Θα πρέπει να τον θυμάσαι, ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο και τον γνώρισες όπως κι εγώ.

______________________ 
1. Pastorela: Θεατρική παράσταση που παρουσιαζόταν την εποχή των Χριστουγέννων. Λάμβαναν μέρος κάτοικοι του χωριού ή αγρότες. Το κεντρικό θέμα αυτών των έργων ήταν η ανακοίνωση της γέννησης του Χριστού από τον άγγελο στους βοσκούς. (Σ.τ.Μ.)
2. Αναφέρεται στην ισπανική γρίπη που έπληξε τη χώρα γύρω στα 1918. (Σ.τ.Μ.)
3. Ζεστό ποτό που φτιάχνεται με ρακί, κανέλα και ζάχαρη. (Σ.τ.Μ.)
4. Τυπικό μεξικάνικο ποτό που φτιάχνεται από φλούδες ανανά και ξίδι μετά από ζύμωση. (Σ.τ.Μ.)

Juan Rulfo
Ο Κάμπος στις Φλόγες
Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη 2011


Δεν υπάρχουν σχόλια: