Η παρακάτω
αυτοερμήνευση του εδωνά-Είναι ως
«μέριμνας» έχει κατατεθεί σε ένα αρχαίο
μύθο:
«Όταν κάποτε η
«Μέριμνα» διάβαινε ένα ποτάμι, είδε
χώμα αργιλώδες. Έλαβε σκεφτικά ένα
κομμάτι, κι άρχισε να του δίνη μορφή.
Όταν έπιασε μετά να συλλογίζεται τι
είχε πλάσει, πλησίασε ο Δίας. Η «Μέριμνα»
τον παρακάλεσε να παράσχη πνεύμα στο
χώμα που μορφοποίησε, κι ο Δίας ευχαρίστως
παρέσχε. Αλλά όταν αυτή θέλησε να απονείμη
στο πλάσμα της το όνομά της, ο Δίας της
το απαγόρεψε, κι απαίτησε να δοθή το
δικό του. Ενώ η «Μέριμνα» κι ο Δίας
μάλλωναν, ορθώθηκε η Γη (Tellus), κι ήθελε
να δοθή το δικό της όνομα στο πλάσμα,
εφόσον αυτή του είχε προσφέρει μέρος
από το κορμί της. Ζήτησαν από τον Κρόνο
να διαιτητεύση, κι αυτος αποφάσισε τα
ακόλουθα, που φαίνονται δίκαια: “Μια
κι έδωσες, Δία, το πνεύμα, ας λάβης το
πνεύμα του όταν πεθάνη. Μια και του
χάρισες το σώμα, Γη, το σώμα ας λάβης.
Αφού όμως η «Μέριμνα» πρώτη διαμόρφωσε
αυτό το ον , ας το κατέχη όσο είναι
ζωντανό. Αλλά επειδή διαφωνείτε για το
όνομα, ας ονομαστή «homo> [άνθρωπος], μια
και φτιάχτηκε από humus [γη]”»
Αυτό το
προοντολογικό ντοκουμέντο είναι
ιδιαίτερα σημαντικό, όχι μόνο γιατί η
«μέριμνα» εμφανίζεται εδώ ως αυτή στην
οποία το ανθρώπινο εδωνά-Είναι ανήκει
«ισόβια», παρά και γιατί προβάλλει η
προτεραιότητα της «μέριμνας» σε συνάφεια
προς τη γνωστή αντίληψη, που θεωρεί τον
άνθρωπο ως σύνθεση σώματος (γης) και
πνεύματος. Cura prima finxit: στη μέριμνα έχει
αυτό το ον την αρχέγονη πηγή του Είναι
του. Cura teneat, quamdiu vixerit: Δεν θα αποσπάται
το ον από αυτή την πηγή, παρά θα διατηρήται
μέσα της, και θα κυριαρχήται από αυτήν
όσο «είναι μές στον κόσμο». Το
«μες-στον-κόσμον-Είναι» έχει τον
οντολογικό χαρακτήρα της «μέριμνας».
Αυτό το ον παίρνει το όνομα «homo» όχι
γιατί λαβαίνεται υπόψη το Είναι του,
παρά γιατί συνίσταται από humus. Την απόφαση
για το που πρέπει να ειδωθή το «αρχέγονο»
Είναι αυτού του πλάσματος την παίρνει
ο Κρόνος, δηλαδή ο «χρόνος». Ο προοντολογικός
ορισμός της ουσίας του ανθρώπου, που
εκφράζεται με αυτό το μύθο, έφερε λοιπόν
δίχως άλλο σε φως το είδος του Είναι που
διακατέχει τη χρονική διαβίωση του
ανθρώπου μες στον κόσμο.
Η ιστορία της
σημασίας της οντικής έννοιας «cura»
[μέριμνα] επιτρέπει να διείδουμε κι
άλλες θεμελιώδεις δομές του εδωνά-Είναι.
Ο Burdach επισύρει την προσοχή στο διπλό
νόημα του όρου «cura», ο οποίος δεν σημαίνει
μόνο «αγωνιώδης προσπάθεια» αλλά και
«φροντίδα», «αφοσίωση». Έτσι ο Σενέκας
γράφει στην τελευταία του επιστολή (Εp.
124): «Από τις τέσσερις φύσεις που υπάρχουν
(δέντρο, ζώο, άνθρωπος, Θεός), διακρίνονται
οι δύο τελευταίες, οι μόνες προικισμένες
με λογική, κατά το ότι ο Θεός είναι
αθάνατος, ενώ ο άνθρωπος θνητός. Η
αγαθότητα του ενός, δηλαδή του Θεού,
τελειούται από τη φύση του. Του άλλου,
του ανθρώπου, από τη μέριμνα (cura): unius
bonum natura perficit, dei scilicet, alterius cura, hominis».
Η perfecto [τελειότητα]
του ανθρώπου δηλαδή το να γίνη ο άνθρωπος
ό,τι μπορεί να είναι χάρη στην ελευθερία
του για τις πιο δικές του δυνατότητες
(χάρη στην προβολή) είναι «επίτευγμα»
της «μέριμνας». Ισαρχέγονα όμως η
«μέριμνα» καθορίζει το θεμελιώδες είδος
αυτού του όνοτς, σύμφωνα προς το οποίο
τούτο έχει παραδοθή στον κόσμο της
βιομέριμνας (ρίξιμο). Το «διπλό νόημα»
της «cura» σημαίνει μια θεμελιώδη σύσταση
με την ουσιαστικά διπλή δομή της ριγμένης
προβολής.
Σε σύγκριση με
αυτή την οντική ερμήνευση, η
υπαρκτικο-οντολογική ερμηνεία δεν είναι
απλώς μια θεωρητικο-οντική γενίκευση.
Τούτο θα σήμαινε ότι οντικά όλοι οι
σχετισμοί του ανθρώπου είναι «περίφροντεις»
[«sorgenvoll»] και πραγματώνονται με αφοσίωση
σε κάτι. Η γενίκευση μας είναι
απριορικο-οντολογική. Δεν αναφέρεται
σε διαρκώς αναδυόμενες οντικές ιδιότητες,
παρά σε μια οντολογική σύσταση, η οποία
στέκει εκάστοτε ήδη ως θεμέλιο. Αυτή η
σύσταση πρωτοκαθιστά οντολογικά δυνατό,
το να χαρακτηριστή αυτό το ον οντικά ως
cura. Η υπαρκτική συνθήκη της δυνατότητας
«βιοτικής μέριμνας» [«Lebenssorge»] και
αφοσίωσης πρέπει να νοηθή με αρχέγονο,
δηλαδή οντολογικό νόημα, ως μέριμνα.
Η υπερβασιακή
«γενικότητα» του φαινόμενου της μέριμνας
και όλων των θεμελιωδών υπαρκτικών
χαρακτηριστικών είναι εξάλλου αρκετά
ευρεία για να σταθή ως θεμέλιο, πάνω στο
οποίο κινείται κάθε οντικο-κοσμοθεωρητική
ερμήνευση του εδωνά-Είναι, είτε κατανοεί
το εδωνά-Είναι ως «βιοτική μέριμνα» και
ανάγκη, είτε ολωσδιόλου αντίθετα.
Αν οι υπαρκτικές
δομές παρουσιάζονται οντικά «κενές»
και «γενικές», είναι οντολογικά
καθορισμένες και πλήρεις. Το σύνολο της
σύστασης του εδωνά-Είναι δεν είναι
λοιπόν απλό μες στην ενότητά του, παρά
φανερώνει μια δομική διάρθρωση, η οποία
εκφράζεται με την υπαρκτική έννοια της
μέριμνας.
Η οντολογική
ερμηνεία του εδωνά-Είναι ανήγαγε την
προοντολογική αυτοερμήνευση αυτού του
όντος ως «μέριμνας» στην υπαρκτική
έννοια της μέριμνας. Αλλά η Αναλυτική
του εδωνά-Είναι δεν αποβλέπει σε
οντολογική θεμελίωση της Ανθρωπολογίας,
ο σκοπός της είναι θεμελιακοοντολογικός.
Αυτός καθόρισε άρρητα την πορεία των
ως τώρα σκέψεων, την εκλογή των φαινομένων
και τα όρια μες στα οποία προχώρησε η
ανάλυση. Λαβαίνοντας όμως υπόψη το
οδηγητικό ερώτημα για το νόημα του Είναι
και την επεξεργασία του, η έρευνά μας
πρέπει να εξασφαλίση τώρα ρητά όσα
πέτυχε ως εδώ. Αλλά κάτι τέτοιο δε μπορεί
να επιτευχθή με επιπόλαιη συγκεφαλαίωση
όσων συζητήθηκαν. Πρέπει αντίθετα, όσα
αναφέραμε χοντροκομμένα αρχίζοντας
την υπαρκτική Αναλυτική, να οξυνθούν,
με τη βοήθεια όσων πετύχαμε, σε
διεισδυτικώτερη κατανόηση του προβλήματος.
Martin
Heidegger
ΕΙΝΑΙ
ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΠΡΩΤΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΩΔΩΝΗ 1978