.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΟΥΛΘΑΡ – H. P. LOVECRAFT


Λένε ότι στην Ούλθαρ, που βρίσκεται πέρα από τον ποταμό Σκάι, κανένας δεν μπορεί να σκοτώσει γάτα, και μπορώ αληθινά να το πιστέψω αυτό καθώς κοιτάζω αυτόν που κάθεται γουργουρίζοντας μπροστά στη φωτιά. Γιατί η γάτα είναι απόκρυφη και κοντά σε παράξενα πράγματα που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν. Είναι η ψυχή της αρχαίας Αιγύπτου και κομιστής ιστοριών από τις ξεχασμένες πόλεις Μερόη και Οφίρ. Είναι συγγενής των κυρίων της ζούγκλας και κληρονόμος των μυστικών της πανάρχαιης και καταχθόνιας Αφρικής. Η Σφίγγα είναι εξαδέλφη της και μιλάνε την ίδια γλώσσα, αλλά είναι πιο αρχαία από τη Σφίγγα και θυμάται αυτά που εκείνη είχε ξεχάσει.

Στην Ούλθαρ, προτού απαγορευτεί από τους πολίτες να σκοτώνουν τις γάτες, κατοικούσε ένας γέρος χωρικός με τη γυναίκα του, που έβρισκαν μεγάλη ευχαρίστηση στο να παγιδεύουν και να σκοτώνουν τις γάτες των γειτόνων τους. Δε γνωρίζω γιατί το έκαναν αυτό, το μόνο που ξέρω είναι ότι πολλοί μισούν τη φωνή της γάτας μέσα στη νύχτα και θεωρούν κακό οιωνό τις γάτες που τρέχουν κλεφτά ανάμεσα στις αυλές και τους κήπους την αυγή. Αλλά, όποιος κι αν ήταν ο λόγος, αυτός ο γέρος και η γυναίκα του έβρισκαν ευχαρίστηση στο να παγιδεύουν και να σκοτώνουν κάθε γάτα που πλησίαζε την καλύβα τους, και από μερικούς ήχους που ακούγονταν αφού έπεφτε το σκοτάδι, πολλοί χωρικοί φαντάζονταν ότι ο τρόπος θανάτωσης ήταν υπερβολικά παράξενος. Αλλά οι χωρικοί δεν συζητούσαν τέτοια πράγματα με το γέρο και τη γυναίκα του εξαιτίας της συνηθισμένης έκφρασης στα ζαρωμένα τους πρόσωπα και επειδή η καλύβα τους ήταν πολύ μικρή και κρυμμένη στα σκοτεινά, κάτω από βελανιδιές στο πίσω μέρος μιας εγκαταλελειμμένης αυλής. Στην πραγματικότητα, αυτοί που είχαν γάτες, όσο πολύ κι αν μισούσαν αυτούς τους περίεργους γέρους, τους φοβούνταν ακόμα περισσότερο και, αντί να τους κατηγορήσουν σαν κτηνώδεις δολοφόνους, απλά πρόσεχαν ώστε κανένα αγαπημένο κατοικίδιο να μην ξεστρατίσει προς την απομακρυσμένη καλύβα κάτω από τα σκοτεινά δέντρα. Όταν από κάποια αναπόφευκτη παράλειψη χανόταν μια γάτα και ακούγονταν φωνές όταν έπεφτε το σκοτάδι, ο ιδιοκτήτης θρηνούσε ανίσχυρα και παρηγορούσε τον εαυτό του ευχαριστώντας τη Μοίρα που δεν είχε εξαφανιστεί κάποιο από τα παιδιά του. Γιατί οι άνθρωποι της Ούλθαρ ήταν απλοϊκοί και δεν ήξεραν από που είχαν έλθει αρχικά όλες οι γάτες.

Μια μέρα ένα καραβάνι παράξενων περιπλανώμενων από το Νότο μπήκε στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους της Ούλθαρ. Ήταν πλάνητες με σκούρο δέρμα και δεν έμοιαζαν στους άλλους νομάδες που περνούσαν από το χωριό δύο φορές κάθε χρόνο. Στην αγορά, έλεγαν την τύχη για ένα ασημένιο νόμισμα και αγόραζαν φανταχτερές χάντρες από τους εμπόρους. Ποια ήταν η γη αυτών των περιπλανώμενων κανείς δεν μπορούσε να πει. Αλλά έλεγαν παράξενες προσευχές και στα κάρα τους είχαν ζωγραφίσει παράξενες φιγούρες με ανθρώπινα σώματα και κεφάλια από γάτες, γεράκια, κριάρια και λιοντάρια. Ο αρχηγός του καραβανιού φορούσε ένα κάλυμμα στο κεφάλι με δύο κέρατα και έναν περίεργο δίσκο ανάμεσά τους.
Σ' αυτό το ασυνήθιστο καραβάνι υπήρχε ένα μικρό αγόρι που δεν είχε πατέρα και μητέρα παρά μόνον ένα μικρούτσικο μαύρο γατάκι που αγαπούσε πολύ. Η πανούκλα δεν είχε φανεί ευγενική μαζί του, αλλά του είχε αφήσει αυτό το μικρό μαλιαρό πράγμα για να απαλύνει τη θλίψη του. Και όταν κανείς είναι πολύ μικρός μπορεί να βρει μεγάλη ανακούφιση στα ζωηρά καμώματα ενός μικρού μαύρου γατιού. Έτσι το αγόρι, που οι μελαψοί άνθρωποι φώναζαν Μένες, χαμογελούσε πιο συχνά απ' ό,τι έκλαιγε καθώς έπαιζε με το χαριτωμένο γατάκι του στα σκαλιά μιας παράξενα ζωγραφισμένης άμαξας.
Την τρίτη μέρα της παραμονής των περιπλανώμενων στην Ούλθαρ, ο Μένες δεν μπορούσε να βρει το γατάκι του και, καθώς έκλαιγε δυνατά με λυγμούς στην αγορά, κάποιοι χωρικοί του μίλησαν για το γέρο και τη γυναίκα του και για τις φωνές που ακούγονταν τη νύχτα. Όταν άκουσε αυτά τα πράγματα, οι λυγμοί του μετατράπηκαν σε περισυλλογή και τελικά σε προσευχή. Ύψωσε τα χέρια του προς τον ήλιο και προσευχήθηκε σε μια γλώσσα που κανένας χωρικός δεν μπορούσε να καταλάβει, μια και η προσοχή τους ήταν κυρίως στραμμένη προς τον ουρανό και τα περίεργα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα. Ήταν πολύ παράξενο, αλλά καθώς το μικρό αγόρι έλεγε την παράκλησή του φαινόταν να σχηματίζονται ψηλά οι θολές νεφελώδεις φιγούρες εξωτικών πραγμάτων, υβριδικών πλασμάτων στεφανωμένων με δίσκους που τους πλαισίωναν κέρατα. Η φύση είναι γεμάτη με τέτοιες οπτικές απάτες για να εντυπωσιάζει τους ευφάνταστους.

Εκείνη τη νύχτα, οι περιπλανώμενοι άφησαν την Ούλθαρ και δεν τους ξαναείδαν ποτέ πια. Οι νοικοκυραίοι ανησύχησαν όταν είδαν ότι σ' όλο το χωριό δεν υπήρχε ούτε μια γάτα. Από κάθε εστία η γνώριμη γάτα είχε εξαφανιστεί, γάτες μεγάλες και μικρές, μαύρες, γκρίζες, ραβδωτές, κίτρινες και άσπρες. Ο γερο-Κράνον, ο δήμαρχος της ολλανδικής πόλης, ορκιζόταν ότι οι μελαψοί άνθρωποι είχαν πάρει τις γάτες για να εκδικηθούν για το θάνατο της γατούλας του Μένες και καταριόταν το καραβάνι και το μικρό αγόρι. Αλλά ο Νιθ, ο λιπόσαρκος συμβολαιογράφος, δήλωνε ότι οι πιο πιθανοί ύποπτοι ήταν ο γερο-χωρικός και η γυναίκα του, που το μίσος τους για τις γάτες ήταν γνωστό και γινόταν όλο και πιο φανερό. Κανένας όμως δεν τολμούσε ακόμα να παραπονεθεί στο καταχθόνιο ζευγάρι, ούτε και όταν ο μικρός Άταλ, ο γιος του πανδοχέα, ορκίστηκε ότι τα χαράματα είχε δει όλες τις γάτες της Ούλθαρ σ' αυτή την καταραμένη αυλή κάτω από τα δέντρα να βηματίζουν πολύ σιγά και σεμνά σε έναν κύκλο γύρω από την καλύβα, σε δύο σειρές, σαν να εκτελούσαν κάποια ανήκουστη τελετή των ζώων. Οι χωρικοί δεν ήξεραν πόσο μπορούσαν να πιστέψουν ένα τόσο μικρό αγόρι και, παρ' όλο που φοβούνταν ότι το διαβολικό ζευγάρι είχε κάνει μάγια στις γάτες και τις είχε θανατώσει, προτιμούσαν να μην επιπλήξουν το γερο-χωρικό ώσπου να τον συναντήσουν έξω από τη σκοτεινή και απωθητική αυλή του.

Έτσι, η Ούλθαρ πήγε να κοιμηθεί μάταια οργισμένη και, όταν οι άνθρωποι ξύπλησαν την αυγή, ιδού, κάθε γάτα είχε επιστρέψει στη συνηθισμένη της εστία! Μικρές και μεγάλες, μαύρες, γκρίζες, ραβδωτές, κίτρινες και άσπρες, δεν έλειπε καμία. Πολύ καλοθρεμμένες και παχιές εμφανίστηκαν οι γάτες και έβγαζαν γουργουρητά ευχαρίστησης. Οι πολίτες μιλούσαν μεταξύ τους για το γεγονός και δεν ήταν λίγος ο θαυμασμός τους. Ο γερο-Κράνον επέμενε πάλι ότι ήταν οι μελαψοί άνθρωποι που τις είχαν πάρει, μια και οι γάτες δεν επέστρεφαν ποτέ ζωντανές από την καλύβα του γέρου και της γυναίκας του. Αλλά όλοι συμφώνησαν σε ένα πράγμα: η άρνηση κάθε γάτας να φάει το κρέας της ή να πιει το γάλα της ήταν εξαιρετικά περίεργη. Για δυο ολόκληρες μέρες οι καλοθρεμμένες και τεμπέλικες γάτες της Ούλθαρ δεν άγγιζαν κανένα φαγητό, παρά μόνον κοιμούνταν, στον ήλιο ή κοντά στη φωτιά.

Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα προτού οι χωρικοί παρατηρήσουν ότι το σούρουπο δεν άναβε κανένα φως στα παράθυρα της καλύβας κάτω από τα δέντρα. Μετά, ο λιπόσαρκος Νιθ παρατήρησε ότι κανένας δεν είχε δει το γέρο ή τη γυναίκα του από τη νύχτα που έφυγαν οι γάτες. Αφού πέρασε άλλη μια βδομάδα, ο δήμαρχος αποφάσισε ότι ήταν καθήκον του να ξεπεράσει τους φόβους του και να επισκεφθεί την παράξενα σιωπηλή κατοικία. Ήταν βέβαια, αρκετά προσεκτικός ώστε να πάρει μαζί του για μάρτυρες τον Σανγκ το σιδερά και τον Θαλ τον πετρά. Το μόνο που βρήκαν όταν έσπασαν την εύθραστη πόρτα ήταν δύο καθαροί ανθρώπινοι σκελετοί πάνω στο χωμάτινο πάτωμα και μερικά ασυνήθιστα σκαθάρια να έρπουν στις σκοτεινές γωνίες.
Στη συνέχεια, πολλά λέγονταν ανάμεσα στους πολίτες της Ούλθαρ. Ο Ζαθ ο δικαστικός διαφωνούσε με τον Νιθ το λιπόσαρκο συμβολαιογράφο και όλοι κατέκλυζαν με ερωτήσεις τον Κράνον, τον Σανγκ και τον Θαλ. Ρωτούσαν ακόμα και το μικρό Ατάλ, το γιο του πανδοχέα, και του έδωσαν για ανταμοιβή ένα ζαχαρωτό. Μιλούσαν για το γερο-χωρικό και τη γυναίκα του, για το καραβάνι με τους μελαψούς περιπλανώμενους, για το μικρό Μένες και τον ουρανό κατά τη διάρκεια της προσευχής του, γι' αυτά που έκαναν οι γάτες τη νύχτα που έφυγε το καραβάνι και γι' αυτά που βρέθηκαν αργότερα στην καλύβα κάτω από τα σκοτεινά δέντρα στην απωθητική αυλή.

Και στο τέλος, οι πολίτες ψήφισαν τον αξιοσημείωτο αυτό νόμο, για τον οποίο μιλάνε οι έμποροι στη Χάθεγκ και ο οποίος συζητιέται από τους ταξιδιώτες στη Νιρ, δηλαδή ότι στην Ούλθαρ κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να σκοτώσει γάτα.



H. P. LOVECRAFT
ΑΠΑΝΤΑ 2 [Ντάγκον]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΛΙΚΗ ΑΚΟΝΤΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια: