.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Ο αστρολογικός πλανήτης – Παύλος Σπ. Κυράγγελος



Απ’ την αρχαία λέξη πλανώμαι (= περιφέρομαι), πλάνης -ητος (= αυτός που περιφέρεται) βγαίνει η ερμηνεία της έννοιας του πλανήτη, του ουράνιου σώματος. Οι αρχαιοέλληνες σοφοί και γενικά οι μυημένοι της εποχής εγνώριζαν την κίνηση των ουράνιων σωμάτων και έλεγαν γι’ αυτά ότι πλανώνται (= περιφέρονται). Με την ουσιαστικοποίηση του επιθέτου πλάνης, πλανήτες, τα ουράνια σώματα πέρασαν σαν έννοια στα λεξικά με την ονομασία αυτή, που μεταφέρθηκε και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλ. planet, γαλλ. planete, γερμ. planet). Στην αστρονομική γλώσσα πλανήτης είναι ένα ουράνιο σώμα, που πλανάται, περιφέρεται γύρω από ένα αστέρα, που καλείται Ήλιος. Οι αστέρες, που φαίνονται στον ουρανό, είναι Ήλιοι, δηλαδή αυτόφωτα σώματα, που εκπέμπουν (και) φωτεινή ακτινοβολία. Οι πλανήτες δεν είναι αστέρες, Ήλιοι, δεν είναι δηλαδή αυτόφωτα σώματα.
Η κοινή όμως έκφραση «αστέρια» στη λαϊκή αστρολογία και έννοια δηλώνει τους πλανήτες γενικά και όχι μόνο τους Ήλιους, επιπλέον δε τις Σελήνες, δηλαδή τους δορυφόρους των πλανητών. Η σχέση της Σελήνης προς τον πλανήτη που την έλκει, είναι παρόμοια με τη σχέση του πλανήτη προς τον κεντρικό Ήλιο. Όπως ο Ήλιος βρίσκεται στο κέντρο και γύρω του, σε διαφορετικές αποστάσεις, κινούνται, περιφέρονται οι πλανήτες, έτσι και ο πλανήτης βρίσκεται στο κέντρο και γύρω του περιφέρονται μία ή περισσότερες Σελήνες ή δορυφόροι. Στην ουσία όλα τα σώματα, Ήλιος, Πλανήτες και Δορυφόροι είναι πλανήτες, επειδή όλοι πλανώνται, περιφέρονται, με μόνη διαφορά πως ο Ήλιος είναι αυτόφωτο σώμα. Η ονομασία Δορυφόρος προέρχεται από την αρχαιοελληνική πραγματικότητα, όπου οι δορυφόροι ήσαν ωπλισμένοι άνδρες, που περιστοίχιζαν και περιτριγύριζαν τον άρχοντα, για να τον προστατεύουν. Κατά μεταφορά της πραγματικότητας αυτής οι μικροί πλανήτες, που πλανώνται γύρω από ένα μεγάλο πλανήτη και ειδικά ο δορυφόρος της Γης (που κατ’ άλλους έχει κι ένα αόρατο δίδυμο αδελφό) ωνομάστηκε Σελήνη, απ’ το ομώνυμο μυθολογικό πρόσωπο. Έτσι γενικεύτηκε ο όρος και για τους δορυφόρους των άλλων πλανητών, που τους αποκαλούν Σελήνες ή Φεγγάρια. Και ο μεν όρος «Σελήνες» είναι ανεπιτυχής, γιατί αφ’ ενός αποτελεί την ονομασία ειδικά του δορυφόρου της Γης και αφ’ ετέρου αναπαριστά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι μια συγκεκριμένη ιδιότητα, δηλαδή την του δορυφόρου. Ο δε όρος «Φεγγάρι», (απ’ τη λέξη φέγγος, επειδή φέγγει στο σκοτάδι της νύκτας), αν και δεν είναι τόσο παραστατικός όσο ο όρος «δορυφόρος», οπωσδήποτε είναι πιο επιτυχής, επειδή ακριβώς αποδίδει μια ιδιότητα, που έχουν γενικά (κατά κανόνα) οι δορυφόροι των πλανητών.
Στην αρχαία εποχή της Αστρολογίας, όπου η αριθμολογική επίδραση, εκφρασμένη κυρίως με και από τον Πυθαγόρα, διείπε δογματικά την ερμηνευτική έρευνα, ή επήρεια του αριθμού 7, που εκπροσωπούσε την τελειότητα της ολοκλήρωσης, αποτυπώθηκε κυρίως στο δόγμα της ύπαρξης των 7 πλανητών, που κυβερνούν την ανθρώπινη αντίδραση, ατομικά και συλλογικά. Έτσι, με εξαίρεση τον πλανήτη Γη, που δεν υπολογίζεται στην αρίθμηση, δεδομένου ότι είναι το υποκείμενο της δράσης των λοιπών πλανητών, ο τόπος δηλαδή που αυτοί εξασκούν τις επιρροές τους, οι 7 πλανήτες, με πρώτο τον Ήλιο (δηλαδή τον «αστέρα» του πλανητικού μας συστήματος) και τη Σελήνη (δηλαδή το δορυφόρο ή φεγγάρι της Γης), τα δύο κυριώτερα σώματα στην αστρολογική μελέτη και σπουδαιότητα, που  καλούνται και «φώτα», περιλαμβάνανε τον Ερμή, την Αφροδίτη, τον Άρη, το Δία και τον Κρόνο. Ο με στοιχειώδεις αστρονομικές γνώσεις αναγνώστης παρατηρεί πως το τότε αριθμητικό εύρος της ομάδας των πλανητών ήταν ανάλογο με το εύρος του τότε γνωστού χώρου του πλανητικού μας συστήματος. Δηλαδή οι πλανήτες, που δεν αναφέρονταν, ήσαν πλανήτες, που βρίσκονταν σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ τον Ήλιο απ’ όσο ο τελευταίος αναφερόμενος πλανήτης, ο Κρόνος.
Με την τελειοποίηση των αστρονομικών οργάνων και τη διείσδυση στον επιστημονικό χώρο επιστημόνων με επαναστατικές ικανότητες και παρατηρήσεις, ο γνωστός χώρος διευρύνθηκε με την πρόσθεση στον κατάλογο του Ουρανού, του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα. Έπειτα απ’ αυτή τη διευθέτηση ο υπολογισμός αναφερόταν σε δέκα πλανήτες που στην ουσία ήταν πλανήτες του αστρολογικού υπολογισμού και όχι του ηλιακού συστήματος, αφού η Σελήνη ξέρουμε πια πως είναι απλός δορυφόρος και ο Ήλιος αστήρ – το κέντρο δηλαδή του συστήματος που κινείται γύρω του. Παράλληλα μ’ αυτή τη σκέψη πρέπει ν’ αναφερθεί πως η Γη, το άλλοτε – κατά τους θεολόγους – κέντρο του Σύμπαντος, παρά το ότι είναι πλανήτης δεν συγκαταλέγεται στον αστρολογικό υπολογισμό αφού είναι ο τόπος του υπολογισμού αυτού, δηλαδή το υποκείμενό του. Έτσι αστονομικά είχαμε πια εννιά πλανήτες, του ηλιακού συστήματος, ή δέκα ουράνια σώματα (μαζί με τον αστέρα Ήλιο) ενώ αστρολογικά δέκα πλανήτες, του αστρολογικού υπολογισμού.


Ωστόσο ο χώρος αυτός, που προεκτάθηκε προς τα άκρα του ηλιακού συστήματος, έμελε να λάβη ακόμη μεγαλύτερη έκταση, αλλά, κατ’ απροσδόκητο τρόπο, η προέκταση αυτή τη φορά δόθηκε προς το εσωτερικό του συστήματος, με την ανακάλυψη κοντά στον Ήλιο ενός ακόμη μικρού πλανήτη, εγγύτερου σ’ αυτόν απ’ τον Ερμή. Ήδη ο περίφημος Λε Βερριέ, που με αυστηρά θεωρητικές μαθηματικές εργασίες είχε αναζητήσει, υπολογίσει και εντοπίσει τον πλανήτη Ποσειδώνα, υποστήριζε την ύπαρξη ενός πλανήτη ακόμη, πλησιέστερα στον απ’ τον Ερμή, που τον ωνόμασε Ήφαιστο (*) και που εντοπίστηκε τελικά απ’ τον Κ. Χασάπη στα μέσα της δεκαετίας του 70. Με τη διευθέτηση αυτή η Γη έπαιρνε τον πραγματικό της αριθμό, τον 4, ενδεικτικό περιορισμών και θλίψεων, γενικά μαθητείας μέσα από δοκιμασίες, όπως και πράγματι είναι, θεωρούμενη απ’ τη σκοπιά του εσωτερικού προορισμού. Με την προσθήκη αυτή αστρονομικά οι πλανήτες του ηλιακού συστήματος ανήλθαν σε δέκα, ή, αν υπολογίσουμε την ενότητα των αστεροειδών  μεταξύ Άρεως και Διός, σε ένδεκα, ενώ αστρολογικά οι πλανήτες του αστρολογικού υπολογισμού, έφτασαν τους ένδεκα, ή, υπολογίζοντας και τους αστεροειδείς, κάτι, που, πρακτικά τουλάχιστο, κανείς δεν υπολογίζει, σε δώδεκα. Αλλά και η παρουσία του Ήφαιστου στην πρακτική του αστρολογικού υπολογισμού είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, και για τη δυσκολία της παρατήρησής του και για την ασημαντότητα – απ’ ό,τι φαίνεται τουλάχιστον μέχρι στιγμής – της επιρροής του και για την ανυπαρξία στατιστικών επιβεβαιώσεων, λόγω του ότι το διάστημα απ’ την ανακάλυψή του είναι απόλυτα ανεπαρκές για οποιοδήποτε επιστημονικό συμπέρασμα.
Με βάση την ανάλυση, που προηγήθηκε, τη στιγμή της έκδοσης αυτής, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 70, το πλανητικό σύστημα εμφανίζει, με τα τελευταία αποδεδειγμένα επιστημονικά δεδομένα, την εικόνα ενός αστέρα με δέκα περιφερόμενα σώματα (πλανήτες), ή, υπολογίζοντας και την ενότητα των αστεροειδών, ένδεκα. Επειδή όμως η παρατήρηση της δομής του γνωστού υλικού Σύμπαντος έχει αποδείξει την ισχυρή παρεμβολή του αριθμού δώδεκα (12) στην κατασκευή του, η αριθμολογική έρευνα έχει παραμείνει ανήσυχη, σχετικά με την ύπαρξη δύο τουλάχιστον ακόμη πλανητών στα βάθη του συστήματος, που κινούνται σε χώρο και χρόνο δύσκολου εντοπισμού. Έτσι στο Συνέδριο Αστρολογικών Σπουδών, που έγινε το Σεπτέμβρη του 1975 στο Μουσείο Επιστημών και Τεχνολογίας του Μιλάνου, ο Αντριάνο Καρέλλι αναφέρθηκε στην ανακάλυψη τριών νέων πλανητών, που καλούνται «διαπλουτωνικοί» και αποκαλύφθηκε ότι ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν εντοπιστή απ’ την Αστρολογική Σχολή του Αμβούργου και αναλύθηκαν κάτω απ’ τις ονομασίες Βράχμα, Σίβα και Μάγια.
Ανεξάρτητα απ’ τον εμπλουτισμό του πλανητικού αντικειμένου της Αστρολογικής Μελέτης, με τις ανακαλύψεις των πλανητών, που μέχρι τώρα παρέμεναν μέσα στο σκοτάδι της επιστημονικής γνώσης και της υπολογιστικής συσχέτισης, πρέπει να τονιστή πως η ικανοποιητική γνώση των στοιχείων, που παρέχονται απ’ τη μελέτη του παλιού υλικού των «επτά πλανητών», αρκεί οπωσδήποτε για μια άρτια μελέτη των στοιχείων ενός ατομικού ωροσκοπίου, αλλά οι πρόσθετες ερμηνείες των νέων πλανητών (με εξαίρεση τον ατομικό δείκτη Ήφαιστο) είναι αναγκαίες, προκειμένου να εξηγηθούν ή προδιαγραφούν οι κοινωνικές ζυμώσεις και εξελίξεις.
Η μέθοδος της επιστημονικής ανάλυσης των αστρολογικών δεδομένων σε σχέση με τις επιδράσεις των πλανητών χωρίζεται σε δύο σκέλη σ’ ένα καθαρά αστρονομικό, όπου αναζητούνται, ανευρίσκονται και σημειώνονται οι θέσεις των πλανητών στο Διάστημα, δηλαδή το ουράνιο πλάτος τους και, το βασικό, το ουράνιο μήκος τους. Και σε ένα καθαρά αστρολογικό, όπου, με τη σύνδεση των εννοιών των πλανητών, των θέσεών τους και των αποστάσεών τους (όψεων) ο μελετητής καταλήγει σε ωρισμένα επιστημονικά συμπεράσματα, που οδηγούν στην αποκρυπτογράφηση του παρόντος και στη σκιαγράφηση του μέλλοντος.

Παύλος Σπ. Κυράγγελος
Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ 1978



_________________________________ 
(*) Σημείωση Παρείσακτου 
Παραθέτω το κείμενο Η ΜΑΤΑΙΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΗΦΑΙΣΤΟΥ
Link: https://www.researchgate.net/publication/292411130_E_MATAIE_ANAZETESE_TOU_PLANETE_EPHAISTOU_THE_VAIN_SEARCH_OF_PLANET_HEPHAESTUS_VULCAN

Βασίλειος Ν. Μανιμάνης και Ευστράτιος Θεοδοσίου 
Τομέας Αστροφυσικής, Αστρονομίας και Μηχανικής,
Τμήμα Φυσικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Περίληψη
Η   έρευνα για έναν υποθετικό πλανήτη  που  με  τις  παρέλξεις   του  προκαλούσε μια μικρή μετατόπιση του περιηλίου  του  Ερμού, προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον κατά το  19ο  αιώνα.  Θα ήταν ο εγγύτερος στον `Ηλιο πλανήτης   και   του   είχε   ήδη   δοθεί   το   όνομα   `Ηφαιστος   από   τον   Le   Verrier   (1811-1877).   Διάσημοι παρατηρησιακοί αστρονόμοι της εποχής δαπάνησαν πολλές ώρες σε έρευνες για την ανακάλυψή του, μέχρι να αναιρεθεί η θεωρητική στήριξη για την ύπαρξή του με την εφαρμογή της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας το  1915: Η  ματαιότητα  της αναζητήσεως  του  Ηφαίστου έγινε  πλέον  φανερή όταν  ο  A. Einstein  με  τη Γενική  Θεωρία της Σχετικότητας ερμήνευσε το έλλειμμα των 43 arcsec στους υπολογισμούς του Le Verrier.   
----               
Μια   από τις μεγαλύτερες   αστρονομικές αναζητήσεις του   19ου αιώνα  υπήρξε  η προσπάθεια για την ανακάλυψη ενός πλανήτη που θα περιφερόταν περί τον `Ηλιο εγγύτερα  από ό,τι ο Ερμής. Την ύπαρξη ενός τέτοιου πλανήτη υπέθεσε πρώτος ο Γάλλος αστρονόμος Urbain   Jean   Joseph   Le   Verrier   (1811-1877).   Το   Σεπτέμβριο   1846   ο   Le   Verrier   είχε αποκτήσει   παγκόσμια   φήμη,   όταν   ο   J.G.   Galle  (1812-1910)   του   Αστεροσκοπείου   του Βερολίνου,   βασιζόμενος   σε  υποδείξεις   του,   ανακάλυψε  τον   όγδοο   γνωστό  πλανήτη,   τον Ποσειδώνα. Ο Le Verrier είχε μελετήσει (1845), μετά από υπόδειξη του Arago, ορισμένες ανωμαλίες που είχαν παρατηρηθεί στην κίνηση του Ουρανού κατά την περιφορά του και τις  απέδωσε  στις παρέλξεις ενός άγνωστου  μέχρι τότε πλανήτη. Με βάση αυτή την παραδοχή υπολόγισε μαθηματικά τη θέση του άγνωστου πλανήτη και την υπέδειξε στον Galle, ο οποίος τον ανακάλυψε σχεδόν στο ίδιο  σημείο που είχε  προβλέψει ο Le Verrier. Το γεγονός  είχε τότε χαιρετισθεί από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ως μια απόδειξη για τη δύναμη των Μαθηματικών και θρίαμβος για την κλασική θεωρία βαρύτητας του Νεύτωνα.       
Το 1858, βασιζόμενος σε ανάλογες ανωμαλίες που είχαν παρατηρηθεί στην κίνηση του Ερμού, ο Le Verrier πρότεινε και πάλι ότι ένας άγνωστος μέχρι τότε πλανήτης προκαλούσε με τις βαρυτικές  του παρέλξεις  τις ανωμαλίες αυτές, και συγκεκριμένα τη μετατόπιση  του περιηλίου της τροχιάς του Ερμού κατά 43΄΄ ανά αιώνα περισσότερο  από ό,τι προέβλεπε η Νευτώνεια   θεωρία.  Το  άγνωστο   σώμα   θα   ήταν   εύκολο   να   διαφύγει   της   προσοχής   των αστρονόμων, καθώς από τη Γη θα φαινόταν να βρίσκεται πάντα κοντά στο εκτυφλωτικό φως του   `Ηλιου.   Ακόμα   και ο   Ερμής   αποτελεί  ένα   δύσκολο   στην   παρατήρησή  του   πλανήτη εξαιτίας της εγγύτητάς του στον `Ηλιο. Περίπου 13 φορές ανά αιώνα εμφανίζεται να περνά μπροστά από τον ηλιακό δίσκο ως μαύρη κηλίδα, και στις περιπτώσεις αυτές, τις διαβάσεις  του Ερμού, η θέση του ως προς τον `Ηλιο μπορεί να μετρηθεί με πολύ μεγάλη ακρίβεια, γεγονός που επέτρεψε την ανίχνευση της παραπάνω ανωμαλίας στην κίνησή του.     
Εκτός από τον Le Verrier, ο Γερμανός Heinrich Schwabe, ελπίζοντας να ανιχνεύσει τον `Ηφαιστο σε μια διάβασή του, εξέταζε τον ηλιακό δίσκο κάθε αίθρια ημέρα από το 1826 ως  το 1838, συσσωρεύοντας παρατηρήσεις 3.500 και πλέον ημερών. Δεν ανακάλυψε κάποιο νέο πλανήτη, εντούτοις κατέγραψε   κάτι  εξίσου σημαντικό: τον   ενδεκαετή  κύκλο της ηλιακής δραστηριότητας, μέσα από την περιοδική αυξομείωση στον αριθμό των ηλιακών κηλίδων.    
Ωστόσο η ανακοίνωση του Le Verrier το Σεπτέμβριο του 1859 γνώρισε πολύ μεγαλύτερη  δημοσιότητα, αφού περιελάμβανε τα στοιχεία της τροχιάς του άγνωστου πλανήτη με περίοδο περιφοράς   33   ημέρες  (άρα   και   συχνότερες   διαβάσεις),  και   σύντομα   παρουσιάσθηκε   μια αναφορά για  μια μικρή  μαύρη κηλίδα,   που είχε  παρατηρηθεί να  κινείται κατά  μήκος του ηλιακού δίσκου  στις  26 Μαρτίου 1859, από  τον  ερασιτέχνη αστρονόμο  Edmond Modeste  Lescarbault, ο οποίος επί έτη επεδίωκε να ανακαλύψει τον εσωτερικό πλανήτη. Αρχικά ο Le Verrier αντέδρασε με σκεπτικισμό, όμως τελικά αποφάσισε να συναντήσει τον Lescarbault. Κατά την  επίσκεψή του στο  χωριό του  ερασιτέχνη, του  έθεσε μια  σειρά από ουσιαστικές ερωτήσεις. Μετά από συζήτηση   μιας  ώρας, ο Le  Verrier   αναχώρησε  πεπεισμένος ότι θα μπορούσε   να   εμπιστευθεί   την   ερασιτεχνική   παρατήρηση.  Ονόμασε   τον,   υποθετικό   νέο πλανήτη `Ηφαιστο (Vulcan) και μάλιστα επέμεινε να τιμηθεί ο Lescarbault με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τον ανώτατο άρχοντα της τότε Γαλλίας Ναπολέοντα Γ΄.    
Ο Le Verrier αποφάνθηκε ότι ο `Ηφαιστος θα έπρεπε να κινείται περί τον `Ηλιο σε μέση  απόσταση 19×106 km και να εκτελεί 2-4 διαβάσεις ανά έτος, 1 ή 2 κατά τα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές Απριλίου και 1 ή 2 κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου. Η κάθε διάβαση θα έπρεπε να έχει διάρκεια μέχρι 260 min. Εκτός από τις διαβάσεις, ευκαιρία για την   ανακάλυψή   του   θα   παρουσιαζόταν   σε   κάθε   ολική   έκλειψη   Ηλίου.   Αλλά   όσοι προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τον `Ηφαιστο τήν άνοιξη του 1860, απέτυχαν. Ούτε και στην ολική   έκλειψη   του   Ιουλίου   1860,   ορατή   από  την   Ισπανία,   υπήρξε   έστω   και  μία   θετική  παρατήρηση.   Οι   υποστηρικτές  του   Ηφαίστου   άρχισαν   να  αμφιβάλλουν,   ενώ  όσοι   ήταν ανέκαθεν   δύσπιστοι  άρχισαν  να   εκφράζονται   με   απόλυτο   τρόπο.   Κατά  τα  επόμενα   έτη αναφέρθηκαν μερικές σποραδικές θετικές παρατηρήσεις από ερασιτέχνες, με την περίπτωση του Βρετανού Lumis να απολαμβάνει ιδιαίτερη δημοσιότητα. Ο Lumis ισχυρίσθηκε ότι είχε ανιχνεύσει με ένα διοπτρικό τηλεσκόπιο μια κινούμενη κηλίδα στον `Ηλιο στις 20/3/1862.       
Η ολική ηλιακή έκλειψη της 7/8/1869 υποσχόταν μια ακόμα πολύτιμη ευκαιρία για τον  εντοπισμό του Ηφαίστου. Η σκιά της Σελήνης θα διέσχιζε διαγωνίως τη Β. Αμερική, από το Βερίγγειο Πορθμό ως τη  Β.   Καρολίνα.   Ο   Le  Verrier παρέμενε σταθερός υπέρμαχος του αόρατου   πλανήτη   και   το   κύρος   του   μπορούμε   να   πούμε   ότι   συνέτεινε   αρκετά   στο   να διατηρείται το θέμα   στη   σκέψη των περισσότερων  παρατηρητών.   Ο S. Newcomb  (1835-1909) του  Ναυτικού  Αστεροσκοπείου των  ΗΠΑ ήταν  ένας από αυτούς. Θα συνόδευε  μια αποστολή στο Des Moines της Iowa για να παρατηρήσει την έκλειψη. Ο Newcomb λοιπόν προσκάλεσε  το   Δανό   αστρονόμο   C.H.F.   Peters   (1813-1890),   που   είχε  εγκατασταθεί στις ΗΠΑ από το 1854  και είχε ανακαλύψει πολλούς αστεροειδείς, να τους ακολουθήσει στην αναζήτηση του Ηφαίστου. Ο Peters του απάντησε απότομα: «Δεν θα ενδιαφερθώ να ψάξω  για τα μυθικά πτηνά του Le Verrier». Η απάντηση αυτή, κατά τους Baum & Sheehan (1997), είχε πιθανότατα ένα ενδιαφέρον βαθύτερο νόημα, που για να το αντιληφθούμε θα πρέπει να γνωρίζουμε κάποιες εμπειρίες από την προηγούμενη σταδιοδρομία του C. H. F. Peters.       
Μερικές  εβδομάδες  πριν,   ο   Peters   είχε   δημοσιεύσει στο  Astronomische Nachrichten («Αστρονομικά   Νέα»)   μια   εμπειρία   από   τότε   που   βρισκόταν   στο   Αστεροσκοπείο   της  Νεαπόλεως στην Ιταλία. Το Μάιο 1845 οι εκεί αστρονόμοι είχαν παρατηρήσει μικρά σώματα να περνούν μπροστά από το δίσκο του `Ηλιου. Αυτή δεν ήταν η πρώτη παρόμοια αναφορά. Ο C. Messier (1730-1817) π.χ. παρατηρώντας από το Παρίσι το 1777 είχε παρακολουθήσει «ένα μεγάλο αριθμό σκοτεινών σφαιριδίων» να περνά μπροστά από τον `Ηλιο μέσα σε 5 min. Η μεγάλη θύελλα διαττόντων των Λεοντιδών του 1833 είχε καταστήσει γνωστή την ύπαρξη μετεωρικών σωμάτων που εκινούντο σε πυκνά σμήνη ή (σύμφωνα με μια θεωρία της εποχής που είχε  προτείνει ο Adolph  Erman το  1839) περιφέρονταν περί τον  `Ηλιο σε διακριτούς δακτυλίους. Δεν θα ήταν μήπως πιθανό υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όταν η Γη βρισκόταν κοντά στα σμήνη αυτά,  μερικά από  τα μικρά εκείνα σώματα (μετεωροειδείς) να εκτελούν διαβάσεις; Αρχικά οι αστρονόμοι από τη Νεάπολη υπέθεσαν ότι είχαν δει συμπυκνώσεις στο ρεύμα μετεωροειδών που προκαλεί την ετήσια βροχή διαττόντων «η Υδροχοΐδες» κάθε Μάιο και σήμερα γνωρίζουμε πως   αποτελείται   από  υλικό του Κομήτη του  Halley.   Το   γεγονός κίνησε   το   ενδιαφέρον   του   Peters,   που θέλησε να επιβεβαιώσει  τις   παρατηρήσεις   και   να διαλευκάνει το μυστήριο. Στις 6/10/1845 ήρθε η επόμενη ευκαιρία: πολλά μικρά αντικείμενα έγιναν   ορατά   καθώς   διάβαιναν   με   μεγάλη   ταχύτητα   μπροστά   από   τον   `Ηλιο,   άλλα μεμονωμένα και άλλα   κατά  ζεύγη. Ο Peters  χρονομέτρησε   προσεκτικά  τις διαβάσεις. Το  φαινόμενο επαναλήφθηκε και τις επόμενες ημέρες, ώστε στις 17/10 ο Peters να  γράψει: «Ενώ μετρούσαμε  τις  ηλιακές κηλίδες,  πέρασαν  πολλά μικρά   σώματα, λίγο-πολύ γρήγορα» . Εκείνη τη νύκτα, με το τηλεσκόπιό του στραμμένο προς τη Σελήνη, μέτρησε 9 μικρά σώματα σε 15  min, κινούμενα  οριζόντια μπροστά από  το δίσκο  της Σελήνης   μία ημέρα  μετά  την πανσέληνο. Και, εντελώς ξαφνικά, η ταυτότητά τους έπαψε να αποτελεί μυστήριο.       
«`Ηταν  πουλιά», έγραψε  ο Peters,  «με  όλα τα  χαρακτηριστικά τους  γνωρίσματα: ουρά, κεφαλή   και   πτέρυγες.   Πέρασαν  όλα   μπροστά   από   το   δίσκο   της  Σελήνης...   ...παράλληλα   ή  σχεδόν παράλληλα ως προς τον ορίζοντα. Το καθένα εμφανίσθηκε σαν ένα μαύρο αντικείμενο  επάνω   στο   δίσκο. Η  νύκτα   ήταν  καθαρή   και   ο   άνεμος   ασθενής.»  Ο  Δανός   επιστήμονας συμπέρανε ότι και τα σώματα που είχαν παρατηρηθεί τον προηγούμενο Μάιο ήταν επίσης πτηνά, καθώς μεγάλοι αριθμοί αποδημητικών πτηνών περνούσαν πάνω από την περιοχή κάθε Μάιο και Οκτώβριο, διατύπωσε μάλιστα και τη γνώμη ότι ήταν ορτύκια!    
Επομένως όταν ο Peters αναφερόταν στα «μυθικά πτηνά του Le Verrier» φαίνεται ότι δεν μιλούσε μεταφορικά, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Κατά τους Baum & Sheehan (1997) πολλοί από τους «Ηφαίστους» που παρατηρήθηκαν κατά καιρούς ήταν απλώς πουλιά. Ακόμα και οι εποχές που είχε προτείνει ο Le Verrier για τις διαβάσεις (άνοιξη και φθινόπωρο) ενισχύουν την   παραπάνω   υποψία,   αφού   αντιστοιχούν   στις   εποχές   της   αποδημίας.  Τα  περισσότερα χερσαία αποδημητικά ταξιδεύουν κατά τις αποδημίες τους σε ύψος μικρότερο των 1.500 m, αλλά μπορεί να υπερβούν και τα 4 km. Αν δεχθούμε άνοιγμα πτερύγων 20 cm και ύψος 2 km με   το   δίσκο   του `Ηλιου   3°  πάνω από τον  ορίζοντα,   το   πουλί  θα   βρίσκεται   όταν  περνά μπροστά από τον  `Ηλιο   σε απόσταση 4 km  από   τον παρατηρητή και θα  έχει   φαινόμενο άνοιγμα πτερύγων περίπου 10΄΄. Συγκριτικά, ο Ερμής κατά τις διαβάσεις του έχει φαινόμενη διάμετρο   13΄΄.   Με   μικρές   μεγεθύνσεις   θα   ήταν   σχεδόν   αδύνατο   να   αναγνωρισθεί   η πραγματική φύση μιας τόσο μικρής μαύρης κηλίδας. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι  ένας πλανήτης, ακόμα  και   ο  ταχύτατος `Ηφαιστος, θα  φαινόταν   να  διασχίζει τον ηλιακό δίσκο   εκατοντάδες   φορές   πιο   αργά   από   ό,τι   ένα   πουλί,   ακόμα   και   το πιο   μακρινό.   Οι αστρονόμοι  γνώριζαν   ότι   ο   `Ηφαιστος   θα  χρειαζόταν ώρες   για   να   διασχίσει   τον   ηλιακό δίσκο. Η πορεία των αποδημητικών πτηνών έχει γενική κατεύθυνση Β-Ν. Αν τα περνούσαν για πλανήτη, αυτός ο πλανήτης θα έπρεπε να έχει μια τροχιά με μεγάλη κλίση ως προς την εκλειπτική, πολύ μεγαλύτερη από την κλίση των 12° που είχε προτείνει ο Le Verrier.       
Η έκλειψη της 7/8/1869 απέτυχε να αποκαλύψει τον `Ηφαιστο κοντά στον `Ηλιο. Ο Le Verrier διακήρυξε ότι ή υπήρχαν πολλοί `Ηφαιστοι ή δεν υπήρχε κανείς και ότι αν υπήρχε `Ηφαιστος θα  έπρεπε  να διαβεί  μπροστά  από τον  ηλιακό   δίσκο στις 23/3/1877.   Μετά το θάνατό   του,   στις   23/9/1877,   υπήρχαν ακόμα  αστρονόμοι   που   έλπιζαν   στην   ύπαρξη   του Ηφαίστου, έστω  και  αν ο  σκεπτικισμός αυξανόταν.  Ο λόγος  ήταν ότι δεν   υπήρχε άλλη εξήγηση για την ανωμαλία στην τροχιά του Ερμού. Το αποκορύφωμα ήρθε με την ολική ηλιακή έκλειψη της 29/7/1878 στις ΗΠΑ.  Ο Newcomb την παρατήρησε από το  Wyoming συνοδευόμενος από τον J.C. Watson του Πανεπιστημίου του Michigan. Κατά τα 3 min της ολικής φάσεως ο Newcomb χρησιμοποίησε μικρό τηλεσκόπιο για να ερευνήσει το χώρο στα Α του `Ηλιου, ενώ ο Watson με ένα μεγαλύτερο τηλεσκόπιο ερεύνησε μια ζώνη μήκους 15° και   πλάτους   1,5°  Α   και   Δ   του   `Ηλιου.   Με   την   ισχυρή   μνήμη   του,   ο   Watson   είχε προηγουμένως απομνημονεύσει από τους χάρτες του ουρανού τις θέσεις όλων των αστέρων αυτής   της   ζώνης   μέχρι   ορισμένου   m(V).   Στα   Δ  του   `Ηλιου   συνάντησε   ένα   «ερυθρωπό άστρο» που δεν υπήρχε στους χάρτες, ορατό με γυμνό μάτι. Ακόμα δυτικότερα, βρήκε έναν άλλο, φωτεινότερο, ερυθρό αστέρα, σημείωσε  τη θέση του  και έσπευσε  να ειδοποιήσει το Newcomb,  ώστε να υπάρχει ανεξάρτητη επιβεβαίωση από άλλο  παρατηρητή. Ο Newcomb όμως ήταν απορροφημένος από την παρακολούθηση ενός δικού του υποψήφιου «Ηφαίστου», ενός αστέρα όπως αποδείχθηκε αργότερα. Τότε η ολική έκλειψη έλαβε τέλος. Ο Watson, που  είχε   ανακαλύψει   πολλούς  αστεροειδείς,   ήταν   πεπεισμένος ότι είχε   δει   τουλάχιστον έναν εσώτατο πλανήτη. Οι παρατηρήσεις του όμως δέχθηκαν αργότερα την κριτική του Peters, που θεώρησε ότι ο Watson είχε θεωρήσει τους θ και ζ Καρκίνου σαν «Ηφαίστους».
Ο Watson αρνήθηκε να εγκαταλείψει τις προσπάθειες και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του  κυνηγώντας τον υποθετικό πλανήτη. Αφού άφησε το Πανεπιστήμιο του Michigan στο Ann Arbor   προκειμένου   να   επιβλέψει   την   κατασκευή   του   Αστεροσκοπείου   Washburn   του Πανεπιστημίου του Wisconsin στο Madison, επιδίωξε να ανακαλύψει τον `Ηφαιστο κατά τη διάρκεια της ημέρας: ήθελε   να   τοποθετήσει   ένα τηλεσκόπιο στον πυθμένα  ενός   φρέατος βάθους 7,3 m σε ένα λόφο κοντά στη λίμνη Mendota, ελπίζοντας ότι έτσι θα ήταν σε θέση να διακρίνει αστέρες κοντά στον `Ηλιο. Η ιδέα χρονολογείται από την εποχή του Αριστοτέλους, ο οποίος είχε αναφέρει πως οι φωτεινότεροι αστέρες μπορούσαν να γίνουν ορατοί και κατά τη   διάρκεια   της  ημέρας  μέσα   από   βαθιά   πηγάδια,  πράγμα   που   είχε   πάντως  αποδειχθεί λανθασμένο ήδη πριν την εποχή του Watson. Μόνο με τηλεσκόπιο οι φωτεινότεροι αστέρες μπορούν να γίνουν ορατοί κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και πάλι όταν δεν βρίσκονται  προς την πλευρά του `Ηλιου, εκτός αν βρισκόμαστε σε μεγάλο υψόμετρο (>5 km).     
Ο Watson πέθανε από επιπλοκές πνευμονίας το Νοέμβριο 1880, σε ηλικία 42 ετών, πριν  ολοκληρώσει το σχέδιό του. Την επόμενη άνοιξη, όταν ο διάδοχός του, ο Edward S. Holden (1846-1914) έφθασε στο Madison για να αποπερατώσει το υπόγειο αστεροσκοπείο, ο Peters τον προειδοποίησε:  «Μη καθίσεις μέσα σε αυτή  την υπόγεια τρύπα να παρακολουθείς μέχρι που να περάσει  ο   `Ηφαιστος!  Δεν φοβάμαι ότι  ίσως   τον   ανακαλύψεις... ...αλλά μπορεί  να  καταστρέψει την υγεία σου και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να καλύψεις την τρύπα.» Ο Holden πάντως  διεξήγαγε λίγες παρατηρήσεις, ώστε  να  βεβαιωθεί και προσωπικά ότι  ο `Ηφαιστος θα ήταν αδύνατο να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, και στη συνέχεια  το υπόγειο αστεροσκοπείο εγκαταλείφθηκε για πάντα. Σήμερα δεν έχει απομείνει ίχνος του.       
Μετά το θάνατο   του Watson η   ιδέα του Ηφαίστου   περιέπεσε οριστικά σε  δυσμένεια  μεταξύ των αστρονόμων.  Λίγοι αστρονόμοι, μεταξύ των  οποίων και ο Holden,  από όσους ταξίδεψαν μέχρι τη νήσο Καρολίνα στον κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό για να παρατηρήσουν την ολική έκλειψη του 1883 το έπραξαν με την ελπίδα να ανακαλύψουν τον `Ηφαιστο. Στις 11/1/1891   ο   Lescarbault   ισχυρίσθηκε   ότι   τον   ανακάλυψε   στο Λέοντα,   αλλά   λεπτομερής έλεγχος απέδειξε ότι ο υποτιθέμενος `Ηφαιστος ήταν ο πλανήτης Κρόνος!         
Η  επιπλέον   μετατόπιση   του   περιηλίου  του Ερμού  εξηγήθηκε   από  τον   Αϊνστάιν   το  Νοέμβριο 1915: η Γενική Σχετικότητα εξαφάνισε την ανάγκη για την ύπαρξη του Ηφαίστου, καθώς σύμφωνα με αυτή τη Θεωρία η τροχιά του Ερμού θα έπρεπε να μεταπίπτει ελαφρώς ταχύτερα, ακριβώς όσο χρειαζόταν για να εξηγήσει την επιπλέον μετατόπιση του περιηλίου.    
Παρά το γεγονός αυτό, οι παρατηρήσεις του J.C. Watson κατά την έκλειψη του 1878 δεν εξηγήθηκαν ποτέ εντελώς. Ο Peters ίσως είχε δίκιο όταν υποστήριζε την πιθανότητα λάθους, αλλά μια πιο συναρπαστική πιθανότητα είναι ο Watson να είδε δύο μικρούς κομήτες από αυτούς που περνούν πολύ  κοντά από τον `Ηλιο και συνήθως πέφτουν  επάνω του.  Τέτοιοι κομήτες ανακαλύφθηκαν κυρίως από το SOHO τα τελευταία έτη. Π.χ. ο «Kομήτης SOHO»  που ανακαλύφθηκε  στις 3/5/1998 και  πέρασε σε  ελάχιστη απόσταση 22×106  km από τον `Ηλιο   (περιήλιο)   5   ημέρες   αργότερα   (συγκριτικά,   ο   Ερμής   δεν   πλησιάζει   τον   `Ηλιο περισσότερο   από   46×106  km).   Αν   και  τώρα   έχει   σχεδόν   ξεχασθεί,   ο  `Ηφαιστος   μας υπενθυμίζει τη μεγάλη έφεση του ανθρώπου για εξερεύνηση και ανακάλυψη, καθώς και την τυχαία ανακάλυψη άλλων πραγμάτων, ίσως πιο σημαντικών, κατά τη διάρκεια των ερευνών για κάποιο δύσκολο στόχο: η αναζήτηση για τον `Ηφαιστο οδήγησε τον H. Schwabe στο να  ανακαλύψει τον ενδεκαετή κύκλο της ηλιακής δραστηριότητας.

Βιβλιογραφία 
Δανέζης, Μάνος και Θεοδοσίου, Στράτος: Το Σύμπαν που αγάπησα - Εισαγωγή στην Αστροφυσική, τόμος Β΄, εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2000
Baum, Richard & Sheehan, William: In search of planet Vulcan, Plenum, 1997
Sheehan, William: «James Craig Watson, First Director of Washburn Observatory: His Obsession with the Intra-Mercurial Planet Vulcan», BAAS, 28, 858 (1996)


Δεν υπάρχουν σχόλια: