.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Επιστροφή στο σπίτι – Dino Buzzati

Η καγγελόπορτα ήταν ανοιχτή και ο Ντρόγκο μύρισε μεμιάς την παλιά σπιτική μυρωδιά, όπως όταν, παιδί, ξαναγύριζε στην πόλη μετά τους καλοκαιρινούς μήνες στο εξοχικό. Ήταν γνώριμη και φιλική μυρωδιά, κι όμως, μετά από τόσο καιρό, είχε κάτι το αποκρουστικό. Του θύμιζε, ναι, τα περασμένα, τη γλυκύτητα κάποιων Κυριακών, τα χαρούμενα δείπνα, τη χαμένη παιδικότητα, αλλά μιλούσε και για τα κλειστά παράθυρα, για τα μαθήματα, την πρωινή καθαριότητα, τις αρρώστιες, τους καβγάδες, τα ποντίκια.
«Ω, ο μικρός κύριος!» του φώναξε περιχαρής η καλή Τζοβάνα που του είχε ανοίξει την πόρτα. Κι αμέσως ήρθε η μητέρα του. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε γεράσει ακόμη.
Καθισμένος στο σαλόνι, ενώ προσπαθούσε να απαντήσει στις πολλές ερωτήσεις, ένιωθε την ευτυχία του να μετατρέπεται άθελά του σε θλίψη. Το σπίτι του φαινόταν άδειο σε σύγκριση με άλλοτε, από τα αδέρφια του ένας είχε πάει στο εξωτερικό, ένας άλλος ταξίδευε ποιος ξέρει που, ο τρίτος ήταν στην εξοχή. Μόνο η μητέρα του απέμενε και μετά από λίγο χρειάστηκε κι εκείνη να βγει για μια λειτουργία στην εκκλησία, όπου την περίμενε μια φίλη.
Το δωμάτιό του είχε μείνει ίδιο, έτσι όπως το είχε αφήσει, ούτε ένα βιβλίο δεν είχε μετακινηθεί, κι όμως, του φάνηκε διαφορετικό. Κάθισε στην πολυθρόνα, άκουσε τον θόρυβο από τις άμαξες στον δρόμο, την αδιάκοπη βαβούρα που ερχόταν από την κουζίνα. Μόνος ήταν στο δωμάτιό του, η μητέρα του προσευχόταν στην εκκλησία, τα αδέρφια του ήταν μακριά, όλος  ο κόσμος, λοιπόν, ζούσε χωρίς να έχει καμία ανάγκη τον Τζοβάνι Ντρόγκο. Άνοιξε ένα παράθυρο, είδε τα γκρίζα σπίτια, τη μια στέγη μετά την άλλη, τον καταχνιασμένο ουρανό. Έψαξε σε ένα συρτάρι τα παλιά σχολικά τετράδια, ένα ημερολόγιο που κρατούσε για χρόνια, κάποια γράμματα. Ξαφνιάστηκε που είχε γράψει αυτός εκείνα τα πράγματα, δεν το θυμόταν καθόλου, όλα αναφέρονταν σε παράξενα, ξεχασμένα γεγονότα. Κάθισε στο πιάνο, δοκίμασε να παίξει μια συγχορδία, ξανακατέβασε το καπάκι των πλήκτρων. Και τώρα; αναρωτιόταν.

Σαν ξένος τριγύριζε στην πόλη, αναζητώντας τους παλιούς φίλους,  τους βρήκε πολύ απασχολημένους με τις δουλειές τους, τις μεγάλες επιχειρήσεις, την πολιτική σταδιοδρομία. Του μίλησαν για πράγματα σοβαρά και σημαντικά, εργοστάσια, σιδηροδρόμους, νοσοκομεία. Κάποιοι τον κάλεσαν σε γεύμα, άλλοι είχαν παντρευτεί, όλοι είχαν πάρει διαφορετικούς δρόμους και μέσα σε τέσσερα χρόνια είχαν ήδη αποξενωθεί. Όσο κι αν προσπάθησε (αλλά ίσως κι αυτός δεν ήταν πια ικανός), δεν μπορούσε να αναβιώσει τις αλλοτινές τους συζητήσεις, τα αστεία, τους κώδικές τους. Τριγύριζε στην πόλη αναζητώντας τους παλιούς φίλους – και ήταν πολλοί –, αλλά κατέληγε  μόνος του σε ένα πεζοδρόμιο, με πολλές άδειες ώρες μπροστά του πριν έρθει το βράδυ.
Τις νύχτες έβγαινε μέχρι αργά, αποφασισμένος να διασκεδάσει. Κάθε φορά ξεκινούσε με τις συνήθεις αόριστες  νεανικές ελπίδες για έρωτα και κάθε φορά γύριζε απογοητευμένος. Ξανάρχισε να μισεί τον δρόμο που τον οδηγούσε στο μοναχικό σπίτι, ίδιο πάντα κι έρημο.
Εκείνες τις μέρες δόθηκε ένας μεγάλος χορός και ο Ντρόγκο, μπαίνοντας στο μέγαρο παρέα με τον φίλο του τον Βέσκοβι, τον μοναδικό που είχε ξαναβρεί, αισθανόταν εξαιρετικά ευδιάθετος. Παρότι ήταν άνοιξη, η νύχτα θα ήταν μεγάλη, ένα κομμάτι του χρόνου σχεδόν απεριόριστο. Μέχρι το ξημέρωμα μπορούσαν να συμβούν πολλά πράγματα, ο Ντρόγκο δεν ήταν σε θέση να τα προσδιορίσει επακριβώς, αλλά ασφαλώς τον περίμεναν αρκετές ώρες άκρατης ευχαρίστησης. Πράγματι, είχε αρχίσει να αστειεύεται με μια κοπέλα ντυμένη στα μωβ και δεν είχε πάει ακόμη μεσάνυχτα, ίσως πριν χαράξει γεννιόταν κάποιος έρωτας. Και τότε τον φώναξε ο οικοδεσπότης για να του δείξει λεπτομερώς το μέγαρο, τον έσυρε μέσα από λαβυρίνθους και γαλαρίες, τον ξεμονάχιασε στη βιβλιοθήκη,τον υποχρέωσε να εξετάσει κομμάτι το κομμάτι μια συλλογή όπλων, του μιλούσε για στρατηγικά ζητήματα, του έλεγε φανταρίστικα καλαμπούρια, ανέκδοτα από τον βασιλικό οίκο, και στο μεταξύ η ώρα περνούσε, τα ρολόγια είχαν βαλθεί να τρέχουν με τρομακτική ταχύτητα. Όταν ο Ντρόγκο κατάφερε να ελευθερωθεί, ανυπομονώντας να ξαναγυρίσει στον χορό, η αίθουσα είχε μισοαδειάσει, η κοπέλα που ήταν ντυμένη στα μωβ είχε εξαφανιστεί, πιθανότατα είχε ήδη γυρίσει στο σπίτι της.
Μάταια ο Ντρόγκο προσπάθησε να το ρίξει στο ποτό, μάταια χασκογελούσε χωρίς λόγο, ούτε καν το κρασί δεν βοηθούσε πια. Και η μουσική των βιολιών γινόταν όλο και πιο υποτονική, κάποια στιγμή έπαιζαν κυριολεκτικά στον βρόντο, γιατί κανένας δεν χόρευε πια. Ο Ντρόγκο βρέθηκε, με το στόμα πικρό, ανάμεσα στα δέντρα του κήπου, άκουγε τη διστακτική ηχώ ενός βαλς ενώ η μαγεία της γιορτής χανόταν κι ο ουρανός αχνόφεγγε, κόντευε πια να ξημερώνει.
Καθώς έδυαν τα αστέρια, ο Ντρόγκο έμεινε ανάμεσα στις μαύρες σκιές των δέντρων να βλέπει τη μέρα να γεννιέται, ενώ οι επίχρυσες άμαξες απομακρύνονταν μια μια από το μέγαρο. Τώρα πια είχε σωπάσει και η ορχήστρα, κι ένας βαλές άρχισε να γυρίζει στις αίθουσες σβήνοντας τα φώτα. Από ένα δέντρο, ακριβώς πάνω από τον Ντρόγκο, έφτασε διαπεραστική και ζωηρή η τρίλια ενός μικρού πουλιού. Ο ουρανός σιγά σιγά φωτιζόταν, όλα αναπαύονταν σιωπηλά περιμένοντας με εμπιστοσύνη μια ωραία μέρα. Εκείνη τη στιγμή – σκέφτηκε ο Ντρόγκο – οι πρώτες ακτίνες του ήλιου θα είχαν ήδη φτάσει στις επάλξεις του Οχυρού και στους ξεπαγιασμένους φρουρούς. Μάταια το αυτί του περίμενε ένα σάλπισμα.
Διέσχισε τη νωθρή πόλη, που ήταν ακόμη βυθισμένη στον ύπνο, και άνοιξε με υπερβολικό θόρυβο την εξώπορτα. Στο σπίτι ήδη τρύπωνε από τις σχισμές των περσίδων λιγοστό το φως της μέρας.
«Καληνύχτα, μαμά» είπε καθώς περνούσε από τον διάδρομο και από το δωμάτιό της, πίσω από την πόρτα, του φάνηκε ότι όπως συνήθως, όπως τις μακρινές εκείνες μέρες που γύριζε αργά τη νύχτα, του απάντησε ένας συγκεχυμένος ήχος, η νυσταγμένη μα γεμάτη στοργή φωνή της. Και συνέχισε σχεδόν γαληνεμένος προς την κρεβατοκάμαρά του, όταν συνειδητοποίησε ότι κι εκείνη μιλούσε. «Τι έχεις μαμά;» ρώτησε μέσα στη βαθιά σιωπή. Την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι είχε περάσει το τσούλημα μιας άμαξας κάπου μακριά για την αγαπημένη φωνή. Στην πραγματικότητα, η μητέρα του δεν είχε απαντήσει, τα νυχτερινά βήματα του γιου της πλέον δεν μπορούσαν να την ξυπνήσουν όπως άλλοτε, είχαν γίνει σαν ξένοι, λες και ο ήχος τους είχε με τον καιρό αλλάξει.
Κάποτε τα βήματα του έφταναν στον ύπνο της σαν συμφωνημένο κάλεσμα. Όλοι οι άλλοι θόρυβοι της νύχτας, αν και πολύ πιο δυνατοί, δεν αρκούσαν για να την ξυπνήσουν, ούτε τα κάρα κάτω στον δρόμο ούτε το κλάμα ενός μωρού, ούτε τα αλυχτίσματα των σκύλων ούτε οι κουκουβάγιες, ούτε το παντζούρι που χτυπάει ο αέρας που σφυρίζει μέσα στα λούκια, ούτε η βροχή ή το τρίξιμο των επίπλων. Μόνο το βήμα του ξυπνούσε, όχι επειδή ήταν θορυβώδες (ο Τζοβάνι απεναντίας περπατούσε στις μύτες των ποδιών). Κανένας ιδιαίτερος λόγος δεν υπήρχε, μονάχα ότι αυτός ήταν ο γιόκας της.
Αλλά τώρα πια τίποτε. Τώρα είχε χαιρετήσει τη μητέρα του όπως άλλοτε, με τον ίδιο τόνο στη φωνή του, βέβαιος ότι θα ξυπνούσε στον γνώριμο θόρυβο των βημάτων του. Απεναντίας, κανείς δεν του είχε απαντήσει εκτός από το τσούλημα της άμαξας κάπου μακριά. Μια ανοησία, σκέφτηκε, μια γελοία σύμπτωση, μπορεί και να ‘ταν έτσι. Κι όμως του έμεινε, ενώ ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι, μια πικρή εντύπωση, λες και η αλλοτινή αγάπη είχε θαμπώσει, λες και μεταξύ τους ο χρόνος και η απόσταση είχαν απλώσει αργά ένα διαχωριστικό πέπλο.
Dino Buzzati
Η Έρημος των Ταρτάρων
Μετάφραση Μαρία Οικονομίδου
Εκδόσεις Μεταίχμιο 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: