Σημείωση του μεταφραστή: Ο James Thurber (1894-1961) ήταν σημαντικός Αμερικανός διηγηματογράφος και σκιτσογράφος. Η «Κρυφή Ζωή του Γουώλτερ Μίτυ» (1939) είναι ίσως από τα καλύτερα διηγήματά του, που έγινε και ταινία. Ο ομώνυμος ήρωας ζει στον κόσμο του: περνάει από τη μια ονειροπόληση στην άλλη, παίρνοντας αφορμές από όσα βλέπει και ακούει γύρω του. Φαντάζεται διαδοχικά τον εαυτό του ως ατρόμητο πιλότο υδροπλάνου, διάσημο χειρουργό που αντιμετωπίζει εξωπραγματικές δυσίατες αρρώστιες, άσο σκοπευτή, υπόδικο για φόνο, κυβερνήτη βομβαρδιστικού σε αποστολή αυτοκτονίας. Στα ενδιάμεσα είναι ένας τυπικός μικροαστός που δέχεται αδιαμαρτύρητα, σχεδόν φοβισμένα, τις συνεχείς επιπλήξεις της γυναίκας του, τις παρατηρήσεις του τροχονόμου, την ειρωνική αναίδεια του παρκαδόρου, τα γέλια των περαστικών. Αντισταθμίζει τη φυσική του δειλία πλάθοντας φανταστικές ιστορίες με κεντρικό υπερήρωα τον εαυτό του. Μήπως δεν το κάνουμε λίγο-πολύ όλοι μας; Συνειδητά ή ασυναίσθητα, σαν φυγή από τα τετριμμένα ή αβάσταχτα προβλήματα της πραγματικότητας ή σαν ενδόμυχη επιθυμία να τα υπερνικήσουμε, αποσυρόμαστε στον κόσμο μας, όπου νιώθουμε πιο μεγάλοι, πιο σπουδαίοι, πιο ικανοί απ’ αυτό που είμαστε. Με την ανάλογη ανακούφιση.
«ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ!» Η φωνή του κυβερνήτη ήταν σαν λεπτός πάγος που έσπαζε. Φορούσε τη μεγάλη στολή του, με το λευκό πηλήκιο με το παχύ χρυσό σιρίτι τραβηγμένο στραβά πάνω από ένα παγερό γκρίζο μάτι. «Δεν θα τα καταφέρουμε, σερ. Πάει για καταιγίδα, αν με ρωτάτε». «Δεν σε ρωτάω, υποπλοίαρχε Μπεργκ», είπε ο κυβερνήτης. «Ανάψτε τους προβολείς! Ανεβάστε στις 8.500 στροφές! Θα περάσουμε!» Ο ρυθμικός χτύπος των κινητήρων αυξήθηκε: τα-ποκετα-ποκετα-ποκετα-ποκετα-ποκετα. Ο κυβερνήτης κοίταξε τον πάγο που σχηματιζόταν στο παράθυρο του πιλοτηρίου. Πήγε προς τα εκεί και γύρισε μια σειρά πολύπλοκους διακόπτες. «Ανάψτε τη βοηθητική Νο 8!» ξεφώνισε. «Ανάψτε τη βοηθητική Νο 8!» επανέλαβε ο υποπλοίαρχος Μπεργκ.
«Πλήρη ισχύ στον πυργίσκο Νο 3!» φώναξε ο κυβερνήτης. «Πλήρης ισχύς στον πυργίσκο Νο 3!» Οι άντρες του πληρώματος, σκυφτοί στις διάφορες εργασίες τους στο τεράστιο οκτακινητήριο υδροπλάνο του Ναυτικού, αλληλοκοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. «Ο Γέρος θα μας περάσει», είπαν ο ένας στον άλλο. «Ο Γέρος δεν φοβάται ούτε την κόλαση!»…
«Όχι τόσο γρήγορα! Οδηγείς πολύ γρήγορα!» είπε η κυρία Μίτυ. «Γιατί πας τόσο γρήγορα;»
«Χμμ;» είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. Κοίταξε τη γυναίκα του στο διπλανό κάθισμα με μια τρομαγμένη έκπληξη. Του φάνηκε εντελώς άγνωστη, σαν μια ξένη γυναίκα που του είχε φωνάξει μέσα από ένα πλήθος. «Είχες φτάσει τα πενήντα πέντε μίλια», είπε εκείνη. «Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να πηγαίνεις πάνω από σαράντα. Εσύ είχες φτάσει τα πενήντα πέντε». Ο Γουώλτερ Μίτυ συνέχισε να οδηγεί προς το Γουώτερμπερι σιωπηλά, καθώς ο βρυχηθμός του SN202 μέσα από τη χειρότερη θύελλα που είχε αντιμετωπίσει στα είκοσι χρόνια που ήταν πιλότος του Ναυτικού χανόταν στους μακρινούς, κρυφούς αεροδιαδρόμους του μυαλού του. «Είσαι νευρικός πάλι», είπε η κα Μίτυ, «είναι μια από τις μέρες σου. Καλύτερα να πας να σε δει ο Δρ Ρένσω». Ο Γουώλτερ Μίτυ σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο κτίριο όπου πήγαινε η γυναίκα του να φτιάξει τα μαλλιά της. «Να θυμηθείς να πάρεις εκείνα τα καλύμματα για τα παπούτσια ενώ θα χτενίζομαι», του είπε. «Δεν χρειάζομαι καλύμματα,» είπε ο Μίτυ. «Τα έχουμε συζητήσει αυτά», είπε εκείνη βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. «Δεν είσαι πια νέος». Εκείνος γκάζωσε λίγο τη μηχανή. «Γιατί δεν φοράς τα γάντια σου; Τα έχασες τα γάντια σου;» Ο Γουώλτερ Μίτυ έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε τα γάντια. Τα φόρεσε, αλλά όταν εκείνη γύρισε και μπήκε στο κτίριο και εκείνος είχε φτάσει σ’ ένα κόκκινο φανάρι, τα έβγαλε πάλι.
«Εμπρός, αδελφέ!» φώναξε ένας τροχονόμος καθώς το φανάρι άλλαξε, κι ο Μίτυ βιαστικά φόρεσε τα γάντια του και προχώρησε μπροστά. Οδήγησε άσκοπα στους δρόμους για λίγο, κι έπειτα πέρασε μπροστά από το νοσοκομείο πηγαίνοντας προς το πάρκινγκ.
[…] «Πρόκειται για τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη Γουέλινγκτον Μακμίλαν», είπε η όμορφη νοσοκόμα. «Αλήθεια;» είπε ο Γουώλτερ Μίτυ, βγάζοντας αργά τα γάντια του. «Ποιος έχει το περιστατικό;» «Ο Δρ Ρένσω και ο Δρ Μπένμποου, αλλά ήρθαν και δυο ειδικοί, ο Δρ Ρέμιγκτον από τη Νέα Υόρκη και ο Δρ Πρίτσαρντ-Μίτφορντ από το Λονδίνο. Ήρθε αεροπορικώς». Μια πόρτα άνοιξε σε έναν μακρύ δροσερό διάδρομο, και βγήκε ο Δρ Ρένσω. Έδειχνε ανήσυχος και κουρασμένος. «Γεια σου, Μίτυ», είπε. «Βρήκαμε το διάβολό μας με τον Μακμίλαν, τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη και στενό προσωπικό φίλο του Ρούσβελτ. Αποφράκτωση της πορώδους οδού. Τριτοπαθής. Θα ’θελα να του έριχνες μια ματιά». «Ευχαρίστως», είπε ο Μίτυ.
Στο χειρουργείο έγιναν ψιθυριστές συστάσεις:
«Δρ Ρέμιγκτον, ο Δρ Μίτυ. Δρ Πρίτσαρντ-Μίτφορντ, ο Δρ Μίτυ». «Διάβασα το βιβλίο σας για τη στρεπτοτρίχωση», είπε ο Πρίτσαρντ-Μίτφορντ σφίγγοντάς του το χέρι. «Έξοχη εργασία, σερ». «Ευχαριστώ», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. «Δεν ήξερα ότι βρίσκεσαι στις Ηνωμένες Πολιτείες, Μίτυ», γρύλλισε ο Ρέμιγκτον. «Κομίζουν γλαύκας εις Αθήνας, να φέρνουν τον Μίτφορντ και μένα εδώ για μια τριτοπαθή». «Είσαι πολύ ευγενικός», είπε ο Μίτυ. Μια τεράστια, πολύπλοκη μηχανή, συνδεδεμένη με το χειρουργικό τραπέζι, με πολλούς σωλήνες και καλώδια, άρχισε εκείνη τη στιγμή να κάνει ποκετα-ποκετα-ποκετα. «Η νέα μηχανή αναισθησίας δυσλειτουργεί!» ξεφώνισε ένας ειδικευόμενος.
«Δεν υπάρχει κανείς στις Ανατολικές πολιτείες που να ξέρει να τη φτιάξει!» «Ήρεμα, άνθρωπέ μου!» είπε ο Μίτυ με χαμηλή, ψύχραιμη φωνή. Όρμησε στη μηχανή, που τώρα έκανε ποκετα- ποκετα-κιπ-ποκετα-κιπ. Άρχισε να γυρίζει πολύ σιγά μια σειρά από γυαλιστερούς διακόπτες. «Δώστε μου ένα στυλό!» φώναξε. Κάποιος του έδωσε ένα στυλό. Εκείνος έβγαλε ένα χαλασμένο έμβολο από τη μηχανή και έβαλε το στυλό στη θέση του.
«Αυτό θα αντέξει για δέκα λεπτά», είπε. «Συνεχίστε την επέμβαση». Μια αδελφή πλησίασε βιαστικά και ψιθύρισε στον Ρένσω, και ο Μίτυ τον είδε να χλωμιάζει. «Ανέπτυξε χοροψία», είπε ο Ρένσω νευρικά. «Θα ήθελες να αναλάβεις, Μίτυ;» Ο Μίτυ τον κοίταξε, κοίταξε τη δειλή φιγούρα του Μπένμποου, ο οποίος έπινε, και τα σοβαρά, αβέβαια πρόσωπα των δυο μεγάλων ειδικών. «Αν το θέλετε», είπε. Του φόρεσαν μια λευκή μπλούζα, έβαλε μια μάσκα και λεπτά γάντια. Οι αδελφές έβαλαν στα χέρια του αστραφτερά…
«Κάνε πίσω, Μήτσο!! Πρόσεχε εκείνη την Μπούικ!» Ο Γουώλτερ Μίτυ πάτησε τα φρένα.
«Λάθος λωρίδα, Μήτσο», είπε ο παρκαδόρος κοιτάζοντας προσεκτικά τον Μίτυ. «Εε, ναι»,μουρμούρισε ο Μίτυ. Άρχισε προσεκτικά να κάνει όπισθεν στη λωρίδα που έγραφε «Μόνο Έξοδος». «Άφησέ το εκεί», είπε ο παρκαδόρος. «Θα το παρκάρω εγώ». Ο Μίτυ βγήκε από το αυτοκίνητο. «Χμ, καλύτερα να αφήσεις και το κλειδί». «Ω!» είπε ο Μίτυ, δίνοντας στον υπάλληλο το κλειδί της μηχανής. Ο παρκαδόρος πήδησε στο αυτοκίνητο, έκανε όπισθεν με μια αυθάδικη επιδεξιότητα, και το έβαλε εκεί που έπρεπε.
Είναι τόσο ψηλομύτες, σκέφθηκε ο Γουώλτερ Μίτυ περπατώντας στον κεντρικό δρόμο, νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Μια φορά είχε προσπαθήσει να βγάλει τις αλυσίδες του έξω από το Νιου Μίλφορντ, και τις είχε μπλέξει γύρω από τους άξονες. Χρειάσθηκε να έρθει κάποιος με αμάξι από το συνεργείο να τις ξεμπερδέψει, ένας νεαρός τεχνικός με ειρωνικό χαμόγελο. Από τότε η κα Μίτυ πάντα τον υποχρέωνε να πηγαίνει σε γκαράζ να του βγάζουν τις αλυσίδες. Την επόμενη φορά, σκέφθηκε, θα κρεμάσω το δεξί μου χέρι σε νάρθηκα και τότε δεν θα με ειρωνεύονται. Θα βάλω το δεξί μου μπράτσο σε νάρθηκα και θα δουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλω μόνος μου τις αλυσίδες. Κλότσησε τη λάσπη στο πεζοδρόμιο. «Καλύμματα», είπε στον εαυτό του, και άρχισε να ψάχνει για παπουτσάδικο.
Όταν ξαναβγήκε στο δρόμο, με τα καλύμματα των παπουτσιών σ’ ένα κουτί κάτω από τη μασχάλη του, ο Γουώλτερ Μίτυ άρχισε να αναρωτιέται ποιο ήταν το άλλο πράγμα που του είχε πει η γυναίκα του να πάρει. Του το είχε πει δυο φορές, πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους για το Γουώτερμπερι. Από μια πλευρά απεχθανόταν αυτές τις εβδομαδιαίες εξόδους στην πόλη − πάντα κάτι έκανε λάθος. Κλινέξ, σκέφθηκε, Σκουίμπ, ξυραφάκια; Όχι. Οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, σόδα φαγητού, σμυριδόπετρα, πρωτοβουλία και δημοψήφισμα; Τα παράτησε. Εκείνη όμως θα το θυμόταν.
«Πού είναι εκείνο το πώς-το-λένε;» θα ρωτούσε.
«Μη μου πεις ότι ξέχασες το πώς-το-λένε». Ένας μικρός εφημεριδοπώλης πέρασε φωνάζοντας κάτι για τη δίκη του Γουώτερμπερι. […] «Ίσως αυτό να φρεσκάρει τη μνήμη σου». Ο εισαγγελέας ξαφνικά έτεινε ένα βαρύ πιστόλι στην ήσυχη φιγούρα στο εδώλιο του μάρτυρα. «Το έχεις ξαναδεί;» Ο Γουώλτερ Μίτυ πήρε το όπλο και το εξέτασε με έμπειρο βλέμμα. «Αυτό είναι το δικό μου Γουέμπλεϋ-Βίκερς 50.80», είπε ήρεμα. Ένας ψίθυρος εντυπωσιασμού διέτρεξε την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο δικαστής χτύπησε την έδρα για ησυχία.
«Είσαι άριστος σκοπευτής με κάθε είδους πυροβόλο όπλο, πιστεύω;» είπε ο εισαγγελέας, με υπονοούμενο. «Ένσταση!» ξεφώνισε ο δικηγόρος του Μίτυ. «Έχουμε αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος δεν θα μπορούσε να έχει πυροβολήσει. Έχουμε αποδείξει ότι είχε το δεξί του χέρι σε νάρθηκα τη νύχτα της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου». Ο Μίτυ σήκωσε σύντομα το χέρι του και οι αντιμαχόμενοι δικηγόροι σώπασαν. «Με οποιαδήποτε γνωστή μάρκα όπλου», είπε ήρεμα, «θα μπορούσα να είχα σκοτώσει τον Γκρέγκορυ Φίτζχαρστ από τριακόσια πόδια με το αριστερό μου χέρι». Πανδαιμόνιο ξέσπασε στο δικαστήριο. Ένα γυναικείο ουρλιαχτό ξεχώρισε από τον σαματά, και ξαφνικά μια πανέμορφη μελαχρινή κοπέλα βρέθηκε στην αγκαλιά του Μίτυ. Ο εισαγγελέας τη χαστούκισε άγρια. Χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, ο Μίτυ του έδωσε μια γροθιά κατευθείαν στο σαγόνι. «Άθλιε σκύλε!»…
«Σκυλομπισκότα», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ.
Σταμάτησε να βαδίζει και τα κτίρια του Γουώτερμπερι ξεπρόβαλαν μέσα από το θολό δικαστήριο και τον περιτριγύρισαν ξανά. Μια περαστική γυναίκα γέλασε. «Είπε “Σκυλομπισκότα” στον εαυτό του», είπε στον σύντροφό της. Ο Γουώλτερ Μίτυ απομακρύνθηκε βιαστικά. Μπήκε σ’ ένα κατάστημα “Α&Ρ”, όχι στο πρώτο που συνάντησε αλλά σ’ ένα μικρότερο, πιο πέρα. «Θέλω κάτι μπισκότα για μικρόσωμα, νεαρά σκυλάκια», είπε στον υπάλληλο. «Κάποια συγκεκριμένη μάρκα, κύριε;» Ο μεγαλύτερος σκοπευτής του κόσμου σκέφθηκε για ένα λεπτό. «Γράφει “Το ζητούν τα κουτάβια” πάνω στο κουτί», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. Η γυναίκα του θα τελείωνε με το κομμωτήριο σε δεκαπέντε λεπτά, είδε ο Μίτυ κοιτάζοντας το ρολόι του, εκτός κι αν είχαν δυσκολία να της στεγνώσουν τα μαλλιά: μερικές φορές δυσκολεύονταν να τα στεγνώσουν. Δεν ήθελε να φτάνει πρώτη στο ξενοδοχείο, θα ήθελε εκείνος να είναι εκεί και να την περιμένει όπως συνήθως. Βρήκε στο χολ μια μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα που έβλεπε σε παράθυρο κι ακούμπησε τα καλύμματα των παπουτσιών και τα σκυλομπισκότα στο πάτωμα δίπλα της. Πήρε ένα παλιό τεύχος της «Ελευθερίας» και βυθίστηκε στο κάθισμα. «Μπορεί η Γερμανία να κατακτήσει τον κόσμο από τον αέρα;» Ο Γουώλτερ Μίτυ κοίταξε τις εικόνες που έδειχναν αεροπλάνα να βομβαρδίζουν και ερειπωμένους δρόμους. […] «Το κανονίδι έχει τρομοκρατήσει τον νεαρό Ράλεϊ, σερ», είπε ο σμηνίας. Ο σμηναγός Μίτυ τον κοίταξε μέσα από τα ανακατεμένα μαλλιά του. «Βάλ’ τον στο κρεβάτι», είπε κουρασμένα, «μαζί με τους άλλους. Θα πετάξω μόνος». «Μα δεν μπορείτε, σερ», είπε ανήσυχος ο σμηνίας. «Χρειάζονται δυο για να πιλοτάρουν αυτό το βομβαρδιστικό, και τα αντιαεροπορικά σφυροκοπούν τον αέρα. Η παρέα του Φον Ρίχτμαν περιπολεί από εδώ μέχρι το Σωλιέ».
«Κάποιος πρέπει να χτυπήσει εκείνη την αποθήκη πυρομαχικών», είπε ο Μίτυ. «Θα πάω ώς εκεί. Μια γουλιά μπράντι;» Έβαλε ένα ποτό για τον σμηνία και ένα για τον εαυτό του. Ο πόλεμος βροντούσε και σφύριζε γύρω από το χαράκωμα, και χτύπησε και την πόρτα. Ακούστηκε ένα σχίσιμο ξύλου και κομμάτια πετάχτηκαν μέσα στο δωμάτιο. «Κοντά έπεσε», είπε ο Μίτυ αδιάφορα. «Όλο και πιο κοντά πέφτουν», είπε ο σμηνίας. «Μια φορά μονάχα ζούμε, σμηνία», είπε ο σμηναγός Μίτυ, με το αδιόρατο, φευγαλέο χαμόγελό του. «Έτσι δεν είναι;» Έβαλε ακόμη ένα μπράντι και το κατέβασε με μια γουλιά. «Ποτέ δεν είδα άνθρωπο που να αντέχει το μπράντι όσο εσείς, σερ», είπε ο σμηνίας. «Συγγνώμη που το λέω, σερ». Ο σμηναγός Μίτυ σηκώθηκε και πέρασε το τεράστιο πιστόλι Γουέμπλεϋ-Βίκερς στη μέση του. «Είναι σαράντα χιλιόμετρα μέσα από κόλαση», είπε ο σμηνίας. Ο Μίτυ τελείωσε ακόμη ένα μπράντι. «Εξάλλου», είπε μαλακά, «μήπως είναι καλύτερα εδώ;» Το σφυροκόπημα των κανονιών αυξήθηκε. Ακούστηκε το ρα-τα-τα των πολυβόλων, κι από κάπου ήρθε εκείνο το απειλητικό ποκετα-ποκετα-ποκετα των καινούριων φλογοβόλων. Ο Γουώλτερ Μίτυ προχώρησε προς την πόρτα του χαρακώματος σιγο-τραγουδώντας ‘Κοντά στην ξανθιά μου’. Γύρισε και έγνεψε στον σμηνία. «Γεια χαρά!» είπε…
Κάτι τον χτύπησε στον ώμο. «Σε ψάχνω σε ολόκληρο το ξενοδοχείο», είπε η κα Μίτυ. «Γιατί πρέπει να κρύβεσαι σ’ αυτή την παλιά πολυθρόνα; Πώς θέλεις να σε βρω;» «Τα πράγματα στενεύουν», είπε αόριστα ο Γουώλτερ Μίτυ.
«Τι;» είπε η κα Μίτυ. «Πήρες εκείνα τα πώς-τα- λένε; Τα σκυλομπισκότα; Τι έχει αυτό το κουτί;»
«Καλύμματα παπουτσιών», είπε ο Μίτυ. «Δεν μπορούσες να τα φορέσεις στο κατάστημα;»
«Σκεφτόμουν», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. «Σου περνάει ποτέ από το μυαλό ότι μερικές φορές σκέφτομαι;» Εκείνη τον κοίταξε. «Θα σου βάλω το θερμόμετρο όταν πάμε σπίτι», είπε.
Βγήκαν μέσα από τις περιστρεφόμενες πόρτες που έκαναν έναν αμυδρά χλευαστικό σφυριχτό ήχο όταν τις έσπρωχνες. Ήταν δυο τετράγωνα μέχρι το πάρκινγκ. Στο κατάστημα της γωνίας εκείνη είπε: «Περίμενέ με εδώ. Ξέχασα κάτι. Ούτε ένα λεπτό δεν θα κάνω». Έκανε περισσότερο από λεπτό. Ο Γουώλτερ Μίτυ άναψε τσιγάρο. Άρχισε να βρέχει, βροχή με χιονόνερο μαζί. Στάθηκε κολλητά στον τοίχο του καταστήματος, καπνίζοντας… Ίσιωσε τους ώμους του και ένωσε τα τακούνια του.
«Στο διάβολο το μαντήλι», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ περιφρονητικά. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του και το πέταξε μακριά. Κι έπειτα, μ’ εκείνο το αχνό, φευγαλέο χαμόγελο να παίζει γύρω απ’ τα χείλη του, αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα: ορθός και ακίνητος, περήφανος και περιφρονητικός, Γουώλτερ Μίτυ ο Ακατάβλητος, αινιγματικός μέχρι το τέλος.
Μετάφραση: Αντώνης Παπαγιάννης
Από το περιοδικό
ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 67 2014
https://isth.gr/wp-content/uploads/2021/06/isth67.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου