.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Η μύγα – Catherine Mansfield

 
«Μια χαρά βολεύτηκες εδώ» τραύλισε ο γερο-Γούντιφιλντ. Η πράσινη δερμάτινη πολυθρόνα στέκεται πλάι στο γραφείο του φίλου του τού διευθυντή, κι από κει προβάλλει το κεφάλι του και κοιτάζει ερευνητικά γύρω, όπως κοιτάζει το μωρό μέσ' από την κούνια του. Η κουβέντα έχει τελειώσει. Ώρα να πηγαίνει. Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, από τότε που έπαθε τη… συμφόρηση, η γυναίκα και οι κόρες του τον περιόριζαν στο σπίτι, όλη την εβδομάδα, εκτός από την Τρίτη. Την Τρίτη τον έντυναν, τον βούρτσιζαν και του επέτρεπαν να περάσει τη μέρα του στην πόλη. Παρόλο που δεν μπορούσαν να φανταστούν τι κάνει εκεί. Φορτώνεται στους φίλους του, υπέθεταν… Λοιπόν, μπορεί να 'ναι κι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, αρπαζόμαστε από τις τελευταίες μας απολαύσεις, όπως το δέντρο επιμένει στα τελευταία του φύλλα. Κι έτσι ο γερο-Γούντιφιλντ καθόταν καπνίζοντας ένα πούρο και κοίταζε σχεδόν λαίμαργα το διευθυντή να περιστρέφεται στην καρέκλα του γραφείου, γεροδεμένος, ροδαλός, πέντε χρόνια μεγαλύτερος του, κι όμως όλο και πιο ακμαίος, πάντα στο τιμόνι. Σου έκανε καλό να τον βλέπεις.
Με θαυμασμό, συλλογισμένα, η γέρικη φωνή συμπλήρωσε: «Ναι, σίγουρα, είναι βολικά εδώ μέσα!»
«Ναι, αρκετά βολικά» παραδέχτηκε ο διευθυντής, και χτύπησε ελαφρά τους Financial Times μ' ένα χαρτοκόπτη. Η αλήθεια είναι πως καμάρωνε για το δωμάτιό του- του άρεσε να το θαυμάζουν, ιδιαίτερα ο γερο-Γούντιφιλντ. Ένιωθε μια βαθιά, στερεή ικανοποίηση να 'ναι θρονιασμένος στη μέση ακριβώς του δωματίου και να κοιτάζει απέναντί του εκείνη την εύθραυστη γέρικη φιγούρα τυλιγμένη με το κασκόλ της.
«Το ανακαίνισα τελευταία» εξήγησε, όπως είχε εξηγήσει τις περασμένες -πόσες;- βδομάδες. «Καινούργιο χαλί», κι έδειξε το ζωηρόχρωμο κόκκινο χαλί με τους μεγάλους άσπρους κύκλους. «Καινούργια έπιπλα», κι έδειξε με τα μάτια τη βαριά βιβλιοθήκη και το τραπέζι με τα στριφτά πόδια. «Ηλεκτρική θέρμανση!» Ανέμισε το χέρι του σχεδόν θριαμβευτικά προς τη σόμπα με τα πέντε διαφανή λουκάνικα που έλαμπαν γλυκά, σα μαργαριτάρια, στηριγμένα στην πλαγιαστή χάλκινη βάση τους.
Αλλά δεν επέστησε την προσοχή του γερο-Γούντιφιλντ στη φωτογραφία πάνω από το τραπέζι. Έδειχνε ένα αγόρι με στολή να στέκεται σοβαρό σ' ένα από κείνα τα εξωπραγματικά πάρκα των φωτογράφων, με φόντο βαριά σύννεφα. Η φωτογραφία δεν ήταν καινούργια. Έστεκε εκεί περισσότερο από έξι χρόνια.
«Κάτι ήθελα να σου πω» λέει ο γερο-Γούντιφιλντ, και τα μάτια του θαμπώνουν στην προσπάθεια να θυμηθεί. «Τι όμως; Το 'χα στο μυαλό μου φεύγοντας σήμερα το πρωί από το σπίτι.» Τα χέρια του αρχίζουν να τρέμουν, και κόκκινα μπαλώματα εμφανίζονται στα μήλα πάνω από τη γενειάδα του.
Φτωχέ παλιόφιλε, σώθηκαν τα ψωμιά σου, σκέφτηκε ο διευθυντής. Και, γεμάτος συμπόνια, κλείνει το μάτι στο γέρο και λέει χωρατεύοντας: «Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Μου βρίσκονται εδώ δυο δάχτυλα από κάτι που θα σε τονώσει προτού ξαναβγείς έξω στο κρύο. Θείο πράγμα. Δε βλάπτει ούτε παιδί». Πήρε ένα κλειδί από την αλυσίδα του ρολογιού του, ξεκλείδωσε ένα ντουλάπι πίσω από το γραφείο του και τράβηξε ένα σκούρο κοντόχοντρο μπουκάλι. «Ορίστε το φάρμακο!» είπε. «Και ο άνθρωπος που μου το προμήθευσε, μου εκμυστηρεύτηκε πως προέρχεται από το WindsorCastle.»
Tο στόμα του γερο-Γούντιφιλντ έμεινε ανοιχτό αντικρίζοντας το μπουκάλι. Δε θα ξαφνιαζόταν περισσότερο αν ο διευθυντής τού είχε παρουσιάσει ένα κουνέλι.
«Ουίσκι, ε;» ψέλλισε ξεψυχισμένα.
Ο διευθυντής γύρισε το μπουκάλι και του έδειξε στοργικά την ταμπέλα. Ήταν πράγματι ουίσκι.
«Ξέρεις» πρόσθεσε, σηκώνοντας το γεμάτο απορία βλέμμα του στο διευθυντή, «ούτε να τ' αγγίξω δε μ' αφήνουν στο σπίτι.» Φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Α, εδώ είναι που ξέρουμε κάτι παραπάνω από τις κυρίες» φώναξε ο διευθυντής διασχίζοντας αποφασιστικά το δωμάτιο και πιάνοντας δυο χοντρά ποτήρια που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι με την καράφα. Έβαλε στα ποτήρια μια μεγαλόψυχη δόση ουίσκι. «Πιες το. Θα σου κάνει καλό. Kαι μη βάλεις νερό. Αμαρτία να νοθεύεις τέτοιο πράγμα! Αα!» Κατέβασε το δικό του, έβγαλε το μαντίλι του, σκούπισε βιαστικά τα μουστάκια του, και κάρφωσε τα μάτια του στον γερο-Γούντιφιλντ που στριφογύριζε τη γουλιά στο στόμα του.
Ο γεράκος κατάπιε, έμεινε σιωπηλός ένα λεπτό, και ψέλλισε ντροπαλά: «Έχει γεύση καρυδιού!»
Τον ζέστανε όμως - κύλησε στον παγωμένο γέρικο εγκέφαλο -θυμήθηκε.
«Το βρήκα» είπε, κι ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Σκέφτηκα πως θα σ' ενδιέφερε. Οι κόρες μου πήγαν στο Βέλγιο την περασμένη βδομάδα να ρίξουν μια ματιά στον τάφο του φτωχού μας του Ρέτζυ, κι έτυχε να πέσουν πάνω στον τάφο του γιου σου. Φαίνεται είναι κοντά οι δυο τους.»
Ο γερο-Γούντιφιλντ σταμάτησε, αλλά ο διευθυντής δεν απάντησε. Μόνο ένα τρέμουλο στο βλέφαρό του έδειξε ότι είχε ακούσει.
«Οι κόρες μου ενθουσιάστηκαν με τον τρόπο που διατηρούν το νεκροταφείο» συνέχισε η γέρικη φωνή. «Εξαιρετικά περιποιημένο. Τι περισσότερο θα τους προσφέραμε αν τους είχαμε εδώ; Δεν πήγες ποτέ σου εσύ, ε;»
«Όχι, όχι!» Για διάφορους λόγους ο διευθυντής δεν είχε πάει.
«Είναι απέραντο» τρεμούλιασε η φωνή του γερο-Γούντιφιλντ, «και το κρατάνε τακτικό και καθαρό σαν κήπο. Σ' όλους τους τάφους λουλούδια. Όμορφα, φαρδιά μονοπάτια.» Η φωνή του έδειχνε καθαρά πόσο του άρεσε ένα όμορφο, φαρδύ μονοπάτι.
Ξανά σιωπή. Έπειτα, ο γεράκος ζωήρεψε απίστευτα.
«Ξέρεις τι τους ζήτησαν να πληρώσουν στο ξενοδοχείο για ένα βαζάκι μαρμελάδα;» υψώθηκε η φωνή. «Δέκα φράγκα! Εγώ αυτό το λέω ληστεία. Ένα μικρό βαζάκι, έτσι λέει η Γερτρούδη, όχι μεγαλύτερο από μισή κορόνα. Και δεν είχε πάρει παραπάνω από μια κουταλιά όταν τη χρέωσαν δέκα φράγκα. Η Γερτρούδη πήρε το βαζάκι μαζί της φεύγοντας -έτσι, για να τους δώσει ένα μάθημα. Πολύ καλά έκανε- αισχροκέρδεια εις βάρος των αισθημάτων μας! Επειδή δηλαδή πηγαίνουμε να δούμε λίγο τα παιδιά μας, νομίζουν ότι μπορούν να μας εκμεταλλεύονται. Μάλιστα!» Και στράφηκε προς την πόρτα.
«Πολύ σωστά, πολύ σωστά!» φώναξε ο διευθυντής, παρόλο που δεν είχε ιδέα σε τι αντιστοιχούσε αυτό το «πολύ σωστά». Έκανε το γύρο του γραφείου, ακολούθησε τα συρτά βήματα ως την πόρτα, και τον ξεπροβόδισε. Ο Γούντιφιλντ έφυγε.
Ο διευθυντής στάθηκε αρκετή ώρα κοιτάζοντας το κενό, ενώ ο γκριζομάλλης κλητήρας, με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, μπαινόβγαινε στην κρυψώνα του σα σκύλος που ελπίζει πως θα τον πάνε βόλτα. Ύστερα: «Δε θα δεχτώ κανέναν για μισή ώρα, Μάκεϋ» είπε ο διευθυντής. «Κατάλαβες; Απολύτως κανέναν.»
«Πολύ καλά, κύριε.»
Η πόρτα έκλεισε, τα σταθερά, βαριά βήματα ξαναπέρασαν από το κόκκινο χαλί, το παχύ κορμί βυθίστηκε στην καρέκλα με τις σούστες, και σκύβοντας μπροστά, ο διευθυντής σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια. Ήθελε, σκόπευε, είχε αποφασίσει να κλάψει…
Το σοκ ήταν τρομαχτικό όταν ο γερο-Γούντιφιλντ του πέταξε εκείνη την κουβέντα για τον τάφο του παιδιού. Σαν να 'χε ανοίξει η γη και να 'βλεπε το αγόρι ξαπλωμένο εκεί μέσα, ενώ από πάνω το κοιτούσαν οι κόρες του Γούντιφιλντ. Περίεργο. Παρόλο που είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια, ο διευθυντής σκεφτόταν το αγόρι ανάλλαχτο, ξαπλωμένο με αψεγάδιαστη στολή, κοιμισμένο για πάντα. «Ο γιος μου!» βόγκηξε ο διευθυντής. Αλλά τα δάκρυα δεν είχαν φανεί ακόμα. Παλιά, τους πρώτους μήνες, ακόμα και χρόνια μετά το θάνατο του αγοριού, δε χρειαζόταν παρά να προφέρει αυτές τις λέξεις, και τον έπιανε τέτοια θλίψη, που μόνο ένα βίαιο ξέσπασμα δακρύων μπορούσε να τον ανακουφίσει. Ο χρόνος, είχε δηλώσει τότε, το είχε πει στους πάντες, δε θ΄ άλλαζε τίποτα. Άλλοι ίσως να συνέρχονται, να ξεχνούν τι στερήθηκαν, αυτός όμως όχι. Πώς είναι δυνατόν; Ήταν το μονάκριβο παιδί του. Από την ώρα που γεννήθηκε ο γιος του, ο διευθυντής είχε δουλέψει να στήσει αυτή την επιχείρηση για κείνον- δεν είχε λόγο ύπαρξης αν δεν προοριζόταν για κείνον. Η ζωή η ίδια είχε φτάσει να μην έχει άλλο λόγο ύπαρξης. Πώς στην ευχή θα μπορούσε να δουλέψει σα σκυλί, ν' αρνηθεί τον εαυτό του, να συνεχίσει όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να τρέφει διαρκώς την ελπίδα πως το αγόρι θα ακολουθήσει τα βήματά του και θα συνεχίσει από κει ακριβώς πού θα σταματούσε αυτός;
Και η ελπίδα είχε σχεδόν επαληθευτεί. Ένα χρόνο πριν από τον πόλεμο το αγόρι είχε έρθει στο γραφείο και μάθαινε τα μυστικά της δουλειάς. Κάθε πρωί ξεκινούσαν μαζί- γύριζαν με το ίδιο τρένο. Και πόσα συγχαρητήρια είχε δεχτεί ως πατέρας! Διόλου παράξενο-το αγόρι τα είχε καταφέρει περίφημα. Είχε κερδίσει και την αγάπη του προσωπικού -όλοι τον λάτρευαν, όλοι ανεξαιρέτως, ως τον γερο-Μάκεϋ, δεν κουράζονταν να τον παινεύουν. Και δεν το είχε πάρει καθόλου πάνω του. Όχι, έμενε πάντα ίδιος, απλός και καλοδιάθετος, με τη σωστή κουβέντα για τον καθένα, με κείνο το παιδιάστικο ύφος και τη συνήθειά του να λέει: «Πραγματικά έξοχο!»
Μα όλα αυτά πάει, τέλειωσαν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ήρθε η μέρα που ο Μάκεϋ του έδωσε το τηλεγράφημα, κι όλα γκρεμίστηκαν. «Μετά λύπης μας σας πληροφορούμε…» Και είχε φύγει από το γραφείο συντριμμένος, με τη ζωή του ρημαγμένη.
Έξι χρόνια πριν, έξι χρόνια… Τι γρήγορα που πέρασε ο καιρός! Λες και ήταν χτες. Ο διευθυντής κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπό του- βρισκόταν σε αμηχανία. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ένιωθε όπως ήθελε να νιώθει. Αποφάσισε να σηκωθεί και να ρίξει μια ματιά στη φωτογραφία. Δεν ήταν όμως η φωτογραφία που προτιμούσε- η έκφραση δεν ήταν φυσική. Ήταν ψυχρή, ίσως και αυστηρή. Το αγόρι δεν είχε ποτέ τέτοιο ύφος.
Τη στιγμή εκείνη ο διευθυντής πρόσεξε ότι στο χοντρό μελανοδοχείο του είχε πέσει μια μύγα, και τώρα προσπαθούσε αδύναμα αλλά απεγνωσμένα να σκαρφαλώσει και να βγει. Βοήθεια! Βοήθεια! φώναζαν τα ποδαράκια που πάλευαν. Αλλά τα τοιχώματα του μελανοδοχείου ήταν υγρά, και γλιστρούσε- ξανάπεσε μέσα κι άρχισε να κολυμπάει. Ο διευθυντής πήρε μια πένα, έβγαλε τη μύγα από το μελάνι και την τίναξε σ' ένα κομμάτι στυπόχαρτο. Για κλάσματα δευτερολέπτου η μύγα έμεινε ασάλευτη πάνω σ' εκείνη τη σκούρα, παχύρρευστη κηλίδα που απλωνόταν γύρω της. Ύστερα, τα μπροστινά ποδαράκια σάλεψαν, βρήκαν κάπου και πιάστηκαν, και, σηκώνοντας με κόπο το μουλιασμένο κορμάκι, άρχισαν το τεράστιο έργο του καθαρισμού από το μελάνι: πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, το ποδαράκι περνούσε από το φτερό όπως το δρεπάνι ακονίζεται στην πέτρα. Έπειτα, μια διακοπή, στη διάρκεια της οποίας η μύγα φάνηκε να στέκεται στις άκρες των ποδιών της και προσπάθησε ν' απλώσει πρώτα το ένα φτερό κι ύστερα το άλλο. Τελικά τα κατάφερε, και στρώθηκε κι άρχισε να πλένει σα γατάκι το πρόσωπό της. Τώρα φανταζόσουν τα μπροστινά ποδαράκια να τρίβουν το 'να τ' άλλο ανάλαφρα, χαρούμενα. Ο τρομερός κίνδυνος είχε περάσει. Είχε γλιτώσει- έτοιμη ξανά για τη ζωή.
Τότε ακριβώς, όμως, ο διευθυντής είχε μια ιδέα. Βούτηξε πάλι την πένα στο μελάνι, στήριξε τον χοντρό του καρπό στο στυπόχαρτο, και καθώς η μύγα δοκίμαζε τα φτερά της -έπεσε μια βαριά σταγόνα. Τι θα 'κανε τώρα; Αλήθεια, τι; Η κακομοίρα η μύγα, καταπτοημένη, άναυδη, δεν κουνιόταν, από φόβο τι θα γίνει μετά. Ύστερα, όμως, με πολύ κόπο, σύρθηκε μπροστά. Τα μπροστινά ποδαράκια σάλεψαν, κατάφεραν να σταθούν και, πιο αργά τούτη τη φορά, η δουλειά ξανάρχισε.
Θαρραλέος διαβολάκος, σκέφτηκε ο διευθυντής κι ένιωσε πραγματικό θαυμασμό για τη μύγα. Ορίστε πώς αντιμετωπίζονται οι αναποδιές- να η σωστή αντίδραση. Ποτέ να μην καταθέτεις τα όπλα- απλώς, είναι θέμα… Αλλά η μύγα είχε ξανά τελειώσει το επίπονο έργο, και ίσα που πρόλαβε ο διευθυντής να ξαναγεμίσει την πένα του και να ρίξει εύστοχα στο κορμί που μόλις είχε πλυθεί άλλη μια σκούρα σταγόνα. Λοιπόν; Μια οδυνηρή στιγμή αγωνίας ακολούθησε. Να όμως- τα μπροστινά ποδαράκια σάλευαν και πάλι- ο διευθυντής ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Έσκυψε πάνω από τη μύγα και της ψιθύρισε με τρυφερότητα: «Πονηρό μπ…» Και είχε μάλιστα τη θαυμάσια έμπνευση να φυσήξει για να επισπεύσει το στέγνωμα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι δειλό κι αδύναμο τώρα στις προσπάθειές της, και καθώς βουτούσε την πένα στο μελανοδοχείο, ο διευθυντής αποφάσισε πως θα 'ναι η τελευταία σταγόνα.
Ήταν η τελευταία. Η σταγόνα έπεσε στο μουλιασμένο στυπόχαρτο, και η λερωμένη μύγα έμεινε μέσα στο λεκέ ασάλευτη. Τα πίσω ποδαράκια είχαν κολλήσει πάνω στο σώμα. Τα μπροστινά ποδαράκια είχαν εξαφανιστεί.
«Άντε λοιπόν» έκανε ο διευθυντής. «Κουνήσου!» Και τη σκούντησε με την πένα του -μάταια. Δεν έγινε τίποτα, κι ούτε υπήρχε πιθανότητα να γίνει. Η μύγα είχε ψοφήσει.
Ο διευθυντής σήκωσε το πτώμα στην άκρη του χαρτοκόπτη και το 'ρίξε στο καλάθι των αχρήστων. Τον δάγκωνε όμως μια τέτοια αίσθηση μαρτυρικής αγωνίας, που κυριολεκτικά τρομοκρατήθηκε. Χτύπησε το κουδούνι για τον Μάκεϋ.
«Φέρε μου λίγο καινούργιο στυπόχαρτο» είπε αυστηρά, «και γρήγορα!» Κι ενώ το γέρικο σκυλί απομακρυνόταν, βάλθηκε να θυμηθεί τι σκεφτόταν λίγο πριν. Τι ήταν; Ήταν… Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε το λαιμό του. Αδύνατον να θυμηθεί.
 


Catherine Mansfield
Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη
Μετάφραση Μαρία Λαϊνά
Εκδόσεις Γράμματα 1983

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Οι Φιλόλογοι – W.B. Yeats

 
 
Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,
γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,
διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους
που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,
ταιριάζανε μες στην απόγνωση του έρωτα
για να χαϊδέψουν το άμαθο αφτί της καλλονής.

Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·
όλοι λειώνουν με τα παπούτσια το χαλί·
όλοι σκέφτονται αυτά που σκέφτονται άλλοι·
όλοι ξέρουν αυτόν που ξέρει ο διπλανός.
Θεέ, και τι θα λέγαν αν ο Κάτουλλος τους
έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του;

Μετάφραση Γ.Π. Σαββίδης

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Φινάλε – Judith Wright

 


Το πιο άκαρδο πράμα που έκαναν
ήταν να στείλουν σπίτι τα δόντια του απ' το νοσοκομείο.
Κι αυτή τι θα μπορούσε να κάνει με δαύτα,
έτσι που 'φτασαν μέρες μετά την κηδεία;

Τα τύλιξε σ' ένα απ' τα παστρικά μαντίλια του
που 'πλυνε κι είχε στεγνώσει.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα λικνίσει στα χέρια της·
φαίνονταν τόσο παράξενα, ολομόναχα-

Πέρα για πέρα χωρίς σαγόνια μ' ένα αδιάκοπο χαμόγελο
καθόλου όπως το δικό του. Άλλο να κλάψει δεν μπορούσε.
Τα μεσάνυχτα πήρε κουράγιο κι απόφαση και τα πέταξε
έξω απ' την πόρτα της κουζίνας.

Εξακοντίστηκε, τούτο το οριστικά διαλυμένο χαμόγελο,
στη ρεματιά, στους θάμνους, στου γείτονα το χτήμα;
Κι αυτή επέστρεψε και ρίχτηκε σε ύπνο χαύνο,
γνωρίζοντάς τον πεθαμένο, επιτέλους, κι απ' το δικό της χέρι.

Μετάφραση Νίκος Πασχάλης

Μαρία Λαϊνά
Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα
Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2007


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος – Αργύρης Χιόνης


                                          Η´

Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος…
Πλήθη ολόκληρα τον αποζητούν ξετρελαμένα, απ’ τη στιγμή που αρχίζουν να καταλαβαίνουνε τον κόσμο τον αποζητούν, λαχανιασμένα τρέχουν όλη τη ζωή τους πίσω του.
Πολλοί, οι περισσότεροι, νιώθουν ότι προδίνουνε το πάθος τους αυτό, προσφέροντάς του μόνο τον εαυτό τους, γι’ αυτό και κάνουνε παιδιά, πολλά παιδιά, για να συνεχιστεί η θυσία.
Άλλοι ιδροκοπώντας, με νύχια και με δόντια σκαρφαλώνουνε σε κλίμακες ιεραρχίας, σε πυραμίδες δόξας, ξεσκίζοντας ψυχή και σάρκα, σκαρφαλώνουνε ως την κορφή μόνο και μόνο για να βουτήξουν στο κενό με το κεφάλι προς τα κάτω.
Τι πάθος αλήθεια παράλογο…
Τυφλοί παραδέρνουμε μέσα του, σπαρταράμε σαν νυχτερίδες χτυπημένες ξαφνικά από τον ήλιο του καταμεσήμερου, σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης, ηδονικά σπαρταράμε, ερωτικά, πιασμένοι στο δίχτυ του.
Μα επιτέλους κανείς εδώ κάτω δεν πλάστηκε για την αθανασία;

Αργύρης Χιόνης

Η Φωνή της Σιωπής – Ποιήματα 1966 – 2000

[Σαν τον Τυφλό Μπροστά στον Καθρέφτη – 1986]

Εκδόσεις Νεφέλη 2006

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Γιατί γίνεται κατάσκοπος κάποιος; - Ben Macintyre

Γιατί γίνεται κατάσκοπος κάποιος; Γιατί να θυσιάσει την ασφάλεια της οικογένειας, των φίλων του και μιας κανονικής δουλειάς, και να ασχοληθεί με τον κόσμο των μυστικών; Γιατί, ειδικά, να ενταχθεί κάποιος σε μια μυστική υπηρεσία πληροφοριών και στη συνέχεια να περάσει στην αντίπαλη πλευρά;
Μια αντίστοιχη υπόθεση, η πιο κοντινή στην περίπτωση της μυστικής αυτομόλησης του Γκορντιέφσκι από την Κα-Γκε-Μπε, είναι ίσως η περίπτωση του Κιμ Φίλμπι, του Εγγλέζου που είχε σπουδάσει στο Κέιμπριτζ. Είχε κάνει και εκείνος την ίδια διαδρομή, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, ως αξιωματικός του ΜΙ6 που δούλευε κρυφά για την Κα-Γκε-Μπε. Όπως ο Φίλμπι, έτσι και ο Γκορντιέφσκι είχε υποστεί μια βαθιά ιδεολογική μεταστροφή, με τη διαφορά ότι ο ένας ασπάστηκε στον κομμουνισμό ενώ ο άλλος τον απεχθανόταν. Όμως η μεταστροφή του Φίλμπι έγινε προτού καταφέρει να στρατολογηθεί από το ΜΙ6 το 1940, με τη σαφή πρόθεση να δουλέψει για την Κα-Γκε-Μπε εναντίον της καπιταλιστικής Δύσης, ο Γκορντιέφσκι είχε ενταχθεί στην Κα-Γκε-Μπε ως αφοσιωμένος Σοβιετικός πολίτης, χωρίς να φανταστεί ότι κάποια μέρα θα την πρόδιδε.
Υπάρχουν πολλών ειδών κατάσκοποι. Κάποιοι έχουν ως κίνητρο την ιδεολογία, την πολιτική ή τον πατριωτισμό. Ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός το κάνει από πλεονεξία, καθόσον οι οικονομικές απολαβές είναι δελεαστικές, εν πολλοίς. Κάποιοι άλλοι μπλέκουν με την κατασκοπεία για λόγους ερωτικούς, λόγω εκβιασμού, αλαζονείας, εκδίκησης, απογοήτευσης, ή για το ιδιότυπο αίσθημα υπεροχής και τη συντροφικότητα που του εξασφαλίζει η μυστικότητα. Ορισμένοι διαθέτουν αρχές και είναι γενναίοι. Κάποιοι άλλοι είναι άπληστοι και δειλοί.
Ο Πάβελ Σουντοπλάτοφ (Pavel Sudoplatov) ο επικεφαλής των κατασκόπων του Στάλιν, έδινε την εξής συμβουλή στα στελέχη που προσπαθούσαν να στρατολογήσουν κατασκόπους στις χώρες της Δύσης: «Να αναζητάτε ανθρώπους σημαδεμένους εκ φύσεως ή από τη μοίρα – τους άσχημους, αυτούς που πάσχουν από σύμπλεγμα κατωτερότητας, που διψούν για εξουσία και επιρροή, αλλά έχουν ηττηθεί από τις αντιξοότητες της ζωής […] Η συνεργασία μαζί μας προσφέρει σε όλους αυτούς μια ιδιότυπη αποζημίωση. Το αίσθημα ότι ανήκουν σε μια ισχυρή και σημαντική οργάνωση θα τους δημιουργήσει ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους ωραίους και ευκατάστατους ανθρώπους που τους περιβάλλουν». Για πολλά χρόνια η Κα-Γκε-Μπε χρησιμοποιούσε τα αρχικά MICE (Money, Ideology, Coercion, Ego) για να προσδιορίσει τους τέσσερις βασικούς λόγους για να γίνει κανείς κατάσκοπος. Χρήματα, Ιδεολογία, Καταναγκασμός κι Εγωισμός.
Επίσης, υπάρχει και ο εξωτισμός, η ευκαιρία να ζήσεις μια δεύτερη, κρυφή ζωή. Ορισμένοι κατάσκοποι είναι φαντασιόπληκτοι. Ο Μάλκολμ Μάγκεριτζ (Malcolm Muggeridge), πρώην στέλεχος του ΜΙ6 και δημοσιογράφος έγραψε: «Από την πείρα μου, γνωρίζω ότι οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών είναι μεγαλύτεροι ψεύτες από τους δημοσιογράφους». Η κατασκοπεία προσελκύει κατά κόρον τους τσακισμένους, τους μοναχικούς και τους παράξενους. Όμως όλοι οι κατάσκοποι λαχταρούν να αποκτήσουν μυστική επιρροή, αυτό το κρυφό αντιστάθμισμα: την ανελέητη άσκηση της προσωπικής δύναμης. Οι περισσότεροι χαρακτηρίζονται ως ένα βαθμό από έναν ελιτισμό, αφού γνωρίζουν πράγματα σημαντικά, που δεν τα ξέρει ο διπλανός τους στη στάση του λεωφορείου. Εν μέρει, η κατασκοπεία είναι φαντασιακή πράξη.
Η απόφαση να ασκήσεις κατασκοπεία ενάντια στη χώρα σου για λογαριασμό μιας άλλης χώρας, γεννιέται κατά κανόνα, από τη σύγκρουση ανάμεσα σε έναν εξωτερικό κόσμο, αντιληπτό με τη λογική, και σε έναν εσωτερικό κόσμο, που ενδέχεται να μην είναι συνειδητός στον κατάσκοπο. Ο Φίλμπι χαρακτήριζε τον εαυτό του πράκτορα εμφορούμενο από αγνή ιδεολογία, μυστικό στρατιώτη αφοσιωμένο στην υπόθεση του κομμουνισμού. Αυτό που δεν παραδέχτηκε ήταν το γεγονός ότι η επιλογή του ήταν και συνάρτηση του ναρκισσισμού του, του αισθήματος ανεπάρκειας, της πατρικής επιρροής και της τάσης του να εξαπατά τους γύρω του. Ο Έντι Τσάπμαν (Eddie Chapman), ο μικροαπατεώνας που έδρασε ως διπλός κατάσκοπος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γνωστός ως πράκτορας ΖΙΓΚ-ΖΑΓΚ (ZIG-ZAG), θεωρούσε τον εαυτό του ηρωικό πατριώτη (πράγμα που ήταν), αλλά δεν έπαυε να είναι άπληστος, καιροσκόπος και άστατος, εξού και το κωδικό του όνομα. Ο Όλεγκ Πενκόφσκι, ο Ρώσος κατάσκοπος που διοχέτευσε στη Δύση καίριες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας, είχε σκοπό να εμποδίσει έναν πυρηνικό πόλεμο, αλλά συγχρόνως ήθελε να του φέρνουν στο δωμάτιο τού λονδρέζικου ξενοδοχείου του πόρνες και σοκολατάκια ενώ απαιτούσε να συναντήσει την ίδια τη βασίλισσα.
Ο εξωτερικός κόσμος που έσπρωξε τον Όλεγκ Γκορντιέφσκι στην αγκαλιά του ΜΙ6 ήταν τόσο πολιτικός όσο και ιδεολογικός. Η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου και η συντριβή της Άνοιξης της Πράγας τον είχαν επηρεάσει βαθιά και είχαν γεννήσει μέσα του συναισθήματα αποστροφής έχοντας διαβάσει πλήθος έργα της δυτικής λογοτεχνίας, έχοντας γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό την αληθινή ιστορία του έθνους του και έχοντας αποκτήσει μια ιδέα τού τι σημαίνει δημοκρατικές ελευθερίες, αντιλαμβανόταν ότι η σοσιαλιστική νιρβάνα που προέβαλλε η κομμουνιστική προπαγάνδα δεν ήταν παρά ένα τερατώδες ψέμα. Είχε μεγαλώσει σε έναν κόσμο τυφλής υπακοής σε ένα δόγμα. Αφ’ ης στιγμής απέρριψε εκείνη την ιδεολογία, όρισε σκοπό της ζωής του να την πολεμήσει με τον ζήλο του προσήλυτου· αποφάσισε να αντιταχθεί στον κομμουνισμό, με την ίδια βαθιά και ακλόνητη αφοσίωση που είχαν επιδείξει ο πατέρας του, ο αδελφός του και οι σύγχρονοί του υπηρετώντας τον. Ως δημιούργημα του συστήματος, καταλάβαινε την ανελέητη σκληρότητα της Κα-Γκε-Μπε από πρώτο χέρι. Η αμορφωσιά και η έλλειψη καλλιέργειας συμπορεύονταν με την πολιτική καταστολή. Ο Όλεγκ μισούσε το σοβιετικό υποκατάστατο της μουσικής και τη λογοκρισία των κλασικών γραμμάτων και τεχνών της Δύσης, με την παθιασμένη οργή ενός ζηλωτή. Είχε την απαίτηση η ζωή του να συνοδεύεται από μια διαφορετική, μια καλύτερη μουσική επένδυση.
Τα εσωτερικά κίνητρα του Όλεγκ, ωστόσο, είναι πιο ασαφή. Λάτρευε την έξαψη και την περιπέτεια. Αναμφίβολα επαναστάτησε εναντίον του πατέρα του, του πειθήνιου και ενοχικού οσφυοκάμπτη της Κα-Γκε-Μπε. Μια κρυφά θρησκευόμενη γιαγιά, μια αθόρυβη αντικομφορμίστρια μητέρα κι ένας αδελφός που πέθανε σε ηλικία τριάντα εννέα ετών υπηρετώντας τηνΚα-Γκε-Μπε, ίσως όλα αυτά τον επηρέασαν υποσυνείδητα, στρέφοντάς τον προς την ανταρσία. Έτρεφε ελάχιστο σεβασμό για τους περισσότερους συναδέλφους του, τους οποίους θεωρούσε καιροσκόπους υπηρέτες της Κα-Γκε-Μπε, αστοιχείωτους, ακαμάτηδες και κομπιναδόρους, που έπαιρναν προαγωγή χρησιμοποιώντας πολιτικά τερτίπια και κολακείες. Ήταν εξυπνότερος από τους περισσότερους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, και το ήξερε. Οι σχέσεις του με τη (πρώτη) γυναίκα του είχαν ψυχρανθεί πλέον και δυσκολευόταν να αποκτήσει στενούς φίλους. Γύρευε εκδίκηση αλλά και αγάπη, γύρευε κάτι να τον γεμίσει.
Όλοι οι κατάσκοποι έχουν την ανάγκη να νιώθουν ότι τους αγαπούν. Μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις στην κατασκοπεία και στη συλλογή απόρρητων πληροφοριών (και ένας από τους κεντρικούς μύθους τους) είναι ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ του κατασκόπου και του επόπτη του, του πράκτορα και του καθοδηγητή του. Οι κατάσκοποι νιώθουν την ανάγκη να ξέρουν ότι οι άλλοι τους χρειάζονται, ότι αποτελούν κομμάτι της μυστικής κοινότητας. Θέλουν να ανταμείβονται, θέλουν να τους εμπιστεύονται οι άλλοι και να τους αγαπούν. Ο Έντι Τσάπμαν ανέπτυξε στενές σχέσεις τόσο με τους Βρετανούς, όσο και με τους Γερμανούς καθοδηγητές του. Ο Φίλμπι στρατολογήθηκε από τον Άρνολντ Ντόιτς (Arnold Deutsch), έναν εξαιρετικά χαρισματικό ανιχνευτή ταλέντων της Κα-Γκε-Μπε, τον οποίο χαρακτήρισε «θαυμάσιο άνθρωπο […] Από τον τρόπο που σε κοίταζε, ήταν λες κι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε τίποτα πιο σημαντικό στη ζωή πέρα από εσένα και από την κουβέντα του μαζί σου». Η εκμετάλευση και η χειραγώγηση αυτής της δίψας για στοργή και επιβεβαίωση είναι από τα πιο σημαντικά προσόντα του καθοδηγητή. Όλοι οι πετυχημένοι κατάσκοποι πιστεύουν ότι η σύνδεση με τον καθοδηγητή τους υπήρξε βαθύτερη από έναν γάμο με γνώμονα το συμφέρον, τα πολιτικά οφέλη ή το κέρδος: μια αληθινή, μακροχρόνια επικοινωνία, μέσα σ’ ένα σύμπαν ψεύδους και εξαπάτησης…


Ben Macintyre
Ο Κατάσκοπος και ο Προδότης
Μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου
Εκδόσεις Κλειδάριθμος 2019

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΟΝ – Τ. S. Eliot

 

Δεν έχεις ούτε νεότητα μήτε ηλικία

πλην σα να τα νειρευόσουν και τα δυο
σ' έναν ύπνο ύστερα από δείπνο.

Εδώ 'μαι, γέρος άνθρωπος σε διψασμένο μήνα, γροικώντας
ένα αγόρι που μου διαβάζει, τη βροχή καρτερώντας.
Ποτέ δεν έφτασα ως τις πύρινες πύλες
ούτε πολέμησα μες στη ζεστή βροχή
μήτε και βούλιαξα ως τα γόνατα στους αρμυρούς βάλτους
κρατώντας ψηλά τ' όπλο, από τις μυίγες τσιμπημένος, χτυπημένος.
Το σπίτι μου είναι ερειπωμένο σπίτι,
κι ο οβριός στρογγυλοκάθεται πάνω στο πεζούλι
του παραθυριού, ο νοικοκύρης, γέννημα και θρέμμα
κάποιου καταγώγιου της Αμβέρσας, στις Βρυξέλλες
που 'βγαλε φούστουλες κ' ύστερα στη Λόντρα
μπαλώθηκε και ξελεπιάστηκε. Στο αποπάνω χωράφι
βήχει ο τράγος. Βράχια, μούσκλα, αγριάδες,
σιδερικά, σκατά. Η γυναίκα παιδεύεται μες στην κουζίνα,
φτιάχνει το τσάι, φταρνίζεται το βράδι, ξεσκαλίζει
το νεροχύτη τον δύστροπο.

Εγώ, γέρος άνθρωπος,
ένα κεφάλι αδειανό ανάμεσα σ' ανεμικούς χώρους.

Σημεία, για θάματα τα παίρνουνε. "Να δούμε σημάδι!"
Η λέξη μες σε λέξη, ανίκανη ν' αρθρώσει λέξη,
φασκιωμένη με ζόφο. Στην εφηβεία του αιώνα
ήρθε ο Χριστός ο τίγρης.

Τον διεφθαρμένο Μάη, καστανιά, ακρανιά, φηγοβοτάνια
της Ιουδαίας, για φάγωμα, για μοίρασμα, για να πιοθούνε
μέσα σε ψιθυρίσματα· από τον Σιλβέρο
με τα χαϊδευτικά χέρια, που στη Λιμόζ
ολονυχτής στο διπλανό δωμάτιο περπατούσε·
από τον Χακαγκάβα που υποκλινόταν ανάμεσα στους Τιτσιάνους·
απ' τη Μαντάμ Τορνκίστ, που μετακινούσε
τα κεριά στο σκοτεινό δωμάτιο· από τη Φροϋλάιν φον Κουλπ
που στράφηκε πίσω της, με το χέρι στην πόρτα. 'Αδειες σαΐτες
τον άνεμο υφαίνουνε. Δεν έχω φαντάσματα εγώ,
ένας γέρος άνθρωπος σε σπίτι ρεύματα γεμάτο,
κάτω από μια τρύπα που όλο μπάζει αέρα.

Μετά από τέτοια γνώση, ποια συγγνώμη; Σκέψου τώρα,
πως η ιστορία έχει πολλά πανούργα περάσματα, επινοημένους
διαδρόμους κ' εξόδους, παραπλανά με φιλοδοξίες ψιθυρισμένες,
μας οδηγεί σε ματαιοδοξίες. Σκέψου τώρα
πως η Ιστορία δίνει όταν η προσοχή μας έχει αποσπαστεί,
κι ό,τι δίνει, το δίνει μέσα σε τόσες ευλύγιστες συγχύσεις,
που κάνει πιο πειναλέο τον πειναλέο. Κ' είτε δίνει
πάρα πολύ αργά ό,τι δεν είναι πια πιστευτό, ή αν είναι ακόμη
πιστευτό, μόνο στη μνήμη είναι, ένα αναμασημένο πάθος. Είτε δίνει
πάρα πολύ γρήγορα σ' αδύναμα χέρια, ό,τι είναι σκέψη, πράγμα
που θα μπορούσε και να 'λειπε, πλην έρχεται ώρα
που η άρνηση γεννά τον φόβο. Σκέψου πως ούτε ο φόβος
ούτε το θάρρος μας σώζουν. Παρά φύσιν βίτσια
υιοθετούνται από τον ηρωισμό μας. Αρετές
βιάζονται πάνω μας από τα επονείδιστα εγκλήματά μας.
Τα δάκρυα αυτά από το δέντρο της οργής τινάχτηκαν.

Ο τίγρης πηδά στον νέο αιώνα. ΜΑΣ καταβροχθίζει. Σκέψου, τέλος,
πως σε συμπέρασμα δε φτάσαμε, ενώ εγώ ξυλιάζω
το νοικιασμένο σπίτι. Σκέψου, τέλος,
πως δεν παρουσίασα άσκοπα όλο το θέαμα τούτο
και πως μήτε σ' οποιοδήποτε ξορκισμό των δαιμόνων
των οπισθόβουλων οφείλεται. Θα 'θελα, σ' αυτό απάνω,
να 'μια τίμιος μαζί σου. Εγώ που τόσο κοντά ήμουν στην καρδιά σου,
διώχτηκα απ' αυτήν, την ομορφιά χάνοντας μες στον τρόμο,
τον τρόμο μέσα στην εξέταση. Έχω χάσει
το πάθος μου: και προς τι να το διατηρήσω, μια και ό,τι
διατηρείται κατ' ανάγκην νοθεύεται; Έχω χάσει
την όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση κι αφή μου:
Πως θα τα μεταχειριζόμουν, για να ρθω πιότερο κοντά σου;

Αυτές με χίλιες δυο άλλες μικροσκέψεις
προεκτείνουν το κέρδος του παγερού παραληρήματός τους,
τη μεμβράνη ερεθίζουν, όταν έχει η αίσθηση παγώσει,
με τα πικάντικα αρτύματά τους, πολλαπλασιάζουν
την ποικιλία τους μέσα σε μια ερημιάν από καθρέφτες.
Και, λοιπόν, τι θα πρέπει η αράχνη
να κάμει; Ν' αναστείλει τη δουλειά της; Ν' αδρανήσει
η σταρόψειρα; Ο ντε Μπαιλάς, ο Φρέσκα, η Κυρία Κάμμελ,
στροβιλίστηκαν πέραν της τροχιάς της ριγούσης Άρκτου
σε θρύμματα ατόμων. Γλάρος στον άνεμο ενάντια, στ' ανεμώδη
στενά της Μπελ Ιλ, ή που τρέχει ίσια
προς το Ακρωτήριο Χορν, λευκά στο χιόνι
πούπουλα, απαιτεί ο Κόλπος,
κ' ένας γέρος άνθρωπος σαρωμένος από τα Μελτέμια
σε νυσταλέα γωνιά.

Κάτοικοι του σπιτιού,
Σκέψεις στεγνού μυαλού, σ' εποχή διψασμένη.


Μεγάλες στιγμές της ποιήσεως
Μετάφραση Άρης Δικταίος
Εκδόσεις Δωδώνη, 1967