.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Αναγέννηση του Χρόνου - Mircea Eliade

Οι γιορτές διεξάγονται μέσα σε ένα ιερό χρόνο, δηλ. όπως παρατηρεί ο Μ. Μόςς, στην αιωνιότητα. Υπάρχουν όμως περιοδικές εορτές – ασφαλώς οι σημαντικότερες – που αφήνουν να διαφαίνεται κάτι περισσότερο: η επιθυμία κατάργησης του ήδη περασμένου ανθρώπινου χρόνου και της εγκαθίδρυσης ενός «νέου χρόνου». Με άλλα λόγια, οι περιοδικές εορτές που κλείνουν ένα χρονικό κύκλο και ανοίγουν έναν καινούριο, επιχειρούν μια ολοκληρωτική αναγέννηση του χρόνου. Έχοντας εξετάσει αλλού και με κάποια λεπτομέρεια (Le mythe de l’ Eternal Retour) τα τελετουργικά θέματα που σημειώνουν το τέλος της παλιάς χρονιάς και την αρχή της καινούριας, θα αρκεστούμε εδώ σε μια περιληπτική άποψη του ουσιαστικού αυτού προβλήματος.
Η μορφολογία των περιοδικών τελετουργικών θεμάτων παρουσιάζει καταπληκτικό πλούτο. Οι έρευνες των Φρέυζερ, Βένσινκ, Ντυμεζίλ και άλλων συγγραφέων που αναφέρονται στην βιβλιογραφία, μας επιτρέπουν να συνοψίσουμε την ουσία στο εξής διάγραμμα. Το τέλος της χρονιάς και η αρχή της νέας δίνουν αφορμή σε ένα σύνολο τελετουργιών: 1ο, καθάρσεις, εξαγνισμούς, εξομολόγηση των αμαρτιών, απομάκρυνση των δαιμόνων, αποπομπή του πονηρού έξω από το χωριό, κλπ… 2ο, σβήσιμο και ξανάναμμα της φωτιάς. 3ο, λιτανείες με μάσκες (οι μάσκες εικονίζουν τις ψυχές των νεκρών), τελετουργική υποδοχή των νεκρών τους οποίους ευφραίνουν (συμπόσια κλπ…) και που συνοδεύουν, στο τέλος της γιορτής, ως τα όρια του τόπου, ως τη θάλασσα, ως το ρυάκι, κλπ…, 4ο, αγώνες μεταξύ δύο εχθρικών ομάδων. 5ο, αποκριάτικη παρεμβολή, σατουρνάλια, αντιστροφή της κατεστημένης τάξης, «όργιο».
Χωρίς αμφιβολία το θέμα του τέλους της χρονιάς και της αρχής της νέας, σε κανένα μέρος δεν συγκεντρώνει όλα τα τυπικά, που τον κατάλογό τους δεν ισχυριζόμαστε ότι εξαντλήσαμε εφόσον αποσιωπήσαμε τις μυήσεις και, σε ορισμένες περιοχές, τους γάμους δι’ απαγωγής. Μολαταύτα τα τυπικά αυτά δεν παύουν να αποτελούν τμήμα ενός και μόνου τελετουργικού πλαισίου. Το καθένα επιδιώκει – στο μέτρο της προοπτικής του και του ιδιαίτερου επιπέδου του – την κατάργηση του χρόνου που διέρρευσε στη διάρκεια του κύκλου που τελειώνει. Έτσι η κάθαρση, οι εξαγνισμοί, η καύση των ειδωλίων της «παλιάς χρονιάς», η αποπομπή των δαιμόνων, των μαγγανευτών και, γενικότερα, όλων όσων αντιπροσωπεύουν την περασμένη χρονιά, έχουν για αντικείμενο την εξαφάνιση του παρελθόντος στο σύνολο του, την εξάλειψη του. Το σβήσιμο της φωτιάς αντιστοιχεί στην αποκατάσταση του «ερέβους», της κοσμικής νύχτας όπου όλες οι «μορφές» χάνουν το περίγραμμα τους και συγχέονται. Στο κοσμολογικό επίπεδο, το «έρεβος» ταυτίζεται με το χάος, όπως η αναζωπύρωση της  φωτιάς συμβολίζει τη δημιουργία, την αποκατάσταση των μορφών και των ορίων. Οι μάσκες που ενσαρκώνουν τους προγόνους, τις ψυχές των νεκρών που επισκέπτονται εθιμοτυπικά τους ζωντανούς (Ιαπωνία, Γερμανία κλπ…) είναι συγχρόνως και η ένδειξη ότι τα σύνορα καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με την σύγχυση όλων  των ιδιοτήτων. Στο παράδοξο αυτό διάκενο μεταξύ δύο «χρόνων» (= μεταξύ δύο Κόσμων) η επικοινωνία γίνεται δυνατή ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, δηλαδή τις περιγραμμένες «μορφές» και το προσχηματικό, το εμβρυακό. Μπορούμε να πούμε, υπό μια έννοια, ότι μέσα στο «χάος» και το «έρεβος» που θρονιάστηκαν από τη διάλυση του παλιού χρόνου, όλες οι ιδιότητες συμπίπτουν και η παγκόσμια συγχώνευση («νύχτα» = «κατακλυσμός» = διάλυση) κάνει εφικτή – αυτόματα, χωρίς προσπάθεια – σε όλα τα επίπεδα την coincidentia oppositorum.
Η επιθυμία να καταργηθεί ο χρόνος διαφαίνεται πιο καθαρά στο «όργιο» που λαβαίνει χώρα – σύμφωνα με μια πολύμορφη κλίμακα βιαιότητας – με την ευκαιρία των εορτών της Πρωτοχρονιάς. Το όργιο αυτό-καθαυτό είναι μια επαναστροφή προς το «σκοτάδι», μια ανασύσταση του πρωταρχικού χάους και, μ’ αυτή την ιδιότητα, προηγείται κάθε δημιουργίας, κάθε εκδήλωσης οργανωμένης μορφής. Η συγχώνευση όλων των «μορφών» σε μια μοναδική, απέραντη, αδιαφοροποίητη ενότητα, επαναλαμβάνει ακριβώς την ακαθόριστη ιδιότητα της ύπαρξης. Σημειώσαμε με κάποια άλλη ευκαιρία τη λειτουργία και τη σημασία, σεξουαλική και συνάμα και αγροτική, του οργίου. Στο κοσμολογικό επίπεδο το «όργιο» είναι η αντιστοιχία του Χάους ή της τελικής πληρότητας και στη χρονική προοπτική, του Μεγάλου Χρόνου, της «αιώνιας στιγμής» της «μη-διάρκειας». Η παρουσία του οργίου στις τελετές που σημειώνουν περιοδικές διακοπές του χρόνου, φανερώνει επιθυμία ολοκληρωτικής κατάργησης του παρελθόντος με την κατάλυση της Δημιουργίας. Η «σύγχυση των μορφών» διασαφηνίζεται από την ανατροπή των κοινωνικών συνθηκών (στα Σατουρνάλια, ο σκλάβος γίνεται αφέντης, ο αφέντης υπηρετεί τους σκλάβους. Στη Μεσοποταμία εκθρονίζουν και ταπεινώνουν το βασιλιά, κλπ), από τη σύμπτωση των αντιθέτων (η σεβάσμια δέσποινα αντιμετωπίζεται σαν εταίρα κλπ.) από την αναστολή όλων των κανόνων κλπ. Η σφοδρότητα της ακολασίας, η καταπάτηση κάθε απαγόρευσης, η συνάντηση όλων των αντιθέτων δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο από την κατάλυση του κόσμου – που εικόνα του συνιστά η κοινότητα – και την αποκατάσταση του αρχέγονου illud tempus που αναντίρρητα είναι η μυθική στιγμή της αρχής (χάος) και του τέλους (κατακλυσμός ή εκπύρωση. Αποκάλυψη).

Mircea Eliade
Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών
Μετάφραση Έλσα Τσούτη
Εκδόσεις Χατζηνικολή 1981

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Η σάρκα και το αίμα – Thomas Pynchon

...Ο αιδεσιμότατος κοιτάζει με ενδιαφέρον. Ο Γάλλος τον έχει συναρπάσει. Μετά τον πρόσφατο σχολιασμό του πάνω στο Μυστικό Δείπνο, δείχνει μεγαλύτερη προσοχή στο  φαγητό και στην προετοιμασία του. «Νόμιζα πως είχα ξεπεράσει πια», γράφει, «τα ερωτήματα για το αν το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι ομοούσια με τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας ή αν μετουσιώνονται σ’ αυτά – και τελικά προτίμησα να πιστέψω, μαζί με γιατρούς όπως ο Χάιμο από το Χάλμπερστατ, ότι οι εξωτερικές μορφές δίνονται στον άρτο και τον οίνο μέσω ελέους του Θεού, γιατί αλλιώς θα ήταν αποκρουστικό το θέαμα της ανθρώπινης σάρκας και του ανθρώπινου αίματος, πόσο μάλλον η προοπτική της κατάποσης τους. Επομένως, στα χαρακτηριστικά του Θεού πρέπει να προστεθεί και η ικανότητα του μεγάλου σεφ, καθώς μπορεί να συγκαλύπτει μια τόσο τρομακτική πραγματικότητα. Το ερώτημα που δεν μπορώ να απαντήσω είναι αν η πραγματική σάρκα και το πραγματικό αίμα είναι με τη σειρά τους συμβολικά – είτε κάποιου μυστηριακού σώματος του Χριστού, μέσω του οποίου οι συμμετέχοντες στο Μυστικό Δείπνο – μυστηριακά πάντοτε – γίνονται ένα – είτε ενός φρικτού αντιθέτου… κάποιας ύστατης σαρκικότητας, μιας ταύτισης με έναν κόσμο καταδικασμένο που δεν μπορεί ποτέ να σωθεί – μια κατάσταση που πρέπει να ομολογήσω ότι κάποτε πίστευα πως γύριζα τον κόσμο για να βρω, ασφυκτιώντας μέσα σε μια σκοτεινή αθωότητα την οποία οι κατοπινές γενεές ίσως να μην μπορούν πια να φανταστούν.
»Αλλά εκείνες οι ημέρες των άγουρων ελπίδων, των απατηλών πρωινών και του αλλόκοτου θάρρους έχουν περάσει, κι εγώ έχω περπατήσει σε άλλες συνοικίες της πόλης της Γης, έχω δει κι έχω μυρίσει στις λαϊκές αγορές τα κρεμασμένα κρέατα μέσα στις μύγες και τη σκόνη του δρόμου, κι ανάμεσά τους ανθρώπινο κρέας να πουλιέται κι αυτό… Στην Αμερική, μερικοί Ινδιάνοι πιστεύουν πως, αν φας τη σάρκα, και ιδίως αν πιεις το αίμα, του εχθρού που έχεις νικήσει στη μάχη, θα αποκτήσεις τις «αρετές», όπως θα τις έλεγαν οι θεολόγοι, του μακαρίτη αντιπάλου σου – πρόκειται για μια μυστηριακή ένωση των δύο ανταγωνιστών, την οποία κανείς απ’ όσους έχω συμβουλευτεί δεν έχει καταφέρει να μου εξηγήσει. Αυτό δημιουργεί την πιθανότητα οι άγριοι που φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, εχθροί μεταξύ τους, να είναι στην πραγματικότητα συνδεδεμένοι πολύ στενά, σαν με συμβόλαιο αίματος και ο πόλεμος γι’ αυτούς να είναι κάτι σαν Θεία Μετάληψη. Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε το “μονοπάτι του πολέμου” ιερό, και κάθε απόκλιση απ’ αυτό πολύ σοβαρό θέμα, σε βαθμό που δεν μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε, με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε εμείς με βάση τα κλασικά βρετανικά μονοπάτια. Θα πρέπει ή να αλλάξουμε την ιδέα που έχουμε για την ιερότητα, ή να έρθουμε σε κάποιου είδους συμφωνία με αυτές τις φυλές – και μάλιστα σύντομα».


Thomas Pynchon
Mason and Dixon
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Χατζηνικολή 2003

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Θυμήσου – Juan Rulfo

Θυμήσου τον Ουρμπάνο Γκόμες, τον γιο του δον Ουρμπάνο, τον εγγονό του Δίμας, εκείνου που σκηνοθετούσε τις παστορέλες(1) και πέθανε απαγγέλοντας «κάνε πίσω, καταραμένε άγγελε» την εποχή της ινφλουέντσας(2). Πάνε χρόνια από τότε, ίσως δεκαπέντε. Αλλά πρέπει να τον θυμάσαι. Θυμήσου που τον λέγαμε ο Παππούς επειδή ο άλλος γιος του, ο Φιδένσιο Γκόμες, είχε δύο πολύ παιχνιδιάρες κόρες: μια κοντούλα και μαυριδερή, που της είχαν βγάλει το παρατσούκλι η Προκομμένη, και μια άλλη, που ήταν πανύψηλη και είχε μάτια θαλασσιά, λέγανε μάλιστα πως δεν ήταν καν παιδί του, και που επιπλέον ήταν άρρωστη από λόξιγκα. Θυμήσου τι κακός χαμός γινότανε όταν βρισκόμασταν στη λειτουργία και ακριβώς την ώρα της Ύψωσης του Σταυρού την έπιανε η κρίση του λόξιγκα, κι εκείνη έμοιαζε σαν να γελούσε και να έκλαιγε μαζί, μέχρι που τη βγάζαν’ έξω και της δίνανε λίγο νερό με ζάχαρη και τότε ηρεμούσε. Αυτή στο τέλος παντρεύτηκε με τον Λούσιο Τσίκο, τον ιδιοκτήτη της φυτείας του μεσκάλ που πριν ανήκε στον Λιμπράδο, στ’ άναντα του ποταμού, εκεί που είναι ο λιναρόμυλος των Τεόδουλος.
Θυμήσου που τη μητέρα του τη λέγανε Φλάσκα γιατί ήταν πάντοτε μπλεγμένη σε ερωτοδουλειές κι από την καθεμιά τους έβγαινε με ένα παιδί. Λένε πως είχε το κομπόδεμά της αλλά της τέλεψε με τις κηδείες, γιατί όλα της τα παιδιά τής πέθαιναν νεογέννητα και πάντοτε παράγγελνε να τους τραγουδήσουνε εγκώμια, ενώ τα πήγαιναν στο κοιμητήρι με μουσικές και χορωδίες από παπαδοπαίδια που τραγουδούσαν «ωσαννά» και «δόξες» κι εκείνο το τραγούδι «ιδού σου στέλνω, Κύριε, άλλο ένα αγγελούδι». Έτσι έμεινε φτωχή, γιατί της κόστιζε ακριβά κάθε κηδεία, απ’ τις κανέλες(3) που πρόσφερε στους καλεσμένους της αγρύπνιας. Μείνανε μόνο αυτά τα δύο, ο Ουρμπάνο και η Ναταλία, που γεννηθήκανε εξαρχής φτωχά και που εκείνη δεν τα είδε να μεγαλώνουν, γιατί πέθανε στην τελευταία γέννα, μεγάλη πια, θα είχε περασμένα τα πενήντα.
Σίγουρα θα τη γνώρισες: ήταν μεγάλη καυγατζού και κάθε τόσο τσακωνότανε με τις εμπόρισσες στην πλατεία της αγοράς γιατί ήθελαν να της πουλήσουνε πολύ ακριβά τις ντομάτες. Έμπηγε τις φωνές κι έλεγε πως τη λήστευαν. Μετά, φτωχή πια, τη βλέπανε να τριγυρίζει στα σκουπίδια, μαζεύοντας κρεμμύδια, φρέσκα φασόλια ήδη παραβρασμένα και που και που κάνα καλάμι από ζαχαροκάλαμο «μήπως και γλυκαθεί το στόμα των παιδιών της». Δύο είχε, όπως σου είπα ήδη, που ήταν τα μόνα που της μείνανε. Μετά δεν ακούστηκε τίποτ’ άλλο για κείνη.
Αυτός ο Ουρμπάνο Γκόμες ήτανε πάνω κάτω στην ηλικία μας, λίγους μήνες μονάχα μεγαλύτερος, πολύ καλός στο κουτσό και στις μπαγαποντιές. Θυμήσου που μας πούλαγε γαριφαλάκια κι εμείς του τ’ αγοράζαμε, ενώ το ευκολότερο θα ήταν να πάμε να μαζέψουμε στον λόφο. Μας πούλαγε πράσινα μάνγκο που τα ‘κλεβε απ’ το δέντροπου είχαμε στην αυλή του σχολείου και πορτοκάλια με τσίλι που τ’ αγόραζε από τον θυρωρό δύο σεντάβος κι έπειτα μας τα πούλαγε για πέντε. Έβγαζε σε πλειστηριασμό κάθε αηδία που ‘χε μες στην τσάντα του. Βόλους από γαγάτη, σβούρες και σφυρίχτρες, ακόμα και πράσινους σκαραβαίους, απ’ αυτούς που τους δένουν ένα σκοινάκι στο ένα πόδι για να μην πετάνε πολύ μακριά.
Μας πούλαγε και μας αγόραζε όλους, θυμήσου.
Ήταν κουνιάδος του Νατσίτο Ριβέρο, κεινού που χάζεψε λίγες μέρες μετά τον γάμο του και που η Ναταλία, η γυναίκα του, για να συντηρηθεί, αναγκάστηκε να στήσει έναν πάγκο με τεπάτσε(4) στην αρχή της δημοσιάς, ενώ ο Νατσίτο πέρναγε τη ζωή του παίζοντας εντελώς φάλτσα τραγούδια μ’ ένα μαντολίνο που του δάνειζαν στο κουρείο του δον Ρεφούχιο.
Κι εμείς πηγαίναμε με τον Ουρμπάνο να δούμε την αδερφή του, να πιούμε τεπάτσε – πάντα της αφήναμε βερεσέδια και ποτέ δεν πληρώναμε, γιατί ποτέ δεν είχαμε λεφτά. Στο τέλος έμεινε χωρίς φίλους, γιατί μόλις τον βλέπαμε όλοι του γυρνούσαμε την πλάτη, για να μη μας ζητήσει να τον πληρώσουμε.
Ίσως τότε να έγινε κακός ή ίσως και να ήτανε από γεννησιμιού του.
Τον έδιωξαν απ’ το σχολείο πριν από την πέμπτη τάξη, γιατί τον βρήκανε με την ξαδέρφη του την Προκομμένη να παίζουνε τους παντρεμένους πίσω απ’ τα πλυσταριά, χωμένοι σε μια ξεραμένη γούρνα. Τον βγάλανε απ’ τη μεγάλη πόρτα τραβώντας τον από τ’ αυτιά μέσα στις κοροϊδίες όλων, περνώντας τον ανάμεσα από παραταγμένα αγόρια και κορίτσια για να τον ντροπιάσουν. Κι εκείνος πέρασε από κει, με το κεφάλι ψηλά, απειλώντας μας όλους με το χέρι του σαν να μας έλεγε: «Θα μου το πληρώσετε ακριβά».
Κι έπειτα εκείνη βγήκε μυξοκλαίγοντας και ξυρίζοντας με το βλέμμα της τα τούβλα, μέχρι που, στην πόρτα πια, έβαλε τα κλάματα. Μια τσιρίδα που ακουγόταν όλο το απόγευμα σαν να ‘τανε το  ουρλιαχτό κανενός κογιότ.
Μονάχα αν έχει χάσει εντελώς τη μνήμη σου, μπορεί να μην τα θυμάσαι όλα αυτά.
Λένε ότι ο θείος του, ο Φιδένσιο, εκείνος με τον ζαχαρόμυλο, του ‘ριξε ένα χέρι ξύλο που λίγο έλειψε να τον αφήσει ανάπηρο, και ότι εκείνος, τσατισμένος, έφυγε απ’ το χωριό.
Το βέβαιο είναι πως δεν τον ξανάδαμε μέχρι που εμφανίστηκε και πάλι από δω, χωροφύλακας πια. Πάντα βρισκότανε στην κεντρική πλατεία, καθισμένος σε ένα παγκάκι, με την καραμπίνα ανάμεσα στα πόδια του και κοίταζε τους πάντες όλο μίσος. Δε μίλαγε με κανέναν. Δε χαιρέταγε κανέναν. Κι αν κάποιος τον κοιτούσε, εκείνος έκανε πως δεν καταλάβαινε, σαν να μη γνώριζε τον κόσμο.
Τότε σκότωσε τον κουνιάδο του, εκείνον με το μαντολίνο. Του Νατσίτο του ήρθε η ιδέα να πάει να του κάνει μια καντάδα, τη νύχτα, λίγο μετά τις οχτώ κι ενώ ακόμα ηχούσαν οι καμπάνες του εσπερινού. Τότε ακούστηκαν οι κραυγές κι ο κόσμος που βρισκότανε στην εκκλησία και προσευχότανε με το ροζάρι βγήκε στον δρόμο και τους είδε εκεί. Τον Νατσίτο να αμύνεται με τα πόδια ψηλά και το μαντολίνο και τον Ουρμπάνο να τον χτυπάει ξανά και ξανά με τον υποκόπανο του μάουζερ, χωρίς ν’ ακούει τι του φώναζε ο κόσμος, έξαλλος, σαν λυσσασμένος σκύλος. Μέχρι που κάποιος που δεν ήταν απ’ τα μέρη μας πετάχτηκε έξω απ’ το πλήθος και πήγε και του πήρε την καραμπίνα και του ‘ριξε μια μ’ αυτή στην πλάτη, κι εκείνος διπλώθηκε στα δύο πάνω στο παγκάκι του πάρκου, όπου ‘ταν ξαπλωμένος.
Εκεί τον άφησαν να περάσει τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, έφυγε. Λένε πως πήγε πρώτα στο πρεσβυτέριο, ζήτησε μάλιστα και την ευλογία του ιερέα, όμως αυτός δεν του την έδωσε.
Τον πιάσανε στον δρόμο. Πήγαινε κουτσαίνοντας κι εκεί που κάθισε να ξαποστάσει, τον προφτάσανε. Δεν αντιστάθηκε. Λένε πως έδεσε ο ίδιος στον λαιμό του τη θηλιά, διάλεξε μάλιστα και το δέντρο που πιο πολύ του άρεσε για να τον κρεμάσουν.
Θα πρέπει να τον θυμάσαι, ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο και τον γνώρισες όπως κι εγώ.

______________________ 
1. Pastorela: Θεατρική παράσταση που παρουσιαζόταν την εποχή των Χριστουγέννων. Λάμβαναν μέρος κάτοικοι του χωριού ή αγρότες. Το κεντρικό θέμα αυτών των έργων ήταν η ανακοίνωση της γέννησης του Χριστού από τον άγγελο στους βοσκούς. (Σ.τ.Μ.)
2. Αναφέρεται στην ισπανική γρίπη που έπληξε τη χώρα γύρω στα 1918. (Σ.τ.Μ.)
3. Ζεστό ποτό που φτιάχνεται με ρακί, κανέλα και ζάχαρη. (Σ.τ.Μ.)
4. Τυπικό μεξικάνικο ποτό που φτιάχνεται από φλούδες ανανά και ξίδι μετά από ζύμωση. (Σ.τ.Μ.)

Juan Rulfo
Ο Κάμπος στις Φλόγες
Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη 2011


Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Μιά περίληψη των φαινομένων που παρατηρούνται στο λεγόμενο Σατόρι - Daisetsu Teitaro Suzuki

1. Συχνά οι άνθρωποι φαντάζονται ότι η Ζεν έχει σκοπό να προκαλέσεις μια κατάσταση αυθυποβολής με την βοήθεια του ορθολογισμού. Αυτό είναι εντελώς άστοχο, όπως φαίνεται καθαρά από τα παραπάνω παραδείγματα. Το σατόρι δεν προκαλεί μια ορισμένη κατάσταση γνωστή από πριν, με την έντονη σκέψη. Αντίθετα, είναι η ανακάλυψη ενός νέου τρόπου ενατένισης της ζωής. Από τότε που εμφανίστηκε το φαινόμενο της συνείδησης αναγκαστήκαμε να ανταποκρινόμαστε τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές συνθήκες με ορισμένο εννοιολογικό και αναλυτικό τρόπο. Η Ζεν ανατρέπει μια και καλή αυτό το οικοδόμημα και ανασυγκροτεί το παλιό πλαίσιο σε νέα βάση. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο διαλογισμός επάνω σε μεταφυσικά ή συμβολικά αποφθέγματα δεν έχει καμιά θέση στη Ζεν.
2. Χωρίς την επίτευξη του σατόρι, κανείς δεν μπορεί να εισδύσει στην αλήθεια της Ζεν. Σατόρι είναι η ξαφνική εισβολή μιας νέας αλήθειας μέσα στη συνείδηση. Μιας αλήθειας που ποτέ πριν δεν την είχε ονειρευτεί κανείς. Μοιάζει με νοητική καταστροφή που έρχεται ακαριαία, ύστερα από τη συσσώρευση διανοητικών θεμάτων και αποδείξεων. Η συσσώρευση εξαντλεί τα όρια της ισορροπίας και γκρεμίζεται στο δάπεδο, οπότε ένας νέος ουρανός ανοίγεται μπροστά στον άνθρωπο. Όταν το νερό φτάσει στο σημείο ψύξης, μεταβάλλεται ξαφνικά σε πάγο. Το υγρό γίνεται ξαφνικά στερεό και παύει να κυλάει ελεύθερα. Το σατόρι εμφανίζεται απροειδοποίητα, όταν ο άνθρωπος νιώσει ότι έχει εξαντλήσει ολόκληρο το είναι του. Από τη θρησκευτική σκοπιά, είναι μια νέα γέννηση, από τη διανοητική, είναι ένα νέο πρίσμα ενατένισης. Ο κόσμος τώρα φαντάζει σαν να φοράει καινούργια ρούχα που σκεπάζουν όλη την ασχήμια της δυαδικότητας. Αυτό τον δυαδισμό, ο Βουδδισμός τον ονομάζει απατηλότητα.
3. Χωρίς σατόρι δεν μπορεί να υπάρξει Ζεν. Γι’ αυτό, όλα τα μέσα, πειθαρχικά ή δογματικά, κατευθύνονται προς το σατόρι. Οι διδάσκαλοι της Ζεν δεν μπορούσαν να περιμένουν να έρθει το σατόρι από μόνο του, δηλαδή να κάνει σποραδικά την εμφάνισή του, όποτε εκείνο ήθελε. Στην επιθυμία τους να βοηθήσουν τους μαθητές τους να βρουν την αλήθεια της Ζεν, έφτιαξαν τα αινιγματικά τους αποφθέγματα για να προκαλέσουν στους οπαδούς τους μια νοητική κατάσταση που να μπορεί πιο συστηματικά να ανοίξει το δρόμο προς τη φώτιση. Όλες οι διανοητικές αποδείξεις και τα επιχειρήματα τόσο των θρησκευτικών όσο και των φιλοσοφικών ηγετών δεν είχαν κατορθώσει να προκαλέσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και γι’ αυτό οι οπαδοί τους είχαν παραπλανηθεί. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Βουδδισμό όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Κίνα με όλη του την Ινδική κληρονομιά από μεταφυσικές αφαιρέσεις και τα πολύπλοκα συστήματα της Γιόγκα, που έκαναν τους πιο πρακτικούς Κινέζους ν’ απορούν πως ήταν δυνατόν να συλλάβουν τον κεντρικό πυρήνα της δοξασίας του Σακυαμούνι. Ο Μποντιντάρμα, ο Έκτος Πατριάρχης, ο Μπάσο και άλλοι Κινέζοι Διδάσκαλοι πρόσεξαν αυτό το γεγονός και η φυσική κατάληξη ήταν η Ζεν. Αυτοί τοποθέτησαν το σατόρι πάνω από τη γνώση των σούτρας και από τις λόγιες συζητήσεις γύρω από τους σάστρες και το ταύτισαν με την ίδια τη Ζεν. Γι’ αυτό η Ζεν χωρίς σατόρι μοιάζει με πιπέρι που δεν καίει. Υπάρχει, όμως, και μια άσχημη κατάσταση υπερβολικής προσκόλησης στην εμπειρία του σατόρι.
4. Αυτή η έμφαση της Ζεν στο σατόρι δείχνει ότι η Ζεν δεν είναι ένα σύστημα της Ντυάνα, όπως αυτή ασκείται στις Ινδίες ή σε άλλες Βουδδιστικές σχολές της Κίνας. Η Ντυάνα είναι ένα είδος διαλογισμού που κατευθύνεται προς κάποιαν ορισμένη ιδέα. Στην Χιναγιάνα αυτή η ιδέα είναι η μεταβατικότητα, στη Μαχαγιάνα η ιδέα του κενού. Όταν ο νους γυμναστεί έτσι που να μπορεί να ζήσει την κατάσταση του απόλυτου κενού, που δεν περιέχει ίχνος συνείδησης μέσα του, ούτε την αίσθηση της ασυνειδητότητας, μ’ άλλα λόγια όταν όλες οι μορφές της νοητικής δραστηριότητας σαρωθούν από το πεδίο της συνείδησης, αφήνοντας τον νου καθαρό, σαν ουρανό χωρίς σύννεφα, μια έκταση από γαλάζιο, τότε λένε ότι η Ντυάνα έχει τελειοποιηθεί. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται έκσταση, αλλά δεν είναι Ζεν. Στη Ζεν πρέπει να υπάρχει σατόρι. Πρέπει να προηγηθεί μια γενική νοητική αναστάτωση, που να καταστρέψει ό,τι έχει συσσωρεύσει η διανόηση και που θέτει τα θεμέλια για μια νέα ζωή. Πρέπει να αφυπνιστεί μια νέα κατάσταση, που να δει τα παλιά πράγματα από ένα καινούργιο και αναπάντεχο πρίσμα. Στη Ντυάνα δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτά γιατί δεν είναι παρά μια άσκηση που ηρεμεί το νου. Αυτό βέβαια έχει την αξία του, αλλά δεν πρέπει να ταυτίσουμε τη Ζεν με τη Ντυάνα.
5. Στο σατόρι δεν βλέπει κανείς το Θεό όπως είναι, όπως λένε ορισμένοι Χριστιανοί μυστικοί. Η Ζεν ξεκαθαρίζει από την αρχή τη θέση της, που είναι η είσδυση στο έργο της δημιουργίας. Ο δημιουργός μπορεί να είναι απασχολημένος με την πλάση του σύμπαντος ή μπορεί να απουσιάζει από το εργαστήριό του, αλλά η Ζεν συνεχίζει το δικό της έργο. Δεν βασίζεται στην υποστήριξη ενός δημιουργού. Ο Χογιέν του Γκό-σό-σάν, έτεινε το χέρι του και ρωτούσε τους μαθητές του γιατί ονομαζόταν χέρι. Όταν ξέρουμε την αιτία, τότε υπάρχει σατόρι δηλαδή Ζεν. Ενώ με τον Θεό του μυστικισμού, συλλαμβάνει κανείς ένα ορισμένο αντικείμενο. Όταν συλλαμβάνετε τον Θεό, αποκλείετε αυτό που δεν είναι Θεός. Αυτό είναι περιοριστικό. Η Ζεν θέλει απόλυτη ελευθερία, ακόμα και από τον Θεό. Το «Δεν υπάρχει ενδιαίτημα», σημαίνει ακριβώς αυτό. Το ίδιο σημαίνει και το απόφθεγμα: «Καθάρισε το στόμα σου όταν προφέρεις το όνομα του Βούδδα». Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ζεν έχει την πρόθεση να είναι νοσηρά ανίερη και ά-θεη, αλλά ότι αναγνωρίζει την ατέλεια ενός σκέτου ονόματος. Γι’ αυτό όταν παρακάλεσαν τον Γιοκουσάν (751-834 μ.Χ.) να δώσει μια διάλεξη, δεν είπε ούτε μια λέξη, αλλά κατέβηκε από την έδρα και πήγε στο δωμάτιό του. Ο Χυακούτζο απλώς προχώρησε μερικά βήματα, στάθηκε ακίνητος και ύστερα άνοιξε τα χέρια του. Αυτή ήταν η διδασκαλία της μεγάλης αρχής.
6. Το σατόρι δεν είναι μια νοσηρή κατάσταση του νου, ένα αντικείμενο μελέτης για την ψυχολογία των ανωμάλων. Αντίθετα, είναι η πιο φυσιολογική κατάσταση του νου. Όταν μιλάω για νοητική αναστάτωση, μερικοί ίσως να νομίσουν ότι η Ζεν είναι κάτι που το απορρίπτουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Αυτή η άποψη είναι πολύ λανθασμένη και δυστυχώς συχνά την πρεσβεύουν προκατειλημμένοι κριτικοί. Όπως είπε ο Τζοσού: «Ζεν είναι η καθημερινή σας σκέψη». Το άνοιγμα της πόρτας προς τα μέσα ή προς τα έξω, εξαρτάται από την προσαρμογή των μεντεσέδων. Ακόμα και μέσα στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών, τα πάντα μπορούν ν’ αλλάξουν και να εμφανιστεί η Ζεν. Και το περισσότερο, έχετε αποκτήσει στο μεταξύ κάτι εντελώς καινούργιο. Όλες οι νοητικές σας λειτουργίες εργάζονται τώρα σε διαφορετική κλίμακα, που είναι πιο ικανοποιητική, πιο γαλήνια, πιο χαρούμενη από κάθε κατάσταση που έχετε ζήσει στη ζωή σας. Ο τόνος της ζωής αλλάζει. Η Ζεν ανανεώνει τα πάντα. Τα ανοιξιάτικα λουλούδια φαντάζουν πιο όμορφα και τα νερά του ορεινού χειμάρρου είναι πιο δροσερά και πιο διάφανα.
Η υποκειμενική επανάσταση που προκαλεί αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανώμαλη. Όταν η ζωή γίνει πιο απολαυστική και τα όριά της εκτείνονται ως το σημείο που να περιέχουν ολόκληρο το σύμπαν, θα πρέπει να υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα πολύτιμο στο σατόρι που αξίζει να το αναζητήσει κανείς.

Daisetsu Teitaro Suzuki
Ζεν
Μετάφραση Σοφία Άντζακα
Εκδόσεις Σπαγειρία 1993

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ο Αλχημιστής - Aloysius Bertrand

Τίποτα ακόμη! Και του κάκου ξεφύλλισα τρεις μέρες και τρεις νύχτες, στις χλωμές λάμψεις του λύχνου, τα ερμητικά βιβλία του Ραϋμόνδου – Λυλ.

Όχι τίποτα, αν δεν είναι το σφύριγμα του λαμπρού κώδωνα, τα κοροϊδευτικά γέλια μιας σαλαμάντρας που ταράζει, παίζοντας, τους στοχασμούς μου.

Πότε δένει μια σπίθα σε μια τρίχα της γενειάδας μου, πότε μου τοξεύει με τη βαλλίστρα της μια σαΐτα φωτιάς στον μανδύα μου.

Ή πάλι στιλβώνει την πανοπλία της, και τότε η στάχτη του φούρνου φυσιέται πάνω στις σελίδες του συνταγολογίου μου και στο μελάνι μου.

Κι ο κώδωνας, όλο πιο λαμπερός, σφυρίζει την ίδια μελωδία με τον διάβολο, όταν ο Άγιος Ελοά του ‘πιασε τη μύτη με μια τανάλια, στο χαλκιδιό του.

Μ’ ακόμη τίποτα! Κι επί τρεις άλλες μέρες και τρεις άλλες νύχτες θα ξεφυλλίσω, στις χλωμές λάμψεις του λύχνου, τα ερμητικά βιβλία του Ραϋμόνδου – Λυλ!

Μτφρ. Άρης Δικταίος

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Όνειρο; – Haruki Murakami

                           [Απόσπασμα από το διήγημα «Ύπνος»]
...Θυμάμαι με τέλεια διαύγεια το πρώτο βράδυ που έχασα την ικανότητά μου να κοιμάμαι. Έβλεπα ένα αποκρουστικό όνειρο – ένα σκοτεινό, γλοιώδες όνειρο. Δεν θυμάμαι το περιεχόμενό του, αλλά θυμάμαι πως το αισθανόμουν: απειλητικό και τρομακτικό. Ξύπνησα τη στιγμή της κορύφωσης. Ανέκτησα τελείως τις αισθήσεις μου μ’ ένα ξάφνιασμα, σαν να με είχαν σύρει την τελευταία στιγμή πίσω από κάποια μοιραία καμπή. Αν είχα παραμείνει στο όνειρο για ένα δευτερόλεπτο ακόμα, θα είχα χαθεί για πάντα. Μετά το ξύπνημα μου, η αναπνοή μου έβγαινε με οδυνηρά βογγητά για κάμποση ώρα. Τα χέρια και τα πόδια μου τα αισθανόμουν παράλυτα εκεί που ήμουν ξαπλωμένη. Ήμουν ακινητοποιημένη, ακούγοντας τον εαυτό μου ν’ ανασαίνει με δυσκολία, σαν να είχα απλωθεί στο έδαφος μιας τεράστιας σπηλιάς.
«Όνειρο ήταν», έλεγα στον εαυτό μου, και περίμενα να ηρεμήσει η αναπνοή μου. Ξαπλωμένη ακίνητη, αισθανόμουν την καρδιά μου να δουλεύει ξέφρενα και τους πνεύμονές μου να σπεύδουν να της στείλουν αίμα, κάνοντας συσπάσεις όπως ένα φυσερό. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι ώρα είναι. Ήθελα να κοιτάξω το ρολόι δίπλα στο μαξιλάρι μου, αλλά δεν μπορούσα να στρίψω το κεφάλι μου αρκετά. Τότε ακριβώς, μου φάνηκε ότι είδα κάτι φευγαλέα στο κάτω μέρος του κρεβατιού μου, κάτι σαν μια απροσδιόριστη μαύρη σκιά. Μου κόπηκε η ανάσα. Η καρδιά μου, οι πνεύμονές μου, ό,τι είχα μέσα μου, όλα φάνηκαν να παγώνουν εκείνη τη στιγμή. Με δυσκολία μπόρεσα να δω τη μαύρη σκιά.
Τη στιγμή που προσπάθησα να εστιάσω πάνω της, η σκιά άρχισε να παίρνει μία συγκεκριμένη μορφή, σαν να περίμενε να την προσέξω. Η σιλουέτα της έγινε ευδιάκριτη. Άρχισε να παίρνει ουσία κι ύστερα εμφανίζονταν οι λεπτομέρειες. Ήταν ένας αυστηρός γέρος που φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο κολλημένο πάνω του. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και κοντά, και τα μάγουλά του βαθουλωμένα. Στεκόταν κοντά στα πόδια μου, εντελώς ακίνητος. Δεν είπε τίποτα, αλλά τα διαπεραστικά του μάτια με κοιτούσαν επίμονα. Ήταν μάτια τεράστια, και μέσα τους μπορούσα να διακρίνω ένα κόκκινο δίκτυο αγγείων. Το πρόσωπο του γέρου ήταν τελείως ανέκφραστο. Δεν μου έλεγε τίποτα. Έμοιαζε σαν μία πύλη προς το σκοτάδι.
Ήξερα πως τούτο δεν ήταν όνειρο πια. Είχα ξυπνήσει από τ’ όνειρο. Κι όχι επειδή έτυχε να ξυπνήσω σιγά-σιγά, αλλά επειδή τα βλέφαρά μου είχαν ανοιχτεί βίαια. Όχι, τούτο δεν ήταν όνειρο. Ήταν πραγματικότητα. Και στην πραγματικότητα, ένας γέρος που δεν τον είχα ξαναδεί στεκόταν κοντά στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Κάτι έπρεπε να κάνω – ν’ ανάψω το φως, να ξυπνήσω τον άντρα μου, να ουρλιάξω. Προσπάθησα να κινηθώ. Πάλεψα για να μπουν σε κίνηση τα μέλη μου, αλλά τίποτα. Δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε το δακτυλάκι μου. Όταν μου έγινε σαφές ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κουνηθώ, μ’ έπιασε ένας απερίγραπτος τρόμος, ένας αρχέγονος φόβος που δεν είχα βιώσει ποτέ μου, σαν μία ανατριχίλα που αναδύεται σιωπηλά απ’ το απύθμενο πηγάδι της ανάμνησης. Προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά δεν ήμουν ικανή να βγάλω κάποιον ήχο, ούτε καν να κουνήσω τη γλώσσα μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω τον γέρο.
Εκείνη τη στιγμή είδα ότι κρατούσε κάτι – ένα ψηλό, λεπτό, καμπυλωτό πράγμα που έβγαζε μια άσπρη λάμψη. Καθώς κοίταζα αυτό το αντικείμενο, απορώντας για το τι ακριβώς είναι, άρχισε να παίρνει ένα συγκεκριμένο σχήμα, όπως ακριβώς η σκιά πιο πριν. Ήταν μια κανάτα, μία παλιά κανάτα από πορσελάνη. Μετά από λίγη ώρα, ο άντρας έγειρε την κανάτα κι άρχισε να ρίχνει νερό πάνω στα πόδια μου. Δεν μπορούσα να αισθανθώ το νερό. Το είδα και το άκουσα να πλατσουρίζει καθώς έπεφτε πάνω στα πόδια μου, αλλά δεν αισθανόμουν τίποτα.
Ο γέρος συνέχισε να ρίχνει νερό στα πόδια μου. Τι παράξενο – όσο κι αν έριχνε, η κανάτα δεν άδειαζε ποτέ. Άρχισα ν’ ανησυχώ πως τα πόδια μου τελικά θα σάπιζαν και θα έλιωναν. Αυτό θα συνέβαινε, οπωσδήποτε. Τι άλλο θα μπορούσαν να πάθουν με τόσο νερό να χύνεται πάνω τους; Όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι τα πόδια μου θα σάπιζαν και θα έλιωναν, δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο.
Έκλεισα τα μάτια μου κι εξαπέλυσα ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό, που έμεινα χωρίς δυνάμεις. Αλλά δεν έφυγε ποτέ απ’ το σώμα μου. Αντηχούσε μέσα μου σιωπηλά, σπαράζοντας με και βγάζοντας την καρδιά μου εκτός λειτουργίας. Ό,τι είχα μέσα στο κεφάλι μου άσπρισε για μια στιγμή καθώς το ουρλιαχτό διαπέρασε το κάθε μου κύτταρο. Κάτι πέθανε μέσα μου. Κάτι έλιωσε, αφήνοντας μονάχα ένα ανατριχιαστικό κενό. Μια εκρηκτική λάμψη είχε αποτεφρώσει όλα όσα καθόριζαν τη ζωή μου.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ο γέρος είχε φύγει. Η κανάτα είχε φύγει. Το κάλυμμά του κρεβατιού ήταν στεγνό και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχαν βραχεί τα πόδια μου. Το κορμί μου όμως ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, μία φρικτή ποσότητα ιδρώτα, περισσότερο ιδρώτα απ’ όσο φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να παράγει ένας άνθρωπος. Κι όμως, ήταν αναμφίβολα ο δικός μου ιδρώτας.
Κούνησα το ένα δάκτυλο. Ύστερα άλλο ένα, κι άλλο ένα, κι όλα τα υπόλοιπα. Αμέσως μετά λύγισα τα χέρια μου και κατόπιν τα πόδια μου. Έκανα μια περιστροφική κίνηση με τα πέλματά μου και λύγισα τα γόνατα. Τα μέλη του σώματός μου δεν κινήθηκαν ακριβώς όπως θα έπρεπε, αλλά τουλάχιστον κινήθηκαν. Αφού έλεγξα προσεκτικά για να δω αν λειτουργούσαν όλα τα μέλη, σιγά-σιγά ανασηκώθηκα κι έκατσα. Σάρωσα όλο το δωμάτιο από τη μία γωνιά στην άλλη μέσα στο θαμπό φως που έμπαινε απ’ τα φώτα του δρόμου. Σίγουρα δεν ήταν εδώ ο γέρος.
Το ρολόι δίπλα στο μαξιλάρι μου έδειχνε 12:30. Μόνο μιάμιση ώρα κοιμόμουν. Στο κρεβάτι του, ο άντρας μου κοιμόταν βαριά. Δεν ακουγόταν καν η αναπνοή του. Πάντα έτσι κοιμάται, σαν να έχει εκλείψει κάθε εγκεφαλική δραστηριότητα από μέσα του. Δεν τον ξυπνάει σχεδόν καμία δύναμη.
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο. Πέταξα το λουσμένο στον ιδρώτα νυχτικό μου στο πλυντήριο κι έκανα ντους. Αφού φόρεσα καθαρές πυτζάμες, πήγα στο καθιστικό, άνοιξα το φωτιστικό δαπέδου δίπλα στον καναπέ και κάθισα εκεί πίνοντας ένα γεμάτο ποτήρι κονιάκ. Δεν πίνω σχεδόν ποτέ. Όχι πως νοιώθω τη σωματική αποστροφή για το αλκοόλ που νοιώθει ο άντρας μου. Κάποτε έπινα αρκετά, μάλιστα, αλλά αφότου παντρεύτηκα, απλά το έκοψα. Μερικές φορές, όταν δυσκολευόμουν να κοιμηθώ, έπινα καμιά γουλιά κονιάκ. Εκείνο το βράδυ, όμως, αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν ένα ολόκληρο ποτήρι για να ηρεμήσουν τα τεντωμένα νεύρα μου.
Το μόνο ποτό που είχαμε στο σπίτι ήταν ένα μπουκάλι Rémy Martin που καθόταν στον μπουφέ. Ήταν δώρο. Είχε περάσει τόσος καιρός που ούτε θυμόμουν ποιος μας το έφερε. Το μπουκάλι είχε μια λεπτή στρώση σκόνης. Δεν είχαμε  πραγματικά ποτήρια του κονιάκ, γι’ αυτό το έριχνα σε ένα κανονικό ποτήρι και το έπινα σιγά-σιγά.
Πρέπει να βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης, σκέφτηκα. Είχα ακούσει για την έκσταση από μια φίλη στο πανεπιστήμιο που είχε περάσει μία τέτοια εμπειρία. Όλα ήταν απίστευτα καθαρά, είχε πει. Δεν μπορείς να το πιστέψεις, ότι είναι ένα είδος ονείρου. «Δεν πίστευα ότι ήταν όνειρο όταν συνέβαινε, κι ακόμη δεν το πιστεύω». Έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ. Βέβαια, πρέπει να ήταν όνειρο – ένα είδος ονείρου που δεν το νοιώθεις σαν όνειρο.
Αν και με εγκατέλειπε ο τρόμος, το σώμα μου δεν σταματούσε να τρέμει. Είχε μπει στο πετσί μου, όπως οι κυκλικές αναταράξεις στην επιφάνεια του νερού μετά από σεισμό. Μπορούσα να διακρίνω το ελαφρύ ρίγος που είχα.  Το ουρλιαχτό  το δημιούργησε. Εκείνο το ουρλιαχτό που δεν βρήκε ποτέ μαι φωνή ήταν ακόμη φυλακισμένο στο σώμα μου, κάνοντάς το να τρέμει.
Έκλεισα τα μάτια μου και κατάπια άλλη μια γουλιά κονιάκ. Η ζεστασιά απλώθηκε απ’ τον λαιμό μου στο στομάχι. Η αίσθηση ήταν τρομερά αληθινή.
Με αγωνία σκέφτηκα τον γιο μου. Η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπά δυνατά. Έσπευσα από τον καναπέ στο δωμάτιό του. Κοιμόταν βαθιά, με το ένα χέρι πάνω στο στόμα του και το άλλο να εξέχει απ’ το κρεβάτι. Φαινόταν τόσο ασφαλής και ήρεμος όσο και ο άντρας μου. Ίσιωσα την κουβέρτα του. Αυτό που μου τάραξε τον ύπνο τόσο βίαια, είχε επιτεθεί μόνο σε μένα. Κανείς τους δεν αισθάνθηκε τίποτα.
Επέστρεψα στο καθιστικό και γυρόφερα εκεί. Δεν νύσταζα καθόλου.
Σκέφτηκα να πιω άλλο ένα ποτήρι κονιάκ. Ήθελα, μάλιστα, να πιω ακόμα περισσότερο αλκοόλ. Ήθελα να ζεστάνω το κορμί μου κι άλλο, να ηρεμήσω τα νεύρα μου κι άλλο και να αισθανθώ αυτό το δυνατό, διαπεραστικό άρωμα στο στόμα μου ξανά. Αφού δίστασα λίγο, αποφάσισα να μην το κάνω. Δεν ήθελα να ξεκινήσω τη μέρα μου μεθυσμένη. Έβαλα το κονιάκ πίσω στον μπουφέ, πήγα το ποτήρι στο νεροχύτη της κουζίνας και το έπλυνα. Βρήκα μερικές φράουλες στο ψυγείο και τις έφαγα.
Συνειδητοποίησα ότι τα ρίγη είχαν σχεδόν εγκαταλείψει το πετσί μου.
Τι ήταν ακριβώς ο μαυροφορεμένος γέρος; αναρωτήθηκα. Δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Αυτά τα μαύρα ρούχα του ήταν τόσο παράξενα. Έμοιαζαν με μια στενή φόρμα, που όμως ήταν παλιομοδίτικη. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Κι αυτά τα μάτια – κόκκινα και ορθάνοιχτα. Ποιος ήταν; Γιατί έριχνε νερό πάνω στα πόδια μου; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;
Είχα ερωτήσεις, όχι απαντήσεις...

Haruki Murakami
Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται
Δεκαεπτά Ιστορίες
Μετάφραση Γιώργος Βουδικλάρης, Θανάσης Δούβρης
Εκδόσεις Κοάν 2007