Στα σπήλαια του
Διρού τους ξενάγησε η σπηλαιολόγος
Ξένια. (Κόρη της φίλης μου της Χαράς, με
την οποία παίζουμε συχνά σκραμπλ και
με νικάει, γιατί βρίσκει πάντα τρόπο να
γεμίζει τα ροζ και κόκκινα κουτάκια που
διπλασιάζουν ή τριπλασιάζουν αντίστοιχα,
την αξία της λέξης).
Από τα τρία
σπήλαια που ανακάλυψε το ζεύγος
Πετρόχειλου το 1950, δηλαδή την Αλεπότρυπα,
το Καταφύγι και τη Βλυχάδα, επισκέφθηκαν
το τρίτο. Περπάτησαν λίγο στον ολισθηρό
διάδρομο, αφού πέρασαν από το ιδιαίτερα
στενό στόμιο. Μυητική διαδικασία προς
έναν εσωτερικό κόσμο που προσομοιάζει
με κατάδυση στον ουρανίσκο και τα
πνευμόνια ενός γίγαντα.
Το βαρκάκι τους
πέρασε ξυστά από σταλακτίτες και
σταλαγμίτες απείρου κάλλους. Η Φύση
πρέπει να είχε ιδιαίτερα κέφια και
μεράκι γλύπτη για να φιλοτεχνήσει μέσα
στους αιώνες, σταγόνα-σταγόνα, αυτό το
αριστούργημα που θάμπωσε την όρα σή
τους κι άνοιξε τα μάτια της ψυχής τους
στην ευγνωμοσύνη για τον θαυμάσιο κόσμο
που μας περιβάλλει και μας ενδυναμώνει
καθημερινά με χίλιους τρόπους.
Είναι τόσο
πολύπλοκος ο ανθρώπινος οργανισμός,
που οι θεραπευτές ρέικι και μπουρέικ
γνωρίζουν πως μόνο η αγάπη, η αποδοχή,
η παραδοχή και η γαλήνη μπορούν να
αντιστρέψουν την διαδικασία της
αρρώστειας, της γήρανσης και του
αναπότρεπτου θανάτου. Τρία πράγματα
δεν μπορεί να μας κλέψει κανείς όσο
ζούμε: την αναπνοή, την εσωτερική γαλήνη
καιτην ευγνωμοσύνη στον Δημιουργό. Ο
Δάσκαλος επιμένει στην άσκηση σε αυτά
καθημερινώς ειδικά στους μαγικούς
ενεργειακούς χώρους που επισκέπτονται
με το σώμα ή (και) την ψυχή.
Έμειναν σιωπηλοί.
Άκουγαν τον χτύπο της καρδιάς του
διπλανού τους. Ανάσαιναν όλοι μαζί σε
έναν ρυθμό, σαν πουλί παγιδευμένο σε
τρικυμία που ξαφνικά βρίσκει μέρος
απάνεμο και κουρνιάζει. Το άχθος της
ύπαρξης, τα συνηθισμένα προβλήματα,
σκέψεις, ανασφάλειες, δεν φτάνουν τόσο
βαθιά μέσα στα σπλάχνα της γης.
Όμως τα πράγματα
δεν παρέμειναν τόσο ειδυλλιακά για
πολλή ώρα. Ένας αρχιτέκτονας εσωτερικού
χώρου, σαρανταπεντάρης, σε διάσταση με
τη σύζυγό του και με μια εικοσάχρονη
κόρη που τον συνόδευε στα μυητικά ταξίδια
του, άρχισε ξαφνικά να ουρλιάζει, να
προσπαθεί να πηδήξει έξω από τη βάρκα,
για να τρέξει τσαλαβουτώντας στα νερά.
Στην αρχή προσπαθήσαμε να τον κρατήσουμε.
Όμως ο Δάσκαλος τους έκανε νόημα να τον
αφήσουν. Κούρνιασε πάνω σε έναν σταλαγμίτη,
καμπούριασε το κορμί, το πρόσωπο πήρε
μια αποτρόπαια δαιμονική έκφραση κι
άρχισε να μας βρίζει με μια στριγγιά
φωνή βαρύτονου που δεν ήταν η δικιά του.
Βεβαίως, τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα
τα απηυθυνε σε αυτόν που του είχε διδάξει
και τα τρία επίπεδα του ρέικι, αλλά δεν
τον είχε ακόμα μυήσει στο μπουρέικ.
Του έδειχνε την
οροφή του σπηλαίου και διατεινόταν πως
οι πραγματικοί δάσκαλοι είναι εκεί
πάνω, κι όχι καθισμένοι στη βάρκα. Όλοι
γέλασαν. Αυτή τους η αντίδραση τον
συνέφερε. Σα να ξύπνησε απότομα από βαθύ
λήθαργο, απόρησε πως βρέθηκε σκαρφαλωμένος
στα βράχια σα νυχτερίδα, γύρισε βρεγμένος
πίσω στη βάρκα κι όταν έμαθε τα καθέκαστα,
ζήτησε ταπεινά συγνώμη.
Ήταν αυτός που
πλήρωσε το γεύμα στο Γύθειο, κοιτώντας
τα σκάφη να λικνίζονται μεθυστικά στο
νερό, ενώ ο ουρανός τους έστελνε τις
περισσότερο ευοίωνες ακτίνες του
προαναγγέλοντας ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα,
το οποίο απόλαυσαν από το κάστρο της
Μονεμβασίας, εκεί που πήγαινε κι έγραφε
ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος.
Γύρισαν πίσω
στο καταφύγιό τους, στην Καλαμάτα.
Η βυζαντινή
πολιτεία του Μυστρά θα τους περίμενε
την άλλη μέρα. Αχάραγα σχεδόν, θα
ξεκινούσαν για την εύφορη κοιλάδα του
Ευρώτα.
Κωνσταντίνος
Μπούρας
Αφθονία
Μπουρέικ
σε
αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας
(Κερδίζοντας
από τις ενεργειακές πύλες Αφθονία)
Εκδόσεις
Momentum
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου