Που βρίσκεται ένα τέλος
του, του αθόρυβου θρήνου,
του σιωπηλού μαρασμού
των φθινοπωριάτικων λουλουδιών
που τινάζουν τα πέταλά
τους κι απομένουν ασάλευτα.
Που υπάρχει ένα τέλος
στο ναυάγιο το έρμαιο,
στη δέηση του κόκκαλου
στο γιαλό, στην αδέητη
δέηση για το απαίσιο
το άγγελμα;
Δεν υπάρχει τέλος, αλλά
πρόσθεση: η σερνάμενη
συνέπεια των παραπέρα
ημερών και ωρών,
όταν η συγκίνηση παίρνει
επάνω της τ' ασυγκίνητα
χρόνια της ζωής ανάμεσα
στα συντρίμμια
όσων θεωρούνταν σαν τα
πιο αξιόπιστα -
και γι' αυτό τα πιο
κατάλληλα για απάρνηση.
Υπάρχει η τελική
πρόσθεση, η κλονισμένη
περηφάνεια είτε η
μνησικακία για δυνάμεις κλονισμένες,
η αδέσμευτη αφοσίωση
που θα τη νόμιζες χωρίς αφοσίωση,
σε μια βάρκα που
παρασέρνεται κι αργοβουλιάζει,
το σιωπηλό άκουσμα του
αναντίρρητου ορυμαγδού
της καμπάνας του στερνού
αγγέλματος.
Που είναι το τέλος τους,
των ψαράδων που αρμενίζουν
στην ουρά του ανέμου,
όπου η ομίχλη σουρώνει;
Δε νοείται χρόνος χωρίς
ωκεανό
ή ωκεανός που στρωμένος
να μην είναι με σκουπίδια
ή ένα μέλλον που να
κινδυνεύει να μην έχει
όπως και το παρελθόν,
προορισμό κανένα.
Πρέπει να τους σκεφτόμαστε
όπως θ' αδειάζουν πάντοτε νερά,
θα καλάρουν και θα
μαϊνάρουν καθώς ο γρέγος χαμηλώνει
πάνω σε όχθους ρηχούς
άφθαρτους και αναλλοίωτους
ή θα σκορπάνε τα λεφτά
τους, στεγνώνοντας πανιά στα ντόκια.
Όχι όπως θα κάνουν ένα
ταξίδι που θα μείνει απλήρωτο
για μια κοιλάδα που δε
θα περάσει από έλεγχο.
Δεν έχει τέλος ο άφωνος
θρήνος, τέλος κανένα
στο μαρασμό των μαραμένων
ανθών,
στην κίνηση της οδύνης
που είναι ανώδυνη κι ακίνητη,
στο παράδερμα του
πέλαγου και στο ναυάγιο που παραδέρνει,
στη δέηση του κόκκαλου
στο Θεό του το Θάνατο. Στη μόλις
και μετά βίας δεητέα
δέηση του μόνου Ευαγγελισμού.
Φαίνεται, όσο γερνάει
κανείς,
πως το παρελθόν έχει
κάποιο άλλο σχέδιο, και παύει να 'ναι
μια απλή διαδοχή -
ή ακόμα κι ανάπτυξη: το
τελευταίο μια πλάνη μεροληπτική,
που ενθαρρύνεται από
επιπόλαιες αντιλήψεις για την εξέλιξη,
και γίνεται, στη σκέψη
του κόσμου, ένα μέσο ν' απαρνιέται το
παρελθόν.
Τις στιγμές της ευτυχίας
– όχι το αίσθημα της ευεξίας,
της απόλαυσης, εκπλήρωσης,
ασφάλειας ή στοργής,
ή ακόμα κι ενός καλού
γεύματος, αλλά της ξαφνικής φώτισης -
είχαμε την πείρα αλλά
μας διέφευγε το νόημα,
κι η προσέγγιση στο
νόημα αποκαθιστά την πείρα
με μια διαφορετική
μορφή, πέρα από κάθε νόημα
που μπορούμε να
προσδώσουμε στην ευτυχία. Είπα και πιο
πριν
πως η περασμένη πείρα
ξαναζωντανεμένη στο νόημα
δεν είναι η πείρα μιας
μόνο ζωής
αλλά γενεών πολλών –
μη ξεχνώντας
κάτι που είναι πιθανά
ολότελα ανείπωτο:
Η ματιά προς τα πίσω
βλέποντας πίσω απ' την αβεβαιότητα
της καταχωρημένης
ιστορίας, η κλεφτή ματιά προς τα πίσω
πάνω απ' τον ώμο, προς
τον πρωτόγονο τρόμο.
Καταλήγουμε, λοιπόν,
ν' αντιληφθούμε πως οι στιγμές της
αγωνίας
(κατά πόσο οφείλονται
ή όχι σε παρεξήγηση,
έχοντας ελπίσει ή
έχοντας φοβηθεί για κάτι σφαλερό,
αυτό δεν το κουβεντιάζουμε)
είναι εξίσου μόνιμες
με τη μονιμότητα που
έχει ο χρόνος. Το αντιλαμβανόμαστε
καλύτερα
στην αγωνία των άλλων,
που τη δοκίμασαν καλά,
σαν ανακατευτούμε, παρά
στη δική μας.
Τι το δικό μας παρελθόν
σκεπάζεται από τα ρεύματα της δράσης,
ενώ των άλλων το μαρτύριο
παραμένει μια εμπειρία
ανεπιφύλακτη, άφθαρτη
απ' την κατοπινή τριβή.
Οι άνθρωποι αλλάζουν,
και χαμογελούν: αλλά η αγωνία παραμένει.
Ο χρόνος ο εξολοθρευτής
ειναι ο χρόνος ο συντηρητής
σαν το ποτάμι με το
φορτίο του από πεθαμένους νέγρους,
αγελάδες και κοτέτσια,
την πικραγγουριά και
τη δαγκωματιά στο μήλο.
Κι ο ξεσχισμένος βράχος
στ' ασίγαστα νερά,
κύματα τον περιλούζουνε,
αντάρες τον τυλίγουν.
Σε μια αλκυονίδα μέρα
είναι απλούστατα ένα μνημείο,
σε πλεύσιμο καιρό είναι
πάντα μια σημαδούρα
για να υπολογίζεται η
πορεία: αλλά σε σκοτεινή εποχή
ή σε μανία ξαφνική,
είναι αυτό που πάντα ήταν.
T.S. ELIOT
ΤΕΣΣΕΡΑ
ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου