Την
ημέρα που ο Γιάννης Σπονδύλης έγινε
εκτός εαυτού, αισθάνθηκε να βγαίνει από
το σώμα του και να απομακρύνεται. Ήταν
μια μέρα φωτεινή του Ιανουαρίου.
Δεν
μπόρεσε ποτέ να ξεκαθαρίσει αν τον
εγκατέλειψε το σώμα του ή το είχε
εγκαταλείψει ο ίδιος. Η αίσθηση του
πάντως, η πραγματικότητα που αντιμετώπισε,
ήταν αυτή των δύο διαφορετικών καταστάσεων.
Ένας εγκαταλειφθείς εαυτός και ο εκτός
εαυτού.
Η
αφορμή ήταν κάτι πολύ κοινό, και
καθημερινό. Δεν μπορούσε να βρει ένα
άρθρο που είχε συντάξει, έναν φλογερό
φιλιππικό κατά των διαστημικών ερευνών
και τη σκοτεινή τους σχέση με την αναλόγως
ραγδαία μόλυνση του περιβάλλοντος. Η
αρχική του υποψία, που όσο την επεξεργαζόταν
τόσο γινόταν βεβαιότητα, ήταν πως υπήρχε
ένα σχέδιο εκδίωξης του ανθρώπου από
τη γη. Και επειδή ο άνθρωπος – συνέχιζε
το συλλογισμό του – φαίνεται πως αγαπούσε
ακόμη τη γη, το τριμμένο χώμα, το γαλανό
και συννεφιασμένο ουρανό, το ήρεμο νερό
της λίμνης και το ταραγμένο των ωκεανών,
επειδή με δυό λόγια του άρεσε να ζει
πάνω της και όχι εκτός της, έπρεπε να
του γίνει ο βίος αβίωτος. Να μολυνθεί
σε τέτοιο βαθμό το περιβάλλον, για να
μην μπορεί να ζήσει μέσα στην κόλαση
στην οποία θα έχει μεταβληθεί ένας
αρχικός παράδεισος, τόσο πολύ που να
είναι έτοιμος, σαν υπερώριμο σύκο, να
εκπέσει στο διάστημα. Ειδάλλως, γιατί
να ξοδεύονται τέτοιου ύψους ποσά για
τέτοιες έρευνες και όχι για την προστασία
του περιβάλλοντος, κατέληγε σε ένα
μεγαλειώδες ερώτημα το άρθρο.
Και
να τώρα, που η μανιακή της φροντίδα για
τάξη τα είχε κάνει όλα καπνό και θα
έπρεπε αυτός να προσπαθήσει να του
ξαναδώσει ένα στέρεο σχήμα.
«Μην
κάνεις έτσι», του είχε πει. «Γράψε κάτι
άλλο. Κι άλλοτε έχεις γράψει χωρίς να
ενδιαφερθείς για την τύχη τους. Αφού
στο τέλος τα εγκαταλείπεις εδώ κι εκεί».
Ο
άλλος, αυτός που θα τον εγκατέλειπε σε
λίγο, είχε ήδη ξεκινήσει από τα δάχτυλα
των ποδιών του και φούντωνε καθώς
ανέβαινε σιγά σιγά.
Όταν
μάλιστα του είπε, «Αφού δεν τους δίνεις
σημασία, σαν να μην αξίζουν», και πρόσθεσε
με προσποιητό ενδιαφέρον στη φωνή της,
«Αλήθεια, αξίζουν τίποτα; Σε πληρώνουν
κάνα φράγκο γι' αυτά που γράφεις;» τότε
ένιωσε πως αν τα μαλλιά του δεν ήταν
πυκνά για να καθυστερήσουν τη φυγή του
άλλου, θα ήταν εκτός εαυτού εδώ και ώρα.
Άρχισε
να ουρλιάζει με τόση ένταση, έτσι που ο
άλλος του εαυτός διευκολύνθηκε να
ξεπεράσει το εμπόδιο των μαύρων τριχών
της κεφαλής του και να απομακρυνθεί για
να μην την πνίξει, όταν αυτή είχε πει
φωναχτά, ένδειξη πως δεν ήξερε τι έλεγε,
«Λέξεις, λόγια του αέρα».
Την
είχε διώξει κακότροπα, χωρίς να την
αφήσει να συνεχίσει την τακτοποίηση
του μικρού γραφείου, φοβούμενος τώρα
πως μπορούσε να του χάσει κι άλλα,
ουσιαστικότερα πράγματα.
Κάθισε
και βάλθηκε να το ξαναγράψει. Το είχε
δουλέψει τόσο πολύ, που ήταν βέβαιος
πως με μια προσπάθεια θα κατάφερνε να
το ξαναστήσει. Είχε αφιερώσει τόσο χρόνο
γράφοντας και ξαναγράφοντας πρωτότυπες
ιδέες, εικόνες και αισθήματα, τόσο, που
πίστευε πως θα μπορούσε να το ξαναπλάσει
με σχετική ευκολία. Γι' αυτό και ο τρόμος
που τον κατέλαβε ήταν ανάλογος της
σιγουριάς του όταν ανακάλυψε πως ό,τι
θυμόταν καλύτερα, ό,τι είχε καρφωθεί
στο μυαλό του και γλιστρούσε στην άκρη
του μολυβιού του, ήταν τα πιο κοινότοπα
και παιδαριώδη επιχειρήματα και οι πιο
στεγνές φράσεις του αρχικού κειμένου.
Το
κενό. Έπλεε μέσα στο τίποτα της απόγνωσης,
και το ότι είχε γίνει εκτός εαυτού
φαινόταν να δικαιώνεται απολύτως.
Εξακολουθούσε να μην ξεχωρίζει ποιος
απ' τους δύο ήταν περισσότερο οργισμένος,
επιτείνοντας την αδυναμία του να
συγκεντρωθεί στην ανασύνθεση του
κειμένου.
Κάποια
στιγμή τον πλησίασε κι ακούμπησε δίπλα
του ένα φλιτζάνι καφέ και ένα πάκο
χειρόγραφα. Του είπε, «Νομίζω πως το
βρήκα, και εξάλλου θα μπορούσες να μου
ζητήσεις να σου θυμίσω ό,τι σου έχει
ξεφύγει. Τα ακούω τόσες πολλές φορές,
που τα μαθαίνω σχεδόν απ' έξω. Και να μη
θέλω, τα μαθαίνω απ' τις επαναλήψεις».
Βρισκόταν
πάντα εκτός εαυτού. Ένιωσε όμως την αρχή
της λύτρωσης επειδή αισθάνθηκε πως κάτι
δυνατό κι αόρατο εξακολουθούσε να τους
συνδέει.
Της
έδωσε ένα φιλί, προσπαθώντας να περάσει
τη γλώσσα του πάνω στα δόντια της κι
αυτό έπρεπε να συνέβη ταυτόχρονα με την
επιστροφή του εκτός εαυτού. Επέστρεψε
όσο βίαια είχε απομακρυνθεί, αν και τώρα
τα πράγματα ήταν δυσκολότερα μιας και
προσπαθούσε να διαπεράσει και όχι να
διασπάσει. Ήταν τόσο έντονος ο κραδασμός
της επανεγκατάστασης ώστε προκάλεσε
τη ρήξη μιας μικρής φλέβας στο κεφάλι
του, η οποία έμεινε για πάντα εκεί,
κόκκινο σημάδι του συμβάντος αλλά και
αστείρευτη πηγή κάθε καινούργιου
κειμένου.
3.9.94
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΙΟΛΟΣ 1995