.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

ΜΟΝΟΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ... - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ


Την ημέρα που ο Γιάννης Σπονδύλης έγινε εκτός εαυτού, αισθάνθηκε να βγαίνει από το σώμα του και να απομακρύνεται. Ήταν μια μέρα φωτεινή του Ιανουαρίου.
Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεκαθαρίσει αν τον εγκατέλειψε το σώμα του ή το είχε εγκαταλείψει ο ίδιος. Η αίσθηση του πάντως, η πραγματικότητα που αντιμετώπισε, ήταν αυτή των δύο διαφορετικών καταστάσεων. Ένας εγκαταλειφθείς εαυτός και ο εκτός εαυτού.
Η αφορμή ήταν κάτι πολύ κοινό, και καθημερινό. Δεν μπορούσε να βρει ένα άρθρο που είχε συντάξει, έναν φλογερό φιλιππικό κατά των διαστημικών ερευνών και τη σκοτεινή τους σχέση με την αναλόγως ραγδαία μόλυνση του περιβάλλοντος. Η αρχική του υποψία, που όσο την επεξεργαζόταν τόσο γινόταν βεβαιότητα, ήταν πως υπήρχε ένα σχέδιο εκδίωξης του ανθρώπου από τη γη. Και επειδή ο άνθρωπος – συνέχιζε το συλλογισμό του – φαίνεται πως αγαπούσε ακόμη τη γη, το τριμμένο χώμα, το γαλανό και συννεφιασμένο ουρανό, το ήρεμο νερό της λίμνης και το ταραγμένο των ωκεανών, επειδή με δυό λόγια του άρεσε να ζει πάνω της και όχι εκτός της, έπρεπε να του γίνει ο βίος αβίωτος. Να μολυνθεί σε τέτοιο βαθμό το περιβάλλον, για να μην μπορεί να ζήσει μέσα στην κόλαση στην οποία θα έχει μεταβληθεί ένας αρχικός παράδεισος, τόσο πολύ που να είναι έτοιμος, σαν υπερώριμο σύκο, να εκπέσει στο διάστημα. Ειδάλλως, γιατί να ξοδεύονται τέτοιου ύψους ποσά για τέτοιες έρευνες και όχι για την προστασία του περιβάλλοντος, κατέληγε σε ένα μεγαλειώδες ερώτημα το άρθρο.
Και να τώρα, που η μανιακή της φροντίδα για τάξη τα είχε κάνει όλα καπνό και θα έπρεπε αυτός να προσπαθήσει να του ξαναδώσει ένα στέρεο σχήμα.
«Μην κάνεις έτσι», του είχε πει. «Γράψε κάτι άλλο. Κι άλλοτε έχεις γράψει χωρίς να ενδιαφερθείς για την τύχη τους. Αφού στο τέλος τα εγκαταλείπεις εδώ κι εκεί».
Ο άλλος, αυτός που θα τον εγκατέλειπε σε λίγο, είχε ήδη ξεκινήσει από τα δάχτυλα των ποδιών του και φούντωνε καθώς ανέβαινε σιγά σιγά.
Όταν μάλιστα του είπε, «Αφού δεν τους δίνεις σημασία, σαν να μην αξίζουν», και πρόσθεσε με προσποιητό ενδιαφέρον στη φωνή της, «Αλήθεια, αξίζουν τίποτα; Σε πληρώνουν κάνα φράγκο γι' αυτά που γράφεις;» τότε ένιωσε πως αν τα μαλλιά του δεν ήταν πυκνά για να καθυστερήσουν τη φυγή του άλλου, θα ήταν εκτός εαυτού εδώ και ώρα.
Άρχισε να ουρλιάζει με τόση ένταση, έτσι που ο άλλος του εαυτός διευκολύνθηκε να ξεπεράσει το εμπόδιο των μαύρων τριχών της κεφαλής του και να απομακρυνθεί για να μην την πνίξει, όταν αυτή είχε πει φωναχτά, ένδειξη πως δεν ήξερε τι έλεγε, «Λέξεις, λόγια του αέρα».
Την είχε διώξει κακότροπα, χωρίς να την αφήσει να συνεχίσει την τακτοποίηση του μικρού γραφείου, φοβούμενος τώρα πως μπορούσε να του χάσει κι άλλα, ουσιαστικότερα πράγματα.
Κάθισε και βάλθηκε να το ξαναγράψει. Το είχε δουλέψει τόσο πολύ, που ήταν βέβαιος πως με μια προσπάθεια θα κατάφερνε να το ξαναστήσει. Είχε αφιερώσει τόσο χρόνο γράφοντας και ξαναγράφοντας πρωτότυπες ιδέες, εικόνες και αισθήματα, τόσο, που πίστευε πως θα μπορούσε να το ξαναπλάσει με σχετική ευκολία. Γι' αυτό και ο τρόμος που τον κατέλαβε ήταν ανάλογος της σιγουριάς του όταν ανακάλυψε πως ό,τι θυμόταν καλύτερα, ό,τι είχε καρφωθεί στο μυαλό του και γλιστρούσε στην άκρη του μολυβιού του, ήταν τα πιο κοινότοπα και παιδαριώδη επιχειρήματα και οι πιο στεγνές φράσεις του αρχικού κειμένου.
Το κενό. Έπλεε μέσα στο τίποτα της απόγνωσης, και το ότι είχε γίνει εκτός εαυτού φαινόταν να δικαιώνεται απολύτως. Εξακολουθούσε να μην ξεχωρίζει ποιος απ' τους δύο ήταν περισσότερο οργισμένος, επιτείνοντας την αδυναμία του να συγκεντρωθεί στην ανασύνθεση του κειμένου.
Κάποια στιγμή τον πλησίασε κι ακούμπησε δίπλα του ένα φλιτζάνι καφέ και ένα πάκο χειρόγραφα. Του είπε, «Νομίζω πως το βρήκα, και εξάλλου θα μπορούσες να μου ζητήσεις να σου θυμίσω ό,τι σου έχει ξεφύγει. Τα ακούω τόσες πολλές φορές, που τα μαθαίνω σχεδόν απ' έξω. Και να μη θέλω, τα μαθαίνω απ' τις επαναλήψεις».
Βρισκόταν πάντα εκτός εαυτού. Ένιωσε όμως την αρχή της λύτρωσης επειδή αισθάνθηκε πως κάτι δυνατό κι αόρατο εξακολουθούσε να τους συνδέει.
Της έδωσε ένα φιλί, προσπαθώντας να περάσει τη γλώσσα του πάνω στα δόντια της κι αυτό έπρεπε να συνέβη ταυτόχρονα με την επιστροφή του εκτός εαυτού. Επέστρεψε όσο βίαια είχε απομακρυνθεί, αν και τώρα τα πράγματα ήταν δυσκολότερα μιας και προσπαθούσε να διαπεράσει και όχι να διασπάσει. Ήταν τόσο έντονος ο κραδασμός της επανεγκατάστασης ώστε προκάλεσε τη ρήξη μιας μικρής φλέβας στο κεφάλι του, η οποία έμεινε για πάντα εκεί, κόκκινο σημάδι του συμβάντος αλλά και αστείρευτη πηγή κάθε καινούργιου κειμένου.
3.9.94



ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ 1995

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ – Edgar Allan Poe


Ο αρχοντικός πύργος, που ο υπηρέτης μου είχε την τόλμη να παραβιάσει την πόρτα του – για να μην μ' αφήσει στην κατάσταση που ήμουν, σοβαρά πληγωμένος, να περάσω τη νύχτα στο ύπαιθρο – ήταν μια από κείνες τις οικοδομές, ζοφερές και μεγαλόπρεπες μαζί, που εξακολουθούν ακόμη και τώρα να στέκονται βλοσυρές πάνω στ' Απέννινα Όρη. Όπως φαινόταν, τον είχαν εγκαταλείψει προσωρινά και μόλις τώρα τελευταία.
Εγκατασταθήκαμε σ' ένα απ' τα μικρότερα και με λιγότερη πολυτέλεια επιπλωμένα δωμάτια, που βρισκότανε σε μια παράμερη πτέρυγα. Η διακόσμησή του ήταν πλούσια αλλά παλιά και ξεφτισμένη. Στους τοίχους κρέμονταν πολύτιμα υφάσματα, και ήταν σκεπασμένοι με πολλά και κάθε λογής τρόπαια και πανοπλίες, μαζί μ' ένα σωρό ζωηρόχρωμους μοντέρνους πίνακες μέσα σε χρυσές κορνίζες με πλούσια σκαλίσματα. Αυτοί οι πίνακες, που κρέμονταν όχι μόνο πάνω στους τοίχους, αλλά και στις πολυάριθμες εσοχές που σχημάτιζε αναγκαστικά η αλλόκοτη αρχιτεκτονική του πύργου – αυτοί οι πίνακες μου κίνησαν ζωηρά το ενδιαφέρον, μα ίσως να 'φταιγε σ' αυτό η διέγερση που άρχιζε να μου φέρνει ο πυρετός μου.
Έτσι είπα στον Πέτρο να κλείσει τα βαριά παραθυρόφυλλα – μια και είχε κιόλας νυχτώσει – ν' ανάψει τα κεριά ενός ψηλού καντηλεριού που βρισκότανε πλάι στο κεφάλι του κρεβατιού μου, και ν' ανοίξει διάπλατα τις μαύρες βελουδένιες κουρτίνες με τις φράντζες, που έκλειναν το κρεβάτι μου. Τα ζήτησα όλ' αυτά για να μπορέσω, τουλάχιστον, αν δε μ' έπαιρνε ο ύπνος, να περάσω τη νύχτα μου μια κοιτάζοντας αυτές τις εικόνες και μια διαβάζοντας το μικρό τόμο που βρήκα πάνω στο προσκεφάλι μου και που έδινε την περιγραφή και το ιστορικό τους.
Ώρες και ώρες διάβαζα – ώρες και ώρες αφοσιώθηκα να κοιτάζω. Οι ώρες περνούσανε γοργά και υπέροχα και ήρθαν τα βαθιά μεσάνυχτα. Το καντηλέρι μ' ενοχλούσε στη θέση που ήταν, και για να μην ξυπνήσω τον υπηρέτη μου, που λαγοκοιμότανε, άπλωσα με δυσκολία το χέρι μου και το τοποθέτησα έτσι που το φως του να πέφτει πιο άπλετα πάνω στο βιβλίο μου.
Μα το αποτέλεσμα ήταν εντελώς απροσδόκητο. Το φως των κεριών (ήταν πολλά κεριά) έπεφτε τώρα μέσα σε μια εσοχή της κάμαρας, που ως τότε την έκρυβε ο βαθύς ίσκιος μιας από τις χοντρές κολόνες του κρεβατιού. Κι έτσι, είδα ζωηρά φωτισμένη μια εικόνα που δεν την είχα προσέξει πρωτύτερα. Ήταν το πορτρέτο μιας κοπελίτσας που μόλις άρχιζε να ωριμάζει σε γυναίκα. Κοίταξα τη ζωγραφιά με μια γρήγορη ματιά κι έπειτα έκλεισα τα μάτια μου. Γιατί το 'χα κάνει αυτό, ούτε εγώ δεν είχα αντιληφθεί το λόγο στην αρχή. Αλλά το διάστημα που τα ματόφυλλά μου έμειναν κλειστά, αναζήτησα μες στο μυαλό μου το λόγο που τα 'χα κλείσει. Ήταν μια ορμέμφυτη κίνηση για να κερδίσω καιρό και να σκεφτώ, για να βεβαιωθώ πως δε με γέλασαν τα μάτια μου, για να ηρεμήσει και να καταπραϋνθεί η φαντασία μου κι έτσι να μπορέσω να κοιτάξω πιο νηφάλια και πιο σίγουρα. Σε ελάχιστες στιγμές ξανακοίταξα την εικόνα με σταθερή ματιά.
Πως τώρα έβλεπα σωστά, δεν μπορούσα και δεν ήθελα ν' αμφιβάλλω. Γιατί η πρώτη λάμψη των κεριών πάνω σ' αυτόν το μουσαμά λες κι είχε διαλύσει την ονειροπαρμένη νάρκη που άρχιζε ν' απλώνεται πάνω στις αισθήσεις μου, και μ' είχε ξυπνήσει απότομα.
Ήταν, όπως έχω πει, το πορτρέτο μιας κοπελίτσας. Μονάχα το κεφάλι και οι ώμοι, ζωγραφισμένα με την τεχνική που λέγεται βινιέτ, στο στιλ που αγαπούσε να ζωγραφίζει τα κεφάλια του ο Σουλί. Τα μπράτσα, το στήθος, ακόμα και τα ολόφωτα μαλλιά, έσβηναν απαλά μέσα στον αβέβαιο και όμως βαθύ ίσκιο που αποτελούσε το φόντο του συνόλου. Η χρυσή κορνίζα ήταν όλο φιλιγκράνι με αραβουργήματα. Σαν έργο τέχνης, τίποτα δεν μπορούσε να 'ναι πιο αξιοθαύμαστο απ' αυτό τον πίνακα. Μα ούτε η εκτέλεση ούτε η αθάνατη ομορφιά του προσώπου θα μπορούσε να 'ταν αυτό που με είχε συγκινήσει τόσο ξαφνικά και τόσο ζωηρά. Και λιγότερο απ' όλα θα μπορούσε να 'ναι πως η φαντασία μου, αποτινάζοντας τη νάρκη της, πήρε αυτό το κεφάλι για κεφάλι ζωντανού ανθρώπου. Κατάλαβα αμέσως πως η ιδιοτυπία του σχεδίου, της βινιέτας, καθώς και της κορνίζας, απομάκρυναν αμέσως μια τέτοια ιδέα, εμπόδιζαν ακόμα και την ολιγόστιγμη παραδοχή της.
Έμεινα, ίσως μια ολόκληρη ώρα, μισοκαθισμένος, μισοπλαγιασμένος, να συλλογιέμαι εντατικά αυτό το ζήτημα με τα μάτια μου καρφωμένα πάνω στο πορτρέτο. Τέλος, ικανοποιημένος που ανακάλυψα το πραγματικό μυστικό αυτής της εντύπωσης, ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι. Είχα ανακαλύψει πως τα μάγια του πορτρέτου ήταν η απόλυτα ολοζώντανη έκφρασή του, που αφού με ξάφνιασε στην αρχή, τελικά με συντάραξε, με υποδούλωσε, με φόβισε. Με βαθύ δέος γεμάτο σεβασμό, τοποθέτησα πάλι το καντηλέρι στην πρωτινή του θέση. Έτσι, έχοντας αποκλείσει από τα μάτια μου την αιτία της βαθιάς μου αναταραχής, έπιασα ανυπόμονα το βιβλίο που μιλούσε για τους πίνακες και για την ιστορία τους. Βρήκα τον αριθμό που αντιστοιχούσε στο πορτρέτο, και διάβασα τα παρακάτω αόριστα και παράδοξα λόγια:

«Ήταν μια κόρη σπάνιας ομορφιάς, πρόσχαρη όσο κι ευγενική. Κακή η ώρα, που είδε, αγάπησε και παντρεύτηκε το ζωγράφο. Αυτός, με το πάθος της δουλειάς του, αφοσιωμένος σ' αυτή, σοβαρός, έχοντας κιόλας για σύζυγο την Τέχνη του. Εκείνη, μια κόρη σπάνιας ομορφιάς, πρόσχαρη όσο κι ευγενική, όλη φως, χαμόγελα και παιχνιδίσματα σαν νεαρή ελαφίνα. Αγαπούσε και πονούσε τα πάντα. Μισούσε μονάχα την Τέχνη, που ήταν η αντίζηλή της. Φοβότανε μονάχα την παλέτα και τα πινέλα και όλα τα μισητά σύνεργα που της στερούσαν τον αγαπημένο της. Και ήταν κάτι τρομερό γι' αυτή, σαν άκουσε το ζωγράφο να εκφράζει την επιθυμία να ζωγραφίσει το πορτρέτο της νεαρής γυναίκας του. Αλλά ήτανε ταπεινή και υπάκουη, και πόζαρε αδιαμαρτύρητα για πολλές βδομάδες μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, σ' ένα πυργάκι, όπου το φως έπεφτε μόνο από ψηλά πάνω στον κίτρινο μουσαμά. Εκείνος όμως, ο ζωγράφος, περηφανευότανε για το έργο του, που προχωρούσε ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Και ήταν ένας άνθρωπος με το πάθος της δουλειάς του, μοναχικός, σκυθρωπός, χαμένος με ονειροπαρσιές. Κι έτσι δεν έβλεπε πως το φως που έπεφτε τόσο χλομό σ' αυτό το απόμερο πυργάκι, μάραινε την υγεία και τη χαρά της νεαρής γυναίκας του, που όλοι έβλεπαν πως φθίνει εκτός από τον ίδιο. Ωστόσο εκείνη εξακολουθούσε, όλο εξακολουθούσε να χαμογελά, δίχως παράπονο, γιατί έβλεπε πως ο ζωγράφος (που ήταν διάσημος και φημισμένος) αγαπούσε τη δουλειά του με ζωή και με ψυχή, κι εργαζότανε μέρα νύχτα για να τη ζωγραφίσει, αυτή, που τον αγαπούσε τόσο πολύ και όμως καθημερινά γινότανε μελαγχολική και αδύναμη. Κι αλήθεια, μερικοί που είδαν το πορτρέτο, μιλούσανε με σιγανή φωνή και λέγανε πως ήταν σωστό θαύμα και μια απόδειξη όχι μονάχα της δύναμης του ζωγράφου αλλά και της βαθιάς αγάπης του γι' αυτήν, που τη ζωγράφιζε με μια τέχνη τόσο εκπληκτική. Αλλά με τον καιρό, καθώς πλησίαζε να τελειώσει το πορτρέτο, σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να 'μπει στο πυργάκι. Γιατί ο ζωγράφος είχε αφοσιωθεί με μανία στη δουλειά του και σπάνια σήκωνε τα μάτια του από το μουσαμά, ακόμη και για να κοιτάξει το πρόσωπο της γυναίκας του. Και δεν έβλεπε πως τα χρώματα που άπλωνε πάνω στο μουσαμά, τ' αντλούσε από την όψη εκείνης που καθότανε κοντά του. Και όταν πια πέρασαν πολλές βδομάδες και δεν απόμενε να μπει παρά μονάχα μια πινελιά στο στόμα και μια απόχρωση στα μάτια, ξαναζωήρεψε η κοπέλα, όπως η φλόγα ζωηρεύει στο φυτίλι της λάμπας. Και τότε μπήκε η πινελιά, και τότε απλώθηκε η απόχρωση. Και για μια στιγμή, ο ζωγράφος στάθηκε εκστατικός μπροστά στο έργο που είχε κατεργαστεί. Κι αμέσως, όσο ακόμα κοίταζε, τον έπιασε τρεμούλα κι έγινε κατάχλομος, τα μάτια του γουρλώσανε, φώναξε με δυνατή φωνή: “Πραγματικά, είναι ατόφια η Ζωή!” – και γύρισε απότομα για να κοιτάξει την αγαπημένη του. Ήτανε πεθαμένη».


Edgar Allan Poe
Πορτρέτα Γυναικών
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Εκδόσεις Αιγόκερως 1999

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Τ᾿ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


Κάτω στὰ Βουρλίδια, καθὼς κατηφορίζεις ἀπὸ τὶς Βίγλες, ἀνάμεσα Πλατάνα καὶ Πετράλωνο, σιμὰ στῆς Γανωτίνας τὸν Μύλον, ἐκεῖ κατεβαίνει τὸ ρεῦμα χείμαρρος, νᾶμα, δρόσος καὶ ἴαμα, ἀπὸ τὰ ὄρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ εὐφροσύνη ὀρνέων, ἐπαύλεις Σειρήνων, καὶ καλάμη καὶ χλόη· ἐκεῖ τὸ ὄμμα ἀπολαύει γωνίαν παραδείσου, καὶ ἡ ψυχὴ δροσίζεται, ὡς σώφρων Ἄννα, κινοῦσα τὰ χείλη εἰς προσευχήν, χωρὶς ν᾿ ἀκούεται ἡ φωνή της, φωνὴ μυστηριωδῶς ψιθυρίζουσα εἰς τὴν καρδίαν: Σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, θέρος καὶ ἔαρ σὺ ἔπλασας αὐτά.
Τέσσαρα ἢ πέντε καλύβια ἀγροτῶν καὶ βοσκῶν, ἀντικρύζοντα εἰς ἄλληλα, ἦσαν κτισμένα ἐπὶ τῶν κλιτύων ἔνθεν κ᾿ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. Ὅλα τ᾿ ἀνήλικα παιδία τῶν ἀγροδιαίτων αὐτῶν οἰκογενειῶν συνηγελάζοντο καθημερινῶς πρὸς τὸ βάθος τῆς ρεματιᾶς, κυλιόμενα μέσα εἰς τὰ παχέα χόρτα, ἀνάμεσα εἰς τὰς πυκνὰς λόχμας καὶ τοὺς καλαμῶνας, παίζοντα εἰς τὸν ἴσκιον τῶν βαθυφύλλων δένδρων, τὰ ὁποῖα ἠγκαλίζετο ὁ κισσὸς ἀπὸ τῆς ρίζης σπειροειδῶς ἀνέρπων μέχρι τῆς κορυφῆς, σιμὰ εἰς τὸ διαυγὲς ρεῦμα τοῦ ὁποίου ἠκούετο ὁ ψίθυρος, κελαρύζων βαθιὰ εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῶ ἡ αὔρα ἔσειε μυστικὰ τοὺς βαθυπρασίνους θάμνους, κ᾿ οἱ παπαροῦνες ἔβαπτον μὲ κόκκινα στίγματα ὅλα τὰ κατηφορικὰ χωράφια γύρω, ἐν μέσῳ πληθύος ἄλλων ποικιλοχρώμων ἀνθέων, ὁποὺ ἐνθύμιζαν τὸ ᾆσμα τὸ ψαλὲν εἰς τὰς ἐκκλησίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν σεβάσμιον: «ἀνεδήσω στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι· καὶ τὴν χλαῖναν τὴν κοκκίνην ἐφόρεσας…» Κ᾿ ἐκεῖ τὰ πετεινὰ εὐφραινόμενα ἐπετοῦσαν ἀπὸ κλάδον εἰς κλάδον, ἀνταποκρινόμενα φαιδρῶς μὲ τὰ κελαδήματά των εἰς τὰς χαρμοσύνους τῶν παιδίων κραυγάς.
Ἦσαν ὁ Στάθης κι ὁ Λευθέρης τῆς Κρατήρας, δίδυμα ἑπτὰ ἐτῶν, κι ὁ Γιώργης κ᾿ ἡ Μαλάμω τοῦ Καρυοφύλλη, ἑπτὰ καὶ ἓξ ἐτῶν, κι ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου, ὀκταέτης, κι ὁ Χαράλαμπος καὶ τὸ Τσιτσὼ τοῦ Καλλιμάνη, ἓξ καὶ πέντε ἐτῶν, ὅλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εἰς τὰς λόχμας, πηδῶντα τὰ μικρὰ χανδάκια, καραβίζοντα* φύλλα δένδρων ἢ ξυλάρια εἰς τὸ νερὸν τοῦ ρύακος. Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, μία μικρὰ σπεῖρα ἀπὸ μάγκας τῆς πολίχνης, ἡλικίας ἀπὸ δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν, εἶχεν ἐξέλθει εἰς ἐκδρομὴν ἀνὰ τὴν κοιλάδα, διὰ νὰ κόψουν βέργες ἴσως, διὰ νὰ φάγουν κότσικα* ἀνθοβολοῦντα εἰς τὰς λόχμας, διὰ νὰ κλέψουν ρόδα ἀπὸ τὰς αἱμασιὰς καὶ τοὺς φράκτας τῶν περιβολίων, ἢ διὰ νὰ κυνηγήσουν φωλεὰς πουλιῶν ἀναρριχώμενοι εἰς τὰ δένδρα. Ἡ συμμορία εἰσέβαλε θορυβωδῶς μέσα εἰς τὰ Βουρλίδια, ἠκούοντο αἱ ἄγριαι φωναί της μακράν, ἀτακτοῦσαν κ᾿ ἐκτυποῦσαν τοὺς θάμνους καὶ κατέβαλλον τὰς καλαμιὰς εἰς τὸ ἔδαφος. Ἡ μικρὰ ἀγέλη τῶν χωρικῶν παιδίων, ἅμα εἶδε καὶ ἤκουσε τὴν σπεῖραν τῶν παιδίων τῆς πόλεως, τὰ ὁποῖα ἦσαν πολὺ μεγαλύτερα τὴν ἡλικίαν καὶ τὸ ἀνάστημα ―ἐφαίνοντο δὲ ἀγριώτερα ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀγροδιαίτων τῆς κοιλάδος― ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον καὶ ραγδαίαν φυγήν.
Οἱ μάγκαι τῆς πόλεως ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, ἀμαχητεί. Εἷς μόνος ἐκ τῆς σπείρας των, ὁ Μιχάλης ὁ Βεργής, κρατῶν μακρὰν βέργαν τὴν ὁποίαν ἀρτίως εἶχε κόψει ἀπὸ ἓν δένδρον καὶ τὴν εἶχε πελεκήσει μὲ τὸν γκέκαν, τὸν κυρτὸν σουγιάν του, εὐχαριστήθη νὰ κυνηγήσῃ ἓν παιδάριον ἐκ τῆς συνοδίας, τὸν Κῶτσον τοῦ Κοντονίκου, ὅστις εἶχε μικρὰν χωλότητα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα κι ἀργοπατοῦσε, μείνας τελευταῖος ἀπὸ ὅλην τὴν ἀγέλην τὴν παθοῦσαν τὸ πανικὸν πάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Βεργὴς τὸν ἔφθασε, τὸν ἔψαυσε μὲ τὴν μακρὰν ράβδον, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ κάτω, ἂν δὲν εἶχε πέσει ἤδη ἀπὸ τὸν φόβον του, πρὶν τὸν φθάσῃ ἡ βέργα τοῦ Μιχάλη. Τὸ παιδίον, ἀρχίσαν νὰ κραυγάζῃ καὶ πρὶν πέσῃ, ἔβαλε σπαρακτικὰς φωνὰς ἀφοῦ ἔπεσε, κ᾿ ἐβάρεσεν, ὡς φαίνεται, εἰς τὸ πόδι του τὸ πονεμένον. Ὅλαι αἱ ἠχοὶ τῶν κοίλων βράχων, καὶ τῶν ἀπορρώγων κρημνῶν καὶ τῶν καθέτων κλιτύων τῆς βαθείας κοιλάδος, ἐξύπνησαν ἀπὸ τὰς κραυγὰς τοῦ μικροῦ Κώτσου, καθὼς εἶχε πέσει ἀνὰ τὸ ὀλισθηρὸν χῶμα, δίπλα εἰς τὸν ὑγρὸν χορταριασμένον βράχον, ἄνωθεν τοῦ ρεύματος.
Ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸν καλύβι, τὸ πλησιέστερον εἰς τὸν βράχον τὸν βρεχόμενον ἀπὸ τὸν ρύακα, κάτω ἀπὸ τὴν φυλλάδα τῶν κισσοειδῶν θάμνων καὶ τὸ σύμπλεγμα τῆς ἀγραμπελιᾶς καὶ τῶν αἰγοκλημάτων, ἐξῆλθεν ἡ γρια-Κοντονίκαινα, ἡ μάμμη τοῦ μικροῦ Κώτσου. Εἶχεν ἀποθάνει ἡ νύμφη της πρὸ χρόνων, καὶ αὐτὴ εἶχεν ἀναθρέψει τὸ παιδίον, καὶ τὸ ἠγάπα ὡς «δυὸ φορὲς παιδί της». Χωρὶς νὰ ἐξακριβώσῃ καλὰ τί εἶχε συμβῆ, ἤρκει ὅτι εἶδε τὸν Μιχάλην νὰ κρατῇ ἀκόμη τεταμένην τὴν βέργαν του, καὶ τὸ παιδίον νὰ κεῖται χαμαί, ᾐσθάνθη ὅτι τὸ ἐγγόνι της εἶχε πάθει κακόν τι ἀπὸ τὸν μάγκαν τῆς πόλεως, καὶ ἤρχισε συνάπτουσα τὰς χεῖρας νὰ ὀνειδίζῃ καὶ νὰ καταρᾶται:
―Ἀρὲ σύ, σκύλε ἀγαρηνέ, τί ἔκαμες!… Τί σοῦ ἔφταιξε τὸ παιδί, τὸ σακάτικο, καὶ τὸ κυνηγᾷς;… Κακὸ ἀερικὸ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ ἀπάνω σου, νὰ σὲ μαράνῃ, σὰν ἐκεῖνο τὸ δεντρί, ἐκεῖ!…

*
* *


Ὅλη ἡ μικρὰ συμμορία τῶν ἀγυιοπαίδων τότε, μὲ ἓν βλέμμα καὶ μὲ ἓν κίνημα ἀπέβλεψεν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἔδειξε διὰ τῆς χειρονομίας της ἡ γραῖα. Ὑπῆρχε τῷ ὄντι μία κηλὶς εἰς τὴν φαιδρὰν πασχαλινὴν εἰκόνα τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς καλλονῆς. Ἓν δένδρον, ἀχλαδιά, ἵστατο ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ κατωφεροῦς τῆς κλιτύος, μὲ μαραμένα φύλλα καὶ ἄνθη, μὲ χρῶμα τέφρας καὶ σποδοῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ τῶν κλώνων του· πολύκλαδον κούτσουρον, ἀπειλητικόν, παραπονεμένον. Εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸ εἶχε μαράνει διὰ μιᾶς, προώρως, ἐν πλήρει ἀνθήσει. Ἵστατο ἐν μέσῳ τῶν ἄλλων δένδρων, ὡς φάντασμα ἐν μέσῳ ζώντων.
Τὰ παιδία ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἡ πικρὰ ἀρὰ τῆς γραίας, καὶ τὸ θέαμα τοῦ ἀπεξηραμμένου δένδρου, τὰ κατεπτόησεν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ ἔμεινε τελευταῖος, ὀπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καθὼς εἶχε μείνει πρὸ ὀλίγων λεπτῶν, τελευταῖος ἀπὸ τὴν συνοδίαν του, ὁ Κῶτσος τοῦ Κοντονίκου.

*
* *


Τὴν νύκτα ἐκείνην, νύκτα Ἀναστάσεως, ἡ Ἀνάστασις ἐτελεῖτο εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁι-Γιώργη τῆς Χριστοδουλίτσας, κείμενον χίλια βήματα ἄνω ἀπὸ τὸν ἀνήφορον τοῦ λόφου, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὰ τέσσαρα Καλύβια τῆς κοιλάδος τῶν Βουρλιδίων. Ἐκεῖ ἀνήφθησαν φαιδραὶ λαμπάδες ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα, κάτω ἀπὸ τὰ γλυκὰ λάμποντα ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, πρὶν ἀνατείλῃ ἀκόμη ἡ σελήνη. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ βοσκοὶ κ᾿ οἱ βοσκοποῦλες τοῦ διαμερίσματος, φοροῦσαι τὰ στολίδια των τὰ πασχαλινά, εὐφραινόμεναι καὶ ἀπολαύουσαι τὴν ἄρρητον χαρὰν καὶ εὐωδίαν τοῦ Πάσχα.
Εἰς τὸ τέλος τῆς χαρμοσύνου Λειτουργίας, ὅλοι οἱ ἀγρόται, χριστιανοὶ καὶ χριστιαναί, ἐμετάλαβαν ἐκ «τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος». Ἀλλ᾿ ἡ γρια-Κοντονίκαινα εἶχεν ἐξομολογηθῆ εἰς τὸν παπα-Ἡσύχιον πρὶν ἀρχίσῃ ἀκόμη ἡ ἱερὰ ἀκολουθία.
Ὁ παπὰς ἠρνήθη νὰ τὴν μεταλάβῃ. Διηγήθη δύο ἢ τρία ἀληθῆ γεγονότα, πῶς, πρὸ ὀλίγων χρόνων, ἡ γρια-Κυρατσούλα τὸ Μοσχοβάκι (ἀποθανοῦσα τῷ 1864), ἐνῷ ἐπήγαινεν ἕνα πρωὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ γυιοῦ της, ἐσπρώχθη καθ᾿ ὁδὸν ἀπὸ ἓν ἄτακτον παιδίον, υἱὸν οἰκογενείας, τὸν Εὐτυχῆ τοῦ Παυλίνη, καὶ πεσοῦσα ἐπάνω εἰς τὴν κοπτερὰν γωνίαν μιᾶς οἰκοδομῆς ―τοῦ δημοτικοῦ Σχολείου― ἔθραυσε τὴν μίαν τῶν πλευρῶν της. Ἡ γραῖα ἐξέφερεν ἕνα γογγυσμόν, μίαν ἀράν: «νὰ κοπῇ τὸ χεράκι του!» Καὶ ὕστερον ἀπὸ χρόνους, ὁ Εὐτυχὴς τοῦ Παυλίνη, ὅταν ἔγινεν ἀνήρ, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ὅπου εἶχε διατρίψει ἐπὶ καιρὸν ἐμπορευόμενος, μ᾿ ἕνα καὶ μόνον χέρι. Εἶχε χάσει τὴν δεξιάν του χεῖρα ἐν ὥρᾳ συμπλοκῆς, τίς οἶδεν, ἴσως ἐκ μέθης. «Τώρα, τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Κυρατσούλα;» προσέθηκεν ὁ ἱερεύς. Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.
Παλαιότερον ἀκόμη, ἡ γρια-Σινιώρα, ἡ μήτηρ αὐτῆς τῆς Κυρατσούλας, ἐπέζη ὀγδοηκοντοῦτις, ἐνῶ καὶ οἱ τρεῖς υἱοί της ἱερομόναχοι, μονάζοντες εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κουνίστραν ―ὁ παπα-Καλλίνικος, ὁ παπα-Ἰωσήφ, καὶ ὁ παπα-Εὐγένιος― εἶχον προαποθάνει. Μίαν τῶν ἡμερῶν ὁ προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ γερο-Καλοειδής, τὴν ἐνώχλησε καὶ τῆς εἶπεν: «Ἐσύ, γριὰ στρίγλα, ποὺ ἐψωμόφαες καὶ τοὺς τρεῖς γυιούς σου, καὶ σὺ ἀκόμη ζῇς!…» Ἡ γρια-Σινιώρα ἐταράχθη, ἔγινε κάτωχρος, καὶ τρέμουσα εἶπεν: «Ὅπως μ᾿ ἐτάραξε, νὰ τὸν ταράξῃ!» Ὀλίγῳ ὕστερον, τρεῖς υἱοὶ τοῦ γερο-Καλοειδῆ ἐχάθησαν, ὁ εἷς ἀπὸ πνιγμόν, ἄλλος ἀπὸ συγκοπήν, καὶ ὁ τρίτος ἀπὸ πῦρ, καὶ ὁ γηραιὸς πατήρ των ἐπέζη ἀκόμη. «Τώρα τί ἐκέρδισεν ἡ γρια-Σινιώρα;… Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Κύριος…»
Ποῦ νὰ μᾶς ξεσυνερισθῇ ὁ Θεός! εἶπεν ὁ ἱερεύς. Εἶναι μεγάλη ἡ μακροθυμία του. Εὐτυχῶς δὲν μᾶς ξεσυνερίζεται, ἀλλ᾿ ὅμως συμβαίνουν κάποτε, εἰ καὶ σπανίως, παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶναι προωρισμένα νὰ χρησιμεύσουν ὡς παραδείγματα. Στὰ χίλια ἕνα! Τὸ καλὸν εἶναι νὰ φυλάγῃ κανεὶς τὸν θυμόν του καὶ τὴν γλῶσσάν του, καὶ ἂν τυχὸν ἀδικῆται, «ἕκαστος ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν».
Καὶ μάλιστα, ἐπέφερεν ὁ παπα-Ἡσύχιος, «χρονιάρα μέρα», τοιαύτην ὑψηλὴν καὶ πανσέβαστον ἡμέραν, ὑπερέχουσαν πασῶν τῶν ἡμερῶν, ὅπως τὸ Μέγα Σάββατον, πρέπει μεγάλως νὰ προσέχῃ τις, ὅπως μὴ ἐξέλθῃ κατάρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Πολλάκις δὲ ἡ τιμωρία φαίνεται δυσανάλογος πρὸς τὸ πταῖσμα, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ἔγινε πρὸς τιμωρίαν ὄχι τόσον τοῦ πρώτου πταίστου, ὅσον ἐκείνου ὅστις ἐβαρυθύμησε, καὶ ἐχολώθη, καὶ ἀφῆκε πικρὰν κατάραν νὰ ἐκφύγῃ τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων του.

*
* *


Περὶ τὰ μέσα τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδος ἦλθεν εἰς τὰ Καλύβια τὸ ἄγγελμα ὅτι ὁ Μιχάλης τοῦ Βεργῆ εἶχε πέσει αἰφνιδίως ἄρρωστος ἀπὸ τὸ δειλινὸν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καὶ μετὰ συνεχῆ πυρετὸν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, καὶ μετὰ κόπου ἀναπνέων. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε περάσει «ἀερικὸ» ἀπὸ πάνω του, καὶ τὸν ἐμάρανε.
Εὐλογεῖτε, καὶ μὴ καταρᾶσθε, εἶπεν ὁ Χριστός.
(1907)



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ



Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΑΒΟΣΙΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΖΤΕΚΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ – SIR JAMES GEORGE FRAZER


Η τιμή να ζήσει κανείς για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, με την ιδιότητα του θεού και να πεθάνει βίαια με την ίδια ιδιότητα, δεν περιοριζόταν μόνο στους άνδρες του Μεξικού. Και γυναίκες επιτρεπόταν ή μάλλον επιβαλλόταν ν' απολαύσουν τη δόξα και να πάρουν μέρος στην καταδίκη ως αντιπρόσωποι γυναικείων θεοτήτων. Έτσι, κατά τη μεγάλη γιορτή του Σεπτεμβρίου, από την οποία είχαν προηγηθεί εφτά ημέρες αυστηρής νηστείας, καθαγίαζαν μια νεαρή σκλάβα, δώδεκα ή δεκατριών ετών, την πιο όμορφη που μπορούσαν να βρουν, για να αντιπροσωπεύσει τη Θεά του Αραβοσίτου, Τσικομεκόχουατλ. Την έντυναν με τα στολίδια της θεάς, βάζοντας στο κεφάλι της μίτρα και στο λαιμό και στα χέρια της στάχυα αραβοσίτου, στερεώνοντας στο στέμμα του κεφαλιού της ένα πράσινο φτερό όρθιο, για να μιμείται το στάχυ του αραβοσίτου. Αυτό το έκαναν, μαθαίνουμε, για να δηλώσουν ότι ο αραβόσιτος ήταν σχεδόν ώριμος κατά την εποχή της γιορτής, αλλά επειδή ήταν ακόμα τρυφερός, διάλεγαν ένα κορίτσι τρυφερής ηλικίας για να παίξει το ρόλο της Θεάς του Αραβοσίτου. Όλη την ημέρα οδηγούσαν το φτωχό παιδί, μαζί με όλα του τα στολίδια, το πράσινο φτερό να κουνιέται στο κεφάλι του, από σπίτι σε σπίτι, χορεύοντας εύθυμα, για να χαροποιήσουν τους ανθρώπους, μετά την ανία και τις στερήσεις της νηστείας.
Το βράδυ, όλοι οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν στο ναό, οι αυλές του οποίου φωτίζονταν από πλήθος φανάρια και κεριά. Εκεί, περνούσαν τη νύχτα χωρίς να κοιμηθούν. Και τα μεσάνυχτα, ενώ οι σάλπιγγες, οι αυλοί και τα κέρατα έπαιζαν εορταστική μουσική, έφερναν έαν φορητό πλαίσιο ή φορείο, στολισμένο με γιρλάντες από στάχυα αραβοσίτου και πιπεριού και γεμάτο με σπόρους όλων των ειδών, το οποίο άφηναν μπροστά στην πόρτα του δωματίου όπου βρισκόταν το ξύλινο είδωλο της θεάς. Τώρα το δωμάτιο ήταν στολισμένο και στεφανωμένο, μέσα κι έξω, με στεφάνια από στάχυα αραβοσίτου και πιπεριού, από κολοκύθες, τριαντάφυλλα και κάθε είδους σπόρους, θαύμα να το βλέπεις. Όλο το πάτωμα ήταν σκεπασμένο από αυτές τις πράσινες προσφορές των ευσεβών. Όταν σταματούσε η μουσική, εμφανιζόταν μια ιερή πομπή από ιερείς και προεστούς, με κεριά που τρεμόσβηναν και θυμιατήρια που κάπνιζαν, η οποία προχωρούσε έχοντας στη μέση τη μικρή κόρη, που έπαιζε το ρόλο της θεάς. Τότε την έβαζαν ν' ανεβεί στο φορείο, όπου αυτή στεκόταν όρθια πάνω στον αραβόσιτο, στα πιπέρια και στις κολοκύθες, με τα οποία ήταν στρωμένο το φορείο, στηρίζοντας τα χέρια της σε δυο κιγκλιδώματα για να μην πέσει. Έπειτα οι ιερείς κουνούσαν γύρω της τα θυμιατήρια που κάπνιζαν. Η μουσική άρχιζε ξανά, και ενώ έπαιζε, ένας ανώτερος λειτουργός του ναού, μ' ένα ξυράφι στο χέρι του, πλησίαζε ξαφνικά τη μικρή κόρη και έκοβε μ' επιδεξιότητα το πράσινο φτερό που φορούσε στο κεφάλι της, μαζί με τα μαλλιά όπου ήταν αυτό στερεωμένο, κόβοντας το βόστρυχο από τη ρίζα. Έπειτα παρουσίαζε, με μεγάλη επισημότητα και περίπλοκες τριριμόνιες, το φτερό και τα μαλλιά στο ξύλινο είδωλο της θεάς, κλαίγοντας και ευχαριστώντας την για τους καρπούς της γης και την πλούσια σοδειά που είχε δώσει στους ανθρώπους εκείνο το χρόνο. Και καθώς αυτός έκλαιγε και προσευχόταν, όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στις αυλές του ναού, έκλαιγαν και προσεύχονταν μαζί του. Όταν τελείωνε αυτή η τελετή, το κορίτσι κατέβαινε από το φορείο και οδηγούνταν με συνοδεία στο μέρος όπου θα περνούσε την υπόλοιπη νύχτα. Αλλά όλοι οι άνθρωποι φρουρούσαν στις αυλές του ναού, κάτω από το φως των δαυλών, μέχρι τα χαράματα.

Με τον ερχομό της ημέρας, οι αυλές του ναού εξακολουθούσαν να είναι γεμάτες από τα πλήθη, τα οποία θεωρούσαν ιεροσυλία να φύγουν από τον περίβολο. Και οι ιερείς έφερναν πάλι τη νέα ντυμένη με τη στολή της θεάς, με τη μίτρα στο κεφάλι της και τα στάχυα αραβοσίτου γύρω από το λαιμό της. Αυτή ανέβαινε ξανά στο φορητό πλαίσιο ή φορείο και στεκόταν σ' αυτό, στηριγμένη με τα χέρια της στα κιγκλιδώματα. Έπειτα οι πρεσβύτεροι του ναού το σήκωναν στους ώμους τους και, ενώ μερικοί κουνούσαν τα θυμιατήρια που κάπνιζαν και άλλοι έπαιζαν όργανα ή τραγουδούσαν, το μετέφεραν με πομπή μέσα από τη μεγάλη αυλή στη μεγάλη αίθουσα του θεού Huitzilopochtli και μετά πίσω στην αίθουσα, όπου βρισκόταν το ξύλινο είδωλο της Θεάς του Αραβοσίτου, την οποία εκπροσωπούσε η νεαρή κόρη. Εκεί, ανάγκαζαν τη νέα να κατεβεί από το φορείο και να σταθεί πάνω στο σωρό του αραβοσίτου και των λαχανικών που ήταν απλωμένα με αφθονία πάνω στο πάτωμα του ιερού δωματίου. Ενώ αυτή στεκόταν εκεί, όλοι οι πρεσβύτεροι και οι ευγενείς έρχονταν κατά σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, κρατώντας πιατάκια γεμάτα από ξερό και πηγμένο αίμα, το οποίο είχαν πάρει από τ' αυτιά τους με κανόνα, κατά τη διάρκεια της νηστείας των εφτά ημερών. Ο ένας μετά τον άλλο κάθονταν οκλαδόν μπροστά της, που αυτό ήταν ισοδύναμο με το δικό μας πέσιμο στα γόνατα, και ξύνοντας το αίμα από το πιατάκι, το έριχνε μπροστά της ως προσφορά για την ανταπόδοση των ευεργετημάτων τα οποία αυτή, ως ενσάρκωση της Θεάς του Αραβοσίτου, είχε δώσει σ' αυτούς. Όταν οι άντρες είχαν έτσι ταπεινά προσφέρει το αίμα τους στην ανθρώπινη αντιπρόσωπο της θεάς, οι γυναίκες, σχηματίζοντας μια μεγάλη σειρά, έκαναν το ίδιο, πέφτοντας καθεμιά με τα πισινά στο έδαφος, μπροστά στο κορίτσι, και ξύνοντας το αίμα της από το πιατάκι. Η τελετή διαρκούσε πολύ, γιατί μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, όλοι ανεξαίρετα, έπρεπε να περάσουν μπροστά από την ενσαρκωμένη θεότητα και να κάνουν την προσφορά τους. Όταν αυτό τελείωνε, οι άνθρωποι γύριζαν σπίτι χαρούμενοι, για να ξεφαντώσουν με κρέας και φαγητά κάθε είδους, με τέτοια χαρά μας είπαν, όπως και οι καλοί χριστιανοί το Πάσχα, που τρώνε κρέας και άλλα αρτύσιμα αγαθά, μετά από τη μεγάλη εγκράτεια της Σαρακοστής. Και αφού έτρωγαν και έπιναν πολύ και ξεκουράζονταν μετά τη νυχτερινή αγρύπνια, επέστρεφαν τελείως αναζωογονημένοι στο ναό, για να δουν το τέλος της γιορτής.
Και το τέλος της γιορτής ήταν το εξής: Οι ιερείς, αφού συγκεντρωνόταν το πλήθος, λιβάνιζαν μ' επισημότητα τη μικρή κόρη που εκπροσωπούσε τη θεά. Μετά, την έριχναν με την πλάτη πάνω στο σωρό του αραβοσίτου και των σπόρων, έκοβαν το κεφάλι της και μαζεύοντας μέσα σ' έναν κουβά το αίμα που ανάβλυζε, ράντιζαν με αυτό το ξύλινο είδωλο της θεάς, τους τοίχους της αίθουσας και τις προσφορές από σιτηρά, πιπέρια, κολοκύθες, σπόρους και λαχανικά που ήταν απλωμένα στο πάτωμα. Ύστερα από αυτό, έγδερναν το ακέφαλο κορμί και ένας από τους ιερείς έκανε ό,τι μπορούσε για να χωρέσει ο ίδιος μέσα στο ματωμένο δέρμα. Όταν το κατόρθωνε, οι άλλοι τον έντυναν με όλα τα ρούχα που είχε φορέσει το κορίτσι. Έβαζαν τη μίτρα στο κεφάλι του, το περιδέραιο από χρυσά στάχυα αραβοσίτου γύρω από το λαιμό του και τα στάχυα αραβοσίτου από φτερά και χρυσό στα χέρια του και έτσι στολισμένο τον οδηγούσαν μπροστά στο κοινό, ενώ όλοι χόρευαν στον ήχο των τυμπάνων, και αυτός έπαιζε το ρόλο του αρχηγού της φάλαγγας, πηδώντας και μπαίνοντας επικεφαλής της πομπής, όσο πιο ζωηρά μπορούσε κανείς να περιμένει από αυτόν καθώς ήταν ενοχλημένος από το σφιχτό και γλοιώδες δέρμα του κοριτσιού και από τα ρούχα του, τα οποία πρέπει να ήταν πολύ μικρά για έναν ώριμο άντρα.


Sir James George Frazer
Ο Χρυσός Κλώνος
Μελέτη για τη Μαγεία και τη Θρησκεία
Τόμος Δ'
Μετάφραση Μπονίτα Μπικάκη
Εκδόσεις Εκάτη 1994