Αργά
το απόγευμα, όταν το σχολείο είχε
τελειώσει, ο Εμμάνουελ αποφάσισε να
επιχειρήσει τον Ερμητικό Μετασχηματισμό
για να μπορέσει να γνωρίσει τον γύρω
του κόσμο.
Πρώτα
επιτάχυνε το εσωτερικό του βιολογικό
ρολόι για να τρέξουν με μεγαλύτερη
ταχύτητα οι σκέψεις του. Ένιωσε να
γκρεμίζεται στο γραμμικό τούνελ του
χρόνου ώσπου η κίνησή του γύρω απ' αυτόν
τον άξονα έφτασε στην ύψιστη ταχύτητά
της. Πρώτα, λοιπόν, είδε θολά χρώματα να
πλέουν, μετά συνάντησε ξαφνικά τον
Φύλακα, τον Γκρίγκον δηλαδή, που φύλαγε
το πέρασμα απ' τα Κάτω Βασίλεια στα Άνω
Βασίλεια. Ο Γκρίγκον του παρουσιάστηκε
σαν γυμνός γυναικείος κορμός που μπορούσε
να τον φτάσει και να τον αγγίξει – τόσο
κοντά ήταν. Από κείνο το σημείο και πέρα
άρχισε να ταξιδεύει με την ταχύτητα του
Άνω Βασιλείου, έτσι που το Κάτω έπαψε
να υπάρχει και έγινε μια διαδικασία.
Αναπτύχθηκε σε επάλληλες, διαρκώς
αυξανόμενες στρώσεις με αναλογία
ταχύτητας 31.5 εκατομμύρια προς ένα της
χρονικής κλίμακας του Άνω Βασιλείου.
Είδε
τότε το Κάτω Βασίλειο όχι σαν τόπο, αλλά
σαν διαφανείς διαδοχικές εικόνες που
εναλλάσσονταν ταχύτατα. Οι εικόνες
αυτές ήταν οι έξω απ' το χώρο Μορφές που
εισάγονταν στο Κάτω Βασίλειο για να
γίνουν πραγματικότητα. Απείχε τώρα μόνο
ένα βήμα απ' τον Ερμητικό Μετασχηματισμό.
Η
τελική εικόνα πάγωσε κι ο χρόνος
σταμάτησε. Με τα μάτια κλειστά μπορούσε
ακόμα να βλέπει το δωμάτιο γύρω του. Η
πτήση είχε τελειώσει. Είχε αποφύγει
ό,τι τον καταδίωκε. Πράγμα που σήμαινε
ότι η νευρική του αποφόρτιση ήταν τέλεια,
και ο κωνοειδής αδένας του κατέγραψε
την παρουσία του φωτός που έφτανε ως
τον οπτικό αγωγό.
Κάθισε
για κάμποση ώρα – αν και το «κάμποση
ώρα» δεν σήμαινε τίποτα πια. Μετά,
σταδιακά, συντελέστηκε ο μετασχηματισμός.
Είδε έξω απ' αυτόν το μοντέλο, το περίγραμμα
του εγκεφάλου του. Βρισκόταν μέσα σ'
έναν κόσμοπου αποτελούνταν απ' τον
εγκέφαλό του, με ζωντανές πληροφορίες
να τρέχουν από δω κι από κει σαν κόκκινα,
λαμπερά ρυάκια. Μπορούσε συνεπώς ν'
αγγίξει τις ίδιες του τις σκέψεις , στην
πρωταρχική τους φύση, πριν ακόμα γίνουν
σκέψεις. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο απ' τη
φωτιά τους, τεράστιοι χώροι απλώνονταν
– ο όγκος του ίδιου του εγκεφάλου του
έξω απ' αυτόν.
Κατόπιν
ενδοπρόβαλε τον εξωτερικό κόσμο έτσι
ώστε να τον κλείσει μέσα του. Είχε τώρα
μέσα του το σύμπαν και τον εγκέφαλό του
απέξω, παντού. Ο εγκέφαλός του εκτεινόταν
σε διάστημα αχανές, πολύ μεγαλύτερο από
κείνο που καταλάμβανε το σύμπαν. Έτσι
ήξερε πια την έκταση όλων των πραγμάτων
που ήταν ο ευατός του, και, επειδή είχε
κλείσει μέσα του τον κόσμο, τον γνώριζε
και τον έλεγχε.
Ηρέμησε
λίγο και χαλάρωσε. Μετά μπόρεσε να
διακρίνει το περίγραμμα του δωματίου,
το τραπεζάκι για τον καφέ, μια καρέκλα,
τους τοίχους, κάποιους πίνακες κρεμασμένους
πάνω τους: το φάντασμα του εξωτερικού
σύμπαντος εξακολουθούσε να υφίσταται
μπροστά του. Πήρε ένα βιβλίο απ' το
τραπεζάκι και το άνοιξε. Μέσα στο βιβλίο
βρήκε γραμμένες, τυπωμένες, τις ίδιες
του τις σκέψεις. Οι τυπωμένες σκέψεις
ήταν διευθετημένες στη σειρά κατά μήκος
του χρονικού άξονα που είχε γίνει
χωρικός και ήταν ο μόνος άξονας κατά
μήκος του οποίου ήταν δυνατή η κίνηση.
Μπορούσε να δει, όπως μέσα σ' ένα ολόγραμμα,
τις διάφορες περιόδους της σκέψης του
– οι πιο πρόσφατες βρίσκονταν κοντά
στην επιφάνεια, οι παλιότερες χαμηλότερα
και βαθύτερα σε πολλές επάλληλες
στρώσεις.
Κοίταξε
τον εξωτερικό κόσμο που είχε τώρα αναχθεί
σε γεωμετρικά σχήματα, τετράγωνα ως επί
το πλείστον, με το Χρυσό Ορθογώνιο σαν
πόρτα. Τίποτα δεν κινιόταν εκτός απ' τη
σκηνή πίσω απ' την πόρτα, όπου η μητέρα
του έτρεχε χαρούμενα ανάμεσα σε πυκνές
τριανταφυλλιές, σε μια φάρμα που είχε
μείνει όταν ήταν κοριτσάκι. Χαμογελούσε
και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά.
Τώρα,
σκέφτηκε ο Εμμάνουελ, θα αλλάξω το σύμπαν
που έχω κλείσει μέσα μου. Κοίταξε τα
γεωμετρικά σχήματα και τους επέτρεψε
να γεμίσουν με λίγη ύλη. Απέναντί του,
το άθλιο μπλε ντιβάνι που αγαπούσε ο
Ελάιας άρχισε να στραβώνει και να
παραμορφώνεται. Το σχήμα του άλλαξε.
Του είχε αφαιρέσει την αιτιότητα που
το διείπε και έπαψε να είναι ένα άθλιο
μπλε ντιβάνι γεμάτο λεκέδες από Καφ,
για να γίνει ένα ερμάρι γεμάτο πετσέτες,
φλυτζάνια
και πορσελάνινα πιάτα.
Επανεισήγαγε
μια μικρή δόση χρόνου – και είδε τον
Ελάιας Τέιτ να πηγαινοέρχεται μες στο
δωμάτιο, να μπαίνει και να βγαίνει. Είδε
τις αλλεπάλληλες στρώσεις να εναλλάσσονται
κατά μήκος του άξονα του γραμμικού
χρόνου. Το ερμάρι συνέχισε να παραμένει
για κάμποσες στρώσεις σε κατάσταση
παθητική, εν αδρανεία, και μετά πέρασε
σε δράση ή πήρε μπρος ή τέθηκε σε κίνηση,
ενώθηκε με τον διαρκή κόσμο των φυλογόνων
και ενσωματώθηκε σε όλα εκείνα της
κατηγορίας του που είχαν προηγηθεί.
Μέσα στον κόσμο του πρόβαλε ο εγκέφαλός
του το ερμάρι και οι πορσελάνες του
ενσωματώθηκαν στην αληθινή πραγματικότητα
για πάντα. Δεν θα υφίστατο από δω και
πέρα άλλες αλλαγές, και κανένας άλλος
εκτός απ' αυτόν, δεν θα το έβλεπε. Για
όλους τους άλλους βρισκόταν στο παρελθόν.
Συμπλήρωσε
τον μετασχηματισμό με τη φόρμουλα του
Ερμή του Τρισμέγιστου:
Verum
est... quod superius est sicut quod
inferius
est sicut quod superius, ad perpetrando
miracula
rei unius.
Που
σημαίνει:
Η
αλήθεια είναι αυτό που είναι πάνω είναι
σαν
κι αυτό που είναι κάτω και ότι αυτό που
είναι
κάτω
είναι σαν κι αυτό που είναι πάνω, για να
επιτελέσουν
τα θαύματα του ενός.
Ήταν
ο Σμαραγδένιος Δίσκος που παρουσίασε
στην Προφήτισσα Μαρία, την αδελφή του
Μωυσή, ο ίδιος ο Τεχούτι, ο οποίος έδωσε
ονόματα σ' όλα τα πράγματα στην αρχή της
δημιουργίας, προτού εκδιωχθεί από τον
Κήπο των Φοινίκων.
Αυτό
που βρισκόταν κάτω, ο εγκέφαλός του, ο
μικρόκοσμος, είχε γίνει μακρόκοσμος,
και, μέσα του σαν μικρόκοσμο τώρα,
περιείχε τον μακρόκοσμο, δηλαδή ό,τι
βρισκόταν πάνω.
Κατέχω
τώρα το σύμπαν ολόκληρο, συλλογίστηκε
ο Εμμάνουελ. Βρίσκομαι τώρα παντού
εξίσου. Έτσι έχω γίνει ο Αδάμ Κάδμων, ο
Πρώτος Άνθρωπος. Του ήταν δύσκολο να
κινηθεί κατά μήκος των τριών αξόνων του
χώρου, γιατί ήδη βρισκόταν οπουδήποτε
ήθελε να πάει. Η μόνη δυνατή κίνηση γι'
αυτόν ή η μόνη δυνατή αλλαγή πραγματικότητας
περνούσε απ' το χρονικό άξονα. Κάθισε
και κοίταξε τον κόσμο των φυλογόνων –
κινούνταν κατά δισεκατομμύρια, συνεχώς
μεγάλωναν και τελειοποιούνταν, οδηγούμενα
από τη διαλεκτική που υποβάσταζε κάθε
μετασχηματισμό. Του άρεσε αυτό. Το θέαμα
της αλληλοσύνδεσης του δικτύου των
φυλογόνων ήταν πανέμορφο. Αυτό ήταν ο
κόσμος*
του Πυθαγόρα, ο αρμονικός συνδυασμός
των πραγμάτων, το καθένα τους στη σωστή
του θέση, το καθένα τους άφθαρτο.
Τώρα
βλέπω ό,τι είδε ο Πλωτίνος, συλλογίστηκε.
Κι επιπλέον, εγώ συνένωσα τα χωριστά
βασίλεια μέσα μου. Απέδωσα τη Σεχίνα
στο εν Σοφ. Αλλά μονάχα για λίγο και μόνο
κατά τόπους. Μόνο σε μικρομορφή. Τα
πράγματα θα επέστρεφαν εκεί που ήταν
και πριν μόλις τα απελευθέρωνε.
«Σκέφτομαι
μόνο», είπε δυνατά.
Ο
Ελάιας μπήκε στο δωμάτιο λέγοντας, «Τι
κάνεις, Μάνι;»
Η
αιτιότητα είχε αντιστραφεί. Είχε κάνει
ό,τι μπορούσε να κάνει η Ζίνα: είχε κάνει
το χρόνο να κυλήσει προς τα πίσω. Γέλασε
χαρούμενος. Και άκουσε τις καμπάνες να
χτυπάνε.
«Είδα
το Τσινβάτ», είπε ο Εμμάνουελ. «Το στενό
γεφύρι. Θα μπορούσα να το διασχίσω».
«Δεν
πρέπει να το κάνεις αυτό», είπε ο Ελάιας.
«Τι
σημαίνουν οι καμπάνες;», ρώτησε ο
Εμμάνουελ. «Χτυπάνε καμπάνες κάπου
μακριά».
«Όταν
ακούς καμπάνες να χτυπάνε μακριά, αυτό
σημαίνει ότι ο Σαογιάνς είναι παρών».
«Ο
Σωτήρας», είπε ο Εμμάνουελ. «Ποιος είναι
ο Σωτήρας, Ελάιας;»
«Εσύ
πρέπει να 'σαι».
«Μερικές
φορές παύω να ελπίζω ότι θα θυμηθώ».
Άκουγε
ακόμα τις καμπάνες να χτυπάνε μακριά,
αργά, κινημένες απ' τον άνεμο της ερήμου
– το ήξερε. Ήταν η ίδια η έρημος που του
μιλούσε. Η έρημος, με τις καμπάνες,
προσπαθούσε να ζωντανέψει τη μνήμη του.
«Ποιος είμαι;», ρώτησε τον Ελάιας.
«Δεν
μπορώ να σου πω».
«Ξέρεις
όμως;»
Ο
Ελάιας έγνεψε καταφατικά.
«Αν
μου το έλεγες, όλα θα απλουστεύονταν»,
είπε ο Εμμάνουελ.
«Πρέπει
να το πεις εσύ στον εαυτό σου», απάντησε
ο Ελάιας. «Όταν έρθει η ώρα θα το μάθεις
και θα το πεις».
«Είμαι
ο...», έκανε διστακτικά το αγόρι.
Ο
Ελάιας χαμογέλασε.
________________
*Ελληνικά
στο κείμενο
Philip
K. Dick
ΘΕΪΚΗ
ΕΙΣΒΟΛΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
– ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
PARSEC 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου