.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ – ΝΤΙΜΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ


1
Το πρόβλημα της αρχής, – εννοώ της απόλυτης αρχής, – είναι το πιο μεγάλο, το πιο ανησυχητικό στο ώριμο εσωτερικό μάτι όλων των καιρών. Υπάρχει μια βαθειά λέξη που μας επιβάλλεται με μια παράξενη δύναμη όταν το μυστηριώδες αυτό ερώτημα πολιορκεί την ψυχή μας: η λέξη Θεός. Καμμιά αυστηρή επιστήμη, κανείς ακριβής μαθηματικός νόμος, κανείς ορισμός ή πειραματική απόδειξη δεν μας δίνει το αίσθημα υπέρτατης βεβαιότητας που δοκιμάζουμε όταν προφέρουμε εσωτερικά αυτή τη λέξη. Είναι σύμβολο που επισημαίνει με μια άμεση εσωτερική βεβαιότητα κάτι που μας είναι αδύνατο να καταλάβουμε και να μεταδώσουμε ορθολογικά. Είναι όνομα ενός πράγματος που έχουμε μια άμεση συνείδηση χωρίς ποτέ να μπορούμε να το παραστήσουμε ή να το περιγράψουμε. Η μελωδία της, που απηχεί ζωηρά στην ψυχή μας, μας υποβάλλει μ’ ένα τρόπο άμεσο την τελευταία και βαθύτερή της έννοια που, σε ώρες κατανύξεως – από εκείνες μάλιστα που αγαπούν να συνοδεύον – από το μελαγχολικό και μυστικό ψυθίρισμα κάποιας orgue ή κάποιων μακρυνών μόλις αντιληπτών ψαλμών – την κατέχουμε με μια πληρότητα που τίποτα δεν μπορεί να την εκφράση.
Ο Θεός… τι είναι λοιπόν; Εάν η καθαρή διάνοια μπορούσε ν’ απαντήση με μια ανάλυση ή έναν ακριβή ορισμό, τα ερωτήματα τα πιο σκοτεινά που είναι στη βάση των πιο πλούσιων και βαθύτερων μεταφυσικών συναισθημάτων μας – της αβέβαιης αγωνίας, του υψηλού δέους και του θαυμασμού, της νοσταλγίας και της προσμονής – θα μπορούσαν να διαφωτιστούν και περίπου να λυθούν. Αλλά κανείς εδώ δεν κατέχει – ούτε άλλωστε είναι δυνατό να κατέχη – μια γνώση ακριβή και οριστική. Κανείς δεν μπορεί να πη τι ακριβώς υπάρχει μέσα στη λέξη Θεός – όπως μέσα στις λέξεις αιωνιότητα, αφθαρσία, τελειότητα, αυτάρκεια, δημιουργία, ελευθερία, που τις επικαλούμεθα για να εκφράσουμε την έννοιά της την πιο βαθειά. Είμαστε εμπρός σ’ ένα απεριόριστο, σ’ ένα άγνωστο, σ’ ένα μυστήριο βαθύ και ανεξιχνίαστο που πλημμυρίζει απ’ όλες τις μεριές την ψυχή μας και που σε ώρες βαθειές, έχουμε το αίσθημα πως μπαίνουμε σε μια απειρότητα μυστηριωδών σχέσεων μαζύ του και το κατέχουμε με μια βεβαιότητα ακαταμάχητη και υπέρτατη που απαιτεί να σταματούμε, με θαυμασμό και ταπείνωση, και να σωπαίνουμε. Μάταια ζητούμε να κλείσουμε αυτό το μυστήριο σε μια αντικειμενική εικόνα. Δεν υπάρχει καμμιά παράσταση ικανή να εξωτερικεύση ακριβώς την εσωτερική μας άμεση βεβαιότητα. Ο Θεός της θρησκευτικής σκέψεως μεγάλου στυλ, ο προσωπικός, ο παντοδύναμος και δίκαιος, ο γλυκύτατος και γεμάτος πρόνοια, αγάπη, έλεος – ο Θεός «εν ω πάντες ζώμεν κινούμεθα και εσμέν», «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» – ο αρχιτέκτων που κτίζει τον κόσμο από την προϋπάρχουσα ύλη, σκύβει μ’ αγάπη επάνω στα κτίσματά του, τα προστατεύει με την αδιάκοπη πρόνοιά του, επιβλέπει την τήρηση των θείων του νόμων, κολάζει τους πονηρούς και επιβραβεύει τους αγαθούς. Ο Θεός – φύση της καλλιτεχνικής σκέψεως που ανησυχεί κρυφά μέσ’ τους μυστηριώδεις ψιθύρους των τρεχούμενων νερών και των ανέμων, αναπαύεται στο λίκνο των ειρηνικών λιμνών, ξυπνάει μεσ’ τα τριαντάφυλλα που ανοίγουν τους ανοιξιάτικους κάλυκες, χαίρεται την εορτάσιμη γαλήνη των εαρινών τοπείων και των ψηλών μυστηριωδών βουνών, αγρυπνεί στους τρίσβαθους έναστρους ουρανούς. Ο Θεός, τέλος, της αυστηρής σκέψεως, υπέρτατη σκέψη και πηγή όλων των σκέψεων – πραγματικότητα του ιδεώδους, αλήθεια, ωμορφιά, καλωσύνη – η ανώτερη μορφή των ιδεών μας, συνεπώς καθαρή ιδέα όχι ον, ιδεώδες, αφαίρεση όχι ζώσα υπόσταση, η αρχή της παγκόσμιας τάξεως ή η γενετήσια φόρμουλα των πραγμάτων, η ουσία ή η αιτία του σύμπαντος (omnium rerum causa, immanens, non vero transiens), πάντοτε δρώσα αφ’ εαυτής και δι’ εαυτής με μια άπειρη ενεργητικότητα και με μια ανεξάντλητη γονιμότητα, δεν είναι παρά διαφορετικά σύμβολα που εκφράζουν μάλλον εσωτερικά αιτήματα και αισθήματα πολύ βαθειά φόβου, απορίας, νοσταλγίας, προσμονής, θαυμασμού, παρά εκείνο που έχει ουσιώδες και πραγματικό ή ιδέα του Θεού. Εάν όμως, με μεγάλες απελπισμένες προσπάθειες, απαλλάξουμε το πνεύμα μας από τη μαγική επίδραση της μυστικής νοσταλγικής μουσικής των θρησκευτικών μύθων ή της καλλιτεχνικής σκέψεως, εάν παραμερίσουμε αποφασιστικά όλες τις αφηρημένες έννοιες της διασκεπτικής νοήσεως, και παρατηρήσουμε πίσω από τα πολύχρωμα σύννεφα της διαλεκτικής, τότε η ιδέα θα παρουσιαστή καθαρά στα μάτια μας με γιγάντιες γραμμές, με όλη της την άρρητη απλότητα και την εσωτερική της αγνότητα και θα εννοήσουμε πως όλα τα πλαίσια, όλα τα ονόματα, όλες οι παραστάσεις δεν εκφράζουν ακριβώς τίποτα, πως όλες κατά βάθος εκφράζουν μια μοναδική, τελευταία και υπέρτατη βεβαιότητα: αυτό το απερίγραπτο, αυτό το ακατανόητο και απεριόριστο, η μυστηριώδης αρχή απ’ την οποίαν αναβρύζουν οι εφήμεροι κόσμοι όπως το νερό της πηγής, όπως το άρωμα των λουλουδιών…
2
Η ιδέα του Θεού είναι τώρα πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά. Τι παράξενο αλήθεια! Ό,τι θα έπρεπε να την εξασθενίζη την δυναμώνει, την κάνει πιο σταθερή και πιο αναγκαία, πιο ζωηρή και πιο προσφιλή. Τα χρώματά της που υπάρχουν πλούσια επάνω στην παλέττα της ψυχής μας, γίνονται πάντοτε γλυκύτερα και διαυγέστερα κι’ απ’ το χρυσάφι των μεγάλων περιόδων της θρησκευτικής πίστεως διασώζεται πάντοτε ένα βαθύ – σβυσμένο κάπως μα δυνατό – φως, που εισχωρεί στις πτυχές των δισταγμών μας και της αμφιβολίας μας και στις ώρες εκείνες, τις γεμάτες μυστικότητα, αντανακλά και αστράφτει. Οι ρίζες της είναι βαθειές στην καρδιά και καμμιά αυστηρή επιστήμη, καμμιά κατιούσα διαλεκτική δεν μπορεί να την εμποδίση να φουντώση, να καρπίση, ν’ απλώση τους κλώνους της στο νου και στη σκέψη.
Η ιδέα του Θεού έχει και σήμερα το ίδιο απαραβίαστο κύρος. Η νέα ψυχή – μολονότι φαίνεται κουρασμένη από τις μεγάλες απελπισμένες της προσπάθειες – αισθάνεται την ίδια δυνατή λαχτάρα, τις ίδιες σκοτεινές επιθυμίες για το Θεό, για την ένωση και την ταύτιση μαζί του. Ο τρόμος της μπροστά στο άπειρο, στο μακρυνό και το ασύλληπτο είναι απέραντος, είναι μεγάλος. Και ο τρόμος αυτός την κάνει να δονείται, ν’ ανατείνεται, να δοκκιμάζη ν’ ανέβη όλο και ψηλώτερα, με την ελπίδα πως θα ενωθή κάποια στιγμή με τις υπερκόσμιες δυνάμεις, στις αιώνιες πηγές.
Δεν κατέχουμε σήμερα περισσότερες αποδείξεις, περισσότερα ερείσματα λογικά γι’ αυτή την ιδέα. Δεν προσθέσαμε τίποτα στις κλασσικές αποδείξεις που η καντιανή κριτική κατέστρεψε τη δυνατή τους εσωτερική κατασκευή. Αλλά τι σημαίνει; Η ιδέα του Θεού μας επιβάλλεται με την ίδια δύναμη, με την ίδια αμείωτη εσωτερική βεβαιότητα, ανεξέλεγκτη και ασυζήτητη όπως η βεβαιότητα της υπάρξεως και της μοίρας. Πιστεύουμε πάντοτε- και η πίστη μας αυτή όταν είναι αυθεντική έχει την αξία ασφαλούς γνώσεως – στην ύπαρξη της υπέροχης Αρχής χωρίς αποδείξεις ανέπίδεκτες αναιρέσεως και παρ’ όλες τις αποδείξεις για το αντίθετο. Η ιδέα του Θεού είναι η τελευταία και η πιο υψηλή αλήθεια της ψυχής, που κανείς δεν μπορεί να την ελέγξη να τη συλλάβη μια φορά με όλη της την απλότητα και την ανέκφραστη βεβαιότητα.
3
Στην έσχατη κορυφή, την πιο υψηλή και απρόσιτη, του μητρικού χώρου, υπάρχει το απρόσωπο Ον, το χωρίς προέλευση ούτε καταγωγή, που απ’ τους μυστηριώδεις κόλπους του αναβρύζουν οι εφήμεροι «κόσμοι», εκσφενδονίζονται αποτόμως στο διάστημα όπως τα φυσίγγια των πυραύλων, αυτοαναπλάσσονται και αυτοαναπτύσσονται, εξελίσσονται και μεταμορφώνονται, εκπληρώνουν την ατομική τους μοίρα και εξαφανίζονται… σαν το νερό που ξεκινάει από τα μυστικά στέρνα του βουνού για ναύρη ορμητικά τη ρεματιά που θα το φέρη μακρυά στην απέραντη αινιγματική θάλασσα.
Δεν υπάρχει τρόπος, δεν υπάρχει μέθοδος για να διαγνώσουμετην βαθειά έννοια αυτού του αδημιούργητου όντος. Η ύπαρξή του όμως μας επιβάλλεται με μια βεβαιότητα ακαταμάχητη, που η παρατεινόμενη απήχησή της στην καρδιά και στη σκέψη, μας αποσπά τη συγκατάθεσή μας για όλες τις ιδέες, για όλες τις παραστάσεις που διεγείρει. Και όταν, σε ώρες κατανύξεως ή βαθειάς συλλογής και συγκεντρώσεως, αποκαλύπτεται στα μάτια μας με μια άρρητη απλότητα, με μια γαλήνια και υπέροχη όψη, σβύνει και η τελευταία αμφιβολία μας και το πνεύμα λυγίζει κατάπληκτο από θαυμασμό, απορία και τρόμο.

Η γη, ο ήλιος και το σύμπαν ολόκληρο των ηλιακών συστημάτων. Η ζωή με τις παλίρροιες και τις αμπώτιδές της, με τους φοβερούς σπασμούς του γίγνεσθαι της, με όλες τις καταπληκτικές της δυνατότητες. Οι μυστηριώδεις χυμοί που ανοίγουν τα’ ανοιξιάτικα «μάτια». Τα σμήνη των εντόμων. Τα σύννεφα που λάμπουν στις κορυφές των μακρυνών μυστηριωδών βουνών. Οι τρίσβαθοι ουρανοί που φαίνονται σαν να καλούν τη ζωή με μεγάλες φωνές. Όλος ο τεράστιος φυσικός πλούτος που καμμιά φαντασία δεν μπορεί να τον συλλάβη ολόκληρο και καμμιά περιγραφή – οσονδήποτε πλατειά ή τολμηρή – δεν τον εξαντλεί, σ’ αυτή την αδημιούργητη Αρχή έχουν την πρώτη πηγή τους, σ’ αυτήν – και μόνο σ’ αυτήν – οφείλουν την ύπαρξή τους.
Αιώνια, αμετάβλητη καθ’ εαυτή, αυθύπαρκτη, άπειρη, τέλεια, ανεξάρτητη από κάθε προϋπόθεση, ελεύθερη – καμμιά λέξη, κανένα όνομα, κανένας ορισμός δεν μπορεί να μας δώση μια ιδέα ακριβή και σαφή – κλίνει ένα μάξιμουμ υπέρτατης βουλήσεως και ζωής, ένα ανεξάντλητο απόθεμα τιτανικών κεντρόφυγων δυνάμεων που την ανοίγουν σε μια δημιουργία χωρίς τέλος, χωρίς σκοπό, χωρίς κατεύθυνση ωρισμένη.
Από μια αιωνιότητα προφέρει το δημιουργικό της fiat και θα το προφέρη – ποιος μπορεί να πη όχι; – άλλη μια αιωνιότητα γιατί μέσα στη θεία της φύση υπάρχει, όπως είπα, μια ανεξάντλητη πηγή ζωής, ένας άπειρος θησαυρός δυνάμεων που δεν μπορεί ποτέ να δαπανηθή.
Η δημιουργία! Αυτό είναι το αληθινό μυστήριο του Θεού. Αυτή είναι η γενετήσια ενέργεια της θείας του φύσεως. Χωρίς τη βοήθεια προϋπάρχουσας ύλης, παράγει από τον εαυτό του – δυνάμει ιδιοτήτων που δεν μπορούν να νοηθούν σε χώρο και χρόνο – το καταπληκτικό πλήθος των ζωντανών κόσμων του σύμπαντος, τους ορμητικούς χείμαρρους της παγκόσμιας ζωής, με μια αφροντισιά ωρισμένου σκοπού που μας ταράσσει και μας γεμίζει από απορία, θαυμασμό και ταπείνωση. Δημιουργεί – και δεν ασχολείται πεια με τα δημιουργήματά του, γιατί αυτό που υπάρχει δεν μπορεί να δημιουργηθή και η θεία του φύση έγκειται ακριβώς σ’ αυτό το θαύμα, σ’ αυτό το μυστήριο της αέναης δημιουργίας που παράγει αδιάκοπα κάτι πάντοτε νέο, πάντοτε μοναδικό…
Η δημιουργία είναι η πραγματοποίηση της ζωής. Είναι η πραγμάτωση νέων μορφών της μοίρας. Είναι η μετάπτωση απ’ το αιώνιο στο εφήμερο, απ’ το άπειρο στο πεπερασμένο, από την υπέρτατη ελευθερία στην υπέρτατη αναγκαιότητα, στο αμετάκλητο. Όλοι οι καρποί της έρχονται με δυνατό πόθο ζωής και παρέρχονται με μια αναγκαιότητα ασυζήτητη και ανεξέλεγκτη. Και είναι πάντοτε νέοι. Γιατί ό,τι υπάρχει στο «σύμπαν» δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε, ό,τι υπήρξε δεν επιστρέφει και δεν θα επιστρέψη ποτέ.
Η δημιουργία είναι το ελατήριο της θείας ζωής.
4
Ο Θεός – κοιταγμένος από αυτή την άποψη που είναι μακρυά απ’ το να εξαντλή το μεγάλο πρόβλημα – είναι κέντρον αέναης δημιουργίας, νεόγονης δράσεως, ελευθερίας. Είναι – πρέπει να το επαναλάβω… να το επαναλάμβανα εάν ήταν δυνατό κάθε στιγμή, σε κάθε φράση, σε κάθε ανάπλαση του στοχασμού μου – η άπειρη αιτία που προετοιμάζει και εξαπολύει στους κόλπους του μητρικού χώρου τα τεράστια κύματα της παγκόσμιας ζωής που λάμπουν με άπειρα φαινομενικά χρώματα και άπειρα φευγαλέα φώτα, εξελίσσονται, μεταμορφώνονται, εξαφανίζονται χωρίς ελπίδα επιστροφής. Αυτό μόνο ξέρουμε, γι’ αυτό μόνο είμαστε εσωτερικά βέβαιοι, σ’ αυτό μόνο καμμιά εξήγηση δεν θα είχε τίποτα ν’ αλλάξη. Κάθε άλλη ιδέα που σχηματίζουμε είναι αυθαίρετη, είναι προέκταση της εσωτερικής μας βεβαιότητας σ’ αιτήματα της ψυχής. Ο Θεός πατέρας, ο απείρως αγαθός, που μας σκεπάζει με τη σκιά του, μας προστατεύει, μας αγαπά, μας τιμωρεί ή μας συγχωρεί για τα σφάλματά μας, δεν υπάρχει. Ούτε ο Θεός του Αριστοτέλους, ο γεωμέτρης, η αγνή και παρούσα πάντοτε εις εαυτήν σκέψη που ακτινοβολεί επάνω στα πράγματα και εμψυχώνει τις ιδιαίτερες διάνοιες. Ούτε κανείς άλλος από τους ιστορικούς θεούς που από αρχή που ήσαν έγιναν οι κύριοι των ουρανών. Ο αληθινός Θεός είναι αυτός και είναι απείρως μακρυά από μας. Δεν μας ακούει, δεν αισθάνεται την αγωνία μας, το βάρος της μοίρας, τους ψυχικούς δισταγμούς που μας πιέζουν το νου και μας σφίγγουν την καρδιά. Δεν απαντά στις επικλήσεις μας, στις ελπίδες μας ή στην απελπισία μας. Δεν βλέπει τα δάκρυα της ταπεινοφροσύνης μας, και δεν αισθάνεται τη λατρεία μας και την ευγνωμοσύνη μας. Δεν θ’ ανταμείψη ποτέ τις διάφανες και ακηλίδωτες ψυχές και δεν θα τιμωρίση ποτέ, ούτε θα συγχωρήση ποτέ, το σφάλμα και το αμάρτημα. Αλλά τι σημαίνει; Πρέπει επί τέλους να συμφιλιωθούμε με την εσωτερική ιδέα όπως ακριβώς μας δίνεται, να την προσοικειωθούμε, να την αγαπήσουμε όπως ακριβώς είναι, να βαστάξουμε όλο το βάρος της που μας πιέζει την καρδιά και τη σκέψη, γιατί αλλοιώς δεν θα εννοήσουμε ποτέ την έννοια την πιο βαθειά των μεγάλων προβλημάτων που διεγείρει. Είναι τάχα αναγκαίο να θεμελιώνουμε πάντοτε την ευτυχία μας επάνω σ’ απατηλές πίστεις, σ’ απατηλές ελπίδες και προσδοκίες; Αλλά αυτό θα ήταν τρομερό. Όχι, λοιπόν. Μου αρκεί η αγνή χαρά, η αγνή μέθη που μου δίνει η ανιδιοτελής θεωρία των πραγμάτων και η θαρραλέα αντιμετώπιση της πραγματικής μας θέσεως μέσα στον κόσμο και μέσα στο σύμπαν. Δεν διστάζω εμπρός στην αλήθεια. Τοποθετώ το μέτωπο της πραγματικής μας θέσεως μέσα στον κόσμο και μέσα στο σύμπαν. Δεν διστάζω εμπρός στην αλήθεια. Τοποθετώ το μέτωπο κάτω από τη μοίρα κι απ’ το χρόνο, κάτω απ’ το εφήμερο, και το ανεπίστρεφο, το ποτέ πειά, αλλά το αισθάνομαι να υψώνεται ακόμη υπερήφανο. Δεν φοβούμαι – όχι! – τη μοίρα. Μπορώ να την κοιτάξω κατάματα, απτόητος, χωρίς να λυγίσω χωρίς να νοσταλγήσω το όνειρο της αιωνιότητας που εθέρμανε τόσους αιώνες τη μεγάλη καρδιά της ανθρωπότητας. Η αιωνιότητα! Αλήθεια, τι ωραίο όνειρο! Ο άνθρωπος αισθάνεται περίπου πάντα πως δεν του ανήκει, πως είναι όνειρο, προστατευτικό σύννεφο, η ατμόσφαιρα που του επιτρέπει να ζη και να ελπίζη κάτι απείρως ασύλληπτο και απείρως μακρυνό, κάτι απείρως μεγάλο και ανέκφραστο. Μέσα μου δεν υπάρχει πειά αυτή η ελπίδα. Το όνειρο της αιωνιότητας είναι νεκρό για μένα, σβυσμένο χωρίς ελπίδα ν’αναγεννηθή ποτέ. Έχασα βέβαια ένα μέρος – ίσως το ωραιότερο – της ευτυχίας μου και των ελπίδων μου, αλλά το υπόλοιπο έγινε πιο ζωηρό, πιο σταθερό, πιο θερμό και απλό. Εκέρδισα την ακέραιη συνείδηση του εφήμερου, της παρόδου του ανεπίστροφου και μοναδικού, του ποτέ πειά, που ρίχνει επάνω στη χαρά και στον πόνο ένα φως πολύ έντονο και πολύ μεταβαλλόμενο. Κι’ επάνω σ’ αυτή τη συνείδηση, προαισθάνομαι πως θα υψώσω μια ζωή πιο ταπεινή, χωρίς ελπίδα γι’ άλλη ζωή, χωρίς ελπίδα για κύρωση των ηθικών μας πράξεων κι ανταμοιβή μας, μια ζωή μελαγχολική ίσως πολυφρόντιδη, αλλά πιο γόνιμη, πιο πλούσια, πιο έντονη – μια ζωή που αγαπά αλλά και περιφρονεί το παρελθόν, που ανοίγει τα διψασμένα μάτια προς το μεγάλο μέλλον, που κάποτε – ω αυτό το τρομερό κάποτε – θα φθάση σ’ ένα ακρότατο όριο που δεν θα έχει έπειτα
Επιτρέψετέ μου ακόμη – ως κατακλείδα και ως επιστέγασμα αυτού του κεφαλαίου – να προσθέσω και αυτές, τις τόσο προσφιλείς μου και τόσο οικείες, σκέψεις. Ο Θεός που αγάπησε αιώνες και χιλιετηρίδες η ανθρωπότητα ήταν ο πλησίον Θεός – ο Θεός που είναι κοντά μας, που μας σκεπάζει με τη μεγάλη του σκιά και μας προστατεύει. Ένας Θεός-πατέρας, άλλοτε αυστηρός και τρομερός, άλλοτε γαλήνιος και γλυκός, γεμάτος αγάπη και πρόνοια για τα εύθραστα και εφήμερα πλάσματά του. Ένας Θεός που μας εβάραινε τη σκέψη με την αιωνιότητά του, με την τελειότητα και την παντοδυναμία του, και που μας εγέμιζε την καρδιά αισθήματα ευλάβειας με την ατέλειωτη αγαθότητά του. Είναι καιρός ν’ αγαπήσουμε το μακρυνό Θεό – ένα Θεό πάλι πατέρα, αλλά αδιάφορο για μας και για τις λαχτάρες μας, αδιάφορο για τις μικρές μας λύπες και τις χαρές μας, για την αγάπη μας και για το μίσος μας για τις ελπίδες μας και για τα όνειρά μας.
Ο μακρυνός Θεός αξίζει ν’ αγαπηθεί με την ίδια δύναμη, με την ίδια αφιλοκέρδεια και αυταπάρνηση. Μας έδωσε ένα μεγάλο δώρο: την εφήμερη ύπαρξή μας, τη μεγάλη χαρά της ζωής, που εξουδετερώνει κάθε πίκρα για τη μοίρα της, για το χρόνο που παρασύρει στο ρεύμα του, κάθε τι που ποθήσαμε αιώνιο. Το εφήμερο η πάροδος, το ποτέ πεια – ω αυτός ο θλιμμένος και μαγικός ήχος που μας σφιγγει την ψυχή! – είναι απείρως πιο θερμό και πιο ωραίο για μας απ’ το αιώνιο. Ας το αγαπήσουμε κι ας το ευλαβηθούμε, γιατί μεσ’ το εφήμερο καθρεφτίζεται η δημιουργική θέληση και η άπειρη αγαθότητα του μακρυνού Θεού…




ΝΤΙΜΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΚΤΩ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Μ.Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ & ΣΙΑ 1938

Δεν υπάρχουν σχόλια: