«Το πραγματικό κακό, το καθαυτό κακό,
είναι οι κοινωνικές συνθήκες και οι
θεσμοί που καλύπτουν τα φυσικά δεδομένα,
ξεκινώντας απ’ την οικογένεια και
καταλήγοντας στο χρήμα, απ΄τη θρησκεία
στο κράτος. Γεννιόμαστε άντρες ή γυναίκες,
θέλω να πω πως γεννιόμαστε για να γίνουμε
κάποτε ενήλικοι άντρες ή γυναίκες, δεν
ερχόμαστε όμως στον κόσμο για να γίνουμε
σύμφωνα με τους νόμους της φύσης ούτε
σύζυγοι, ούτε καθολικοί, ούτε προτεστάντες,
ούτε Πορτογάλοι, ούτε Άγγλοι. Γινόμαστε
ό,τι γίνουμε μόνο με την επίδραση των
κοινωνικών θεσμών. Γιατί όμως είναι
κακοί οι κοινωνικοί θεσμοί; Επειδή
πρόκειται για θεσμούς, επειδή δεν είναι
φυσικοί. Το κράτος είναι τόσο μηδαμινό
όσο και το χρήμα, οι θρησκείες τόσο
ασήμαντες όσο και η οικογένεια. Κι αν
υπήρχαν κι άλλοι θεσμοί αυτού του είδους,
θα ήταν το ίδιο κακοί, ακριβώς επειδή
θα ήταν θεσμοί, επειδή απλώς θα κάλυπταν
και θα εμπόδιζαν τα φυσικά δεδομένα.
Και κάθε σύστημα, εκτός από το καθαρά
αναρχικό που θέλει να καταργήσει όλους
αυτούς τους θεσμούς, δεν είναι παρά
ένας θεσμός. Θα ήταν παράλογο, για να
μην πω έγκλημα, να επενδύσουμε όλες μας
τις επιθυμίες και να αναλώσουμε όλους
μας τους κόπους, για να αντικαταστήσουμε
έναν κοινωνικό θεσμό από κάποιον άλλο,
γιατί αυτό θα είχε αποτέλεσμα να
δημιουργηθεί αναταραχή στην κοινωνία,
με αποκλειστικό και μόνο στόχο να μην
αλλάξει τίποτα. Κι αφού θεωρούμε τους
κοινωνικούς θεσμούς άδικους επειδή
καταδυναστεύουν και καταπιέζουν τη
φύση του ανθρώπου, τότε γιατί να σπαταλάμε
τις δυνάμεις μας να τους αντικαταστήσουμε
με άλλους, όταν μπορούμε να τους
καταστρέψουμε όλους;
»Μου φαίνεται ότι όλ’ αυτά είναι λογικά.
Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν είναι έτσι,
ας υποθέσουμε ότι κάποιος θ’ απαντούσε
πως όλ’ αυτά είναι καλά κι ωραία, αλλά
πως το αναρχικό σύστημα δεν είναι
πραγματοποιήσιμο, κι ας εξετάσουμε με
την ησυχία μας κι αυτή την πλευρά του
προβλήματος.
»Γιατί να μην είναι πραγματοποιήσιμο
το αναρχικό σύστημα; Εμείς οι προοδευτικοί
ξεκινάμε όλοι από τη βασική αρχή ότι το
υφιστάμενο σύστημα είναι άδικο, όμως
πέρα απ’ αυτό υποστηρίζουμε ότι θα
πρέπει να αντικατασταθεί από ένα
δικαιότερο για να επικρατήσει δικαιοσύνη.
Αν σκεφτόμασταν διαφορετικά, δε θα
ήμαστε προοδευτικοί, αλλά αστοί. Από
πού προκύπτουν όμως τα κριτήρια για το
δίκαιο; Απ’ αυτό που είναι φυσικό
κι αληθινό, σ’ αντίθεση με τους
κοινωνικούς θεσμούς και τα κατά συνθήκην
ψεύδη. Αλλά αν κάτι είναι φυσικό, δε θα
είναι μόνο κατά το ήμισυ, το εν τέταρτο
ή το εν όγδοο. Ωραία λοιπόν! Τότε θα
πρέπει όμως να ισχύει ένα απ’ τα δύο
ενδεχόμενα: είτε αυτό που είναι φυσικό
είναι πραγματοποιήσιμο, είτε δεν είναι
πραγματοποιήσιμο. Για να το πούμε
διαφορετικά: είτε μια κοινωνία μπορεί
να είναι φυσική, είτε είναι κατ’ ουσίαν
θεσμός, οπότε είναι αδύνατο να γίνει
ποτέ φυσική. Αν η κοινωνία μπορεί να
είναι φυσική, τότε μπορεί να είναι δυνατή
και μια αναρχική ή ελεύθερη κοινωνία,
επειδή μόνο αυτή θα ήταν μια κοινωνία
ολωσδιόλου φυσική. Αν όμως η κοινωνία
δε γίνεται να είναι φυσική, αν πρέπει
(όποια και να ‘ναι η αιτία) να είναι
θεσμός, τότε είμαστε αναγκασμένοι να
τη θεωρήσουμε το μικρότερο κακό και να
την κάνουμε, μέσα στα θεσμικά πλαίσια,
όσο μπορούμε πιο φυσική, για να είναι
κι όσο το δυνατό δικαιότερη. Και ποιος
είναι αυτός ο πιο φυσικός θεσμός; Κανείς
δεν είναι καθεαυτού φυσικός αφού είναι
θεσμός, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση
φυσικότερος θα ήταν εκείνος που φαίνεται
φυσικότερος, που τον αντιλαμβανόμαστε
ως φυσικότερο. Και ποιος είναι βέβαια
ο φυσικότερος ή ποιον αντιλαμβανόμαστε
ως φυσικότερο; Εκείνους που έχουμε
συνηθίσει. (Πρέπει να καταλάβετε ότι
κάτι είναι φυσικό όταν είναι ενστικτώδες,
κι ότι εκείνο που δεν είναι ενστικτώδες,
αλλά που σε γενικές γραμμές μοιάζει να
είναι, αυτό είναι η συνήθεια. Το κάπνισμα
δεν είναι ούτε φυσικό ούτε ενστικτώδης
ανάγκη, όμως απ’ τη στιγμή που το
συνηθίζει κανείς, του φαίνεται φυσικό,
το αντιλαμβάνεται ως ενστικτώδη ανάγκη).
Και ποιος είναι ο κοινωνικός θεσμός που
μας έγινε συνήθεια; Το παρόν σύστημα
βέβαια, το αστικό σύστημα. Απ’ αυτά, αν
τα δούμε λογικά, προκύπτει είτε ότι
θεωρούμε τη φυσική κοινωνία δυνατή,
οπότε πρέπει να πάρουμε αναρχική θέση,
είτε ότι υποστηρίζουμε πως είναι αδύνατη,
οπότε πρέπει να υπερασπιστούμε το αστικό
σύστημα. Εναλλακτική περίπτωση δεν
υπάρχει. Μέχρι εδώ μπορέσατε να με
παρακολουθήσετε;…»
«Ναι, όλ’ αυτά είναι απολύτως λογικά».
«Όχι όμως εντελώς λογικά ακόμη… Οφείλουμε
να εξαλείψουμε άλλη μιαν αντίρρηση
τέτοιου είδους. Μπορεί κανείς να δεχτεί
ότι το αναρχικό σύστημα είναι δυνατόν
να πραγματοποιηθεί, θα μπορούσε όμως
και ν’ αμφισβητήσει ότι είναι δυνατόν
να πραγματοποιηθεί διαμιάς… ν’
αμφισβητήσει ότι υπάρχει μετάβαση απ’
την αστική κοινωνία στην ελεύθερη δίχως
να μεσολαβήσουν κάποια στάδια ή, αν
θέλετε, καθεστώτα. Όσοι φέρνουν τέτοιες
αντιρρήσεις, θεωρούν μεν την αναρχική
κοινωνία και καλή και δυνατή, διαισθάνονται
όμως ότι πρέπει να υπάρξει κάποιο
μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην αστική
και στην αναρχική κοινωνία.
»Ωραία λοιπόν. Ας υποθέσουμε ότι είναι
έτσι. Τι είδους μεταβατικό στάδιο θα
ήταν αυτό; Στόχος μας είναι η αναρχική,
η ελεύθερη κοινωνία. Άρα το μεταβατικό
στάδιο θα πρέπει να είναι σαφώς τέτοιο,
που να προετοιμάζει την ανθρωπότητα
για την ελεύθερη κοινωνία. Και η
προετοιμασία θα ‘πρεπε να είναι υλική
ή πνευματική. Αυτό σημαίνει ότι θα
πρόκειται για μια σειρά υλικές, δηλαδή
κοινωνικές κατακτήσεις, που με τη βοήθειά
τους η ανθρωπότητα θα μάθει να αποδέχεται
την ελεύθερη κοινωνία, ή ότι θα πρόκειται
για κάποια απλή προσπάθεια διαφωτισμού,
που θα κερδίζει όλο και περισσότερο
έδαφος και επιρροή και θα οδηγήσει
πνευματικά την ανθρωπότητα στο
σημείο να ευχηθεί και ν’ αποδεχθεί την
ελεύθερη κοινωνία.
»Ας δεχτούμε για λίγο την πρώτη περίπτωση,
την προοδευτική υλική προσαρμογή της
ανθρωπότητας στην ελεύθερη κοινωνία.
Αυτό είναι αδύνατο, κάτι περισσότερο
από αδύνατο: παράλογο. Μόνο σε κάτι που
υπάρχει μπορούμε να προσαρμοστούμε
υλικά. Κανείς μας δε θα μπορούσε να
προσαρμοστεί στον κοινωνικό περίγυρο
του 23ου αιώνα, ακόμη κι αν γνώριζε
τη σύνθεσή του, κι ο λόγος που δεν μπορεί
να προσαρμοστεί σ’ αυτόν υλικά, είναι
ότι ο 23ος αιώνας με τον περίγυρό
του δεν έχει υπάρξει ακόμα υλικά.
Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι κατά
τη μετάβαση από την αστική στην ελεύθερη
κοινωνία, μόνο για πνευματική
προσαρμογή, μεταμόρφωση ή αλλαγή μπορεί
να γίνεται λόγος, και μάλιστα έτσι που
οι άνθρωποι ν’ αποδεχτούν πνευματικά
συν το χρόνω την ιδέα της ελεύθερης
κοινωνίας… Σχετικά με την υλική
προσαρμογή υπάρχει βέβαια και η
περίπτωση…»
«Στο διάβολο πια με τις περιπτώσεις
σας!»
«Μα αγαπητέ! Όσοι έχουν εναργές το
πνεύμα, οφείλουν να εξετάσουν πρώτα
όλες τις πιθανές αντιρρήσεις, πριν
ισχυριστούν πως είναι πεισμένοι απ’
τη διδασκαλία τους. Κι έπειτα, μην ξεχνάτε
πως όλ’ αυτά δεν είναι παρά η απάντηση
στην ερώτηση που μου θέσατε».
«Έχει καλώς».
«Πάντως, σχετικά με την υλική προσαρμογή
υπάρχει, όπως σας έχω ήδη αναφέρει, ακόμη
μια περίπτωση, και συγκεκριμένα η
περίπτωση μιας επαναστατικής δικτατορίας».
«Τι; Μιας επαναστατικής δικτατορίας;»
«Όπως σας ανέπτυξα και πριν, δεν μπορεί
να υπάρξει ποτέ υλική προσαρμογή σε
κάτι που δεν υφίσταται ακόμα υλικά. Αν
λόγω κάποιας ξαφνικής αναταραχής γινόταν
κοινωνική επανάσταση, δε θα εγκαθιδρυόταν
μια ελεύθερη κοινωνία (αφού η ανθρωπότητα
δε θα ήταν προετοιμασμένη για κάτι
τέτοιο), αλλά μια δικτατορία εκείνων
που θέλουν να εγκαθιδρύσουν την ελεύθερη
κοινωνία. Έτσι θα υπήρχε υλικά ήδη κάτι
από την ελεύθερη κοινωνία, έστω και μόνο
ως σχέδιο, ως πρόθεση. Θα υπήρχε συνεπώς
κάτι υλικό, στο οποίο θα μπορούσε να
προσαρμοστεί η ανθρωπότητα. Κι αυτό
ακριβώς είναι το επιχείρημα που θα
πρόβαλλαν οι ανόητοι που μιλάνε για τη
«δικτατορία του προλεταριάτου», αν ήταν
βέβαια σε θέση να επιχειρηματολογούν
ή και να σκέφτονται. Είναι αυτονόητο
πως το επιχείρημα δεν είναι δικό τους:
είναι δικό μου. Φέρνω αντεπιχείρημα στα
δικά μου λόγια. Κι όπως θα σας δείξω
αμέσως, είναι λαθεμένο.
»Αν εξετάσει κανείς ένα επαναστατικό
καθεστώς, όποιο στόχο κι αν θέτει, από
όποιες ιδέες κι αν καθοδηγείται, από
την υλική του σκοπιά, θα δει ότι όσο θα
υφίσταται, δε θα είναι παρά ένα και μόνο
πράγμα,,, ένα επαναστατικό καθεστώς.
Επαναστατικό καθεστώς σημαίνει όμως
δικτατορία των όπλων ή, για να το ορίσουμε
καλύτερ, στρατιωτικό καθεστώς βίας,
ακριβώς επειδή η κοινωνία κηρύσσεται
από ένα μέρος της σε κατάσταση πολέμου…
και μάλιστα από εκείνο το μέρος της που
πήρε την εξουσία με την επανάσταση. Τι
συμπεραίνουμε απ’ αυτό; Συμπεραίνουμε
ότι εκείνος που στοχεύει σ’ ένα τέτοιο
καθεστώς, που είναι από υλική σκοπιά
ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς βίας,
στοχεύει σ’ ένα στρατιωτικό καθεστώς
βίας. Η ιδέα που οδηγούσε τους επαναστάτες
κι ο στόχος που είχαν θέσει, εξαφανίζονται
τώρα εντελώς απ’ την κοινωνική
πραγματικότητα, που τη διεκδικούν
πια αποκλειστικά τα πολεμικά γεγονότα.
Έτσι ξεπηδά από μια επαναστατική
δικτατορία – κι αυτό τόσο περισσότερο,
όσο πιο πολύ διαρκεί αυτή η δικτατορία
– μια πολεμική κοινωνία δικτατορικού
τύπου, με άλλα λόγια μια στρατιωτική
κυριαρχία δια της βίας. Τι βγήκε απ’ τη
Γαλλική Επανάσταση; Ο Ναπολέων και η
στρατιωτική του κυριαρχία δια της βίας.
Και θα δείτε και μόνος σας τι θα βγει
απ’ τη Ρωσική Επανάσταση… Κάτι που θα
καθυστερήσει την πραγματοποίηση της
ελεύθερης κοινωνίας επί δεκαετίες. Αλλά
τι να περιμένει κανείς από ένα λαό
αναλφάβητων και μυστικιστών;
»Όμως αυτά δεν έχουν σχέση με το θέμα
μας. Μπορέσατε να παρακολουθήσετε τα
επιχειρήματά μου;»
«Βεβαίως»
«Τότε θα καταλάβετε και πως έφτασα στο
ακόλουθο συμπέρασμα. Στόχος: η αναρχική
κοινωνία, η ελεύθερη κοινωνία. Μέσο: η
αδιαμεσολάβητη αλλαγή από την αστική
στην ελεύθερη κοινωνία. Για να γίνει
δυνατή αυτή η αλλαγή, θα έπρεπε να
προετοιμαστεί με μια προσπάθεια
εντατικού, απόλυτου και συνολικού
διαφωτισμού, που θα έκανε τον κόσμο
δεκτικό και που θα αποδυνάμωνε κάθε
αντίσταση. Όταν λέω “προσπάθεια
διαφωτισμού”, δεν εννοώ βέβαια μόνο
τον γραπτό ή τον προφορικό λόγο, αλλά
κάθε άμεση ή έμμεση ενέργεια που θα
συμβάλλει για να γίνει ο κόσμος δεκτικός
στην ελεύθερη κοινωνία, εμποδίζοντας
όσους εναντιώνονταν στον άνοδό της.
Όταν θα είχε πια εξαλειφθεί κάθε
αντίσταση, τότε θα μπορεί να γίνει, αν
χρειαστεί, η κοινωνική επανάσταση και
να ολοκληρωθεί γρήγορα και ανεμπόδιστα,
δίχως να απαιτηθεί καμιά επαναστατική
δικτατορία. Εναντίον τίνος να στραφεί
πια; Όμως, αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν
έτσι, αυτό θα σημαίνει τότε ότι ο
αναρχισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί,
κι αν ο αναρχισμός δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί, τότε η μόνη αξία
υπεράσπισης και δίκαιη κοινωνία θα
ήταν, όπως έχω αποδείξει, η αστική.
»Βλέπετε λοιπόν γιατί και πως έγινα
αναρχικός και με ποιον τρόπο απέρριψα
άλλες, λιγότερο τολμηρές κοινωνικές
διδασκαλίες ως λαθεμένες και αντίθετες
στη φύση;
»Αυτό ήταν… Ας ξαναπιάσουμε τώρα τη
δική μου ιστορία»
Πήρε φωτιά κι άναψε το πούρο του. Έπειτα
κάθισε σκεφτικός, για να συνεχίσει σε
λίγο.
Fernando Pessoa
Ο Αναρχικός Τραπεζίτης
Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Εξάντας 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου