.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

ΟΙ ΞΕΦΤΕΛΙΣΜΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ – BORIS VIAN


«Ο άνθρωπος που δέχεται από τεμπελιά και από έλλειψη κουράγιου ένα σύνολο από έτοιμες ιδέες και τις εμπιστεύεται, ο άνθρωπος που δεν διατηρεί, τουλάχιστο σαν αρχή του, το δικαίωμα να τις εξετάσει και να τις τροποποιήσει, αρνείται το εξαιρετικό του χάρισμα του δημιουργού, για να επιστρέψει στην τάξη των όντων που ταυτίζονται με την κληρονομιά τους»
Πωλ Οζέ

Ο καιρός της σούπας*
Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο να απαιτεί στέρερα ψυγεία και 4CV** που να μην είναι από μαλακό τυρί.
Έχει εξ ίσου δίκιο ν’ απαιτεί, όταν γίνεται μια τελειοποίηση στο αυτοκίνητο ο κατασκευαστής να την λαμβάνει υπ’ όψη, αφού πληρώνει, φυσικά.
Επίσης πρέπει να ξέρει ότι υπάρχουν στερεά ψυγεία και γερά 4CV. Για τ’ αντικείμενα αυτό το μαθαίνεις πολύ γρήγορα. Παρά την φρικιαστική της ασκήμια η Πεζώ 203 υπήρξε ένα καλό παράδειγμα της επιτυχίας της στερεότητας, δηλαδή της εμπορικής τιμιότητας. Όσον αφορά στ’ αντικείμενα ο άμεσα «ενδιαφερόμενος» πελάτης μαθαίνει εύκολα.
Αντίθετα, στον «διανοητικό» τομέα (ας διατηρήσουμε, ελλείψει καλύτερου, αυτόν τον όρο. Το τραγούδι αποτελεί μέρος ενός ιδιαίτερου τομέα της έκφρασης και έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζονται τα πράγματα σαν αυτό διανοητικά…), υπογραμμίσαμε ότι αφού η ηλιθιότητα είναι από τη φύση της πιο επιθετική από την ευφυία και τα πρότυπα προς μίμησιν υπερκαλύπτονται από τις απομιμήσεις, το σλόγκαν του πελάτη στοχεύει αποτελεσματικά σε μια πνευματική εξουσία από στουρνάρια και khons (βλ. «Προεισαγωγική σημείωση»).
Και, κατ’ αρχήν, ποιος εισήγαγε στο χώρο του τραγουδιού αυτό τον όρο του πελάτη;
Το κοινό πληρώνει το τραγούδι που ακούει, εξυπακούεται. Με έμμεσους τρόπους, είναι αλήθεια, αλλά πληρώνει: χαράτσι στη ραδιοφωνία, εισιτήριο στο μιούζικ-χωλλ, ποστοστά πάνω στην πώληση φορμά*** και δίσκων. Κάτι φτάνει και στον συγγραφέα, στον συνθέτη και στον εκδότη…
Αλλά αν το κοινό δεν πλήρωνε… κι αν δεν υπήρχε κοινό, υπήρχαν ωστόσο συγγραφείς, τραγούδια και τραγουδιστές.

Αυτό είναι που ξεχνούν πάντα οι ξεφτελισμένοι συγγραφείς.
Ο ξεφτελισμένος συγγραφέας, είναι αυτός, που, απογοητευμένος εκ των προτέρων, σας δηλώνει μ’ ένα πραγματικό ή προσποιητό κυνισμό: «Για να πουληθεί πρέπει να είναι σκατά».
Αυτοί εδώ προδίδονται αμέσως. Είναι το «για να πουληθεί» τους που τους προδίδει.
Φυσικά, ένα θέλει κανείς να κερδίσει πολλά χρήματα τον συμφέρει να συγκεντρώσει πολλούς πελάτες. Αλλά στο επάγγελμα του τραγουδιού η έκταση αυτής της πελατείας εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο φροντίζει κανείς την ποιότητα. Η σχέση με το κοινό είναι μια συναλλαγή και το καθένα από τα δυο μέρη αντανακλάται στο άλλο.
Μιλήσαμε γι’ αυτοκίνητα, ας πάμε λίγο μακρύτερα την αναλογία. Στον τομέα της κατασκευής αυτοκινήτων υπάρχει η Ρολλς-Ρόυς στη μια άκρη, υπάρχει, η Φολκσβάγκεν στην άλλη. Απ’ τη μια μεριά η μηχανική τελειότητα, το αυτοκίνητο που τρέχει τριάντα χρόνια χωρίς πρόβλημα. Από την άλλη το μικρό φτηνό αυτοκίνητο, που λαμβάνοντας υπ’ όψη την τιμή του, κάνει αυτό που μπορεί και πολύ καλά.
Αυτά τα δύο αυτοκίνητα κοστίζουν, αλλά η Ρολλς-Ρόυς δέκα φορές περισσότερο από την Φολκσβάγκεν: είναι λοιπόν φυσιολογικό να υπάρχει μεταξύ τους ποιοτική διαφορά.
Όμως ένα καλό τραγούδι δεν κοστίζει ακριβότερα από ένα κακό. Και εδώ είναι που σταματάει η αναλογία. Είναι στον συγγραφέα και στον συνθέτη που κοστίζει περισσότερη προσπάθεια… Μια προσπάθεια πολύ ευχάριστη.
Ωστόσο, καθημερινώς, μέσα στον κόσμο του τραγουδιού θα συναντήσετε τον συγγραφέα, τον εκδότη, ή τον συνθέτη που αδιάφοροι θα σας επαναλαμβάνουν: «Για να πουληθεί πρέπει να είναι σκατά».
Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, μπροστά σ’ αυτήν την σαφήνεια, ότι αφού τα σκατά βγουν συνεχίζουν να το θεωρούν σαν αυτά. Αλλά περιμένετε λίγο κι αυτά τα σκατά χάρη στις σοφές τους εργασίες θ’ αρχίσουν, τολμώ να πω, να παράγουν έσοδα…
Περιμένετε και θα τους δείτε να πετάνε το σακάκι τους και να λένε ότι στο κάτω κάτω, αφού αυτά τα σκουπίδια δουλεύουν… ε, λοιπόν, σημαίνει ότι ήταν καλά!... Ίσως να είναι όντως τέχνη! Με κεφαλαίο Τ.
Όχι ιστορίες, αγαπητοί μου συνάδερφοι. Όσοι από σας δεν είστε ηλίθιοι (Αυτό αφήνει απ’ έξω μερικούς) ξέρετε όπως κι εγώ, δεν είναι αυτό που προτιμάμε που λειτουργεί καλύτερα. Μόλις αρχίσετε να νιώθετε τον πειρασμό να αφιερωθείτε αποκλειστικά στο τραγούδι, δηλαδή να ζήσετε απ’ αυτό, οδηγείσθε στο να δεχτείτε μια προσαρμογή που δεν σας εμπνέει καθόλου, μια μουσική που δεν σας τραβάει καθόλου ή στίχους που σας αφήνουν αδιάφορους, αλλά που αρέσουν σε μια βεντέτα που σας αρέσει πολύ. Μη ρίχνουμε το ανάθεμα στο «βρώσιμο» τραγούδι. Αλλά, προς Θεού, ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστο, να φτιάξουμε απ’ αυτό ένα Φολκσβάγκεν, αν δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια Ρολλς. Τίποτε άλλο παρά Ρολλς θα ήταν μονότονο, εξυπακούεται… τίποτε άλλο παρά Φολκς επίσης, σύμφωνοι… αλλά τίποτε άλλο από χαλασμένα αυτοκίνητα θα ήταν ακόμα πιο οδυνηρό, όχι;

Δεν έχουμε εδώ να κανονίσουμε λογαριασμούς με κανένα, αλλά υπάρχει μια ηθική του κάθε επαγγέλματος. Το επάγγελμα πρέπει να το κάνει κανείς τίμια και αν ο πελάτης ζητάει σάπιο κρέας πρέπει να του λέμε «Λυπούμαι». Αν όμως δεν ξέρει τι θέλει να μη του πλασάρουμε σάπιο κρέας παρουσιάζοντάς το για φιλέτο…
Φυσικά, είναι επικερδές το να ικανοποιεί κανείς μια άμεση απαίτηση, αυτό όμως δεν πρέπει να τον εμποδίζει να προσπαθεί να δημιουργεί μια μελλοντική απαίτηση πιο ενδιαφέρουσα. Το κοινό είναι ικανό, με ευχαρίστηση, να απορροφάει μια παραγωγή της οποίας η ποιότητα συνεχώς βελτιώνεται.
Όχι με την πρώτη μέρα, ίσως, όχι με το πρώτο. Γίνεται ν’ απαιτήσει κανείς από ένα μαθητής της πρώτης γυμνασίου να διαβάσει Σενέκα με άνεση;
Και ποιο παράδειγμα είναι ωραιότερο απ’ αυτό του Ζωρζ Μπρασσένς, που άρχισε με τραγούδια σχετικώς εύκολα όπως «Η γενναία Μαργκό», «Η εκατόμβη» για να καταλήξει, χωρίς να χάσει ένα πελάτη, μάλλον έγινε το αντίθετο, σ’ αυτά τα θαυμάσια τραγούδια που διαρκούν, ξεκάθαρα σαν χαρακτικά έργα, πικρά κι ωραία, όπως «Ο θείος Αρσιμπάλ», «Ο παππούς», «Γαμήλιο μαρς»;
Ας βάλουμε κατά μέρος την περίπτωση των ανευθύνων**** κι ας χτυπήσουμε εύθυμα τους συγγραφείς, τους συνθέτες και τους στιχουργούς που χάνουν την εύνοια των άλλων, καθημερινώς και ηθελημένως με πλήρη συνείδηση και με πάσα ηρεμία. Δεν έχουν παρά μια προστασία, τον, κάποτε αυθάδη, λογαριασμό τους στην τράπεζα. Όμως δίπλα στον Ωνάση απ’ την ίδια άποψη, είναι εντελώς τιποτένιοι. Είναι πολύ εύκολο να υποτιμήσεις το γούστο του κοινού, είναι εξ ίσου πιθανό να το βελτιώσεις. Ο Σαρλ Τρενέ, σε είκοσι χρόνια, δημιούργησε μια τεράστια αγορά για το ποιητικό τραγούδι, το ελαφρό ερωτικό τραγούδι, το τραγούδι το τρελούτσικο, το ωραίο τραγούδι. Ξαναδώστε στους ανθρώπους το γούστο για στίχους λίγο καλύτερα πλασμένους από αυτούς των κατασκευαστών με το λεξικό των ομοιοκαταληξιών στο χέρι. Και στο μουσικό επίπεδο ας αναπτύξουμε λίγο το «λεξιλόγιο» του κοινού των θνητών. Αρκετά με τους εκδότες οι οποίοι ανακατεύονται όταν ακούν μια «Πέμπτη» μειωμένη. Αρκετά με τους διευθυντές τους λεγόμενους καλλιτεχνικούς, οι οποίοι σας διαβεβαιώνουν, κοιτάζοντάς σας στα μάτια ότι ο Κούρτ Βάιλ έκανε ένα λάθος στο ακκοπανιαμέντο. Αρκετά μ’ αυτά τα ντο μείζον σολ εβδόμης, που κάνει να ζει η ισπανοκρατία και η ιταλοκρατία. «Όταν σιγομουρμουρίζουν το τραγούδι στο δρόμο δεν τραγουδούν και το ακκομπανιαμέντο», σας αντιλέγει αμέσως ο κρετίνος ή η κρετίνα της υπηρεσίας. Ε, λοιπόν, μάθετε, κρετίνε ή κρετίνα της υπηρεσίας ότι ορισμένες μογγολικές φυλές έχουν τελειοποιήσει μια ασυνήθιστη φωνητική τέχνη που τους επιτρέπει να τραγουδάνε ακκομπανιαριζόμενοι μόνοι τους. Ο Φρανσίς Λεμάρκ έφερε από το ταξίδι του στη Ρωσία καταπληκτικές μαγνητοταινίες όπου ακούει κανείς λόγια τραγουδισμένα συγχρόνως μ’ ένα εκπληκτικό contre-chant, συχνά περίπλοκο που αποτελείται από μελίσματα πολύ διαφορετικά από εκείνα της κυρίας φωνής και που μοιάζει με ακκομπανιαμέντο αυλού του Πανός.
-Φυσικά, λέει ο Φρανσίς, όταν ακούς την ταινία μπορεί να νομίσεις ότι είναι τρυκαρισμένη και ότι υπάρχει ένας μουσικός που παίζει.

Αλλά δεν είναι έτσι. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τις στοματικές – φαρυγγικές του κοιλότητες κάνοντας να αντηχεί εκεί αυτό το παράξενο σφύριγμα… Λοιπόν… βλέπετε ότι το ακκομπανιαμέντο μετράει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο πλουτίζεται. Εξ άλλου, προσωπικά, δεν μπόρεσα ποτέ να σιγομουρμουρίσω μια μελωδία χωρίς να σκέφτομαι το ακκομπανιαμέντο…

Οι αξιοκαταφρόνητοι άνθρωποι, εν συμπεράσματι, είναι αυτοί που δικαιολογούν την μετριότητά τους χαρακτηρίζοντας άξιο περιφρόνησης το «κοινό». Για το δικό τους αλάφρωμα κι εκείνο των θυμάτων αυτής της αρκετά συνηθισμένης αδυναμίας, του φόβου, ας βεβαιώσουμε με θλίψη πως ζούμε σε μια χώρα όπου ο αξιότιμος Πωλ Ριμπεϋρ τόλμησε να δηλώσει πριν μερικά χρόνια ότι οι μουσικοί είναι «άτομα κοινωνικώς άχρηστα». Το να έχει ένας πολιτικός βουλωμένα τα’ αφτιά του, να τι αρκεί για να δηλητηριάζει αναρίθμητους νέους που ζητούν δουλειά και να δικαιολογεί όλες τις καταχρήσεις. Ευτυχώς, οι μουσικοί θα μπορούσαν να ξαναβρούν μια μέρα όλους τους πρώην υπουργούς στον πάτο του σάκου των άχρηστων κοινωνικώς κι αυτό θα τους έδινε ένα απορροφητικό στρώμα.
Κι ας ασχοληθούμε τώρα μ’ αυτούς που ο ρόλος τους, των διαμέσων μεταξύ των συγγραφέων, των συνθετών και των καλλιτεχνών από τη μια πλευρά και του τμήματος του κοινού που πληροφορούν από την άλλη, θα έπρεπε να τους χαρακτηρίζει ιδιαίτερα όσον αφορά στην επίδρασή τους πάνω σ’ αυτό το κοινό και σ’ αυτούς τους παραγωγούς: τους κριτικούς. Δεν θα ήταν υπερβολικό να τους αφιερώσουμε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Το δικαιούνται χωρίς την παραμικρή αμφιβολία.


_______________________
*σ.τ.μ.: Δηλαδή φαϊ κακής ποιότητας, για τον κοσμάκη.
**σ.τ.μ.: Το κλασικό μοντέλο της μάρκας αυτοκινήτων Ρενώ.
***σ.τ.μ.: Μουσικών κομματιών.
****Αυτό για να κρατήσω μια πόρτα εξόδου, για την περίπτωση που θα γράψω κάποτε ένα φρικτό τραγούδι…



Boris Vian
Ας αρχίσει η μουσική
Μετάφραση: Μάγδα Οιχαλιώτου
Εκδόσεις Νεφέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: