Η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας των θεών
και του αγαπημένου της ή του γιου της
ήταν πολύ λαοφιλής στη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία. Επιγραφές αποδείχνουν
ότι και οι δύο απολάμβαναν θεϊκές τιμές,
ξεχωριστά ή μαζί, όχι μόνο στην Ιταλία
και κυρίως στη Ρώμη, αλλά επίσης στις
επαρχίες, ιδίως στην Αφρική, την Ισπανία,
την Πορτογαλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία
και τη Βουλγαρία. Η λατρεία τους επιβίωσε
και μετά την εγκαθίδρυση του χριστιανισμού
από τον Κωνσταντίνο. Γιατί ο Σύμμαχος
αναφέρει ότι επαναλαμβανόταν η γιορτή
της Μεγάλης Μητέρας και ότι στις ημέρες
του Αυγουστίνου οι θηλυπρεπείς ιερείς
της εξακολουθούσαν να παρελαύνουν στους
δρόμους και στις πλατείες της Καρχηδόνας,
με ασπρισμένα πρόσωπα, ευωδιαστά μαλλιά
κι επιτηδευμένο βάδισμα, ζητώντας
ελεημοσύνη από τους περαστικούς, όπως
οι επαίτες μοναχοί του Μεσαίωνα. Στην
Ελλάδα, από την άλλη μεριά, τα αιματηρά
όργια της ασιατικής θεάς και του συζύγου
της φαίνεται ότι είχαν βρει μικρή
απήχηση. Ο βάρβαρος και σκληρός χαρακτήρας
της λατρείας, με τις παράφορες υπερβολές,
ήταν χωρίς αμφιβολία αντίθετος στο καλό
γούστο και στη φιλανθρωπία των Ελλήνων,
οι οποίοι φαίνεται ότι προτιμούσαν τις
συγγενείς αλλά πιο λεπτές ιεροτελεστίες
του Άδωνη. Τα ίδια όμως χαρακτηριστικά
που σόκαραν και απωθούσαν τους Έλληνες
προσέλκυαν θετικά τους λιγότερο
εξευγενισμένους Ρωμαίους και βαρβάρους
της Δύσης. Η παραφροσύνη της έκστασης
που από λάθος θεωρούνταν θεϊκή έμπνευση,
η κατακρεούργηση του σώματος, η θεωρία
μιας νέας γέννησης και η απαλλαγή από
τις αμαρτίες μέσω της έκχυσης αίματος,
όλα έχουν την αρχή τους στη βαρβαρότητα
και φυσικά τραβούσαν τους λαούς εκείνους
στους οποίους τα άγρια ένστικτα
εξακολουθούσαν να είναι ισχυρά. Ο
αληθινός τους χαρακτήρας συχνά καλυπτόταν
κάτω από ένα κόσμιο πέπλο αλληγορικής
ή φιλοσοφικής ερμηνείας, η οποία προφανώς
ήταν αρκετή για να επιβληθεί στους
εκστατικούς κι ενθουσιώδεις πιστούς,
συμβιβάζοντας ακόμη και τους πιο
καλλιεργημένους από αυτούς με πράγματα
που, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα
τους γέμιζαν με τρόμο και αηδία.
Η θρησκεία της Μεγάλης Μητέρας με το
περίεργο ανακάτωμα άξεστης βαρβαρότητας
και πνευματικών φιλοδοξιών ήταν μια
από τις πολλές παρόμοιες ανατολικές
θρησκείες, η οποία κατά τις τελευταίες
ημέρες της ειδωλολατρίας εξαπλώθηκε
στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και διαδίδοντας
στους ευρωπαϊκούς λαούς ξένα ιδεώδη
για τη ζωή υπονόμευε σιγά σιγά ολόκληρο
το οικοδόμημα του αρχαίου πολιτισμού.
Η ελληνική και ρωμαϊκή κοινωνία ήταν
χτισμένες πάνω στην ιδέα της υποταγής
του ατόμου στην κοινότητα, του πολίτη
στην πολιτεία. Έβαζαν την ασφάλεια της
κοινοπολιτείας, ως ύπατο σκοπό, πάνω
από την ατομική ασφάλεια, σ’ αυτόν ή σ’
ένα μελλοντικό κόσμο. Εκπαιδευμένοι
από την αρχή της ζωής τους με αυτό το
αφιλόκερδο ιδεώδες οι πολίτες αφιερώνονταν
στο δημόσιο καθήκον και ήταν έτοιμοι
να πέσουν για το κοινό καλό. Ή, εάν
δίσταζαν μπροστά στην ύψιστη θυσία,
ποτέ δε σκέφτονταν ότι ενεργούσαν με
διαφορετικό τρόπο παρά με ευτέλεια,
αφού προτιμούσαν την προσωπική τους
υπόσταση από τα συμφέροντα της χώρας
τους. Αυτό άλλαξε με την εξάπλωση των
ανατολικών θρησκειών, οι οποίες χάραξαν
την επικοινωνία της ψυχής με το Θεό και
την αιώνια σωτηρία ως τα μόνα αντικείμενα
για τα οποία άξιζε να ζει κανείς και
μπροστά στα οποία η ευημερία και ακόμη
και αυτή η ύπαρξη της πολιτείας έπεφταν
σε δεύτερη μοίρα. Το αναπόφευκτο
αποτέλεσμα αυτού του εγωιστικού και
ανήθικου δόγματος ήταν ν’ αποσπάσει
τον πιστό όλο και περισσότερο από τη
δημόσια υπηρεσία, να συγκεντρώσει τις
σκέψεις του πάνω στις δικές του πνευματικές
συγκινήσεις και να προκαλέσει μέσα του
περιφρόνηση για την επίγεια ζωή, την
οποία θεωρούσε απλώς ως δοκιμασία για
μια άλλη ζωή καλύτερη και αιώνια. Ο άγιος
και ο ασκητής, περιφρονητικοί στα γήινα
και κυριευμένοι από έκσταση στη σκέψη
του ουρανού, έγιναν για την κοινή γνώμη
το υψηλότερο ιδανικό της ανθρωπότητας,
εκτοπίζοντας το παλιό ιδανικό του
πατριώτη και του ήρωα, ο οποίος ζει
ξεχνώντας τον εαυτό του και είναι έτοιμος
να πεθάνει για το καλό της πατρίδας του.
Η γήινη πολιτεία φαινόταν φτωχή και
αξιοκαταφρόνητη στους ανθρώπους των
οποίων τα μάτια ήταν προσηλωμένα στο
όραμα της Πολιτείας του Θεού, που ερχόταν
μέσα στα σύννεφα του ουρανού. Το κέντρο
βάρους λοιπόν, για να το πούμε έτσι,
μετατοπίστηκε από την τωρινή σε μια
μελλοντική ζωή και μολονότι ο άλλος
κόσμος μπορεί να κέρδισε πολλά, δεν
υπάρχει αμφιβολία όμως ότι έχασε και
πάρα πολλά από την αλλαγή. Άρχισε έτσι
μια γενική αποσύνθεση του σώματος της
πολιτείας. Οι δεσμοί μεταξύ του κράτους
και της οικογένειας χαλάρωσαν. Η δομή
της κοινωνίας άρχισε να διαλύεται στα
ατομικά της στοιχεία και γι’ αυτό να
ξαναπέφτει στη βαρβαρότητα. Γιατί ο
πολιτισμός είναι δυνατός μόνο μέσω της
δημιουργικής συνεργασίας των πολιτών
και της προθυμίας τους να υποτάξουν τα
προσωπικά τους συμφέροντα στο κοινό
καλό. Οι άντρες αρνούνταν να υπερασπίσουν
τη χώρα τους και ακόμη να διαιωνίσουν
το είδος τους. Στην αγωνία τους να σώσουν
την ψυχή τους και τις ψυχές άλλων, ήταν
ευχαριστημένοι ν’ αφήσουν τον υλικό
κόσμο, τον οποίο ταύτιζαν με την αρχή
του κακού, να χαθεί γύρω τους. Αυτή η
έμμονη ιδέα κράτησε χίλια χρόνια. Η
αναβίωση του ρωμαϊκού δικαίου, της
φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, της αρχαίας
τέχνης και φιλολογίας στο τέλος του
Μεσαίωνα σημείωσαν την επιστροφή της
Ευρώπης σε πιο φυσικά ιδανικά ζωής και
συμπεριφοράς, σε πιο λογικές και πιο
ανθρώπινες απόψεις για τον κόσμο. Το
μεγάλο φρενάρισμα στην πορεία του
πολιτισμού είχε τελειώσει. Το ρεύμα της
ανατολικής εισβολής είχε γυρίσει πίσω.
Και ακόμη αποτραβιέται.
Ανάμεσα στους θεούς ανατολικής προέλευσης,
που κατά την πτώση του αρχαίου κόσμου
ανταγωνίζονταν για την υποταγή της
Δύσης, ήταν και ο αρχαίος περσικός θεός
Μίθρας. Η πολύ μεγάλη δημοτικότητα της
λατρείας του πιστοποιείται από τα
σχετικά με αυτόν μνημεία που βρέθηκαν
διασπαρμένα σε αφθονία μέσα σε όλη τη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε σύγκριση με
τα δύο δόγματα και τις ιεροτελεστίες η
λατρεία του Μίθρα φαίνεται να παρουσιάζει
πολλά σημεία ομοιότητας όχι μόνο με τη
θρησκεία της Μητέρας των θεών, αλλά και
του χριστιανισμού. Η ομοιότητα ξάφνιασε
και αυτούς ακόμη τους χριστιανούς
μελετητές και ερμηνεύτηκε ως έργο του
διαβόλου, που προσπαθούσε να αποπλανήσει
τις ψυχές των ανθρώπων από την πραγματική
τους πίστη με μια δόλια απομίμηση. Έτσι,
στους Ισπανούς κατακτητές του Μεξικού
και του Περού πολλές από τις ντόπιες
ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες φάνηκαν
διαβολικές απομιμήσεις των χριστιανικών
μυστηρίων. Με μεγαλύτερη πιθανότητα ο
σύγχρονος μελετητής της συγκριτικής
θρησκειολογίας ανιχνεύει τέτοιες
ομοιότητες στις ανάλογες και ανεξάρτητες
λειτουργίες του ανθρώπινου μυαλού, στις
άδολες, αν και άξεστες προσπάθειες του
να ερευνήσει τα μυστικά του σύμπαντος
και να ρυθμίσει τη μικρή του ζωή σύμφωνα
με τα φοβερά μυστήρια. Όπως κι αν έχει
το πράγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η
μιθραϊκή θρησκεία αποδείχτηκε φοβερός
αντίπαλος του χριστιανισμού, συνδυάζοντας
τη σοβαρή τελετουργία με βλέψεις για
ηθική καθαρότητα και ελπίδα για
αιωνιότητα. Πράγματι, το αποτέλεσμα της
διαμάχης μεταξύ των δύο θρησκειών για
κάποια εποχή φαίνεται αμφίρροπο. Ένα
διαφωτιστικό απομεινάρι του μακροχρόνιου
αυτού αγώνα διατηρείται στη γιορτή μας
των Χριστουγέννων, την οποία φαίνεται
ότι η Εκκλησία έχει δανειστεί απευθείας
από τον ειδωλολάτρη αντίπαλό της. Στο
Ιουλιανό ημερολόγιο η εικοστή πέμπτη
Δεκεμβρίου υπολογιζόταν ως το χειμερινό
ηλιοστάσιο και θεωρούνταν ως η Γέννηση
του Ήλιου, γιατί η μέρα αρχίζει να
μεγαλώνει και η δύναμη του ήλιου ν’
αυξάνει από αυτό το σημείο στροφής του
χρόνου. Η τελετουργία λοιπόν της γέννησης,
όπως φαίνεται να γινόταν στη Συρία και
την Αίγυπτο, ήταν αξιοσημείωτη. Αυτοί
που έπαιρναν μέρος στην εορτή αποσύρονταν
σε ορισμένους εσωτερικούς ιερούς χώρους,
από τους οποίους έβγαιναν τα μεσάνυχτα
κραυγάζοντας δυνατά: «Η Παρθένος γέννησε!
Το φως μεγαλώνει!» Οι Αιγύπτιοι ακόμη
παρουσίαζαν το νεογέννητο Ήλιο με την
εικόνα νηπίου, το οποίο έφερναν στα
γενέθλιά του κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο
και το έδειχναν στους πιστούς. Χωρίς
αμφιβολία η Παρθένος που συνελάμβανε
έτσι και γεννούσε ένα γιο την εικοστή
πέμπτη Δεκεμβρίου ήταν η μεγάλη ανατολική
θεά, την οποία οι Σημίτες ονόμαζαν
Ουράνια Παρθένα ή απλώς Ουράνια Θεά.
Στις σημιτικές περιοχές ήταν μια μορφή
της Αστάρτης. Ο Μίθρας πάλι κανονικά
ταυτιζόταν από τους πιστούς του με τον
Ήλιο, τον Αήττητο Ήλιο, όπως τον ονόμαζαν.
Επομένως, η γέννηση του Μίθρα έπεφτε
επίσης στις είκοσι πέντε Δεκεμβρίου.
Τα Ευαγγέλια δε λένε τίποτα για την
ημέρα γέννησης του Χριστού και γι’ αυτό
η πρώτη Εκκλησία δεν την εόρταζε. Με τον
καιρό όμως οι χριστιανοί της Αιγύπτου
άρχισαν να θεωρούν την έκτη Ιανουαρίου
ως ημερομηνία της Γέννησης. Και το έθιμο
ανάμνησης της γέννησης του Σωτήρα αυτή
την ημέρα διαδόθηκε σιγά σιγά, μέχρι
που τον τέταρτο αιώνα εδραιώθηκε πια
στην Ανατολή. Αλλά στο τέλος του τρίτου
ή στην αρχή του τέταρτου αιώνα, η Δυτική
Εκκλησία, η οποία ποτέ δεν αναγνώρισε
την έκτη Ιανουαρίου ως ημέρα της Γέννησης,
υιοθέτησε την εικοστή πέμπτη Δεκεμβρίου
ως την αληθινή ημερομηνία και με τον
καιρό η απόφασή της έγινε αποδεχτή και
από την Ανατολική Εκκλησία. Στην
Αντιόχεια, η αλλαγή δεν εφαρμόστηκε
μέχρι περίπου το 375 μ. Χ.
Ποιες σκέψεις λοιπόν οδήγησαν τις
εκκλησιαστικές αρχές να θεσπίσουν τη
γιορτή των Χριστουγέννων; Τα κίνητρα
γι’ αυτόν το νεωτερισμό εκθέτονται με
μεγάλη ειλικρίνεια από ένα Σύριο
χριστιανό συγγραφέα. Που μας πληροφορεί
ότι «ο λόγος που οι Πατέρες μετέφεραν
τον εορτασμό της έκτης Ιανουαρίου στις
είκοσι πέντε Δεκεμβρίου ήταν ο ακόλουθος:
οι ειδωλολάτρες είχαν συνήθεια να
γιορτάζουν κατά την εικοστή πέμπτη
Δεκεμβρίου τα γενέθλια του Ήλιου και
ν’ ανάβουν φωτιές ως σημάδι για την
εορτή. Σ’ αυτούς τους πανηγυρισμούς
και τις γιορτές έπαιρναν επίσης μέρος
και οι χριστιανοί. Επομένως, όταν οι
πατέρες της Εκκλησίας αντιλήφθηκαν ότι
οι χριστιανοί είχαν κλίση προς αυτή τη
γιορτή, έκαναν συμβούλιο και έκριναν
ότι η πραγματική Γέννηση έπρεπε να
γιορτάζεται εκείνη ακριβώς την ημέρα
και η γιορτή των Θεοφανίων την έκτη
Ιανουαρίου. Έτσι, παράλληλα με το έθιμο,
διατηρήθηκε η συνήθεια ν’ ανάβουν
φωτιές μέχρι την έκτη Ιανουαρίου». Την
ειδωλολατρική προέλευση των Χριστουγέννων
υπαινίσσεται καθαρά, αν όχι παραδέχεται
σιωπηλά, ο Αυγουστίνος, όταν προτρέπει
τους χριστιανούς αδερφούς του να μη
γιορτάζουν αυτή την επίσημη μέρα, όπως
οι ειδωλολάτρες για λογαριασμό του
Ήλιου, αλλά για λογαριασμό εκείνου που
δημιούργησε τον Ήλιο. Ο Λέων ο Μέγας
επίσης επέκρινε την ολέθρια δοξασία
ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν
εξαιτίας του νέου Ήλιου, όπως ονομαζόταν,
και όχι εξαιτίας της γέννησης του
Χριστού.
Επομένως φαίνεται ότι η χριστιανική
Εκκλησία προτίμησε να γιορτάζει τα
γενέθλια του ιδρυτή της την εικοστή
πέμπτη Δεκεμβρίου, για να μεταφέρει την
αφοσίωση των ειδωλολατρών από τον Ήλιο
σ’ αυτόν που ονομαζόταν Ήλιος της
Δικαιοσύνης. Εάν λοιπόν ήταν έτσι, τότε
δεν μπορεί να είναι ουσιαστικά απίθανο
το συμπέρασμα ότι ίσως τέτοιου είδους
κίνητρα οδήγησαν τις εκκλησιαστικές
αρχές να εξομοιώσουν τη γιορτή του
Πάσχα, του θανάτου και της ανάστασης
του Κυρίου τους, με τη γιορτή του θανάτου
και της ανάστασης ενός άλλου ασιατικού
θεού, η οποία έπεφτε την ίδια εποχή.
Τώρα, οι πασχαλινές ιεροτελεστίες που
εξακολουθούν να τηρούνται ακόμη στην
Ελλάδα, στη Σικελία και στην νότια Ιταλία
έχουν σε πολλά σημεία μια καταπληκτική
ομοιότητα με τις ιεροτελεστίες του
Άδωνη, κι εγώ επισήμανα ότι ίσως η
Εκκλησία συνειδητά προσάρμοσε την
καινούρια γιορτή στους ειδωλολάτρες
προγόνους της, με σκοπό να κερδίσει
ψυχές για τον Χριστό. Αλλά αυτή η
προσαρμογή έγινε μάλλον στα μέρη του
αρχαίου κόσμου που μιλούσαν ελληνικά
παρά λατινικά. Γιατί η λατρεία του Άδωνη,
ενώ άνθισε ανάμεσα στους Έλληνες,
φαίνεται ότι μικρή εντύπωση προκάλεσε
στη Ρώμη και στη Δύση. Βέβαια, ποτέ δεν
αποτέλεσε μέρος της επίσημης ρωμαϊκής
θρησκείας. Ο τόπος που θα μπορούσε να
είναι χώρος της αγάπης για το χυδαίο,
ήταν ήδη κυριευμένος από την παρόμοια,
αλλά πιο βάρβαρη λατρεία του Άττη και
της Μεγάλης Μητέρας. Ο θάνατος πάλι και
η ανάσταση του Άττη επίσημα εορταζόταν
στη Ρώμη την εικοστή τετάρτη και την
εικοστή πέμπτη Μαρτίου. Η τελευταία
θεωρούνταν ως η εαρινή ισημερία και
συνεπώς ως η πιο κατάλληλη μέρα για την
αναβίωση του θεού της βλάστησης, ο οποίος
είχε πεθάνει ή κοιμόταν κατά τη διάρκεια
του χειμώνα. Αλλά σύμφωνα με μια αρχαία
και πλατιά διαδεδομένη παράδοση ο
Χριστός υπέφερε την εικοστή πέμπτη
Μαρτίου και επομένως μερικοί χριστιανοί
γιόρταζαν κανονικά τη Σταύρωση εκείνη
την ημέρα, χωρίς να λάβουν υπόψη τη φάση
του φεγγαριού. Αυτό το έθιμο τηρούνταν
βέβαια στη Φρυγία, την Καππαδοκία και
τη Γαλατία, ενώ υπάρχει περιθώριο σκέψης
ότι κάποια εποχή τηρούνταν και στη Ρώμη.
Έτσι η παράδοση που τοποθετούσε το
θάνατο του Χριστού την εικοστή πέμπτη
Μαρτίου ήταν παλαιά και με βαθιές ρίζες.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί
αστρονομικές μελέτες αποδείχνουν ότι
δεν μπορεί να έχει ιστορική βάση. Το
αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι τα
πάθη του Χριστού πρέπει αυθαίρετα να
τοποθετούνταν σ’ αυτή την ημερομηνία,
για να εναρμονιστούν με μια παλαιότερη
γιορτή της εαρινής ισημερίας. Αυτή είναι
η άποψη του σοφού εκκλησιαστικού
ιστορικού καρδινάλιου Duchense,
ο οποίος αναφέρει ότι ο θάνατος του
Σωτήρα έγινε έτσι, ώστε να πέσει την
ημέρα κατά την οποία, σύμφωνα με μια
πλατιά διαδομένη αντίληψη, είχε
δημιουργηθεί ο κόσμος. Αλλά η ανάσταση
του Άττη, ο οποίος συνδύαζε στο πρόσωπό
του τους χαρακτήρες του θεϊκού Πατέρα
και του θεϊκού Υιού, γιορταζόταν επίσημα
στη Ρώμη την ίδια μέρα. Όταν θυμηθούμε
ότι η γιορτή του Αγίου Γεωργίου τον
Απρίλιο αντικατέστησε την αρχαία
ειδωλολατρική γιορτή των Παριλίων, ότι
η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή
τον Ιούνιο διαδέχτηκε μια ειδωλολατρική
γιορτή του νερού το Μεσοκαλόκαιρο, ότι
η γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου τον
Αύγουστο εκτόπισε τη γιορτή της Ντιάνα,
ότι η γιορτή των Ψυχών τον Νοέμβριο
είναι συνέχεια μιας παλιάς ειδωλολατρικής
γιορτής των νεκρών και ότι η γέννηση
του Χριστού προσδιορίστηκε στο χειμερινό
ηλιοστάσιο τον Δεκέμβριο, γιατί η μέρα
αυτή θεωρούνταν ως η Γέννηση του Ήλιου,
τότε δύσκολα μπορούμε να θεωρηθούμε ως
απερίσκεπτοι και παράλογοι υποθέτοντας
ότι και η άλλη θεμελιώδης γιορτή της
χριστιανικής Εκκλησίας – ο εορτασμός
του Πάσχα – είχε οριστεί κατά τον ίδιο
τρόπο και από όμοια κίνητρα θέσπισης,
προσαρμοσμένη σε μια παρόμοια γιορτή
του φρυγικού θεού Άττη κατά την εαρινή
ισημερία.
Είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτη σύμπτωση,
αν όχι τίποτε περισσότερο, ότι οι
χριστιανικές και οι ειδωλολατρικές
γιορτές του θεϊκού θανάτου και της
θεϊκής ανάστασης πρέπει να γιορτάζονταν
την ίδια εποχή και στα ίδια μέρη. Γιατί
οι τόποι που γιόρταζαν το θάνατο του
Χριστού κατά την ανοιξιάτικη ισημερία
ήταν η Φρυγία, η Γαλατία και προφανώς η
Ρώμη, δηλαδή οι περιοχές όπου είτε είχε
ξεκινήσει η λατρεία του Άττη είτε είχε
ριζώσει βαθιά. Είναι δύσκολο να θεωρήσουμε
αυτή τη σύμπτωση εντελώς τυχαία. Εάν η
εαρινή ισημερία, η εποχή κατά την οποία
στις εύκρατες περιοχές όλη η φύση
μαρτυρεί μια νέα έκρηξη ζωτικής ενέργειας,
είχε θεωρηθεί από παλιά ως η εποχή που
ο κόσμος δημιουργούνταν κάθε χρόνο εκ
νέου με την ανάσταση ενός θεού, τίποτε
δε θα μπορούσε να είναι πιο φυσικό παρά
να τοποθετηθεί η ανάσταση της νέας
θεότητας στην ίδια χρονική στιγμή. Μένει
μόνο να παρατηρηθεί ότι, αν ο θάνατος
του Χριστού χρονολογούνταν την εικοστή
πέμπτη Μαρτίου, η ανάστασή του, σύμφωνα
με τη χριστιανική παράδοση, πρέπει να
έγινε την εικοστή εβδόμη Μαρτίου, που
είναι ακριβώς δύο μέρες αργότερα από
την εαρινή ισημερία του Ιουλιανού
ημερολογίου και επίσης από την ανάσταση
του Άττη. Μια παρόμοια μετάθεση δύο
ημερών στη ρύθμιση των χριστιανικών
εορτών με τις ειδωλολατρικές συμβαίνει
στις γιορτές του Αγίου Γεωργίου και της
Κοίμησης της Θεοτόκου. Όμως μια άλλη
χριστιανική παράδοση που ακολούθησε ο
Λακτάντιος και ίσως και η Εκκλησία της
Γαλατίας τοποθετούσε το θάνατο του
Χριστού την εικοστή τρίτη Μαρτίου και
την ανάστασή του την εικοστή πέμπτη.
Εάν αυτό ήταν έτσι, η ανάστασή του
ταυτιζόταν ακριβώς με την ανάσταση του
Άττη.
Πραγματικά, από τη μαρτυρία ενός ανώνυμου
χριστιανού, ο οποίος έγραψε τον τέταρτο
μ.Χ. αιώνα, φαίνεται ότι χριστιανοί και
ειδωλολάτρες εντυπωσιάστηκαν το ίδιο
από την αξιοπαρατήρητη σύμπτωση του
θανάτου και της ανάστασης των αντίστοιχων
θεοτήτων τους και ότι η σύμπτωση αυτή
δημιούργησε μια πικρή αμφισβήτηση
ανάμεσα στους οπαδούς των αντίπαλων
θρησκειών, όπου οι ειδωλολάτρες
υποστήριζαν πως η ανάσταση του Χριστού
ήταν πλαστή μίμηση της ανάστασης του
Άττη και οι χριστιανοί βεβαίωναν με το
ίδιο πάθος πως η ανάσταση του Άττη ήταν
διαβολική παραποίηση της ανάστασης του
Χριστού. Από αυτές τις άπρεπες φιλονικίες
οι ειδωλολάτρες πήραν ό,τι σ’ έναν
επιφανειακό παρατηρητή θα φαινόταν
ισχυρό επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι
ο θεός τους ήταν παλαιοότερος και
επομένως ο γνήσιος και όχι ο πλαστός,
αφού σύμφωνα με το γενικό κανόνα ένα
πρωτότυπο προηγείται από το αντίγραφό
του. Οι χριστιανοί αντέκρουσαν με ευκολία
αυτό τον αδύναμο ισχυρισμό. Παραδέχτηκαν
βέβαια ότι πράγματι, σχετικά με το χρόνο,
ο Χριστός ήταν νεότερη θεότητα, αλλά
απέδειξαν θριαμβευτικά την πραγματική
του προτεραιότητα, χρησιμοποιώντας ως
επιχείρημα την πανουργία του Σατανά, ο
οποίος πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα
ξεπέρασε τον εαυτό του, ανατρέποντας
τη συνηθισμένη διάταξη της φύσης.
Ύστερα από αυτά, οι συμπτώσεις των
χριστιανικών και των ειδωλολατρικών
εορτών είναι πολύ στενές και πάρα πολλές
για να είναι τυχαίες. Οι συμπτώσεις
αυτές σημειώνουν τον συμβιβασμό που η
Εκκλησία, την ώρα του θριάμβου της,
αναγκάστηκε να κάνει με τους νικημένους
αλλά ακόμη επικίνδυνους αντίπαλους. Ο
άκαμπτος προτεσταντισμός των πρώτων
ιεραποστόλων, με τις πύρινες καταγγελίες
τους για την ειδωλολατρία, μεταβλήθηκε
σε μια ευλύγιστη πολιτική, μια συγκαταβατική
ανεξιθρησκία, μια περιεκτική φιλανθρωπία
των διορατικών κληρικών, οι οποίοι
κατάλαβαν πολύ καλά ότι, εάν ο χριστιανισμός
έμελλε να κατακτήσει τον κόσμο, θα
πετύχαινε αυτό μόνο με τη χαλάρωση των
τόσο αυστηρών αρχών του ιδρυτή του,
ανοίγοντας λίγο την στενή πύλη που
οδηγεί στην σωτηρία. Με βάση την άποψη
αυτή μπορεί να γίνει μια διδακτική
σύγκριση ανάμεσα στην ιστορία του
χριστιανισμού και στην ιστορία του
βουδδισμού. Και τα δύο συστήματα στην
αρχή τους ήταν ουσιαστικά ηθικές
μεταρρυθμίσεις, βγαλμένες από το
μεγαλόψυχο ζήλο, τις υψηλές βλέψεις και
την τρυφερή ευσπλαχνία των ευγενών
ιδρυτών τους, οι οποίοι ήταν δύο από
εκείνα τα όμορφα πνεύματα που εμφανίζονται
σπάνια πάνω στη γη σαν όντα που έρχονται
από ένα καλύτερο κόσμο, για να στηρίξουν
και να οδηγήσουν την ασθενική και
παραπλανημένη μας φύση. Και οι δύο
κήρυσσαν τις ηθικές αξίες ως μέσο για
την εκπλήρωση αυτού που θεωρούσαν σκοπό
της ζωής, την αιώνια σωτηρία της ψυχής,
αν και από μια περίεργη αντίθεση ο ένας
αναζητούσε αυτή τη σωτηρία μέσα σε μια
μακάρια αιωνιότητα, ενώ ο άλλος στην
αιώνια λύτρωση από τα βάσανα στην
εκμηδένιση. Αλλά τα αυστηρά ιδεώδη της
αγιότητας που είχαν στο νου τους ήταν
πάρα πολύ αντίθετα μεταξύ τους, όχι μόνο
στις αδυναμίες, αλλά και στα έμφυτα
ένστικτα της ανθρωπότητας και τα
ακολουθούσε μόνο ένας μικρός αριθμός
μαθητών, οι οποίοι απαρνιόνταν συνειδητά
τους δεσμούς με την οικογένεια και την
πολιτεία, για να επιτύχουν τη δική τους
σωτηρία μέσα στον πλήρη αποκλεισμό της
μονής. Εάν λοιπόν τέτοιες πεποιθήσεις
έπρεπε να γίνουν αποδεχτές από όλα τα
έθνη ή και από ολόκληρο τον κόσμο, ήταν
βασικό πρώτα να τροποποιηθούν ή να
μεταμορφωθούν έτσι, ώστε να συμφωνούν,
μέχρι ένα σημείο, με τις προκαταλήψεις,
τα πάθη και τις δεισιδαιμονίες του
χυδαίου. Αυτή η πορεία του συμβιβασμού
έγινε με την πάροδο των χρόνων από
κάποιους οπαδούς, που ήταν φτιαγμένοι
από ένα λιγότερο αιθέριο υλικό από ό,τι
οι κύριοί τους και ήταν οι πιο κατάλληλοι
για να μεσολαβήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς
και στον κοινό όχλο. Έτσι, με το πέρασμα
του χρόνου, οι δύο θρησκείες, σε ακριβή
αναλογία με την αύξηση της δημοτικότητάς
τους, απορροφούσαν όλο και περισσότερο
από εκείνα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν
θεσπιστεί με σκοπό την καταστολή τους.
Τέτοια πνευματική παρακμή είναι
αναπόφευκτη. Ο κόσμος δεν μπορεί να ζει
στο ίδιο επίπεδο με τους μεγάλους άντρες
του. Όμως δεν θα ήταν άδικο για ολόκληρο
το γένος μας ν’ αποδώσουμε ολοκληρωτικά
τη βαθμιαία απόκλιση του βουδδισμού
και του χριστιανισμού από τα αρχικά
τους πρότυπα στην πνευματική και ηθική
τους αδυναμία. Γιατί ποτέ δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι και οι δύο αυτές θρησκείες
με την εξύμνηση της δόξας και της αγαμίας
χτύπησαν απευθείας τη ρίζα όχι μόνο της
ευγενικής κοινωνίας, αλλά και αυτής της
ανθρώπινης υπόστασης. Το χτύπημα
αποκρούστηκε με τη σοφία ή τη μωρία της
πολύ μεγάλης πλειονότητας του ανθρώπινου
είδους, που αρνήθηκαν ν’ αρπάξουν μια
ευκαιρία για να σώσουν τις ψυχές τους
με τη βεβαιότητα της εξαφάνισης του
γένους.
SIR JAMES GEORGE FRAZER
Ο
ΧΡΥΣΟΣ
ΚΛΩΝΟΣ
ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ
ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΤΟΜΟΣ Γ’
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΠΟΝΙΤΑ ΜΠΙΚΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΑΤΗ 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου