«Ο
Λ. έχει πετύχει στη ζωή του», άκουσε μια
μέρα να λένε γι' αυτόν.
Και
του φάνηκε παράξενο που η κολακευτική
διαπίστωση των άλλων τον γέμισε με
θλίψη. Όχι γιατί ζητούσε περισσότερα.
Κάθε άλλο. Είχε το ευρύχωρο σπίτι του,
το αυτοκίνητό του, τη μόνιμη δουλειά
του με καλό μισθό και με βέβαιη σύνταξη.
Τι άλλο ήθελε;
Αυτό
σκέφτηκε για μια στιγμή. Μάλλον για να
ειρωνευτή τον εαυτό του, επειδή οι
νοικυρίστικες σκέψεις δεν του ταίριαζαν.
Κάτω στη λεωφόρο περνοδιάβαινε πλήθος
από αυτοκίνητα, κι ένας αχός από βουητό
μηχανών έφτανε ως τ' αυτιά του, και τα
τυραννούσε. Θυμήθηκε τον αχό που έβγαινε
από το ποτάμι του χωριού του:
πολλαπλασιάζονταν στα διπλανά φαράγγια
κι ανέβαινε από δασωμένες πλαγιές ως
τις ψηλές κορυφές των βουνών. Μικρός
στην εκκλησία, όταν άκουγε το «επί των
ορέων στήσονται ύδατα», ακριβώς αυτή
την εικόνα έφερνε στο νου του.
Αλήθεια,
πόσο μακριά πλέον βρίσκεται αυτός ο
μυθικός κόσμος των παιδικών χρόνων;
Έσπασε μέσα του η μυστική φλέβα της
μνήμης. Πρόβαλαν θαμπά κάτι κατανυχτικά
πρωινά: «Ανοίξαντός σου την χείρα τα
σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος.
Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον
ταραχθήσονται». Μια ιδέα του πέρασε από
το μυαλό και ταράχτηκε κι αυτός.
Μακροχρόνιες
σπουδές στα προβλήματα της οικονομικής
ανάπτυξης νυχτοήμερες απασχολήσεις με
την οργάνωση της Υπηρεσίας του, επανωτές
φροντίδες για το χτίσιμο και τον εξοπλισμό
του σπιτιού του, τον απέκοψαν από τον
πρωτινό του εαυτό. Είναι η πρώτη φορά
που το διαπιστώνει. Κι αυτό που μέχρι
τώρα το θεωρούσε έργο του, του φάνηκε
ανοσιούργημα. Βεβήλωση του ιερού χώρου
της πρώτης του ζωής.
Αναλύθηκε
μέσα του μια συγκίνηση ευχάριστη κι
οδυνηρή μαζί. Βαθιές σχισματιές άνοιξαν
την κρούστα των τελευταίων χρόνων, που
επικάλυψε ανεπίγνωστα τον εφηβικό του
εαυτό. Και άρχισαν να ελευθερώνωνται
οι σκλαβωμένες από ένα χρόνο μάργωμα,
λησμονημένες μνήμες. Ψέλλισε: «Όριον
έθου...». Σιώπησε. Και επανέλαβε,
εγκαταλειμμένος στην καινούργια του
αίσθηση: «Όριον έθου, ο ου παρελεύσονται,
ουδέ επιστρέψεουσι καλύψαι την γην...».
Έρριξε τη ματιά του ολόγυρα: Όλη η γη
καλυμμένη από άσφαλτο, από πολυκατοικίες
, από αυτοκίνητα. Στον ουρανό αεροπλάνα.
Η ματιά του ακινήτησε. Δεν έβλεπε έξω,
αλλά μέσα. «Ο εξαποστέλλων πηγάς εν
φάραγξιν, ανά μέσον των ορέων διελεύσονται
ύδατα». Τα ύδατα... τα ποτάμια, οι πηγές
του χωριού του. Και τώρα σκέφτηκε πως
κάθε φροά που άνοιγαν τα θεμέλια μιας
πολυκατοικίας έτρεχε να δη αν βρήκαν
νερό. Και ευφραινόταν να βλέπη το νερό
να αναβλύζη από τα σκαμμένα σπλάχνα της
γης. Και είδε οι μηχανικοί να το μάχωνται,
αυτό να επιμένη. Στο τέλος να νικιέται.
Θυμήθηκε πως μια πολυκατοικία στου
Μακρυγιάννη έμεινε μισή επειδή δεν
μπόρεσαν να υποτάξουν το νερό. Και το
είχε κρυφή χαρά. «...Ποτιούσι πάντα τα
θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι
εις δίψαν αυτών».
Μια
ιδέα του πέρασε σαν αστραπή και αναφώνησε:
Οι όναγροι! Οι όναγροι!
*
Είχε
μαζεμένα κάτι λεφτά για να επισκευάση
το αυτοκίνητό του, που είχε παλιώσει.
Τα πήρε και έφυγε για το γειτονικό χωριό.
-Τι
επιθυμεί ο κύριος;
-Ένα
άλογο!
-Δεν
έχει το χωριό μας άλογα. Δεν τα χρειαζόμαστε
πια. Έχομε τρακτέρ.
-Και
δεν θέλετε να πηγαίνετε στα χωράφια σας
καβάλλα σε άλογο;
-Κοστίζει
η συντήρησή του και δεν αποδίδει.
Πάει
σε άλλο χωριό. Έλαβε την ίδια απάντηση.
Ωστόσο, ένας χωρικός σκέφτηκε πως ο
κυρ-Ευγένιος που πέθανε τελευταία άφησε
την κτηματική του περιουσία στα ανίψια
του κι αυτά τη βγάλανε στο σφυρί, για να
αγοράσουν ένα διαμέρισμα «ρετιρέ» στην
Αθήνα. Του έδειξε το σπίτι. Πήγε.
Η
ανιψιά του μακαρίτη τον οδήγησε στο
στάβλο, προσέχοντας πάντα να μη βρωμιστή
από τις κοπριές. Γυάλισαν τα μάτια του
αλόγου μέσα στο σύθαμπο του στάβλου, κι
ένα χλιμίντρισμα ζεστό ακούστηκε. Ήταν
άλογο ιππασίας, λεπτό, λευκό, περήφανο.
*
-Τι
το θέλεις αυτό το πράμα στην αυλή μας;
ρώτησε η γυναίκα του βαθύτατα απορημένη.
-Μ'
αυτό θα πηγαίνω κάθε πρωί στο γραφείο
μου, απάντησε.
Η
κατάπληξη της γυναίκας ήταν τόση, που
σώπασε. Σκέφτηκε μήπως έπαθε τίποτα ο
άντρας της. «Καλά έλεγα εγώ πως αυτού
του ανθρώπου κάτι του λείπει», είπε μέσα
της. Κι εξαφανίστηκε.
Την
άλλη μέρα τω πρωί σέλωσε το άλογο, ανέβηκε
καβάλα, το σπιρούνισε και ξεκίνησε. Ένα
χαμόγελο εορταστικό άνθισε στο πρόσωπό
του, τα μάτια του σπίθιζαν. Έβλεπε τον
κόσμο από δυό μπόγια ψηλότερα. Ένοιωσε
κάποια μικρή απογοήτευση όταν διαπίστωσε
πως το άλογο δε βολευόταν καλά στην
άσφαλτο με τα πέταλα. «Όταν το μεσημέρι
γυρίσω πίσω», σκέφτηκε, «θα του τα βγάλω
και θα του φτιάξω λαστιχένια». Χάιδεψε
τη χαίτη και το μέρος όπου χτυπούσε η
καρδιά του. Ζεστάθηκε το χέρι του.
Ευχαριστήθηκε.
Βγήκε
στην κεντρική λεωφόρο. Ένα αυτοκίνητο
πέρασε σαν αστραπή. Το άλογο ξαφνιάστηκε,
μα το συγκράτησε. Καθώς πλησίαζε προς
το κέντρο κατάλαβε πως ένα σωρό μάτια
τον κοιτούσαν. Σταμάτησε μπροστά στο
κόκκινο φανάρι, μαζί με τα αυτοκίνητα.
-«Το
άλογό σου κοπρίζει τη λεωφόρο», του
φώναξε ένας περιγελαστικά, βγάζοντας
το κεφάλι του από το στενό παραθυράκι
ενός μικρού αυτοκινήτου.
-«Το
δικό σου το παλιοσίδερο τη βρωμίζει με
τα καυσαέριά του», του απάντησε από τα
ύψη του, με περιφρόνηση.
Ωστόσο,
ένας αδιόρατος φόβος τον κυρίεψε. Αλλά
συνέχισε.
Του
φάνηκε πως τον κοιτούσαν από τα παράθυρα
των μεγάρων, από τα πεζοδρόμια, από τα
μαγαζιά, από τα αυτοκίνητα. «Με κοροϊδεύουν,
με κοροϊδεύουν». Δεν ξέρουν τι όμορφα
είναι να ξεκινάς για το γραφείο σου
καβάλα σε άλογο. Αυτοί χώνονται μέσα
στους τενεκέδες τους σαν πόντικες. Δεν
ξέρουν τι κάνουν». Από κάπου ακούστηκε
ένα κοροϊδευτικό σφύριγμα. Και ο κρυφός
φόβος δεν του έφευγε. Κοίταξε γύρω του
με προσποιητή γαλήνη.
«Κανένας
αστυφύλακας δεν με είδε ακόμη. Να δούμε
πως θα του φανή. Ποιος ξέρει τι λένε οι
κανονισμοί της τροχαίας για την κυκλοφορία
στις πόλεις με άλογα. Ίσως να μη το έχουν
προβλέψει. Το διοικείν σου λένε είναι
προβλέπειν. Και τους διαφεύγουν τόσα
βασικά πράγματα. Θα τους δώσω την ευκαιρία
να συμπληρώσουν τον κανονισμό τους...».
Ένα σφοδρό τίναγμα του αλόγου διέκοψε
απότομα τις σκέψεις του. Τ' αυτιά του τα
έσκισε μια σειρήνα ασθενοφόρου, που
πανικόβαλε όλη τη λεωφόρο, και ήταν η
αιτία που ξάφνιασε το άλογο. «Οι άνθρωποι
είναι άρρωστοι», σκέφτηκε με συμπάθεια.
Ωστόσο, το άλογο κάλπαζε. Πιάστηκε από
τη χαίτη του και τραβούσε τα γκέμια με
μανία, αλλά το άλογο ολοένα και περισσότερο
εξαγριωνόταν. Έτρεχε ανάμεσα από τα
αυτοκίνητα, που φρενάρανε τσιριχτά και
σφυρίζανε, πέρασε στο πεζοδρόμιο, ο
κόσμος χύθηκε προς τις γωνιές αλαφιασμένος,
σκόρπισε τα καφάσια με τα φρούτα που
βρέθηκαν έξω από τα μαγαζιά, και γέμισε
την άσφαλτο από μήλα και πορτοκάλια.
Οι αστυφύλακες βάλανε τις φωνές.
-«Άγγελος
Κυρίου!», είπε ένα θεοφοβούμενος και
σταυροκοπήθηκε. Του φάνηκε πως ήρθε η
ώρα όπου χύμηξαν έφιπποι οι άγγελοι της
αποκαλύψεως επάνω από τις αμαρτωλές
κοσμοπόλεις.
-«Ένας
ηλίθιος!» φώναξε ο αρχιφύλακας και έμασε
μια δράκα αστυφύλακες για να τον
καταδιώξη.
Τη
στιγμή εκείνη το άλογο ξέφρενο έστριψε
σ' ένα κατηφορικό δρόμο, γλίστρησε και
έπεσε χτυπώντας θανάσιμα. Ο αναβάτης
πετάχτηκε αρκετά μέτρα μακρύτερα. Ο
κόσμος σμάριασε γύρω τους. Το μάτι του
αλόγου θόλωσε, έσβησε. Έσυρε το κεφάλι
του πέρα δώθε σκουπίζοντας με την
πάλλευκη χαίτη του τη βρώμικη λεωφόρο
και ψόφησε.
-Είσαι
γελοίος, του λέγει ένας φίλος του, που
βρέθηκε εκεί κοντά και τον περιμάζεψε
με το αυτοκίνητό του. Αλλά αυτός δεν
καταλάβαινε. Είχε χτυπήσει σοβαρά.
Παραμιλούσε: «Διψάω, διψάω, και τα θηρία
του αγρού διψάνε, που θα βρεθή νερό να
ποτιστούμε. Νερό, νερό...»
...Η
νοσοκόμα έσπευσε και του έφερε ένα
ποτήρι νερό.
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
– ΤΟΜΟΣ 3
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΡΜΟΣ 2010