...Κι
ο Κάιν ύψωσε τη φωνή του που αντήχησε
θρηνητική, γεμάτη πίκρα και είπε: «Ο
Παντοδύναμος Θεός που με κατατρέχει
μου ρίχνεται απ’ όλες τις μεριές.
Κυνηγάει την ψυχή μου όπως ο άνεμος, με
περονιάζει όπως η αμμοθύελλα, με
περικυκλώνει όπως ο αέρας. Ω, ας μπορούσα
πια να ξοφλήσω μια για πάντα! Λαχταράω
το θάνατο – αλήθεια το λέω, εκείνα τα
πράγματα που ποτέ δε φύσηξε πάνω τους
η πνοή της ζωής, που δε σαλεύουν καθόλου
πάνω στη γη – ναι, μονάχα αυτά φαντάζουν
στα μάτια μου πολύτιμα. Ω, γιατί ο άνθρωπος
να μην μπορεί να ζει δίχως ν’ ανασαίνει
απ’ τα ρουθούνια του; Έτσι θα μου ήταν
εύκολο να μονιάζω στα σκοτάδια και στη
μαυρίλα, μέσα στο έρημο διάστημα! Ναι,
να έμενα ξαπλωμένος καταγής. Να μη
σηκώνομαι, να μη σαλεύω ούτε το δαχτυλάκι
μου, ώσπου να γίνω σαν το βράχο μέσα στη
σπηλιά του λιονταριού, που πάνω του το
μικρό λιονταράκι ακουμπάει το κεφάλι
του όταν κοιμάται. Γιατί πίσω απ’ το
βουητό του χειμάρρου που βρυχιέται πέρα
μακριά ακούγεται μια φωνή. Και τα σύννεφα
στον ουρανό με αγριοκοιτάζουν. Ο
Παντοδύναμος Θεός που ξεσηκώνεται κατά
πάνω μου μιλάει μες στον άνεμο που φυσάει
στο δάσος με τους κέδρους. Κι άφωνος
μαραζώνω». Τότε ο Ενώχ μίλησε στον πατέρα
του: «Σήκω πάνω, πατέρα, σήκω! Φτάσαμε
κοντά σ’ εκείνο το μέρος όπου βρήκα το
παξιμάδι και το σταμνί». Κι ο Κάιν είπε:
«Πως το ξέρεις;». Και το παιδί αποκρίθηκε:
«Για δες τα γυμνά βράχια. Μονάχα λίγες
δρασκελιές σου τα χωρίζουν από το δάσος.
Και μόλις τώρα δα, καθώς ύψωνες τη φωνή
σου, ήρθε στ’ αυτιά μου η ηχώ». Ύστερα
το παιδί έπιασε τον πατέρα του, σαν να
‘θελε να τον ανασηκώσει. Κι ο Κάιν
αποκαμωμένος κι ανήμπορος, κατάφερε
σιγά-σιγά να σταθεί στα γόνατα και,
αγκαλιάζοντας τον κορμό ενός ελατιού,
σηκώθηκε και ακολούθησε το παιδί.
***
And
Cain lifted up his voice and cried bitterly, and said, "The
Mighty One that persecuteth me is on this side and on that; he
pursueth my soul like the wind, like the sand-blast he passeth
through me; he is around me even as the air! O that I might be
utterly no more! I desire to die—yea, the things that never had
life, neither move they upon the earth—behold! they seem precious
to mine eyes. O that a man might live without the breath of his
nostrils. So I might abide in darkness, and blackness, and an empty
space! Yea, I would lie down, I would not rise, neither would I stir
my limbs till I became as the rock in the den of the lion, on which
the young lion resteth his head whilst he sleepeth. For the torrent
that roareth far off hath a voice; and the clouds in heaven look
terribly on me; the mighty one who is against me speaketh in the wind
of the cedar grove; and in silence am I dried up." Then Enos
spake to his father, "Arise my father, arise, we are but a
little way from the place where I found the cake and the pitcher."
And Cain said, "How knowest thou?" and the child
answered—"Behold the bare rocks are a few of thy strides
distant from the forest; and while even now thou wert lifting up thy
voice, I heard the echo." Then the child took hold of his
father, as if he would raise him: and Cain being faint and feeble
rose slowly on his knees and pressed himself against the trunk of a
fir, and stood upright and followed the child.
S.T.
COLERIDGE
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ – ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΣΤΙΓΜΗ 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου