.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ – ARTHUR SCHOPENHAUER



Ο θάνατος είναι η πηγή της έμπνευσης, ο μουσηγέτης της φιλοσοφίας... Δίχως αυτόν ο άνθρωπος δύσκολα θα μπορούσε να φιλοσοφίσει.

*

Η γέννηση και ο θάνατος ανήκουν εξ ίσου στη φύση και χρησιμεύουνε σαν αντίρροπα, το ένα για το άλλο, γιατί το ένα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για το άλλο. Γέννηση και θάνατος αποτελούν τα δύο ακραία σημεία, τους δύο πόλους κάθε εκδήλωσης της ζωής. Η πιο σοφή απ’ όλες τις μυθολογίες, η μυθολογία των Ινδών, το εκφράζει αυτό συμβολικά δίνοντας στον θεό του ολέθρου, τον Σίβα, μαζί με το περιδέραιο από νεκροκεφαλές σαν ιδιαίτερό του χαρακτηριστικό και το Λίγγαμ, το γενετήσιο όργανο το ανδρικό, σα σύμβολο της γονιμότητας. Γιατί ο έρωτας είναι το αντιστάθμισμα του θανάτου, που έχει ουσιαστική αλληλουχία μαζί του. Έρωτας και θάνατος εξουδετερώνονται αμοιβαία κι ο ένας αναιρεί το έργο του άλλου.
Γι’ αυτό κι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι διακοσμούσανε τις πολύτιμες σαρκοφάγους των νεκρών τους με ανάγλυφες παραστάσεις από γιορτές, χορούς, γάμους, κυνήγια, ζωομαχίες και διονυσιακά ξεφαντώματα. Παράσταιναν τις πιο χαρούμενες, τις πιο τρελές, τις πιο έντονες εικόνες της ζωής. Ακόμα και συμπλέγματα ερωτικά ή συζεύξεις σατύρων με αίγες. Παρουσίαζαν έτσι ζωηρότερα την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στο νεκρό που τον θρηνούν οι δικοί του, κλεισμένο μέσα στον τάφο και στην αθάνατη ζωή της φύσης.

*

Ο θάνατος είναι η οδυνηρή λύση του δεσμού που δημιουργείται απ’ την ηδονική πράξη της αναπαραγωγής. Σβήνει μ’ αυτόν κι εξαφανίζεται με τρόπο βίαιο το βασικό σφάλμα της υπόστασής μας. Είναι το δυνατό σκούντημα που μας ξυπνάει απ’ τα όνειρα της πλάνης.

*

Των περισσοτέρων ανθρώπων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνιστούν την ατομικότητά τους, είναι τόσο ελεεινά και τιποτένια ώστε να μπορεί κανείς αδίσταχτα να πει πως ο θάνατος δεν αφαιρεί τίποτε απ’ αυτούς. Ό,τι απ’ αυτούς ίσως να έχει ακόμα κάποια αξία, δηλαδή τα γενικά χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, διασώζονται οπωσδήποτε στους άλλους ανθρώπους. Η αιωνιότητα είναι αναγκαία για το σύνολο της ανθρωπότητας και όχι για τ’ άτομα. Αν δινόταν στον άνθρωπο, με τον εντελώς αμετάβλητο χαρακτήρα του και τα στενά όρια της νοημοσύνης του, μια αιώνια ζωή, σίγουρα η αιωνιότητα θα του φαινότανε τόσο μονότονη και θα του προκαλούσε τόση αηδία, που στο τέλος για ν’ απαλλαχτεί απ’ αυτή την ανυπόφορη κατάσταση θα προτιμούσε την ανυπαρξία.
Αν είχαμε την αξίωση να μένουν στη ζωή τα άτομα αιωνίως θα ‘τανε σαν να θέλαμε να διαιωνίσουμε μια πλάνη. Γιατί στο κάτω κάτω κάθε ατομικότητα είναι μια επί μέρους πλάνη, μια παραγνώριση, κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει ολότελα. Γι’ αυτό αληθινός σκοπός της ζωής πρέπει να ‘ναι η απαλλαγή μας απ’ την πλάνη αυτή. Απόδειξη πως οι περισσότεροι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι, είναι πλασμένοι με τέτοιο τρόπο που να μη μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, σ’ οποιοδήποτε κόσμο ονειρεμένο κι αν τους βάλουν.
Αν ο κόσμος μας ήταν απαλλαγμένος από κακομοιριές και πόνους οι άνθρωποι θα καταντούσανε σε τέτοια πλήξη, που για να γλιτώσουν απ’ αυτήν θα προτιμούσαν χίλιες φορές να ξαναγυρίσουν με κάθε τρόπο στις κακομοιριές στα βάσανα και στις θλίψεις. Για να καλυτερέψει, λοιπόν, η κατάσταση του ανθρώπου, δεν είναι αρκετό να βρεθεί απλώς μέσα σ’ έναν κόσμο καλύτερο. Χρειάζεται να μεταμορφωθεί κι ο ίδιος ριζικά, με τρόπο που να μην είναι πια ό,τι είναι και να γίνει ό,τι δεν είναι.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να πάψει ο άνθρωπος να ‘ναι αυτό που είναι. Την αναγκαία αυτή προϋπόθεση της μεταβολής την εκπληρώνει ο θάνατος κι αυτό είναι ίσα ίσα που μας κάνει να τον θεωρούμε σαν ηθική αναγκαιότητα. Γιατί η μετάσταση απ’ τον ένα κόσμο στον άλλο και η ολοκληρωτική αλλαγή της οντότητας είναι ουσιαστικά ένα και το αυτό.
Γεννιέται όμως το εξής ερώτημα: Αξίζει τάχα μια φορά που ο θάνατος έδωσε τέλος σε μια ατομική συνείδηση, εμείς να ποθούμε να ξαναξυπνήσει αυτή η ίδια η συνείδηση για να διαρκέσει αιώνια; Τι περιέχει αυτή η συνείδηση τον περισσότερο καιρό; Τι άλλο παρά ένα ρεύμα από σκέψεις πενιχρές, περιορισμένες, γήινες και μέριμνες δίχως τελειωμό; Ας την αφήσουμε λοιπόν ν’ αναπαυτεί εν ειρήνη μια και καλή.

*

φαίνεται πως το σταμάτημα κάθε ζωικής λειτουργίας είναι μια υπέροχη ανακούφιση για τη δύναμη που τη συντηρούσε. Αυτό μας εξηγεί γιατί παίρνουνε τέτοια έκφραση γλυκιάς γαλήνης τα πρόσωπα των περισσότερων νεκρών.

*

Πόσο μακριά είναι η νύχτα του άπειρου χρόνου αν συγκριθεί με το σύντομο όνειρο της ζωής.

*

Αν προσέξει κανείς το φθινόπωρο όλον εκείνο τον μικρό κόσμο των εντόμων, θα δει πως το ένα συγυρίζει τη φωλιά του για να κοιμηθεί τον πολύμηνο και βαρύ χειμωνιάτικο ύπνο του. Πωςτο άλλο ετοιμάζει το βομβύκιό του για να περάσει εκεί μέσα κλεισμένο όλο το χειμώνα σα σκουλήκι ναρκωμένο και ν’ αναγεννηθεί μια μέρα την άνοιξη, ξανανιωμένο και τελειότερο. Πως τα περισσότερα έντομα, νιώθοντας ότι φτάνει η ώρα να βρούνε την ανάπαυση στην αγκαλιά του θανάτου, τοποθετούν προσεχτικά το αυγό τους στο πιο κατάλληλο μέρος για να αναγεννηθούν μέσα σ’ αυτό μια μέρα σαν καινούρια όντα. Και ερωτώ: τι άλλο είναι όλα αυτά από ένα μεγάλο μάθημα για την αθανασία που μας δίνει η φύση για να καταλάβουμε πως ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά και πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αποτελούνε κίνδυνο για την ύπαρξη;
Η φροντίδα που δείχνει το έντομο πριν πεθάνει όταν ετοιμάζει την βόμβυκα, την τρύπα του ή τη φωλιά του για ν’ αποθέσει το αυγό και η έγνοια του να εξασφαλίσει την τροφή για τη νύμφη που θα βγει απ’ αυτό και θα δει το φως της ζωής την ερχόμενη άνοιξη μοιάζει πολύ με την επιμέλεια του ανθρώπου που ταχτοποιεί από βραδύς τα φορέματά του κι ετοιμάζει το πρωινό φαγητό του για την άλλη μέρα, πριν πέσει να κοιμηθεί γαλήνια. Όλ’ αυτά θα ‘ταν αδύνατο να συμβαίνουν αν το έντομο που πρόκειται να πεθάνει το φθινόπωρο, θεωρούμενο αυτό καθαυτό (an sich) και στην πραγματική του ουσία, δεν ήταν ένα και το αυτό μ’ εκείνο που θα δει το φως την άνοιξη, έτσι όπως κι ο άνθρωπος που πέφτει να κοιμηθεί το βράδυ είναι ο ίδιος μ’ εκείνον που ξυπνάει την άλλη μέρα.

*

Η παρατήρηση οποιουδήποτε ζώου μας διδάσκει πως ο θάνατος δεν εναντιώνεται διόλου στο βαθύτερο νόημα της ζωής, στη θέλησή της, σ’ όλες τις εκδηλώσεις της. Τι βαθύ μυστήριο που κλείνει μέσα του κάθε ζώο! Κοιτάξτε το κοντινότερο, το σκύλο σας. Πόσο πρόσχαρος κι ήσυχος στέκεται εκεί κοντά σας. Πολλές χιλιάδες σκύλοι έπρεπε να πεθάνουν πριν δει αυτό τη ζωή. Μα ο χαμός όλων αυτών των σκυλιών δεν πείραξε στο παραμικρό την ιδέα του σκύλου. Ύστερα από τόσους θανάτους κι αφανισμούς αυτή δεν άλλαξε διόλου. Γι’ αυτό είναι ο σκύλος σας εδώ ακμαίος και ξανανιωμένος με νέες δυνάμεις, σα να ‘ταν η μέρα αυτή η πρώτη της ζωής του και μάλιστα μια μέρα που δεν θα τελειώσει ποτέ. Γι’ αυτό στα μάτια μου μέσα λάμπει η ακατάλυτη Αρχή που υπάρχει μέσα του ο αρχαίος(1). Τι πέθανε λοιπόν μέσα στις τόσες χιλιετηρίδες; Ο σκύλος βέβαια όχι, αφού στέκεται εδώ μπροστά μας απείραχτος. Απλώς και μόνο η σκιά του, το απεικόνισμά του που η αδυναμία του γνωστικού μας οργάνου δεν μπορεί να το συλλάβει αλλιώς, παρά μόνο μέσα στα πλαίσια του χρόνου.

*

Η ύλη με την απόλυτη διάρκειά της μας εξασφαλίζει την ακαταλυσία και χάρη σ’ αυτήν όποιος δεν θα μπορούσε να συλλάβει άλλου είδους ακαταλυσία μπορεί οπωσδήποτε να παρηγορηθεί με την ιδέα μιας κάποιας αθανασίας.
«Μα πως;» θα μου πούνε, «η διάρκεια ενός μορίου σκόνης, η διάρκεια της άψυχης ύλης μπορεί να θεωρηθεί σαν συνέχιση της δικής μας της ύπαρξης;»
Και τους απαντώ: «Ώστε τη γνωρίζετε λοιπόν αυτή τη σκόνη; Ξέρετε τι είναι και τι μπορεί να κάνει; Κοιτάχτε πρώτα να το μάθετε πριν την καταφρονήσετε».
Η ύλη αυτή που τώρα βρίσκεται εδώ σα σκόνη και σα στάχτη, αν διαλυθεί μέσα στο νερό, θα γίνει κρύσταλλος σε λιγάκι, θα πάρει μια μεταλλική λάμψη, ύστερα θ’ αναδώσει ηλεκτρικούς σπινθήρες και με τη γαλβανική της τάση θα εκδηλωθεί μια δύναμη που και τις πιο γερές ενώσεις μπορεί να καταλύσει και μέταλλα από χώματα να κάνει. Ναι, μπορεί ακόμα και σε ζώα ή φυτά να μετουσιωθεί και να δημιουργήσει ακόμα και ζωή, σαν αυτή που ο φόβος του χαμού της βασανίζει άδικα το στενό κεφάλι σας.
Η διάρκεια λοιπόν μιας τέτοιας ύλης δεν είναι κάτι αξιόλογο;

*

Δεν ξέρουμε κανένα περισσότερο εξαρτημένο απ’ την τύχη παιχνίδι ζαριών απ’ ό,τι είναι το παιχνίδι της γέννησης και του θανάτου. Παρακολουθούμε το παιχνίδι αυτό με υπερένταση, μ’ ενδιαφέρον και πολύ φοβισμένοι, γιατί έχουμε τη γνώμη πως στο παιχνίδι αυτό διακυβεύονται όλα για όλα.
Αντίθετα η φύση, που ποτέ της δεν είναι ψεύτρα, η φύση, η πάντα τόσο ειλικρινής και άδολη, εκδηλώνεται εδώ με τρόπο εντελώς διαφορετικό. Δείχνει καθαρά πως η ζωή ή ο θάνατος του ατόμου δεν την ενδιαφέρουν καθόλου. Αυτό φαίνεται πολύ καλά στις περιπτώσεις ιδίως που παραδίνει τη ζωή των ζώων και των ανθρώπων έρμαιο και στα παραμικρότερα ακόμα ατυχήματα, δίχως να καταβάλλει καμιά προσπάθεια να τους προφυλάξει ή να τους διασώσει.
Προσέξτε το έντομο που συναντάτε στο δρόμο σας. Ένα μικρό αθέλητό σας στραβοπάτημα κρίνει την ζωή και το θάνατό του. Δείτε τον γυμνοσάλιαγκα πως είναι παραδομένος, στον κίνδυνο του μοιραίου και στην διάθεση του καθενός, δίχως να έχει ούτε την δύναμη να τρέχει και να σώζεται με την φυγή, δίχως να έχει αμυντικά και επιθετικά όπλα για ν’ αμυνθεί και να φοβερίσει τους εχθρούς του, δίχως να έχει την ικανότητα να κρυφτεί. Δείτε το ψάρι που αμέριμνο ακόμα παίζει μέσα στο δίχτυ που σε λίγο θα το κλείσει για πάντα. Δείτε τον βάτραχο που έτσι βραδυκίνητος όπως είναι δεν μπορεί να τρέξει για να γλυτώσει. Δείτε το πουλί που ενώ ψηλά από πάνω του ζυγιάζεται στον αέρα ένα γεράκι έτοιμο να το σπαράξει, αυτό δεν παίρνει είδηση. Δείτε το πρόβατο που ο λύκος το παραμονεύει κρυμμένος μέσα στο σύδενδρο κι αυτό βελάζει απονήρευτο. Ολ’ αυτά τα’ άοπλα, απροστάτευτα ζώα πηγαινοφέρνουνε μέσα σε μια απόχη από μύριους κινδύνους που κάθε στιγμή απειλούν την ύπαρξη τους δίχως να ’χουν την παραμικρή συναίσθηση τι τα περιμένει. Έτσι η φύση με τον τρόπο που παρατάει τα ζωντανά πλάσματα της τα τόσο περίτεχνα πλασμένα, στην αρπαχτική διάθεση του ισχυρού στην ιδιοτροπία της πιο τυφλής τύχης, στην διάθεση του πρώτου τρελού που θα βρεθεί μπροστά, και στη σαδιστική κλίση κάθε παιδιού, και με την αδιαφορία που γενικά δείχνει, φανερώνει πως ο αφανισμός αυτών των όντων δεν την ενοχλεί, δεν έχει καμία σημασία γι’ αυτήν και πως το αποτέλεσμα όσο και η αιτία πολύ λίγο τη νοιάζουν.
Όταν λοιπόν η κυρίαρχη αυτή και παγκόσμια μητέρα παραδίνει δίχως την παραμικρή έγνοια, τα παιδιά της σε μυριάδες ενδεχομένους κινδύνους, φαίνεται πως ξέρει πολύ καλά πως τα πλάσματα της αυτά, πεθαίνοντας, ξαναγυρίζουν πάλι μέσα στους κόλπους της, κι όλη αυτή η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.
Μα και στους ανθρώπους φέρεται όμοια όπως και στα ζώα. Η ζωή μας ή ο θάνατος μας δεν την συγκινούν καθόλου. Γι’ αυτό θα ‘πρεπε ως ένα ορισμένο σημείο κι εμάς να μην μας συγκινεί ο θάνατος αφού η ατομική υπόσταση μας είναι ένα κομμάτι του μεγάλου συνόλου που λέγεται φύση.

*

Αν κοιτάξουμε μπροστά μας σ’ ένα μέλλον πολύ μακρινό και προσπαθήσουμε να παραστήσουμε μέσα στη φαντασία μας τις μελλούμενες γενιές με τα εκατομμύρια άτομά τους, τα διαφορετικά από μας στα ήθη και στα έθιμα, θα μας γεννηθεί το ερώτημα: Από που θα ‘ρθουν όλοι αυτοί; Που βρίσκονται τώρα; Που είναι κείνη η πλούσια μήτρα του μηδενός που κυοφορεί τον κόσμο, που κρύβει μέσα της τις επερχόμενες γενιές; Αλλά σ’ αυτό το ερώτημα είμαστε υποχρεωμένοι να’ απαντήσουμε χαμογελώντας: Που αλλού μπορεί να είναι παρά εκεί όπου κάθε πραγματικότητα ήτανε και θα βρίσκεται πάντα. Δηλαδή μέσα στο παρόν και σ’ ό,τι αυτό το παρόν περικλείει, δηλαδή μέσα στον ίδιο τον εαυτό σας, ασυλλόγιστοι άνθρωποι, που δεν καταλαβαίνετε, μέσα σε σας που τόσο επιπόλαια παραγνωρίζετε την ίδια σας την ουσία και που μοιάζετε σαν τα φύλλα του δέντρου που το φθινόπωρο αρχίζουν να κιτρινίζουν και, με τη σκέψη πως σε λίγο θα πέσουν, μοιρολογούν το πέσιμό τους και δεν εννοούν να παρηγορηθούν με την ιδέα πως καινούρια φυλλωσιά θα βγει να στολίσει το δέντρο μ’ ανοιξιάτικα φορέματα. Κλαίει και οδύρεται το κάθε φυλλαράκι: «Δε θα ‘μαι πια εγώ! Εκείνα θα ‘ναι ολωσδιόλου άλλα φύλλα!»
- Άμυαλο φυλλαράκι! Που πρόκειται λοιπόν να πας; Κι από που θα ‘ρθουν τ’ άλλα τα φύλλα; Που είναι το μηδέν εκείνο που την άβυσσό του φοβάσαι; Αναγνώρισε την ίδια σου την υπόσταση μέσα στην εσώτερη δύναμη τη μυστική, την ακατάπαυστη του δέντρου που μένει πάντα ίδια και μοναδική, μέσα στο αέναο πέρασμα τόσων και τόσων φύλλων απ’ αυτό το δέντρο και ποτέ δεν μεταβλήθηκε ούτε από γέννηση ούτε από θάνατο. Τάχα μη δεν συμβαίνει και με των ανθρώπων τις γενιές ό,τι και με τις γενιές των φύλλων;

οίηπερ φύλλων γενεή, τοιήδε και ανδρών(2) (qualis foliorum,talis et hominum)

_______________________
(1)Σ.τ.Μ. Γερμανικά γραμμένο Archaus (από το «αρχείος» = ο εξουσιαστικός, ο διοικητικός ή από το «αρχαίος» = αρχικός): Όρος που χρησιμοποιήθηκε απ’ τον Παράκελσο κ.α. και σημαίνει την άρχουσα ζωική δύναμη που υπάρχει κατά τη γνώμη του μέσα στο σώμα κι απ’ αυτήν εκπορεύονται όλες οι σωματικές και ψυχικές εκδηλώσεις του οργανισμού. Είναι κάτι ανάλογο με το εικαζόμενο «πνεύμα» του Γαληνού, τη «ζωική δύναμη» (Force vitale) μερικών νεότερων κλπ.
(2) Σ.τ.Μ. Από την Ιλιάδα (Ζ’ 146) του Ομήρου. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Σοπενχάουερ στο κείμενό του παραθέτει λατινική μετάφραση αντί να δώσει την ερμηνεία απ’ ευθείας στη γερμανική γλώσσα.


ARTHUR SCHOPENHAUER
Σκέψεις και Αποσπάσματα
Μετάφραση Κώστας Σαρρόπουλος
Εκδόσεις Γκοβόστη 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: