Υστεροφημία
Το θάνατό
μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν
τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει
πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κ’ ύστερα
πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.
Το θάνατό
μας καρτερεί το λαμπρός φως του ήλιου.
Τέτοια θα
δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κ’ ύστερα
φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά
πηγαίνοντας βασίλεια πέρα ’κει.
Μόνο μπορεί
να μείνουμε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα
στίχοι μας να μείνουμε, καθώς,
τα περιστέρια
που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν
το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
Ηλύσια
(Τόσο πολύ
τα σώματα κουράστηκαν,
που ελύγισαν,
εκόπηκαν στα δύο.)
Κι έφυγαν οι
ψυχές, πατούνε μόνες των,
αργά, τη χλόη
σαν ανοιχτό βιβλίο.
(Τα σώματα
κυλούν χάμου, συσπείρονται
στρεβλωμένα.)
Και φαίνονται στο βάθος
τριαντάφυλλα
κρατώντας, να πηγαίνουνε
με τ’ όνειρο
οι ψυχές και με το πάθος.
(Χώμα στο
χώμα γίνονται τα σώματα.)
Μα κείθε απ’
τον ορίζοντα, σαν ήλιοι
δύουν οι
ψυχές, τον ουρανό που φόρεσαν,
ή σαν απλά
χαμόγελα σε χείλη.
Φθορά
Στην άμμο τα
έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν
παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το
πόδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου