.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ / DER WANDERER – FRIEDRICH HOLDERLIN



Μόνος στεκόμουν και κοίταζα μακριά τις αφρικάνικες ξερές
πεδιάδες. Από τον Όλυμπο έβρεχε φωτιά
αρπακτική! Ελάχιστα ηπιότερη από τότε που τα βουνά
ξεσχίζοντας με ακτίνες ο Θεός ύψη και βάθη δημιουργούσε.
Όμως πάνω σ’ αυτές κανένα δροσερό πράσινο δάσος
δεν αναθάλλει πλούσιο και λαμπρό στον ένηχο αέρα.
Το μέτωπο του όρους παραμένει αστεφάνωτο και εύγλωττα ρυάκια
δεν γνωρίζει, σπανίως η πηγή φτάνει κάτω στην κοιλάδα.
Για κανένα κοπάδι το μεσημέρι δεν περνά πλάι στο κελάρυσμα της βρύσης,
και φιλικά μέσα απ’ τα δέντρα δεν προβάλλει κάποια στέγη φιλόξενη.
Κάτω απ’ το θάμνο ένα σοβαρό πουλί καθόταν και δεν τραγουδούσε,
όμως οι πελαργοί, οι ταξιδιώτες, έσπευδαν να φύγουν μακριά.
Νερό τότε εγώ δεν σου εζήτησα, ω φύση! Στην έρημο,
νερό μου φύλαγε πιστά η ευλαβική καμήλα.
Για τα τραγούδια των δασών, αχ! Και για τους κήπους του πατέρα
παρακάλεσα, που μου τα θύμισαν της πατρίδας τα ταξιδιάρικα πουλιά.
Όμως εσύ μου μίλησες και μου είπες: κι εδώ υπάρχουνε θεοί και διαφεντεύουν,
μέγα είναι το μέτρο τους, κι ωστόσο ο άνθρωπος μετράει με τον πήχη.

Κι ο λόγος αυτός με παρακίνησε, ν’ αναζητήσω και κάτι το Άλλο,
μακριά στο βόρειο πόλο με τα πλοία έφτασα.
Στο χιόνι τυλιγμένη ήσυχα εκεί κοιμόταν αλυσοδεμένη η ζωή,
κι ο σιδερένιος ύπνος από χρόνια περίμενε τη μέρα.
Γιατί επί πολύν καιρό εδώ ο Όλυμπος δεν αγκάλιαζε τη Γη,
όπως του Πυγμαλίωνα τα μπράτσα τύλιγαν την αγαπημένη.
Εδώ δεν της άγγιζε το στήθος με το βλέμμα του ήλιου,
κι ούτε με τη βροχή και τη δροσιά δεν της μιλούσε φιλικά.
Κι εγώ απόρησα γι’ αυτό και ασυλλόγιστα είπα: Μητέρα
Γη, χάνεις λοιπόν πάντοτε σαν χήρα τον καιρό σου;
Γιατί το να μη γεννάς τίποτε και τίποτε να μη φροντίζεις με αγάπη,
και καθώς περνούν τα χρόνια να μη βλέπεις τον εαυτό σου στο παιδί
σου είναι σαν θάνατος.
Όμως μια μέρα ίσως ζεσταθείς απ’ την ακτίνα τ’ ουρανού,
κι από τον στερημένο σου ύπνο ίσως η πνοή του σε ξυπνήσει,
έτσι που σαν σπόρος να διαρρήξεις το φλοιό που σε τυλίγει
κι ο κόσμος ελευθερωμένος απ’ τα δεσμά του αποσπαστεί και χαιρετίσει το φως,
και όλη η συσσωρευμένη δύναμη φουντώσει σε μια πλούσια άνοιξη,
και ρόδα λάμψουν πυρωμένα και κρασί αφρίσει στον άγονο Βορρά.

Έτσι εμίλησα και τώρα επιστρέφω στον Ρήνο και στην πατρίδα,
όπως και άλλοτε απαλά οι άνεμοι της νιότης με χαϊδεύουν
και την επίμονη καρδιά μου μαλακώνουν τ’ ανοιχτά
γνώριμα δέντρα, που άλλοτε με λίκνισαν μες στα κλαδιά τους,
και το ιερό πράσινο, μάρτυς της ευτυχούς βαθιάς
ζωής του κόσμου με ζωντανεύει, με κάνει νέο.
Εγέρασα στα χρόνια αυτά, με χλόμιασε ο βόρειος πόλος
και στη φωτιά του Νότου έχασα τα μαλλιά μου.
Όμως, όταν κανείς, έστω και την εσχάτη μέρα της θνητής ζωής του,
έρθει από μακριά και κουρασμένος μέχρι τα βάθη της ψυχής του
τούτη τη χώρα ξαναδεί, για μια φορά ακόμη τα μάγουλά του
θε ν’ ανθίσουν, και τα σβησμένα μάτια του θα ξαναλάμψουν.
Του Ρήνου εσύ κοιλάδα ευτυχισμένη! Ούτε ένας λόφος δεν είναι χωρίς αμπέλι,
και της σταφυλής τα φύλλα τοίχοι και κήπος στεφανώνονται,
και με το ιερό ποτό γεμάτα είναι τα πλοία στο ποτάμι,
νησιά και πόλεις πνίγονται σε οπώρες και κρασί.
Αλλά χαμογελώντας σοβαρός αναπαύεται ψηλά ο γέρων Ταΰνος,
και με βελανιδιές στεφανωμένος κλίνει ο ελεύθερος την κεφαλή.

Και τώρα έρχεται από το δάσος το ελάφι, από τα σύννεφα το φως της μέρας,
ψηλά στον εύθυμο αέρα πετάει το γεράκι και τα γύρω κατοπτεύει.
Ωστόσο κάτω στην κοιλάδα, όπου τα άνθη τρέφονται από πηγές,
το χωριουδάκι απλώνεται ανέμελα μες στα λιβάδια.
Ήσυχα είναι εδώ. Μακριά αντηχεί ο μύλος πολυάσχολος,
αλλά οι καμπάνες μου αναγγέλουνε το γέρμα της ημέρα.
Ευχάριστα ηχεί το σφυρήλατο δρεπάνι και η φωνή του χωρικού,
που επιστρέφοντας στο σπίτι, αρέσκεται τα βήματα του ταύρου να καθοδηγεί,
ευχάριστα και το τραγούδι της μητέρας που είναι καθισμένη στο χορτάρι με το μικρό της γιο
κι εκείνος ευτυχισμένος πια να βλέπει αποκοιμήθηκε. Όμως τα σύννεφα βάφονται κόκκινα,
και στην αστραφτερή λίμνη, όπου το άλσος την ανοιχτή αυλόπορτα
με πρασινάδες πλημμυρίζει και το φως χρυσό παίζει γύρω από τα παράθυρα,
εκεί με υποδέχεται το σπίτι και του κήπου μου το μυστικό σκοτάδι,
όπου μαζί με τα φυτά κάποτε στοργικά μ’ ανέθρεψε ο πατέρας.
Όπου εγώ ελεύθερος ωσάν τους φτερωτούς έπαιξα μέσα σε αέρινα κλαδιά,
ή ατένισα απ’ την κορυφή του άλσους το πιστό γαλάζιο.
Πιστός ήσουν κι εσύ ανέκαθεν, πιστός παρέμεινες στον πλάνητα,
πιστά, όπως και άλλοτε, με δέχεσαι, ουρανό της πατρίδας.

Ακόμη ωριμάζουν τα ροδάκινα για χάρη μου, με κάνει ν’ απορώ η ανθοφορία,
σχεδόν σαν δέντρο στέκεται γεμάτη άνθη η τριανταφυλλιά.
Βαριά και σκοτεινή απ’ τους καρπούς έγινε στο μεταξύ η κερασιά μου,
και τα κλαδιά απλώνονται από μόνα τους στο χέρι που τους δρέπει.
Και στο δάσος με οδηγεί, όπως και άλλοτε, σε πιο ελεύθερα φυλλώματα
το μονοπάτι από τον κήπο ή και πιο κάτω στο ρυάκι,
όπου ξαπλωμένος την ψυχή μου έτερπα με τη φήμη των ανδρών εκείνων,
των αισθαντικών ναυτίλων. Κι ήταν τέτοια η δύναμη των μύθων σας,
που έφυγα στις θάλασσες και στις ερήμους ω κραταιοί!
Αχ! και μάταια μ’ αναζητούσαν ο πατέρας κι η μητέρα μου.
Αλλά που είναι; Σιωπάς λοιπόν; Διστάζεις; Προστάτη του σπιτιού!
Λοιπόν κι εγώ εδίστασα και μέτρησα τα βήματά μου,
καθώς πλησίαζα, κι όμοια με τους προσκυνητές στάθηκα σιωπηλός.
Ωστόσο εισήλθε, ανάγγειλε τον ξένο, το γιό,
έτσι που οι αγκαλιές ν’ ανοίξουν και να με αναστήσει η ευλογία τους,
κι εγώ να καθαγιαστώ και να μου χαριστεί και πάλι το κατώφλι!
Ωστόσο το μαντεύω, σε ξενιτιά ιερή έχουν φύγει
και ποτέ δεν θα επιστρέψουν οι αγαπημένοι μου.

Πατέρα και μητέρα; Κι αν ακόμη ζούνε κάποιοι φίλοι, αυτοί
περί άλλα τυρβάζουν, δεν θα ‘ναι πια ποτέ δικοί μου.
Ωστόσο θα ‘ρθω, όπως και άλλοτε, και θα προφέρω τα παλιά της αγάπης ονόματα,
θα ικετεύσω τις καρδιές, αν ακόμα χτυπούν, σαν άλλοτε,
αλλά αυτές θα παραμείνουν σιωπηλές. Έτσι πολλά ενώνει και χωρίζει
ο χρόνος. Τους μοιάζω πεθαμένος, κι αυτοί σ’ εμένα.
Κι έτσι είμαι μόνος. Όμως εσύ, πάνω απ’ τα σύννεφα,
πατέρα της πατρίδας! Κραταιέ Αιθήρ! Κι εσύ
γη και φως! Εσείς οι τρεις που ομόθυμοι διαφεντεύετε και αγαπάτε,
αιώνιοι θεοί! Ποτέ δεν σπάζει αυτό που μας συνδέει.
Από σας ξεκίνησα, μ’ εσάς περπάτησα,
εσάς, ω ευτυχείς, φέρνω πιο έμπειρος και πάλι πίσω.
Για τούτο άπλωσε μου τώρα το κύπελλο γεμάτο μέχρι επάνω
με το κρασί που βγαίνει απ’ τα ολόθερμα βουνά του Ρήνου.
Έτσι που να πιω πρώτα στους θεούς κι ύστερα στη μνήμη των ηρώων,
των ναυτικών, κι ύστερα πάλι στη δική σας, ω αγαπημένοι μου,
γονείς και φίλοι! Και τους μόχθους και τα πάθη να ξεχάσω
σήμερα κι αύριο και γρήγορα να ξαναβρεθώ με τους οικείους.

***

Einsam stand ich und sah in die afrikanischen dürren
Ebnen hinaus; vom Olymp regnete Feuer herab,
Reißendes! milder kaum, wie damals, da das Gebirg hier
Spaltend mit Strahlen der Gott Höhen und Tiefen gebaut.
Aber auf denen springt kein frischaufgrünender Wald nicht
In die tönende Luft üppig und herrlich empor.
Unbekränzt ist die Stirne des Bergs und beredtsame Bäche
Kennet er kaum, es erreicht selten die Quelle das Tal.
Keiner Herde vergeht am plätschernden Brunnen der Mittag,
Freundlich aus Bäumen hervor blickte kein gastliches Dach.
Unter dem Strauche saß ein ernster Vogel gesanglos,
Aber die Wanderer flohn eilend, die Störche, vorbei.
Da bat ich um Wasser dich nicht, Natur! in der Wüste,
Wasser bewahrte mir treulich das fromme Kamel.
Um der Haine Gesang, ach! um die Gärten des Vaters
Bat ich vom wandernden Vogel der Heimat gemahnt.
Aber du sprachst zu mir: Auch hier sind Götter und walten,
Groß ist ihr Maß, doch es mißt gern mit der Spanne der Mensch.

Und es trieb die Rede mich an, noch Andres zu suchen,
Fern zum nördlichen Pol kam ich in Schiffen herauf.
Still in der Hülse von Schnee schlief da das gefesselte Leben,
Und der eiserne Schlaf harrte seit Jahren des Tags.
Denn zu lang nicht schlang um die Erde den Arm der Olymp hier,
Wie Pygmalions Arm um die Geliebte sich schlang.
Hier bewegt' er ihr nicht mit dem Sonnenblicke den Busen,
Und in Regen und Tau sprach er nicht freundlich zu ihr;[84]
Und mich wunderte des und törig sprach ich: O Mutter
Erde, verlierst du denn immer, als Witwe, die Zeit?
Nichts zu erzeugen ist ja und nichts zu pflegen in Liebe,
Alternd im Kinde sich nicht wieder zu sehn, wie der Tod.
Aber vielleicht erwarmst du dereinst am Strahle des Himmels,
Aus dem dürftigen Schlaf schmeichelt sein Othem dich auf;
Daß, wie ein Samkorn, du die eherne Schale zersprengest,
Los sich reißt und das Licht grüßt die entbundene Welt,
All die gesammelte Kraft aufflammt in üppigem Frühling,
Rosen glühen und Wein sprudelt im kärglichen Nord.

Also sagt ich und jetzt kehr ich an den Rhein, in die Heimat,
Zärtlich, wie vormals, wehn Lüfte der Jugend mich an;
Und das strebende Herz besänftigen mir die vertrauten
Offnen Bäume, die einst mich in den Armen gewiegt,
Und das heilige Grün, der Zeuge des seligen, tiefen
Lebens der Welt, es erfrischt, wandelt zum Jüngling mich um.
Alt bin ich geworden indes, mich bleichte der Eispol,
Und im Feuer des Süds fielen die Locken mir aus.
Aber wenn einer auch am letzten der sterblichen Tage,
Fernher kommend und müd bis in die Seele noch jetzt
Wiedersähe dies Land, noch Einmal müßte die Wang ihm
Blühn, und erloschen fast glänzte sein Auge noch auf.
Seliges Tal des Rheins! kein Hügel ist ohne den Weinstock,
Und mit der Traube Laub Mauer und Garten bekränzt,
Und des heiligen Tranks sind voll im Strome die Schiffe,
Städt und Inseln, sie sind trunken von Weinen und Obst.
Aber lächelnd und ernst ruht droben der Alte, der Taunus,
Und mit Eichen bekränzt neiget der Freie das Haupt.

Und jetzt kommt vom Walde der Hirsch, aus Wolken das Tagslicht,
Hoch in heiterer Luft siehet der Falke sich um.[85]
Aber unten im Tal, wo die Blume sich nähret von Quellen,
Streckt das Dörfchen bequem über die Wiese sich aus.
Still ists hier. Fern rauscht die immer geschäftige Mühle,
Aber das Neigen des Tags künden die Glocken mir an.
Lieblich tönt die gehämmerte Sens und die Stimme des Landmanns,
Der heimkehrend dem Stier gerne die Schritte gebeut,
Lieblich der Mutter Gesang, die im Grase sitzt mit dem Söhnlein;
Satt vom Sehen entschliefs; aber die Wolken sind rot,
Und am glänzenden See, wo der Hain das offene Hoftor
Übergrünt und das Licht golden die Fenster umspielt,
Dort empfängt mich das Haus und des Gartens heimliches Dunkel,
Wo mit den Pflanzen mich einst liebend der Vater erzog;
Wo ich frei, wie Geflügelte, spielt auf luftigen Ästen,
Oder ins treue Blau blickte vom Gipfel des Hains.
Treu auch bist du von je, treu auch dem Flüchtlinge blieben,
Freundlich nimmst du, wie einst, Himmel der Heimat, mich auf.

Noch gedeihn die Pfirsiche mir, mich wundern die Blüten,
Fast, wie die Bäume, steht herrlich mit Rosen der Strauch.
Schwer ist worden indes von Früchten dunkel mein Kirschbaum,
Und der pflückenden Hand reichen die Zweige sich selbst.
Auch zum Walde zieht mich, wie sonst, in die freiere Laube
Aus dem Garten der Pfad oder hinab an den Bach,
Wo ich lag, und den Mut erfreut am Ruhme der Männer,
Ahnender Schiffer; und das konnten die Sagen von euch,
Daß in die Meer ich fort, in die Wüsten mußt, ihr Gewaltgen!
Ach! indes mich umsonst Vater und Mutter gesucht.
Aber wo sind sie? du schweigst? du zögerst? Hüter des Hauses!
Hab ich gezögert doch auch! habe die Schritte gezählt,
Da ich nahet, und bin, gleich Pilgern, stille gestanden.
Aber gehe hinein, melde den Fremden, den Sohn,[86]
Daß sich öffnen die Arm und mir ihr Segen begegne,
Daß ich geweiht und gegönnt wieder die Schwelle mir sei!
Aber ich ahn es schon, in heilige Fremde dahin sind
Nun auch sie mir, und nie kehret ihr Lieben zurück.

Vater und Mutter? und wenn noch Freunde leben, sie haben
Andres gewonnen, sie sind nimmer die Meinigen mehr.
Kommen werd ich, wie sonst, und die alten, die Namen der Liebe
Nennen, beschwören das Herz, ob es noch schlage, wie sonst,
Aber stille werden sie sein. So bindet und scheidet
Manches die Zeit. Ich dünk ihnen gestorben, sie mir.
Und so bin ich allein. Du aber, über den Wolken,
Vater des Vaterlands! mächtiger Aether! und du
Erd und Licht! ihr einigen drei, die walten und lieben,
Ewige Götter! mit euch brechen die Bande mir nie.
Ausgegangen von euch, mit euch auch bin ich gewandert,
Euch, ihr Freudigen, euch bring ich erfahrner zurück.
Darum reiche mir nun, bis oben an von des Rheines
Warmen Bergen mit Wein reiche den Becher gefüllt!
Daß ich den Göttern zuerst und das Angedenken der Helden
Trinke, der Schiffer, und dann eures, ihr Trautesten! auch,
Eltern und Freund'! und der Mühn und aller Leiden vergesse
Heut und morgen und schnell unter den Heimischen sei.


FRIEDRICH HOLDERLIN
ΕΛΕΓΕΙΕΣ, ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΕΛΛΑ Γ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ 1996

Δεν υπάρχουν σχόλια: