Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
...Το Ζεν δεν προάγει την ενασχόληση με
διαλογισμούς, ιερές γραφές ή ιερατικά
κείμενα. Έτσι εξηγείται και το λακωνικό
και εξαιρετικά λιτό ύφος του. Σύμφωνα
με ένα διάσημο σχήμα λόγου, κάθε θεωρία
είναι έγκυρη μόνον εφόσον υποδεικνύει
μια οδό που πρέπει κανείς να ακολουθήσει
χρησιμοποιώντας μόνο τη δική του δύναμη.
Η αυτοπειθαρχία, με μια σχεδόν ασκητική,
αλλά ενεργητική έννοια ( όχι όμως η
αυτοτιμωρία), αποτελεί τη θεμελιώδη
αρχή του Ζεν, την οποία βρήκαν ιδιαιτέρως
ελκυστική οι Σαμουράι. Αυτή η αυτοπειθαρχία,
εντούτοις, είναι πολύ λεπτή και
κατευθύνεται κυρίως προς το εσωτερικό
του ατόμου. Σε αυτήν την αρχή μπορεί
κανείς να διακρίνει τα παρακάτω στάδια:
Πρώτον, είναι αναγκαίο να κυριαρχεί
κανείς επί των εξωτερικών αντικειμένων,
και συγκεκριμένα επί των εντυπώσεων
και των ερεθισμάτων που προέρχονται
απ’ αυτά, και να αντικαταστήσει την
παθητική στάση απέναντι στα αντικείμενα
με μια ενεργητική, δυναμική στάση. Ο
μαθητής παροτρύνεται να συνειδητοποιήσει
πως κάθε φορά που ένας πόθος τον ωθεί
προς κάτι, δεν έχει εκείνος τον έλεγχο
του εξωτερικού αντικειμένου, αντιθέτως
το αντικείμενο ελέγχει τον ίδιο. «Ένας
που αρέσκεται σε ένα ποτό, εξαπατά τον
εαυτό του νομίζοντας πως εκείνος πίνει
το ποτό. Η αλήθεια είναι ότι το ποτό
πίνει εκείνον». Συνεπώς, ο στόχος είναι
να καταστεί κανείς αποσπασμένος(1), να
βρει μέσα του τον αληθινό Κύριο. Η δυτική
ηθική των Στωικών(2) δεν απείχε πολύ απ’
αυτό. Ωστόσο, αυτό που προσθέτει το Ζεν
σ’ αυτήν την αποστασιοποιημένη στάση
είναι το δόγμα της Μαχαγιάνα περί
«κενότητας» σύμφωνα με το οποίο όλα τα
εξωτερικά αντικείμενα, από μια μεταφυσική
οπτική γωνία (sub species aeternitatis)(3), δεν
αποτελούν παρά απατηλές προβολές. Αυτές
οι προβολές αποκτούν επίφαση πραγματικότητας
και ισχύος από τους δικούς μας πόθους.
Στο δεύτερο στάδιο, πρέπει κανείς να
υποτάξει το σώμα του και να επικυρώσει
την εξουσία του εφ’ όλου του οργανισμού
του. Όπως έχει ειπωθεί: «Σκέψου το ίδιο
το σώμα σου σαν κάτι ξένο από σένα. Αν
κλαίει, κάνε το αμέσως να σωπάσει, όπως
κάνει μια αυστηρή μητέρα με το παιδί
της. Αν είναι ιδιότροπο, έλεγξέ το όπως
κάνει ένας καβαλάρης με το άλογό του,
τραβώντας τα γκέμια. Αν είναι άρρωστο,
χορήγησέ του φάρμακα, όπως κάνει ένας
γιατρός με τους ασθενείς του. Αν σε
παρακούει, τιμώρησέ το, όπως κάνει ένας
δάσκαλος με τους μαθητές του». Αυτή η
αρχή πρέπει να γίνει βίωμα και να μην
παραμείνει απλώς θεωρία. Πρέπει να γίνει
πράξη. Συχνά, σε αυτό το επίπεδο η
πνευματική άσκηση συμπληρώνει τη
στρατιωτική εκπαίδευση. Σε παλαιότερες
εποχές υπήρχαν «διαγωνισμοί
αποφασιστικότητας», που έκριναν ποιοι,
απ’ όλους τους μαθητές, γνώριζαν πως
να αντέξουν για περισσότερο χρόνο τον
χειρότερο καύσωνα το καλοκαίρι και το
παγερότερο ψύχος τον χειμώνα.
Γενικά είναι χαρακτηριστικό του Ζεν να
θεωρεί διάφορες «πολεμικές» και άλλες
τέχνες, ως κάποιου είδους πνευματικό ή
ακόμα και μυητικό αντίστοιχο. Το Ζεν
θεωρεί ακόμα, τη δεξιοτεχνία σε μια
δεδομένη τέχνη ως κάποιου είδους
εξωτερικό σημάδι μιας αντίστοιχης
εσωτερικής κατανόησης.
Το τρίτο στάδιο συνίσταται στον έλεγχο
των παθών και των συναισθημάτων, και
την επίτευξη μιας εσωτερικής ισορροπίας.
Πρέπει κανείς να συνειδητοποιήσει τον
παραλογισμό και τη ματαιότητα όλων των
φόβων, των ελπίδων και των συγκινήσεων,
και εν τέλει να «θέσει την καρδιά υπό
έλεγχο». Υπάρχει σχετικά μια ιστορία
για τον O-yo-mei, τον διοικητή ενός στρατού
που έδινε μια αποφασιστική μάχη εναντίον
μιας απόπειρας σφετερισμού της εξουσίας.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, δεν
παρέλειπε να εξασκείται στο Ζεν μέσα
στο διοικητήριό του. Όταν του ανήγγειλαν
πως τα στρατεύματά του είχαν κατατροπωθεί,
το επιτελείο του πανικοβλήθηκε, αλλά ο
O-yo-mei δεν ταράχτηκε, έδωσε μόνο κάποιες
σύντομες οδηγίες. Λίγο αργότερα, έφτασε
η είδηση ι σε μια επόμενη φάση της μάχης
επετεύχθη η νίκη. Ο O-yo-mei παρέμεινε
εξίσου ήρεμος όπως πριν και δεν διέκοψε
την εξάσκησή του στο Ζεν. Αυτό που πρέπει
να υπογραμμιστεί είναι ότι το Ζεν δεν
προάγει μια άκαμπτη απάθεια, αλλά ότι
προσπαθεί να απομακρύνει κάθε περιττό
συναίσθημα και κάθε άχρηστη ανησυχία.
Ένα άλλο παράδειγμα αποτελούν οι
καμικάζι, οι πιλότοι που εκτελούσαν
αποστολές αυτοκτονίας κατά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί οι άνθρωποι –
όλοι σχεδόν εκ των οποίων εξασκούνταν
στο Ζεν – ήταν ικανοί να τηρούν τα
καθήκοντά τους ή ακόμα και να διασκεδάζουν,
παρ’ ότι γνώριζαν πως ανά πάσα στιγμή
μπορούσε να τους ζητηθεί να πετάξουν
σε μια αποστολή χωρίς ελπίδα επιστροφής.
Το τέταρτο στάδιο υποδηλώνει την
«απόρριψη του Εγώ». Δεν αρκεί μόνο να
πάψει κανείς να αισθάνεται «σημαντικός»,
πρέπει και να πάψει να πιστεύει ότι η
ατομική του ύπαρξη είναι αληθινή. Η
προσκόλληση στο Εγώ είναι ο δυσκολότερος
δεσμός που πρέπει να σπάσει. Μόνον τότε
θα φτάσει στο κατώφλι μιας «φωτισμένης
συνειδητότητας», που είναι συνώνυμης
μιας κατάστασης υπερ-ατομικότητας και
ενεργητικής έλλειψης προσωπικότητας.
Στην πραγματικότητα, αυτή η ανώτερη
διάσταση – η οποία κατά κάποιο τρόπο
θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «διαλογισμός»
– δεν σχετίζεται με μια ακοινώνητη και
μοναστική ζωή, αλλά νοείται ως μια
κατάσταση συνειδητότητας η οποία πρέπει
να είναι μόνιμη, και, ως εκ τούτου, να
διέπει κάθε βίωμα ή δραστηριότητα. Όπως
λέει μαι παροιμία: «Το να μην είσαι
προσκολλημένος σε οτιδήποτε είναι
διαλογισμός. Αν το κατανοήσεις αυτό,
δεν θα πάψεις στιγμή να διαλογίζεσαι,
ακόμη και την ώρα που προχωράς, στέκεσαι,
κάθεσαι ή ξαπλώνεις».
Από μια άλλη οπτική γωνία, διακρίνονται
πέντε φάσεις πειθαρχίας, που λέγεται
Ko-kun-go-i, δηλαδή «τα πέντε στάδια της
αξίας».
Το πρώτο είναι το «στάδιο της μεταστροφής»
που αντιστοιχεί στον μαθητή που στρέφεται
από τον εξωτερικό στον εσωτερικό κόσμο,
ξεφεύγοντας από την εξουσία του πρώτου.
Χρησιμοποιείται εδώ μια συγκεκριμένη
αλληγορία: ο ανώτερος Εαυτός, στον οποίο
προσβλέπει κανείς, παρουσιάζεται ως
ηγεμόνας, τον οποίο υπηρετεί ως υποτελής
του. Δεύτερο είναι το «στάδιο της
υπηρεσίας» που χαρακτηρίζεται από
αφοσίωση σε αυτόν τον εσωτερικό Κύριο
και από διαρκή «υπηρεσία» που χαρακτηρίζεται
από υπακοή, στοργή, φόβο μην τον προσβάλει,
ό,τι ακριβώς περιμένει κανείς από τον
ακόλουθο ενός βασιλιά. Ακολουθεί το
«στάδιο της ανδρείας», η οποία πρέπει
να αποδειχθεί στη μάχη, στην κατατρόπωση
και την υποδούλωση ενός άτακτου στρατού
παθών και ενστίκτων, ο οποίος έχει
εξεγερθεί κατά του βασιλιά του. Σε αυτό
το στάδιο προάγεται κανείς από ακόλουθο
σε στρατηγό. Τέταρτο είναι το «στάδιο
της συνεργασίας». Δεν πολεμά απλώς
κανείς και «υπερασπίζεται το Κέντρο»,
αλλά περνά στις τάξεις εκείνων που
συμβουλεύουν τον «ηγεμόνα» για τις
υποθέσεις του κράτους και την κοινωνική
τάξη. Το τελευταίο στάδιο λέγεται «στάδιο
της υπερ-αξίας» (Ko-ko) και αποτελεί την
κατοικία του ίδιου του ηγεμόνα, με τον
οποίο ταυτίζεται πλέον κανείς. Σε αυτή
τη φάση, παύουν όλες οι πράξεις και
πραγματώνεται επιτέλους η πνευματική
κυριαρχία και η κατάσταση συνειδητότητας
που χαρακτηρίζεται από μια ανώτερη
ελευθερία.
Η συμβολική ή αλληγορική απεικόνιση
των διαφόρων σταδίων πνευματικής
πειθαρχίας, όπως εφαρμόζεται στο Ζεν,
είναι πολύ σημαντική, διότι μπορεί να
λειτουργήσει ως σύνδεσμος μεταξύ του
εσωτερικού βασιλείου και του εξωτερικού
κόσμου. Με άλλα λόγια, δείχνει πως το
Ζεν πέτυχε να ενσωματωθεί στην επίσημη
σιντοϊστική θρησκεία της Ιαπωνίας, η
οποία, όπως προείπα, είχε ως ακρογωνιαίο
λίθο της τη λατρεία του Αυτοκράτορα.
Μπορεί να ειπωθεί ότι ο Σαμουράι προέβαλλε
πάνω στον Αυτοκράτορα το δικό του
πνευματικό ιδεώδες. Στον Αυτοκράτορα
οι Σαμουράι είδαν τον συμβολικό «ηγεμόνα»
που μόλις περιέγραψα στην αλληγορία
των πέντε σταδίων της αξίας. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο, τουλάχιστον θεωρητικώς,
καθιερώθηκε ένας παραλληλισμός μεταξύ
της πνευματικής και της πολιτικής
πειθαρχίας μιας ελίτ. Αυτός ο παραλληλισμός
μπόρεσε να προσδώσει ένα υψηλότερο
νόημα σε οτιδήποτε σχετικό με την ενεργό
αφοσίωση, την υπηρεσία, τον αγώνα, τη
θυσία, τη γνώση και τη σοφία προς όφελος
και δύναμη της κοινωνίας, της οποίας
την κορυφή αποτελούσε ο Αυτοκράτορας.
_________________
1.μη προσκολλημένος
2.Για τους Στωικούς ο σκοπός του ανθρώπου
(τέλος) είναι «η ζωή σύμφωνα με τη φύση»
και η αρετή παρεμποδίζεται από τα
εξωτερικά αντικείμενα
Αξίωμα της Ατραπού είναι ότι εκείνοι
που την έχουν βαδίσει διακρίνονται για
τη γαλήνη τους. Ο Μύστης πεθαίνει με
τον ίδιο τρόπο που έζησε: γαλήνια. Ο
θάνατος δεν εμπεριέχει πια κανένα τρόμο
για τον άνθρωπο που γνωρίζει την
πραγματικότητα της μετενσάρκωσης μέσα
από τις αναμνήσεις του για τις περασμένες
ζωές του. Έχει πεθάνει πολλές φορές
πριν, και η διαδικασία του είναι οικεία.
Μέσα από την καθημερινή εξάσκηση, έχει
συνηθίσει να αποσύρει τη συνείδησή του
από τον εγκέφαλο και να εισέρχεται στον
Ανώτερο Εαυτό με το διαλογισμό. Όταν
πλησιάζει η ώρα του να αποχωρήσει,
γνωρίζει ότι θα δρασκελίσει την οικεία
του πύλη, κλείνοντάς την ερμητικά πίσω
του, για να μην επιστρέψει ξανά. Μετά
από πολλά χρόνια μαθητείας στην Ατραπό,
έχει αποθέσει τους θησαυρούς του στα
Ουράνια. Έχει συνηθίσει να θεωρεί τον
εαυτό του σαν πνεύμα και όχι σαν κάποιο
υλικό σώμα. Για αυτόν, το σώμα δεν είναι
παρά ένα παρατηρητήριο που κατασκεύασε
για να χρησιμοποιεί ο εαυτός του στο
πεδίο της γης.
Ακούει το κάλεσμα που ορίζει ότι πρέπει
να αποσυρθεί για έναν από τους εξής δύο
λόγους: μπορεί το φυσικό του σώμα να μην
είναι πια εξυπηρετικός φορέας και είναι
καλύτερο και πιο εύκολο να το απορρίψει
προκειμένου να «ντυθεί» με ένα καινούργιο,
παρά να κάνει επιδιορθώσεις στο παλιό.
Ή μπορεί να έχει εκπληρώσει το έργο του
στη γη και να καλείται να ανέβει ψηλότερα.
Αποδέχεται με άνεση το θάνατο και χωρίς
μεμψιμοιρίες, γιατί γνωρίζει ότι δίχως
το κάλεσμα του Δάσκαλού του, όλες οι
δυνάμεις του Θανάτου και της Κόλασης,
μαζί δεν θα μπορούσαν να τον εξαναγκάσουν
να εγκαταλείψει την κατοικία της σάρκας.
Καθώς αναμένει τις διαδικασίες που θα
του ανοίξουν τις πύλες, βυθίζεται όλο
και περισσότερο στο διαλογισμό του, με
στόχο να διυλίσει την ουσία των εμπειριών
της ζωής του. Παρατηρεί τα μαθήματα που
του έχει δώσει η ζωή, σημειώνει εκείνα
που του έχει μάθει κι εκείνα που δεν τα
έχει κατακτήσει ακόμα τέλεια, και
προσπαθεί έντονα να συμπληρώσει τη
συνειδητοποίησή του σχετικά με αυτά,
προτού έρθει η ώρα να αναχωρήσει. Σύντομα
θα γνωρίζει αν έχει εκπληρώσει το έργο
του ή αν θα πρέπει να ξαναεπιστρέψει
στη γη προκειμένου να το ολοκληρώσει.
Αν καταλάβει ότι η γήινη ζωή δεν έχει
τελειώσει για αυτόν αλλά πρόκειται να
επιστρέψει, τότε στρέφει τις ενέργειές
του προς τη δόμηση του αρχέτυπου του
αιθερικού καλουπιού το οποίο θα δώσει
μορφή στο σώμα του και θα διαγράψει το
πεπρωμένο του σαν έρθει η ώρα να επανέρθει
στη γη. Προσπαθεί να χαράξει πάνω στο
άτομο-σπέρμα την ανάμνηση των Μυστηρίων
στα οποία έχει μυηθεί, περιβάλλοντάς
το έτσι με εκείνα τα «αιωρούμενα σύννεφα
δόξας» με τα οποία επενδύεται η μυημένη
ψυχή όταν περνάει για άλλη μια φορά
εκείνες τις πύλες που, σαν τις βλέπουμε
από ψηλά, τις ονομάζουμε Πύλες της
Γέννησης – αλλά σαν τις βλέπουμε από
χαμηλά, τις ονομάζουμε Πύλες του Θανάτου.
Με σαφήνεια και επιμονή δίνει μορφή στο
ιδανικό του, έτσι ώστε σαν φύγει η ψυχή
του να προχωρήσει προς το σκοπό της και
να μην περιπλανιέται άσκοπα στον άλλο
κόσμο. Γνωρίζει ότι μέσα σε ένα κύκλο
τριών ζωών θα έχει πλήρη ελεύθερη θέληση.
Αν αυτή η ζωή έχει αποδώσει τους καρπούς
των προσπαθειών του παρελθόντος, τότε
θα μπορεί να υπολογίζει με βεβαιότητα
ότι στην επόμενη ζωή του θα δει την
επίτευξη του σκοπού του. Αμέσως μόλις
καταλάβει ότι αρχίζει να χαλαρώνει ο
δεσμός του με αυτή τη ζωή, ο μύστης
προετοιμάζεται για την επόμενη.
Για το μύστη δεν υπάρχει χωρισμός από
αυτούς που αγαπάει, γιατί έχει μάθει
από πολύ καιρό να αγαπάει την πνευματική
ουσία κάθε ψυχής. Το λύσιμο της ασημένιας
χορδής και το σπάσιμο του χρυσού κύπελλου,
για αυτόν σημαίνουν ότι πέφτει κάθε
εμπόδιο που τον χωρίζει από εκείνο το
στοιχείο που αγαπάει τα αγαπημένα του
πρόσωπα.
Τι είναι καλύτερο; Να βρισκόμαστε σε
φυσική επαφή με εκείνους που η ψυχή τους
είναι απομακρυσμένη από εμάς επειδή
λείπει η αμοιβαία συμπάθεια, ή να είμαστε
σε πνευματική ένωση τέλειας συμπάθειας
και κατανόησης με τον αληθινό, τον
αθάνατο και άφθαρτο Ανώτερο Εαυτό
κάποιου αγαπημένου μας; Ο πρώτος είναι
ο αληθινός χωρισμός και όχι ο δεύτερος.
Όσοι διαθέτουν ανώτερη συνείδηση μπορούν
να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ανεξάρτητα
από το που βρίσκονται τα σώματά τους,
για όσο καιρό μοιράζονται αυτή τη γήινη
ζωή. Το μόνο που κάνει ο Θάνατος είναι
να αυξάνει αυτή την ικανότητα επικοινωνίας.
Οι ανώτερες συνειδήσεις βρίσκονται
πολύ κοντύτερα πνευματικά όταν δεν
υπάρχουν πια τα φράγματα που υψώνουν
οι περιορισμοί του σώματος.
Σαν έρθει η ώρα να φύγει ο μύστης, καλεί
κοντά του τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα,
προκειμένου να διευκολύνουν την αναχώρησή
του και να τον συνοδεύσουν στα πρώτα
στάδια του ταξιδιού του. Αυτοί που
μπορούν να έρθουν «εν σώματι»
συγκεντρώνονται γύρω του. Όσοι δεν
μπορούν, έρχονται με το αστρικό τους
σώμα. Και όσοι έχουν φύγει πριν από αυτόν
από τις Πύλες του Θανάτου, καλούνται να
τον περιμένουν στο κατώφλι.
Ο Μαγικός Κύκλος χαράζεται γύρω του και
σφραγίζεται στα τέσσερα τέταρτα με τα
Ονόματα των τεσσάρων Αρχαγγέλων.
Ανάβονται κεριά στο προσκέφαλό του και
στα πόδια του. Όλοι κάθονται σιωπηλοί
σε διαλογισμό, καθώς αυτός που ξεψυχάει
περπατάει για άλλη μια φορά την Ατραπό
της απόσυρσης, την Ατραπό του συμβολικού
οράματος που τόσο συχνά βάδιζε ζωντανός
ακόμα, όταν ανυψωνόταν στα πεδία. Καθώς
αποσύρεται, οι Πύλες ανοίγουν απαλά για
να περάσει, και αυτοί που παρακολουθούν
βλέπουν με την πνευματική όραση τον
ερχομό του Ισχυρού για να τον συναντήσει,
τον Αρχάγγελο του Τάγματός του. Ένα φως
αστράφτει γύρω από το κρεβάτι, σαν την
τελευταία αχτίδα που εξακοντίζεται
μέσα από ένα σύννεφο του ήλιου που δύει.
Είναι ορατή καθαρά ακόμα και στα μάτια
της ύλης. Αμέσως μετά η ψυχή του μύστη
φεύγει.
Είναι υπόσχεση των Μυστηρίων προς του
μυημένους τους, ότι θα περάσουν μέσα
από τις Πύλες του Θανάτου έχοντας πλήρη
συνείδηση και ότι θα τους προϋπαντήσει
ο Μεγάλος Μυητής. Αποτελεί, επίσης,
προνόμιο εκείνων των αδερφών του που
θα τον συνοδεύσουν στο τελευταίο του
ταξίδι, ότι θα τους επιτραπεί να σταθούν
στο κατώφλι και να δουν με τα μάτια τους
την Ατραπό που θα ακολουθήσουν κι αυτοί
σαν έρθει η ώρα τους.
...Η συνέχεια φάνηκε πολύ περισσότερο
ενδιαφέρουσα, καθώς – και σχεδόν παντελώς
απρόσμενα – ο Ιπποκράτης, ο αρχαίος
γιατρός από την Κω, μπροστά σε
μισοκαταστραμμένο οίκημα, ανάμεσα σε
παλιά μάρμαρα που θύμιζαν Ασκληπιείο,
σε πεύκα και σε κάποια γλυπτά που θύμιζαν
– αλλά καθόλου δεν ήταν – τους ιππείς
των Παναθηναίων, άρχιζε να συνομιλεί
μ’ ένα νέο σχετικά γιατρό, από το όλο
του ύφος λέγοντάς του απόψεις, πως ο
γιατρός πρέπει να ωφελεί και πάντως να
μη βλάπτει, ή να υποβοηθάει τη φύση ή να
θεραπεύει το ενάντιο με το αντίθετο,
φροντίζοντας για την αιτιολογία και
την πρόγνωση. Κυρίως όμως έδειχνε ν’
αναλύει την επίδραση των παραγόντων
του φυσικού περιβάλλοντος πάνω στη
σωματική και τη διανοητική κατάσταση
των ανθρώπων, «θέλοντας προφανώς να
οδηγήσει πάλι – ή και να εμπνεύσει,
παρατήρησες ο αφηγητής – σ’ ένα πλατύτερο
πνευματικό κίνημα όπου η υγεία και η
επιβίωση να καταστούν γενικά τρόπος
ζωής».
Ο νέος γιατρός αν και κάπως βίαια, μ’
ένα τρόπο πάντως αρκετά ευγενικό και
με αξιοθαύμαστη ενάργεια και απλότητα
προσπάθησε να αντιπροβάλει τις απόψεις
του συνοψίζοντας τους πολλούς μαζί
παράγοντες αποτυχίας και λέγοντας (μ’
ένα τρόπο που άγγιζε τα όρια του παντελώς
απλοϊκού και πασίγνωστου) πως για την
ιατρική έρευνα είχαν διατεθεί ελάχιστα
ποσά χρημάτων, (μόνο για την έρευνα για
τα σκεπτόμενα και μη όπλα χρηματοδοτούσαν),
πως οι πηγές χρηματοδότησης ήταν
ελάχιστες, τυχαίες!, ή συνεργασία σε
παγκόσμιο επίπεδο, (ιδιαίτερα των ισχυρών
οικονομικά κρατών) μια γελοιογραφία
συνεργασίας, ή συνεργασία των εταιρειών
μια εποχιακή, διαφημιστική φιέστα
μάλλον, η συνειδητοποίηση της ανάγκης
συνεισφοράς εκ μέρους των πολλών δεν
είχε καν ξεκινήσει, οι πολιτικοί μέσα
στην παγιωμένη ανάγκη από την πληθώρα
των προβλημάτων είχαν προκαθορίσει
τον τρόπο της σκέψης τους για τους
προσεχείς αιώνες, πανίσχυρα εμπορικά
κυκλώματα περισσότερο μπορούσε να
θάψουν κάτι σημαντικό, οι οριακές
δυνατότητες της ανθρώπινης σκέψης, που
ακόμα και με τις μηχανές μαζί δεν έγιναν
πολύ μεγαλύτερες. Αν τα αίτια που
προκαλούν μια αρρώστια είναι πάρα πολλά,
χρειάζονται πάρα πολλοί τρόποι
προσπέλασης. Η αναγωγή όλων των αιτίων
σ’ ένα – και θύμιζε στο σημείο αυτό,
μακρινά, την πλατωνική φιλοσοφία μάλλον
παρά του Αριστοτέλη – καθίσταται γεγονός
σχεδόν ακατόρθωτο λογικά, έτσι που
οποιαδήποτε ελπίδα να εξανεμίζεται.
Θύμισε μάλιστα και τους πολλούς και
θρασύτατους χαμαιλέοντες που είχαν
κατακτήσει πλέον όλες τις βαθμίδες της
«ιεραρχίας», ακόμα και στους χώρους της
έρευνας και που ήταν από την ίδια τους
τη φύση προσδιορισμένοι, (πόσο μπορούσε
τάχα να ελπίζει κανένας στο τυχαίο;) και
που το μόνο που μπορούσαν ήταν να
καταδικάζουν τους άλλους, (τους ήδη όμως
καταδικασμένους, παραδέχτηκε).
Ο Ιπποκράτης που άκουγε σιωπηλός στο
γέρμα εκείνης της ηλιόλουστης μέρας
(και καθώς έφταναν οι μακρινές φωνές
πουλιών που είχαν επιβιώσει, θυμίζοντας
περασμένων αιώνων μακρινές φωτεινές
μέρες, με την ήρεμη μελαγχολία και την
απαρασάλευτη ομορφιά).
-Και παρ’ όλα αυτά, είπε, χάσατε το
πραγματικό σημείο αναφοράς, την ανδρεία,
την αέναη κίνηση προς ό,τι επιβάλλεται
να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η μεγάλη
λάμψη δεν ήρθε. Και στους πολλούς δεν
απευθυνθήκατε όσο θα έπρεπε...
-Στους πολλούς!, αναφώνησε ο νέος γιατρός
και χαμογέλασε αχνά, ευγενικά... Σάμπως
και να υπάρχει κανένας πλέον που να
μπορεί ν’ ακούσει!... Μέσα τους η σκέψη
πέθανε προτού καν γεννηθεί. Επιβίωσε
μόνο το αβυσσαλέο μίσος και ο ακινητοποιών
φόβος. Οι ωραίες κι ευγενικές ιδέες
πάγωσαν. Οι ωραίοι κι ευγενικοί άνθρωποι
χάθηκαν. Παγιώθηκε (για χρόνια) μια
κατάσταση αποχαυνωτικής αδράνειας με
μόνες ζωντανές τις έννοιες του κέρδους
και της κατανάλωσης.
Ήταν φανερό πλέον πως δεν επρόκειτο για
μια απλή ιατρική διάγνωση (ή και καθαρά
ιατρικό ζήτημα) και γι’ αυτό ίσως ο νέος
γιατρός φάνηκε να διστάζει κάπως ενώ ο
Ιπποκράτης αν και σχεδόν ασάλευτος
απέναντί του, έδειχνε (όπως και παλιά)
το ενδιαφέρον του για το φιλοσοφημένο
γιατρό προσπαθώντας να τον ενθαρρύνει
να συνεχίσει:
-Και παρ’ όλα αυτά, ξανάπε ο νέος γιατρός,
δεν μπορώ να μη μιλήσω για την πιο ύπουλη
και μακρόβια αρρώστια εκείνων των
σκοτεινών τελικά χρόνων, και που θα την
ονομάσω με τον καθόλου σοβαρό και
τετριμμένο και βαρβαρικό μάλλον όρο
«εκβλακοποίηση», που βρίσκεται πολύ
πιο κοντά και στη σοβαρότητα της όλης
κατάστασης, όταν πολλοί άνθρωποι νόμιζαν
πως αχνοχάραζε καινούργια εποχή. Γιατί
φαινομενικά τίποτα δεν άλλαζε. Ο ασθενής
έδειχνε να παραμένει ο ίδιος άνθρωπος:
οι εργάτες πήγαιναν κανονικά στη δουλειά
τους, εφόσον ακόμα υπήρχαν δουλειές και
ο αυτοματισμός το επέτρεπε και οι
υπάλληλοι μαζί με τα κομπιούτερς το
ίδιο γέμιζαν τα γραφεία, όπου ακόμα ήταν
απαραίτητο, και κάποιοι επιστήμονες
συνεπικουρούμενοι και από τα κομπιούτερς
εξακολουθούσαν να παράγουν το όποιο
επιστημονικό τους έργο, και οι κάθε
είδους επενδυτές και επιχειρηματίες,
συνεπικουρούμενοι από πλήθος ευφυών
και λιγότερο ευφυών ανθρώπων και την
τελευταία λέξη της υψηλής τεχνολογίας,
εξακολουθούσαν να καταμετρούν τεράστια
κέρδη, να σχεδιάζουν καινούργιες
εξορμήσεις ή και να παλεύουν κάποιοι
για την επιβίωσή τους. (αναφέρεται
μάλιστα και μια πολύ σκοτεινή περίοδος
μεγάλης κάμψης ή και θανάτου ισχυρής
ομάδας ή κραταιάς εποχής. Αλλά ποτέ δε
δόθηκαν και δε διασώθηκαν επαρκώς
διευκρινιστικά στοιχεία). Οι καλλιτέχνες
εξακολουθούσαν να δημιουργούν στον
όποιο βαθμό μπορούσαν, οι συγγραφείς
να γράφουν ό,τι έγραφαν, οι δάσκαλοι να
προσπαθούν να διδάξουν, οι γιατροί να
προσπαθούν να θεραπεύσουν. Είχαν όμως
όλοι τους ανεπαίσθητα προσβληθεί χωρίς
να μπορούν να το καταλάβουν. Σε αραιά
μόνο χρονικά διαστήματα, στα ελάχιστα
φωτεινά διάκενα και στην αρχή ακόμα της
«μεγάλης αρρώστιας» μπορούσε κάποιος
να το συνειδητοποιήσει. Λέγανε τότε πως
έφταιγες ο τρόπος ζωής που τους είχε
όλους αιχμαλωτίσει ή πως έφταιγαν οι
διαφημιστές και οι διαφημίσεις ή τα
κομπιούτερς ή το ποδόσφαιρο και τα
συναφή αθλήματα, ή οι δάσκαλοι ή οι
συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικά
που πλέον δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν
έργα τέχνης και που επέβαλλαν για τέχνη
ό,τι δεν ήταν, (και για τον ίδιο λόγο και
οι κριτικοί). Προβάδισμα – όπως ήταν
φυσικό – έδιναν και στους πολιτικούς
και στους δημοσιογράφους. Και είναι
αλήθεια πως τους είχαν βομβαρδίσει με
τόσα ποτάμια ραδιοτηλεοπτικής ανοησίας,
ψυχαγωγώντας τους κιόλας, όσα ο πλανήτης
δεν είχε γνωρίσει όλους μαζί τους
προηγούμενους αιώνες της ιστορίας του.
Απλοί άνθρωποι στα μικρομάγαζά τους
μέσα, και κάποιοι αγρότες στα χωράφια
τους – καθώς δεν είχαν ακόμα οριστικά
απολέσει ένα πανάρχαιο ένστικτο και
μιαν από μακρινή παράδοση ωραία διάθεση
να κουβεντιάζουν και να φιλοσοφούν –
διαισθάνθηκαν πως κάτι το επίφοβο
σκοτεινό ερχόταν.
Ειπώθηκε πως κάποιοι (και μάλιστα ηρωικοί
– σε περιόδους που ο όρος είχε παντελώς
εξαφανισθεί και φαινόταν να προκαλεί
ντροπή, ακόμα και στην ανάμνησή του)
δημοσιογράφοι, συνειδητοποιώντας την
όλη κατάσταση, θέλησαν τότε ν’ αντιδράσουν,
όσο υπήρχε ακόμα καιρός. Γρήγορα όμως
είδαν να χάνουν τις δουλειές τους, να
γίνεται, όπως ήταν φυσικό, επιτυχής
προσπάθεια για τη γελοιοποίησή τους
και αργότερα φήμες κυκλοφόρησαν πως
μερικούς τους είχαν δολοφονήσει,
πληροφορίες όμως που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν
γιατί και τα φωτεινά διαλείμματα εκείνων
που συνειδητοποιούσαν την κατάσταση
όλο και λιγόστευαν ή κρατούσαν ελάχιστες
στιγμές, ώσπου εξέλειπαν παντελώς και
τα σχετικά στοιχεία χάθηκαν.
Από χειρόγραφα που διασώθηκαν αναφέρεται
η περίπτωση ανθρώπου δυστυχισμένου που
το φωτεινό του διάλειμμα κράτησε μερικές
μέρες. Έτσι μπόρεσε να περιγράψει το
είδος και την ποιότητα των ανθρώπων που
έβλεπε γύρω του και τον αυθεντικό τους
καθημερινό λόγο. Την έβδομη όμως μέρα
μη υπομένοντας πλέον το φωτεινό διάλειμμα
τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Αναφάνηκε λοιπόν μια καινούργια περίοδος,
όπου το σύνολο σχεδόν των εκβλακοποιητών
ήταν ταυτόχρονα και εκβλακοποιητές και
εκβλακοποιούμενοι, απ’ όπου προήλθε η
νέα, πολύ περισσότερο επικίνδυνη, γενιά
των εκβλακοποιούμενων πλήρως
εκβλακοποιητών, (από κει πλέον και οι
περισσότεροι ηγέτες προέρχονταν), με
τα απεριόριστα και άκρως εξελιγμένα
ραδιοτηλεοπτικά μέσα στη διάθεσή τους.
Η σκέψη των ανθρώπων έγινε ανενεργός
και πήρε χίλιες, ασήμαντες κατευθύνσεις,
και πληρώθηκε απ’ ό,τι άχρηστο. Μερικοί
όροι που είχαν σχέση με τον ανθρωπισμό
χάθηκαν από τα λεξικά, παρ’ όλο που τα
γεγονότα συντελούνταν μέσα σε μια «πλήρη
δημοκρατία», ως προς τους τύπους.
Είχαν κυκλοφορήσει μάλιστα φήμες, χρόνια
πριν την οριστική παγίωση της τελμάτωσης,
πως και όντα από άλλους πλανήτες
προκαλούσαν την όλη κατάσταση, επειδή
τάχα ήθελαν να πειραματιστούν πάνω σε
οριακές αντιδράσεις της ανθρώπινης
φύσης, χρησιμοποιώντας άγνωστες, δικές
τους ακτινοβολίες, από δυσπρόσιτο φάσμα
των πιο επικίνδυνων ακτινοβολιών ή και
ουσίες που σκόρπισαν στην ατμόσφαιρα
ή παροχέτευσαν στα δίκτυα ύδρευσης και
στις καλλιέργειες, φαντασιώσεις καθαρά,
ίσως ακόμα και των ίδιων των εκβλακοποιημένων
εκβλακοποιητών.
Γιατί, τα τελευταία κείμενα που διασώθηκαν,
γραμμένα προφανώς από κάποιους νηφάλιους
ανθρώπους που μπόρεσαν για λίγο να
ξεφύγουν και στιγμιαία να συνειδητοποιήσουν
την κατάσταση μιλάνε (και μάλιστα με
συγκινητικά δραματικό τρόπο) για
ολοκληρωμένα προγράμματα πλήρους
εκβλακοποίησης γήινης καθαρά προέλευσης
από περιοχές όπου όλος ο πολιτισμός
τους εκπέμπει εκβλακοποίηση. Αλλά τα
κείμενα δεν προσδιόριζαν, από φόβο ίσως,
ούτε το ακριβές σημείο της προέλευσης,
ούτε ποια χώρα είχε εφαρμόσει τα
τελειότερα προγράμματα, ούτε ποιες
χώρες είχαν πληγεί περισσότερο, αν αυτές
ήταν οι πιο ανεπτυγμένες, βιομηχανικά
και αυτές που τεχνουργούν τη σφαίρα της
υψηλής τεχνολογίας ή οι λιγότερο
αναπτυγμένες ή αυτές που για αιώνες
αποκαλούσαν με τον παράδοξο τίτλο
«Τρίτος Κόσμος», και τα στοιχεία χάθηκαν
οριστικά για την ιστορική έρευνα έτσι
που πλέον θα είναι υποχρεωμένη να
στηριχτεί, όπως συνήθως, στις καλά
τεκμηριωμένες φαντασιώσεις των ιστορικών.
Γεγονός είναι πάντως πως αντίδραση είχε
υπάρξει, τα κείμενα μιλούν καθαρά στο
σημείο αυτό: απεργιακοί αγώνες είχαν
ξεσπάσει, όταν ακόμα το σώμα της κοινωνίας
παράμενε κάπως ζωντανό. Λέγανε πως
πολλοί και ηρωικοί άνθρωποι αντιστάθηκαν,
χάνοντας το ψωμί τους και βυθίζοντας
τις οικογένειές τους στην ανέχεια και
στην αφόρητη λύπη, και πως πολλοί έχασαν
ακόμα και τη ζωή τους, επειδή ένιωθαν
να συγγενεύουν με μακρινά οράματα κι
επειδή σέβόντανε το αίμα όλων των
προγενέστερων νεκρών.
Αγωνίζονταν όμως οι δύστυχοι μέσα σ’
έναν κόσμο παράλογης (αλλά και φυσιολογικής
για τα δίσεκτα εκείνα χρόνια και σύμφωνης
με το όλο κλίμα) αδιαφορίας, κάτω από
ύβρεις και προπηλακισμούς και κάθε
είδους εξευτελισμούς, ανάμεσα σε
ανθρώπους – και φτωχούς και λιγότερο
φτωχούς που δυστυχώς η επιδημία φαίνεται
πως είχε για τα καλά πλήξει – ανθρώπους
που τους θεωρούσαν εγκληματίες και
υπερασπιστές δικών τους προσωπικών
συμφερόντων, γιατί δεν ήξεραν οι δύστυχοι
πως αυτοί υπερασπίζονταν, ακόμα και
χωρίς να το καταλαβαίνουν, «το παράδοξο
πλέον δικαίωμα του να ‘σαι άνθρωπος!»
Διαμαρτύρονταν όμως (προσποιητά
κλαυθμυρίζοντας κάποτε) και οι κάθε
είδους εκβλακοποιητές που τάχα δεν τους
επέτρεπαν την ανεμπόδιστη ισοπέδωση
κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας!... Ώσπου
τους έπιανε το εγκληματικό τους αμόκ
και τότε, αποκαλύπτοντας και την αληθινή
τους φύση, γίνονταν αδυσώπητα φονικοί.
Τους εκβλακοποιητές, συνεπικουρούσαν
στα πρώτα τους βήματα και κάθε είδους
προδότες (είναι αλήθεια πραγμάτων που
ποτέ δεν πίστεψαν) προδότες που δεν
αγάπησαν ποτέ κανέναν άνθρωπο, μικρόνοοι
και υποκριτές που περιτύλιγαν τον εαυτό
τους γύρω από τον εαυτό τους, αποβράσματα
τελικά της επερχόμενης ολοκληρωτικής
νύχτας.
Ο νέος γιατρός έπαψε να μιλάει και ο
Ιπποκράτης προφανώς έκπληκτος, ίσως
και γιατί θα νόμιζε πως οι πρώτοι που
θα είχαν πληγεί από την επιδημία θα ήταν
οι γιατροί και που τώρα έβλεπε πως ένας
γιατρός με τόσο εκπληκτικά ωραίο τρόπο
του παρουσίαζε την όλη κατάσταση – και
παρ’ όλα αυτά, είπε, το θέμα φαίνεται
υπόθεση φιλοσόφων μάλλον παρά γιατρών.
-Ω, είπε ο νέος γιατρός. Αλλοίμονο αν η
φιλοσοφία καταντήσει τελικά υπόθεση
των δασκάλων της φιλοσοφίας, και αλλοίμονο
φυσικά, (συμπλήρωσε), αν η φιλοσοφία δεν
παραμείνει και υπόθεση των δασκάλων
της φιλοσοφίας... Αλλ’ οι φιλόσοφοι που
υπάρχουν φαίνονται, πολλές φορές, σαν
τους πολιτικούς, που είναι σαν να μην
υπάρχουν: φιλόσοφοι του ήσσονος σημασίας
λόγου και της αχαλίνωτης διασύνδεσης
λέξεων – εννοιών που, όταν δεν είναι
αυθεντική ποίηση, εύκολα προσεγγίζει
τα όρια της ανοησίας. Άλλωστε – και τα
κείμενα μιλάνε με πολλή σαφήνεια στο
σημείο αυτο – πολλοί διανοούμενοι
έπαιξαν το ρόλο τους στα πρώτα βήματα
της επιδημίας, ως καλά αμειβόμενοι
εκβλακοποιητές.
Πολύ γρήγορα όμως οι ανεξέλεγκτες πλέον,
πανίσχυρες δυνάμεις της «παγκόσμιας
εκβλακοποίησης» είχαν εξαπολύσει την
τραγικότερη επίθεση εναντίον των
ανθρώπων, ώστε σταδιακά και ασυναίσθητα
να δημιουργηθεί ένας αντιπολιτισμός,
όπου ακόμα και η βασική έννοια της
παγκόσμιας ειρήνης να διατρέχει άμεσο
κίνδυνο, ενώ δρούσαν ελεύθερα πλέον και
οι κάθε είδους διορθωτές και επιδιορθωτές
της ανθρώπινης φύσης και της κάθε
ζωντανής και μη ύπαρξης.
Οι μόνοι πάγιοι συσχετισμοί που επέζησαν
για χρόνια φαίνεται πως ήταν εκείνοι
της εκβλακοποίησης και της συναίσθησης
πλήρους ασφάλειας, ή της εκβλακοποίησης
και του κέρδους.
Ο νέος γιατρός έπαψε να μιλάει και ο
Ιπποκράτης έμεινε για λίγο σιωπηλός,
αλλ’ όχι ιδιαίτερα ανήσυχος, όπως
άλλωστε ήταν και η πραγματική του φύση.
Γρήγορα όμως βρέθηκε να αναλογίζεται,
(αλλά μ’ έναν τρόπο μάλλον απλοϊκό και
ελάχιστα ίσως φιλοσοφικό, όπως και η
όλη συζήτηση άλλωστε), μήπως η κατάσταση
που παγιώθηκε είναι η «φυσική» κατάσταση
του ανθρώπου, μακροχρόνια, (όπως και στο
παρελθόν), εξαρτημένη άμεσα και από το
φυσικό και το κοινωνικό του περιβάλλον
ή μήπως ακόμα και η κάποια κατάσταση
ευτυχίας εξαρτάται κυρίως από το βαθμό
της εκβλακοποίησης.
-Είναι πράγματι μια κατάσταση, είπε ο
νέος γιατρός, που σου επιτρέπει, να
παίζεις γκολφ ή τέννις και να κάνεις
δηλώσεις, όταν ο γενικότερος θάνατος
πλησιάζει... ή που σε κάνει τόσο ευτυχή
για τη νίκη της ποδοσφαιρικής σου ομάδας
και τόσο δυστυχή γι την αποτυχία της...
ή που επιτρέπει τόσο πολύ τη συγκάλυψη
της ανθρώπινης δυστυχίας και που
υπόσχεται βάσιμα τη διαιώνιση της
αδικίας και την απεριόριστη εξέλιξη
της αθλιότητας... Είναι τελικά μια
κατάσταση που τίμια και με τόσο πραγματική
ειλικρίνεια υπόσχεται να σβήσει ό,τι
ευγενικό και υψηλό παρήγαγε η ανθρώπινη
σκέψη.
Δεν είναι όμως η συνηθισμένη κατάσταση
ηλιθιότητας που σου επιτρέπει να τους
εξαπατάς, να τους χρησιμοποιείς, να
επηρεάζεις τη συνείδησή τους μεταβάλλοντας
τους σ’ εχθρούς του ίδιου τους του
εαυτού... Επρόκειτο για μιαν άλλη ποιότητα
που μέσα ήσουν κι εσύ.
Που μέσα υπήρχε ο καθένας: ο φιλοσοφών
και ο κορυφαίος επιστήμονας και ο απλός
φυσικός άνθρωπος και ο άπληστος
μικροληστής και ο μεγάλος απατεώνας...
-Βυθίστηκαν πράγματι, ξανάπε ο νέος
γιατρός, μέσα στην ομορφιά της πλήρους
εκβλακοποίησης, τραγική ομορφιά που οι
ίδιοι όμως, όπως και κάθε άλλην ομορφιά
ποτέ δεν θα μπορούσε να ιδούν...
-Προφανώς λοιπόν, παρατήρησε ο Ιπποκράτης,
τα παραπάνω θα μπορούσε να συνοψιστούν
σε κάποιες άλλες εννοιες;
-Πολύ μεταγενέστερα κείμενα επισημαίνουν
κάποια σημεία:
«Ο θάνατος του θεωρητικού λόγου και της
συνολικής θέασης... Η μη ανανέωση του
θεωρητικού λόγου... Ο θάνατος του ευρύτερου
αποδεικτικού λόγου και της αυστηρής,
λογικής ανάλυσης... Ο θάνατος τελικά της
ιστορικής σκέψης...»
Επικράτησε και πάλι σιωπή.
-Και πως θα μπορούσε τάχατες κάποιος ν’
αντιδράσει ξανάπε ο Ιπποκράτης, ενάντια
στη βαριά χαύνωση ή ακόμα και στην
καταστροφή της ανθρώπινης καλαισθησίας
ή ενάντια στο θάνατο της Τέχνης, που
έλεγαν κάποτε πως αποτελεί τη ζωοδόχο
πνοή του πιο γνήσιου ανθρωπισμού;
Η απάντηση του νέου γιατρού, παρόλο που
ήρθε σχεδόν αυθόρμητη, ήταν ωστόσο
σχεδόν σιβυλλική:
-Πρέπει να πορευτεί κανένας, είπε, σε
σκοτεινούς, άθλιους δρόμους, με σκοτεινά
φονικά υποκείμενα γεμάτους, (παρ’ όλο
που καθόλου δεν φαντάζουν έτσι), με κάθε
είδους συκοφάντες και διαταραγμένους
διαστρεβλωτές... Στο σκοτεινό, υποχθόνιο
ποτάμι, στους καλά συγκεκαλυμμένους,
αλληλένδετους κύκλους του χαμού... Όχι,
δεν πιστεύω πως τελικά θα μπορούσε να
γίνει κάτι.
Στο σύντομο ιντερμέδιο – στοιχείο
παρέμβλητο – αναφάνηκαν άνθρωποι που
με αληθινή κατάνυξη προσεύχονταν σε
μικρούς ή μεγάλους ναούς μέσα.
«Ήταν όπως οι μεγάλες ολονυχτίες της
ατελεύτητης προσευχής», είπε ο αφηγητής,
ενώ μακρινή μουσική, που όλο κι έσβηνε
συνόδευε την όλη εκδήλωση. Και μακρινές
χορωδίες που χάνονταν.