Κατεβαίνω τη σιδερένια σκάλα που έχει
στερεωθεί στο τοίχωμα του πηγαδιού και
βυθίζομαι στο σκοτάδι του. Βρίσκω
ψαχουλευτά το ρόπαλο που αφήνω πάντα
όρθιο, στηριγμένο στον τοίχο – το ρόπαλο
που σχεδόν ασυναίσθητα πήρα μαζί μου
απ’ το σπίτι όπου είχε ακολουθήσει τον
άνθρωπο με τη θήκη της κιθάρας. Η επαφή
του πολυχρησιμοποιημένου παλιού ρόπαλου
μες στο σκοτάδι στον πάτο του πηγαδιού
με γεμίζει με μια περίεργη αίσθηση
ηρεμίας. Επίσης, με βοηθάει να συγκεντρωθώ.
Όταν βρίσκω το ρόπαλο, το πιάνω γερά από
τη λαβή, σαν παίκτης του μπέιζμπολ που
παίρνει θέση στη βαλβίδα, διαβεβαιώνοντας
τον εαυτό μου ότι αυτό είναι το δικό μου
ρόπαλο. Μετά απ’ αυτό συνεχίζω προσπαθώντας
να διαπιστώσω αν κάτι έχει αλλά ξει εδώ
κάτω στο σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει τίποτα
να δεις. Ακούω προσεκτικά μήπως το αυτί
μου πιάσει κάτι καινούργιο. «Παίρνω
μια βαθιά ανάσα. Ξύνω το έδαφος με τη
σόλα του παπουτσιού μου. Ελέγχω τη
σκληρότητα του τοιχώματος χτυπώντας
το ελαφρά με την άκρη του ρόπαλου. Αυτές
οι κινήσεις αποτελούν ένα τελετουργικό
σχεδιασμένο για να με ηρεμεί. Ο πάτος
του πηγαδιού είναι σαν τον πάτο της
θάλασσας. Τα πράγματα εδώ κάτω μένουν
ακίνητα, κρατώντας την αρχική τους
μορφή, σαν να βρίσκονται κάτω από τεράστια
πίεση, αναλλοίωτα μέρα με τη μέρα.
Μια στρογγυλή φέτα φως πλέει κάπου ψηλά:
ο βραδινός ουρανός. Κοιτάζοντάς τον
σκέφτομαι το βραδινό κόσμο του Οκτωβρίου,
όπου οι «άνθρωποι» πρέπει να ζουν τη
ζωή τους. Κάτω απ’ το χλομό φθινοπωρινό
φως πρέπει να διασχίζουν τους δρόμους,
να πηγαίνουν στα μαγαζιά για ψώνια, να
μαγειρεύουν στις κουζίνες, να μπαίνουν
σε τρένα και σε μετρό. Και σκέφτονται –
αν σκέφτονται δηλαδή – ότι όλ’ αυτά τα
πράγματα είναι τόσο προφανή, που δεν
αξίζει να τα σκέφτεται κανείς, όπως
ακριβώς έκανα (ή δεν έκανα) κι εγώ. Αυτοί
είναι γενικά και αόριστα οι «άνθρωποι»,
και ήμουν κι εγώ κάποτε ανώνυμος ανάμεσά
τους. Αποδεχόμενοι κι αποδεκτοί, ζουν
ο ένας με τον άλλον κάτω απ’ αυτό το
φως, κι όσο τους λούζει αυτό το φως, για
πάντα ή για μια στιγμή, πρέπει να υπάρχει
μια κάποια εγγύτητα μεταξύ τους. Εγώ
πάντως δεν είμαι πια ένας απ’ αυτούς.
Εκείνοι είναι εκεί πάνω, στην επιφάνεια
της γης. Εγώ είμαι εδώ κάτω, στον πάτο
ενός πηγαδιού. Εκείνοι έχουν στην κατοχή
τους το φως, ενώ εγώ έχω αρχίσει να το
χάνω. Μερικές φορές νιώθω ότι μπορεί να
μην ξαναβρώ ποτέ το δρόμο που οδηγεί σ’
αυτό τον κόσμο, ότι μπορεί να μην καταφέρω
ποτέ να νιώσω τη γαλήνη να με περιβάλλει
αυτό το φως, ότι μπορεί να μην καταφέρω
ποτέ να κρατήσω το μαλακό κορμί του
γάτου στα χέρια μου. Και τότε νιώθω ένα
μουντό πόνο στο στήθος, σαν κάτι εκεί
μέσα μου να συνθλίβεται και να πεθαίνει.
Αλλά καθώς σκάβω το μαλακό χώμα στον
πάτο του πηγαδιού με τη λαστιχένια σόλα
του αθλητικού μου παπουτσιού, οι σκηνές
απ’ την επιφάνεια της γης αδυνατίζουν
και γίνονται όλο και πιο μακρινές. Η
αίσθηση της πραγματικότητας υποχωρεί
λίγο λίγο και στη θέση της με τυλίγει η
εγγύτητα του πηγαδιού. Εδώ κάτω το πηγάδι
είναι ζεστό και σιωπηλό κι η απαλότητα
του χώματος χαϊδεύει το δέρμα μου. Ο
πόνος μέσα μου γίνεται πιο αμυδρός, σαν
κυματάκια στο νερό που απομακρύνονται.
Ο χώρος με δέχεται και τον δέχομαι κι
εγώ. Κρατάω το ρόπαλο πιο σφιχτά. Κλείνω
τα μάτια μου, ύστερα τα ξανανοίγω και
στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω. Τραβάω
το σκοινί για να κλείσω το καπάκι του
πηγαδιού, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα
με τροχαλίες που εφεύρε για χάρη μου ο
νεαρός Κάρι. Το σκοτάδι είναι τώρα
απόλυτο. Το στόμιο του πηγαδιού είναι
κλειστό και το φως έχει χαθεί εντελώς.
Δεν μπορεί να ακουστεί ούτε καν η πνοή
του αέρα. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στους
«ανθρώπους» και σε μένα είναι τώρα
απόλυτος. Δεν έχω μαζί μου ούτε καν φακό.
Αυτό είναι κάτι σαν ομολογία πίστης.
Θέλω να «τους» δείξω ότι προσπαθώ να
δεχτώ το σκοτάδι στην ολότητά του.
Κάθομαι κατάχαμα, στηρίζω την πλάτη μου
στον τσιμεντένιο τοίχο, κρατάω το ρόπαλο
ανάμεσα στα γόνατά μου και κλείνω τα
μάτια ακούγοντας τον ήχο της καρδιάς
μου. Φυσικά δεν υπάρχει κανένας λόγος
να κλείσω τα μάτια εδώ κάτω στο σκοτάδι,
αλλά παρ’ όλ’ αυτά τα κλείνω. Το κλείσιμο
των ματιών έχει τη δική του σημασία,
είτε έχεις σκοτάδι γύρω σου είτε όχι.
Παίρνω αρκετές βαθιές ανάσες, επιτρέποντας
στο σώμα μου να συνηθίσει το βαθύ,
σκοτεινό, κυλινδρικό χώρο. Η μυρωδιά
είναι η ίδια όπως πάντα, η αίσθηση του
αέρα στο δέρμα μου είναι κι εκείνη ίδια.
Το πηγάδι είχε για ένα διάστημα μπαζωθεί,
αλλά ο αέρας εδώ, κατά περίεργο τρόπο,
παραμένει ο ίδιος με πριν. Με την ελαφριά
μυρωδιά μούχλας και τη ελαφριά υγρασία,
ο αέρας μυρίζει ακριβώς όπως μύριζε
όταν πρωτοκατέβηκα εδώ. Εδώ κάτω δεν
υπάρχουν εποχές. Δεν υπάρχει καν χρόνος.
Πάντα φοράω τα παλιά αθλητικά μου
παπούτσια και το πλαστικό μου ρολόι,
εκείνο που φορούσα την πρώτη φορά που
κατέβηκα στο πηγάδι. Όπως και το ρόπαλο,
με ηρεμούν. Μες στο σκοτάδι ελέγχω για
να βεβαιωθώ ότι αυτά τα αντικείμενα
είναι σε στενή επαφή με το σώμα μου.
Ελέγχω για να βεβαιωθώ ότι δεν έχω
διαχωριστεί απ’ τον εαυτό μου: ανοίγω
τα μάτια μου κι ύστερα από λίγο τα
ξανακλείνω. Αυτό για να εξισορροπήσω
την πίεση του σκοταδιού μέσα μου μ’
εκείνη του σκοταδιού γύρω μου. Ο χρόνος
περνάει. Σύντομα, όπως πάντα, χάνω την
ικανότητα να διακρίνω τα δύο είδη
σκοταδιού. Δεν μπορώ πια να διακρίνω
αν τα μάτια μου είναι ανοιχτά ή κλειστά.
Το σημάδι στο μάγουλό μου αρχίζει να
ανεβάζει θερμοκρασία. Ξέρω ότι στην
περίπτωση αυτή το χρώμα του γίνεται
σχεδόν μωβ.
Σ’ αυτά τα δύο σκοτάδια, που μπλέκονται
όλο και περισσότερο, συγκεντρώνω τη
σκέψη μου στο σημάδι και σκέφτομαι το
δωμάτιο. Προσπαθώ να διαχωριστώ απ’
τον εαυτό μου, όπως ακριβώς κάνω όταν
είμαι με τις γυναίκες. Προσπαθώ να βγω
απ’ αυτό το αδέξιο σαρκίο που κάθεται
κουλουριασμένο εδώ κάτω στο σκοτάδι.
Τώρα δεν είμαι παρά ένα ακατοίκητο
σπίτι, ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι.
Προσπαθώ να βγω έξω, ν’ αλλάξω όχημα,
να πηδήξω απ’ τη μια πραγματικότητα
στην άλλη, η οποία κινείται με διαφορετική
ταχύτητα, κι όλη αυτή την ώρα κρατάω
γερά το ρόπαλο.
Τώρα ένας μοναδικός τοίχος είναι το
μόνο που με χωρίζει απ’ το παράξενο
δωμάτιο. Θα ‘πρεπε να μπορώ να το κάνω
με τις δικές μου δυνάμεις και με τις
δυνάμεις του απόλυτου σκοταδιού εδώ
μέσα.
Αν κρατήσω την ανάσα μου και συγκεντρωθώ,
μπορώ να δω τι υπάρχει μες στο δωμάτιο.
Εγώ ο ίδιος δεν είμαι εκεί, αλλά κοιτάζω
σαν να είμαι. Σουίτα 208 του ξενοδοχείου.
Βαριές κουρτίνες καλύπτουν το παράθυρο.
Το σκοτάδι είναι πυκνό. Σ’ ένα βάζο
υπάρχει μια τεράστια ανθοδέσμη κι ο
αέρας είναι βαρύς απ’ τη χαρακτηριστική
μυρωδιά των λουλουδιών. Ένα μεγάλο
φωτιστικό δαπέδου στέκεται δίπλα στην
είσοδο, αλλά η λάμπα είναι λευκή και
νεκρή σαν το πρωινό φεγγάρι. Κι όμως,
αν κοιτάξω αρκετά επίμονα, μετά από λίγη
ώρα μπορώ να ξεχωρίσω τα σχήματα των
πραγμάτων μέσα στην αμυδρή ανταύγεια
που καταφέρνει να περάσει απ’ τις
κουρτίνες, όπως τα μάτια συνηθίζουν στο
σκοτάδι του σινεμά. Στο μικρό τραπέζι
στη μέση του δωματίου υπάρχει ένα
μπουκάλι Κάτι Σαρκ, μόλις αρχινισμένο.
Η παγωνιέρα περιέχει φρεσκοκομμένο
πάγο (αν κρίνω απ’ τις καθαρές και
κοφτερές μύτες του) και κάποιος έχει
βάλει ένα ουίσκι με πάγο στο ποτήρι που
βρίσκεται εκεί. Ένας ανοξείδωτος δίσκος
χρωματίζει σαν μια ψυχρή, ακίνητη λίμνη
την επιφάνεια του τραπεζιού. Δεν υπάρχει
κανένας τρόπος να καταλάβω τι ώρα είναι.
Θα μπορούσε να είναι πρωί, βράδυ ή άγρια
μεσάνυχτα. Ή μπορεί αυτό το μέρος να μην
έχει καν χρόνο. Στο κρεβάτι στο βάθος
είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα. Την ακούω
να κινείται στα σεντόνια. Ο πάγος
κουδουνίζει ευχάριστα στο ποτήρι της.
Τα μικροσκοπικά μόρια της γύρης που
αιωρούνται στον αέρα ανταποκρίνονται
στον ήχο τρεμουλιάζοντας σαν ζωντανοί
οργανισμοί. Ο κάθε απειροελάχιστος
ηχητικούς παλμός που περνάει μέσα από
τον αέρα ζωντανεύει όλο και περισσότερο
απ’ αυτά. Το χλομό σκοτάδι ανοίγεται
διάπλατα στη γύρη, και η γύρη, εξαπατημένη,
αυξάνει την πυκνότητα του σκοταδιού. Η
γυναίκα φέρνει το ποτήρι με το ουίσκι
στα χείλη της, αφήνει μερικές σταγόνες
του υγρού να κατέβουν στο λαιμό της κι
ύστερα προσπαθεί να μου μιλήσει. Η
κρεβατοκάμαρα είναι σκοτεινή. Δεν μπορώ
να δω παρά μόνο τις ανεπαίσθητες κινήσεις
των σκιών. Όμως εκείνη έχει να μου πει
κάτι. Περιμένω να μου μιλήσει. Περιμένω
ν’ ακούσω τα λόγια της.
Όμως εκείνοι έχουν φτάσει.
Σαν ψεύτικο πουλί αιωρούμενο σε ψεύτικο
ουρανό, βλέπω τα δωμάτια από ψηλά.
Μεγεθύνω τη θέα, τραβιέμαι πίσω κι
επιθεωρώ το σύνολο, ύστερα ζουμάρω για
να μεγαλώσω τις λεπτομέρειες. Η κάθε
λεπτομέρεια έχει βαθύ νόημα, φυσικά.
Τις εξετάζω μία-μία, ελέγχοντας το σχήμα
τους, το χρώμα και την υφή τους. Απ’ τη
μια λεπτομέρεια στην άλλη δεν υπάρχει
καμιά επαφή, καμιά ζεστασιά. Το μόνο που
κάνω σ’ αυτό το σημείο είναι ένας
μηχανικός κατάλογος λεπτομερειών. Όμως
αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Όπως
ακριβώς μπορείς ν’ ανάψεις φωτιά
τρίβοντας μεταξύ τους πέτρες ή ξυλαράκια,
έτσι κι η πραγματικότητα της επαφής
σχηματίζεται λίγο. Όπως ακριβώς η
συσσώρευση τυχαίων ήχων παράγει τελικά
μια μοναδική συλλαβή απ’ τη μονότονη
επανάληψη συχνοτήτων, που εκ πρώτης
όψεως μοιάζουν να μην έχουν κανένα
νόημα.
Αισθάνομαι να θεριεύει αυτή η ανεπαίσθητη
επαφή κάπου στα βάθη του σκοταδιού. Ναι,
έτσι πρέπει, πολύ σωστά. Είναι πολύ
ήσυχα εδώ, κι «εκείνοι» δεν έχουν
αντιληφθεί ακόμη την παρουσία μου.
Αισθάνομαι τον τοίχο που με χωρίζει από
κείνο το μέρος να λιώνει, να μετατρέπεται
σε ζελέ. Κρατάω την ανάσα μου. Τώρα!
Όμως τη στιγμή που κάνω το πρώτο βήμα
προς τον τοίχο, ακούγεται ένα κοφτό
χτύπημα, σαν να καταλαβαίνουν τι πάω να
κάνω. Κάποιος χτυπάει την πόρτα. Είναι
το ίδιο χτύπημα που είχα ακούσει και
πριν, ένα σκληρό, αποφασιστικό σφυροκόπημα,
σαν να προσπαθεί κάποιος να καρφώσει
ένα καρφί απ’ τη μια πλευρά του τοίχου,
στην άλλη. Έχει πάντα τον ίδιο ρυθμό
δύο χτυπήματα, μια παύση, δύο χτυπήματα.
Η γυναίκα βγάζει μια κραυγή αγωνίας. Η
γύρη του αέρα ανατριχιάζει, το σκοτάδι
δονείται βάρβαρα. Ο παράταιρος ήχος
κλείνει ερμητικά τη δίοδο που είχε
αρχίσει επιτέλους να διαφαίνεται για
μένα.
Συμβαίνει το ίδιο κάθε φορά.
Για μια ακόμη φορά είμαι ο εαυτός μου
μέσα στο σώμα μου και κάθομαι στον πάτο
του πηγαδιού με την πλάτη στον τοίχο
και τα χέρια μου σφιγμένα γύρω από το
ρόπαλο του μπέιζμπολ. Η επαφή του κόσμου
«από τούτη την πλευρά» επιστρέφει ξανά
στα χέρια μου αργά, με τον τρόπο που
εστιάζεται και πάλι μια εικόνα. Νιώθω
τον ιδρώτα να έχει υγράνει τις παλάμες
μου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο
στήθος μου. Τ’ αυτιά μου διατηρούν το
ρεαλιστικό ήχο εκείνου του σκληρού
χτυπήματος, που είναι σαν να διαπερνάει
τον κόσμο, κι ακούν ακόμη το πόμολο της
πόρτας να γυρίζει αργά μες στο σκοτάδι.
Κάποιος (ή κάτι) ανοίγει απ’ έξω την
πόρτα κι ετοιμάζεται σιωπηλά να μπει
μέσα, αλλά την ίδια στιγμή όλες οι εικόνες
εξαφανίζονται. Ο τοίχος είναι όσο σκληρός
ήταν και πριν κι εγώ επανέρχομαι απότομα
σ’ αυτή την πλευρά.
Μες στο σκοτάδι χτυπάω τον τοίχο μπροστά
μου με την άκρη του ρόπαλου – τον ίδιο
σκληρό, ψυχρό, τσιμεντένιο τοίχο.
Βρίσκομαι κλεισμένος μέσα σ’ έναν
τσιμεντένιο κύλινδρο. Παραλίγο να τα
καταφέρω αυτή τη φορά, λέω στον εαυτό
μου. Που θα μου πάει, πλησιάζω. Είμαι
σίγουρος γι’ αυτό. Σε κάποιο σημείο θα
σπάσω το φράγμα και θα μπω «μέσα». Θα
μπω στο δωμάτιο και θα στέκομαι εκεί
πανέτοιμος όταν θα έρθει ο χτύπος. Πόσος
καιρός όμως θα χρειαστεί μέχρι να συμβεί
αυτό; Και πόσος χρόνος μου μένει;
Ταυτόχρονα φοβάμαι ότι όντως πρόκειται
να συμβεί. Γιατί τότε θα χρειαστεί να
αντιμετωπίσω ό,τι κι αν είναι αυτό που
ετοιμάζεται να μπει.
Παραμένω κουλουριασμένος στο σκοτάδι
για αρκετή ώρα. Πρέπει ν’ αφήσω την
καρδιά μου να ηρεμήσει. Πρέπει να μπορέσω
ν’ αφήσω το ρόπαλο από τα χέρια μου.
Ώσπου να μπορέσω να σηκωθώ όρθιος στο
χωμάτινο δάπεδο του πηγαδιού και μετά
να σκαρφαλώσω τη μεταλλική σκάλα μέχρι
την επιφάνεια, θα χρειαστώ ακόμη
περισσότερο χρόνο κι ακόμη περισσότερη
δύναμη.
Haruki Murakami
ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου