Ο αμαξάς τον άφησε στην πόρτα της βίλας
κι έφυγε βιαστικά. Ήθελε να τον ρωτήσει
αν μπορεί κάποιος ν’ αναλάβει το
καθάρισμα και να μαγειρεύει μια φορά
την ημέρα αλλά εκείνος έδειξε ότι
βιάζεται να φύγει. Ήταν μόνο τρία μίλια
απόσταση απ’ το χωριό. Μπορούσε να πάει
με τα πόδια και να ψάξει μόνος του την
άλλη μέρα. Η βίλα ήταν σ’ ένα δασάκι από
πεύκα με θέα τη λίμνη. Έμοιαζε ιδανική
γι’ αυτό που την ήθελε, δωμάτιο μελέτης
στο δεύτερο πάτωμα με γραφείο από ξύλο
βαλανιδιάς. Ήταν σίγουρος πως θα το
τέλειωνε το μυθιστόρημα που έγραφε. Τον
βασάνιζε το τέλος κι ήρθε εδώ πέρα για
να μείνει λίγο μόνος του. Αφού εξέτασε
τα δωμάτια στα γρήγορα κατηφόρισε σ’
ένα μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα και πήγε
στη λίμνη. 250 μέτρα απ’ την ακτή ήταν
ένα νησί με κλαίουσες ιτιές μισοβυθισμένες
στο νερό και πεύκα στην κορφή. Θυμήθηκε
τη «Νήσο των Νεκρών» του Ραχμάνινοφ…
ίσως να ‘ταν αυτό το στοιχείο που γύρευε.
Κόντευε έξι και ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί
πίσω απ’ τα βουνά που ορθώνονταν ολόγυρα
στη λίμνη. Έβγαλε τα ρούχα του υπακούοντας
σε μια ξαφνική του παρόρμηση. Έλεγε να
κολυμπήσει ως το νησί να ρίξει μια ματιά.
Τα πάνινα παπούτσια του τα ‘δεσε στη
μέση του. Μπήκε στο νερό που δεν ήταν
τόσο κρύο όσο νόμιζε. Η όχθη κατηφόριζε
απότομα και βρέθηκε στα βαθιά. Κολύμπησε
νιώθοντας μεγάλη άνεση κι ελευθερία
αλλά του φάνηκε πως έκανε πάρα πολύ για
να φτάσει στο νησί. Νάτο τώρα εκεί μπροστά
του καθώς σουρουπώνει όλο και πιο πολύ
ξαφνικά πηχτό σκοτάδι και κακό προαίσθημα.
Κι ένιωσε άκουσε κάποιον ήχο μια δόνηση
σαν το χτύπο του τούμπανου. Και τότε
σήκωσε τα μάτια του κι είδε μια ψηλή
σκελετωμένη μορφή να διαγράφεται στο
φόντο του σκοτεινού ουρανού. Τον κυρίεψε
αρρωστημένος τρόμος κι ένιωσε να
βυθίζεται κάτω βαθιά πιο κάτω να ρουφιέται
και να χάνεται μέσα σε μια ρουφήχτρα.
Όταν συνήλθε ήταν στη βίλα ξαπλωμένος
σ’ ένα κρεβάτι. Σκυμμένοι από πάνω του
ο αμαξάς κι ένας άλλος άντρας που δεν
τον είχε ξαναδεί. Ο άλλος άντρας που
ήταν ο γιατρός του χωριού του έκανε μια
ένεση και κοιμήθηκε βαθιά. Παραμιλούσε
ολόκληρη βδομάδα και παραλίγο να πεθάνει.
Αργότερα όπως λένε κάποιος εχθρός
μιμήθηκε το χτύπο των τούμπανων και
παραλίγο να τον τρελάνει τελείως. Το
βρήκε όμως το τούμπανο και μια νύχτα
που ήρθε στο σπίτι του αυτός ο άντρας ο
Ντάλφαρ κρύφτηκε στη σκιά και χτύπησε
το τούμπανο. Ο εχθρός μουρλάθηκε απ’
τον τρόμο και πήδηξε από ‘να βράχο στη
θάλασσα. Όποιος παίζει με το θάνατο
πρέπει να κρατάει το τούμπανο. ΘΑΝΑΤΕ,
ω ανόητε Στενογράφε, έλα κι ανάλαβε τώρα
εσύ.
William S. Burroughs
ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΗΣ
Μετάφραση Νίκος Μπαλής
Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος
1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου