.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Περί Μυστικής Θεολογίας – Διονύσιος Αρεοπαγίτης




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ι
Τριάδα υπερούσια και υπέρθεη και υπεράγαθη, εσύ που επιτροπεύεις από ψηλά τη γνώση των χριστιανών για τα θεϊκά πράγματα, οδήγησέ μας στους μυστικούς λόγους της υπεράγνωστης και υπέρλαμπρης και ακρότατης κορυφής, εκεί που ο υπέρφωτος γνόφος της μυστικής σιγής σκέπει τα απλά και απόλυτα και ανάλλαχτα θεολογικά μυστήρια, εκεί που το σκοτάδι του λάμπει πιότερο απ’ το φως και εντελώς άγνωστα και αόρατα γεμίζει με υπέρλαμπρη μεγαλοπρέπεια τις δυνάμεις των αγγέλων.
Αυτή ας είναι η προσευχή μου. Όσο για σένα αγαπητέ μου Τιμόθεε, εντρύφησε με ζήλο στα μυστικά θεάματα και παραιτήσου από τις αισθήσεις και τις ενέργειες του νου και απ’ όλα τα αισθητά και τα νοητά, τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι δυνατό ανυψώσου για να ενωθείς ακατάληπτα με Αυτόν που είναι πέρα από κάθε ουσία και κάθε γνώση· γιατί όταν βγεις από τον εαυτό σου και από ό,τι έχει σχέση μαζί του και τα εγκαταλείψεις όλα και αποδεσμευθείς από όλα, θα αναχθείς στην υπερούσια του θείου σκότους ακτίνα.
ΙΙ
Και πρόσεχε να μη μάθει κανείς από τους αμύητους γι’ αυτά· λέω δε τέτοιους αυτούς που είναι δυνατοί στη γνώση των όντων και που ούτε φαντάζονται πως υπάρχει κάτι υπερούσιο πάνω από τα όντα, αλλά νομίζουν πως θα γνωρίσουν με τη δική τους (ανθρώπινη) γνώση Αυτόν που έχει θέσει «σκότος αποκρυφήν αυτού» (Ψαλμ. 17,12). Και αν τόσο πάνω από αυτούς είναι οι θείες μυσταγωγίες, τι θα ‘λεγε κανείς για τους αλειτούργητους εκείνους που στην υπεράνω όλων Αιτία αποδίδουν γνωρίσματα που ταιριάζουν στα ευτελέστερα όντα και καθόλου δεν λένε ότι υπερέχει από τα άψυχα και πολύμορφα είδωλα που κατασκευάζουν.
Ανάγκη λοιπόν να ορίσουμε και να ονομάσουμε τα όντα (καταφατικά) σε σχέση με Αυτήν, αφού από αυτή την Αιτία προέρχονται και, ακόμη καλύτερα, να τα απαρνηθούμε (αποφατικά), αφού Αυτή τα υπερβαίνει, χωρίς να θεωρούμε πως αυτό αντιβαίνει στην κατάφασή τους (αποδοχή τους), αφού Αυτή, πολύ πριν γίνουν όλα, βρίσκεται πάνω από απαρνήσεις, πάνω από κάθε αφαίρεση και κάθε κατάφαση.
III
Γι’ αυτό το λόγο ο θείος Βαρθολομαίος λέει ότι η θεολογία και πολύ χώρο πιάνει και ελάχιστο· και ότι το Ευαγγέλιο και εκτενέστατο είναι και συντετμημένο. Εμένα, λοιπόν, που κατανόησα αυτά τα πράγματα με υπερφυσικό τρόπο, μου φαίνεται, ότι η των όλων αγαθή Αίτια και πρόξενος μακρυλογίας είναι αλλά και βραχυλογίας και ταυτόχρονα ακατάληπτη, αφού δεν έχει ούτε λόγο, ούτε νόηση, επειδή υπερούσια βρίσκεται πάνω απ’ όλα, και μόνο σε όσους και τα ακάθαρτα και τα καθαρά υπερβαίνουν αποκαλύπτεται και φανερώνεται αληθινά, σε όσους υψώνονται πάνω απ’ όλες τις άγιες κορυφές, αφήνοντας πίσω τους και θείους φωτισμούς και ήχους και ουράνιους λόγους, για να εισέλθουν στο γνόφο, όπου πραγματικά βρίσκεται, καθώς λέγουν οι Γραφές, Αυτός που τα πάντα υπερβαίνει.
Έτσι, λοιπόν, ο θείος Μωϋσής, όχι μόνο προστάζεται να καθαριστεί αυτός πρώτος, αλλά και από τους ακάθαρτους να αποχωριστεί και μόνο υστέρα από αυτά ακούει την πολυφωνία των σαλπίγγων και βλέπει τα πολλά φώτα και τις αστραφτερές δέσμες των ακτίνων· ύστερα αποχωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους εκλεγμένους ιερείς φθάνει στην άκρη των θείων αναβάσεων. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν συναντά το Θεό, ούτε τον βλέπει (γιατί είναι αόρατος) αλλά μόνο τον τόπο όπου στάθηκε Εκείνος.
Και τόπος εδώ νομίζω σημαίνει, πως τα θεία και ακρότατα οράματα και νοήματα είναι κάποιοι θεωρητικοί λόγοι εκείνων όσα είναι υποταγμένα στον Υπέρτατο όλων, και με τα όποια φανερώνεται η πάνω από κάθε σύλληψη παρουσία Του, που επιφέρεται στα νοερά πέρατα των πανάγιων τόπων Του· και τότε (ο Μωϋσής) λυτρώνεται και από τα οράματα και από τα νοήματα και εισέρχεται στον όντως μυστικό γνόφο της αγνωσίας, όπου απαρνείται όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και γνωρίζει τον υπέρφωτο και αόρατο και σε Αυτόν που τα πάντα υπερβαίνει παραδίνεται ολόκληρος, εγκαταλείποντας τον εαυτό του και τους άλλους, και ενωμένος γερά με τον παντελώς Άγνωστο, παύοντας την ενέργεια κάθε γνώσης και μη γνωρίζοντας τίποτε, φθάνει στην υπέρνοη γνώση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(Πως πρέπει να ενωθούμε και να υμνήσουμε την αίτια των όλων, τον υπερβαίνοντα πάντα.)
Και εμείς αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο ευχόμαστε να γνωρίσουμε και να δούμε, χωρίς δράση και χωρίς γνώση, αυτόν πού είναι πάνω από θεάσεις και γνώσεις, αυτόν που δεν βλέπεται ούτε γνωρίζεται· γιατί αυτή είναι η πραγματική θέαση και η πραγματική γνώση, και έτσι υμνείται υπερούσια ο υπερούσιος με την αφαίρεση κάθε οντότητας, ενεργώντας όπως όταν φτιάχνουν ένα άγαλμα που είναι από φυσικού του τέτοιο, αφαιρώντας όλα όσα εμποδίζουν να φαίνεται καθαρά η κρυφή του όψη, και κάνοντας να φανεί με μόνη την αφαίρεση το κρυμμένο του κάλλος. Και νομίζω πως πρέπει να υμνήσουμε τις αναβάσεις (ανάβαση διά της αφαιρετικής ή αποφατικής οδού) αντίστροφα απ’ ότι την κατάβαση (καταφατική οδός)· αφού μάλιστα για εκείνη αρχίσαμε από τα υψηλότερα και περνώντας από τα μέσα κατεβήκαμε στα κατώτερα· εδώ όμως από τα κατώτερα θα ανέβουμε στα ανώτερα, αφαιρώντας τα πάντα, για να γνωρίσουμε ολοφάνερα την αγνωσία που από όλα τα γνωστά και τα όντα περικαλύπτεται, και να δούμε τον υπερούσιο εκείνο γνόφο, που κάθε ορατό φως τον αποκρύβει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
(Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες οι αποφατικές θεολογίες.)
Στις Θεολογικές Υποτυπώσεις υμνήσαμε τα κυριότερα σημεία της καταφατικής θεολογίας, δηλαδή πώς η θεία και αγαθή φύση αποκαλείται Ενική (ομοούσια) και πώς Τριαδική (τρισυπόστατη)· ποιες οι ιδιότητες του Πατρός, ποιες του Υιού· τι θέλει να δηλώσει η θεολογία που εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα· πώς από τα βάθη του άυλου και αμέριστου Αγαθού (Πατρός) βλάστησαν τα φώτα της αγαθότητας και πώς ο Πατήρ και τα άλλα Πρόσωπα καθαυτά και μεταξύ τους παραμένουν παντοτινά αχώριστα και αμετάβλητα· πώς ο υπερούσιος Ιησούς ουσιώνεται κατά την αληθινή ανθρώπινη φύση· και όσα άλλα υμνούνται στις Θεολογικές Υποτυπώσεις σύμφωνα και με των Γραφών τους λόγους.
Στο Περί θείων ονομάτων περιλαμβάνεται πώς ο Θεός λέγεται αγαθός και ων και ζωή και σοφία και δύναμη και όσα άλλα ανήκουν στη νοητή τάξη των θείων ονομάτων· και στη Συμβολική Θεολογία πώς μεταβαίνουμε από τις ονομασίες των αισθητών σε αυτές των θείων· τι λέμε θείες μορφές, τι θεία σχήματα και μέρη και όργανα, τι θείους τόπους και κόσμους, τι θυμούς και λύπες, τι οργή, τι μέθη και τι κραιπάλη, τι όρκους και τι κατάρες, τι ύπνους και τι εγρηγόρσεις και όσα άλλα αναφέρονται στους συμβολικούς και ιερούς θείους τύπους.
Και νομίζω πως κι εσύ θα είδες, ότι αυτά τα τελευταία απαιτούν πολύ περισσότερα λόγια από τα πρώτα γιατί οι Θεολογικές Υποτυπώσεις και η ανάπτυξη των Θείων ονομάτων είναι συντομότερα από την Συμβολική θεολογία. Επειδή όσο ψηλότερα ανεβαίνουμε, τόσο οι λόγοι που συνοψίζουν τα νοητά περικόπτονται· όπως ακριβώς και τώρα, όσο εισδύουμε στον υπέρνοο γνόφο, όχι μόνο λιγόλογοι γινόμαστε, αλλά χάνουμε εντελώς τη μιλιά μας και το νου μας. Και ενώ εκεί —σε εκείνες τις συγγραφές— ο λόγος όσο κατερχόταν από τα υψηλά στα χαμηλότερα τόσο και πλήθαινε, τώρα, που από κάτω υψώνεται και ανέρχεται, όσο προχωρεί η άνοδος συστέλλεται και στο τέλος της ανόδου σιγά και ολόκληρος ενώνεται με τον Άλεκτο.
Γιατί όμως λέμε ότι στις καταβάσεις (καταφατική οδός) αρχίζουμε από τα πρώτα ενώ στις αφαιρέσεις (αποφατική οδός) αρχίζουμε από τα τελευταία;
Επειδή μιλώντας καταφατικά και με ορισμούς δεν μπορούμε να ορίσουμε Εκείνο που ξεπερνά κάθε ορισμό παρά μιλώντας για τα συγγενικά με αυτό και τα πλησιέστερα. Για παράδειγμα: η ζωή και η αγαθότητα δεν είναι πλησιέστερα απ’ ό,τι ο αέρας και το λιθάρι; Όταν πάλι μιλούμε αποφατικά, για να μιλήσουμε γι’ Αυτό που ξεπερνά κάθε αφαίρεση, αρχίζουμε τις αφαιρέσεις από τα πιο μάκρυνα και άσχετα. Για παράδειγμα: πιο μακρινό και άσχετο δεν είναι να πούμε ότι δεν μεθάει και δεν οργίζεται απ’ όσο να πούμε ότι δεν λέγεται και δεν νοείται;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
(Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αισθητά ο για την υπεροχή του Αίτιος παντός αισθητού.)
Λέμε λοιπόν ότι η των πάντων Αιτία, που όλα τα υπερβαίνει, ούτε ουσία είναι, ούτε χωρίς ζωή, ούτε χωρίς λόγο, ούτε χωρίς νου, ούτε σώμα είναι· ούτε έχει σχήμα, ή είδος (μορφή) ή ποιότητα ή ποσότητα ή όγκο· ούτε βρίσκεται σε ορισμένο τόπο, ούτε βλέπεται ούτε έρχεται σε επαφή· ούτε αισθάνεται, ούτε γίνεται αισθητή, ούτε συγχύζεται, ούτε ταράζεται, ούτε ενοχλείται από υλικά πάθη· ούτε από αδυναμία υπόκειται σε πάθη των αισθήσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως, ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά, ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ούτε τίποτε άλλο απ’ όσα παθαίνουν τα αισθητά, ούτε είναι τίποτε από αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
(Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα νοητά ο για την υπεροχή του Αίτιος παντός νοητού.)
Και ανερχόμενοι λέμε ότι, ούτε ψυχή είναι, ούτε νους· ούτε έχει φαντασία ή γνώμη ή λόγο ή νόηση· ούτε είναι λόγος, ούτε είναι νόηση· ούτε λέγεται, ούτε νοείται· ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα· ούτε στέκεται, ούτε κινείται, ούτε ησυχάζει, ούτε έχει δύναμη, ούτε είναι δύναμη, ούτε είναι φως· ούτε ζει, ούτε είναι ζωή ούτε είναι ουσία, ούτε είναι αιώνας, ούτε είναι χρόνος· ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί να έχει κανείς επαφή μαζί της· ούτε είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια ούτε είναι βασιλεία, ούτε είναι σοφία· ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα, ούτε είναι πνεύμα, όπως εμείς ξέρουμε· ούτε υιότητα, ούτε πατρότητα, ούτε τίποτα άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα· ούτε ανήκει στα μη όντα αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τί είναι (αυτή)· ούτε αυτή γνωρίζει με τη γνώση τι είναι τα όντα ούτε υπάρχει λόγος γι’ αυτήν, ούτε όνομα ούτε γνώση· ούτε είναι σκοτάδι, ούτε είναι φώς, ούτε πλάνη, ούτε αλήθεια’ ούτε μπορεί καθόλου να οριστεί με την κατάφαση ή την αφαίρεση· αλλά και όταν τα προερχόμενα από αυτήν προσθέτουμε (καταφατικά) ή αφαιρούμε (αποφατικά), σ’ αυτήν ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε τίποτε. Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα και που τα πάντα υπερβαίνει.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ε’
(Στο λειτουργό του Θεού Δωρόθεο)
Ο θείος γνόφος είναι το απρόσιτο φως, εκεί που καθώς λέγουν κατοικεί ο Θεός. Και σε αυτό που από υπερβολική λάμψη είναι αόρατο και από υπερούσια φωτοχυσία απρόσιτο, εισέρχεται καθένας που αξιώνεται να γνωρίσει και να δει το Θεό, δηλαδή να μη βλέπει και να μη γνωρίζει και φτάνοντας πάνω από την όραση και τη γνώση, ακριβώς αυτό γνωρίζει, ότι είναι πέρα από τα αισθητά και από τα νοητά. Και θα μιλήσει προφητικά: Εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν (Ψαλμ. 138,6).
Το ίδιο όπως και ο Απόστολος Παύλος λέγουν ότι γνώρισε το Θεό, να είναι πάνω από κάθε νόηση και κάθε γνώση. Γι’ αυτό και λέει ότι οι δρόμοι του είναι ανεξιχνίαστοι και ανεξερεύνητες οι κρίσεις του (Προς Ρωμ. 11,33) και ανεκδιήγητες οι δωρεές του (Προς Κορινθ. Β’ 9,15) και την ειρήνη του δεν μπορεί νους να την συλλάβει (Προς Φιλ. 4,7). Γιατί βρήκε αυτόν που είναι υπεράνω όλων και υπέρνοα γνώρισε τούτο ότι τα πάντα υπερβαίνει όντας των πάντων αιτία.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
I
Τριὰς ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν∙ ἔνθα τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα τῆς θεολογίας μυστήρια κατὰ τὸν ὑπέρφωτον ἐγκεκάλυπται τῆς κρυφιομύστου σιγῆς γνόφον, ἐν τῷ σκοτεινοτάτῳ τὸ ὑπερφανέστα τον ὑπερλάμποντα καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ τῶν ὑπερκάλων ἀγλαϊῶν ὑπερπληροῦντα τοὺς ἀνομμάτους νόας.
Ἐμοὶ μὲν οὖν ταῦτα ηὔχθω∙ σὺ δέ, ὦ φίλε Τιμόθεε, τῇ περὶ τὰ μυστικὰ θεάματα συντόνῳ διατριβῇ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἀπόλειπε καὶ τὰς νοερὰς ἐνεργείας καὶ πάντα αἰσθητὰ καὶ νοητὰ καὶ πάντα οὐκ ὄντα καὶ ὄντα καὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν, ὡς ἐφικτόν, ἀγνώστως ἀνατάθητι τοῦ ὑπὲρ πᾶσαν οὐσίαν καὶ γνῶσιν∙ τῇ γὰρ ἑαυτοῦ καὶ πάντων ἀσχέτῳ καὶ ἀπολύτῳ καθαρῶς ἐκστάσει πρὸς τὸν ὑπερούσιον τοῦ θείου σκότους ἀκτῖνα, πάντα ἀφελὼν καὶ ἐκ πάντων ἀπολυθείς, ἀναχθήσῃ.
II
Τούτων δὲ ὅρα, ὅπως μηδεὶς τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ∙ τούτους δέ φημι τοὺς ἐν τοῖς οὖσιν ἐνισχημένους καὶ οὐδὲν ὑπὲρ τὰ ὄντα ὑπερουσίως εἶναι φανταζομένους, ἀλλʹ οἰομένους εἰδέναι τῇ καθʹ αὑτοὺς γνώσει τὸν θέμενον «σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Eἰ δὲ ὑπὲρ τούτους εἰσὶν αἱ θεῖαι μυσταγωγίαι, τί ἄν τις φαίη περὶ τῶν μᾶλλον ἀμύστων, ὅσοι τὴν πάντων ὑπερκειμένην αἰτίαν καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖς οὖσιν ἐσχάτων χαρακτη ρίζουσιν καὶ οὐδὲν αὐτὴν ὑπερέχειν φασὶ τῶν πλαττομένων αὐτοῖς ἀθέων καὶ πολυειδῶν μορφωμάτων; Δέον ἐπʹ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡς πάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν, ὡς ὑπὲρ πάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναι ταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσεις εἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν.
III
Oὕτω γοῦν ὁ θεῖος Βαρθολομαῖός φησι καὶ πολλὴν τὴν θεολογίαν εἶναι καὶ ἐλαχίστην καὶ τὸ Eὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὖθις συν τετμημένον, ἐμοὶ δοκεῖν ἐκεῖνο ὑπερφυῶς ἐννοήσας, ὅτι καὶ πολύλογός ἐστιν ἡ ἀγαθὴ πάντων αἰτία καὶ βραχύλεκτος ἅμα καὶ ἄλογος, ὡς οὔτε λόγον οὔτε νόησιν ἔχουσα, διὰ τὸ πάντων αὐτὴν ὑπερουσίως ὑπερκει μένην εἶναι καὶ μόνοις ἀπερικαλύπτως καὶ ἀληθῶς ἐκφαινομένην τοῖς καὶ τὰ ἐναγῆ πάντα καὶ τὰ καθαρὰ διαβαίνουσι καὶ πᾶσαν πασῶν ἁγίων ἀκροτήτων ἀνάβασιν ὑπερβαίνουσι καὶ πάντα τὰ θεῖα φῶτα καὶ ἤχους καὶ λόγους οὐρανίους ἀπολιμπάνουσι καὶ «εἰς τὸν γνόφον» εἰσδυομένοις, «οὗ» ὄντως ἐστίν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, ὁ πάντων ἐπέκεινα. Καὶ γὰρ οὐχ ἁπλῶς ὁ θεῖος Μωϋσῆς ἀποκαθαρθῆναι πρῶτον αὐτὸς κελεύεται καὶ αὖθις τῶν μὴ τοιούτων ἀφορισθῆναι καὶ μετὰ πᾶσαν ἀποκάθαρσιν ἀκούει τῶν πολυφώνων σαλπίγγων καὶ ὁρᾷ φῶτα πολλὰ καθαρὰς ἀπαστράπτοντα καὶ πολυχύτους ἀκτῖνας∙ εἶτα τῶν πολλῶν ἀφορίζεται καὶ μετὰ τῶν ἐκκρίτων ἱερέων ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶν θείων ἀναβάσεων φθάνει. Κἀν τούτοις αὐτῷ μὲν οὐ συγγίνεται τῷ θεῷ, θεωρεῖ δὲ οὐκ αὐτόν (ἀθέατος γάρ), ἀλλὰ τὸν τόπον, οὗ ἔστη. (Τοῦτο δὲ οἶμαι σημαίνειν τὸ τὰ θειότατα καὶ ἀκρότατα τῶν ὁρωμένων καὶνοουμένων ὑποθετικούς τινας εἶναι λόγους τῶν ὑποβεβλημένων τῷ πάντα ὑπερέχοντι, διʹ ὧν ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπίνοιαν αὐτοῦ παρουσία δείκνυται ταῖς νοηταῖς ἀκρότησι τῶν ἁγιω τάτων αὐτοῦ τόπων ἐπιβατεύουσα). Καὶ τότε καὶ αὐτῶν ἀπολύεται τῶν ὁρωμένων καὶ τῶν ὁρώντων καὶ εἰς τὸν γνόφον τῆς ἀγνωσίας εἰσδύνει τὸν ὄντως μυστικόν, καθʹ ὃν ἀπομύει πάσας τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις, καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ γίγνεται, πᾶς ὢν τοῦ πάντων ἐπέκεινα καὶ οὐδενός, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε ἑτέρου, τῷ παντελῶς δὲ ἀγνώστῳ τῇ πάσης γνώσεως ἀνενεργησίᾳ κατὰ τὸ κρεῖττον ἑνούμενος καὶ τῷ μηδὲν γινώσκειν ὑπὲρ νοῦν γινώσκων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Κατὰ τοῦτον ἡμεῖς γενέσθαι τὸν ὑπέρφωτον εὐχόμεθα γνόφον καὶ διʹ ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας ἰδεῖν καὶ γνῶναι τὸν ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιν αὐτῷ τῷ μὴ ἰδεῖν μηδὲ γνῶναι–τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶ γνῶναι –καὶ τὸν ὑπερούσιον ὑπερουσίως ὑμνῆσαι διὰ τῆς πάντων τῶν ὄντων ἀφαιρέσεως, ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες ἐξαιροῦντες πάντα τὰ ἐπιπροσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα καὶ αὐτὸ ἐφʹ ἑαυτοῦ τῇ ἀφαιρέσει μόνῃ τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντες κάλλος. Χρὴ δέ, ὡς οἶμαι, τὰς ἀφαιρέσεις ἐναντίως ταῖς θέσεσιν ὑμνῆσαι∙ καὶ γὰρ ἐκείνας μὲν ἀπὸ τῶν πρωτίστων ἀρχόμενοι καὶ διὰ μέσων ἐπὶ τὰ ἔσχατα κατιόντες ἐτίθεμεν∙ ἐνταῦθα δὲ ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐπὶ τὰ ἀρχικώτατα τὰς γνῶμεν ἐκείνην τὴν ἀγνωσίαν τὴν ὑπὸ πάντων τῶν γνωστῶν ἐν πᾶσι τοῖς οὖσι περικεκαλυμμένην καὶ τὸν ὑπερούσιον ἐκεῖνον ἴδωμεν γνόφον τὸν ὑπὸ παντὸς τοῦ ἐν τοῖς οὖσι φωτὸς ἀποκρυπτόμενον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Ἐν μὲν οὖν ταῖς Θεολογικαῖς Ὑποτυπώσεσι τὰ κυριώτατα τῆς καταφατικῆς θεολογίας ὑμνήσαμεν, πῶς ἡ θεία καὶ ἀγαθὴ φύσις ἑνικὴ λέγεται, πῶς τριαδική∙ τίς ἡ κατʹ αὐτὴν λεγομένη πατρότης τε καὶ υἱότης∙ τί βούλεται δηλοῦν ἡ τοῦ πνεύματος θεολογία∙ πῶς ἐκ τοῦ ἀΰλου καὶ ἀμεροῦς ἀγαθοῦ τὰ ἐγκάρδια τῆς ἀγαθότητος ἐξέφυ φῶτα καὶ τῆς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐν ἀλλήλοις συναϊδίου τῇ ἀναβλαστήσει μονῆς ἀπομεμένηκεν ἀνεκφοίτητα∙ πῶς ὁ ὑπερούσιος Ἰησοῦς ἀνθρωποφυϊκαῖς ἀληθείαις οὐσίωται καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς τῶν λογίων ἐκπεφασμένα κατὰ τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις ὕμνηται. Ἐν δὲ τῷ Περὶ Θείων Ὀνομάτων, πῶς ἀγαθὸς ὀνομάζεται, πῶς ὤν, πῶς ζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμις καὶ ὅσα ἄλλα τῆς νοητῆς ἐστι θεωνυμίας. Ἐν δὲ τῇ Συμβολικῇ Θεολογίᾳ, τίνες αἱ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ θεῖα μετωνυμίαι, τίνες αἱ θεῖαι μορφαί, τίνα τὰ θεῖα σχήματα καὶ μέρη καὶ ὄργανα, τίνες οἱ θεῖοι τόποι καὶ κόσμοι, τίνες οἱ θυμοί, τίνες αἱ λῦπαι καὶ αἱ μήνιδες, τίνες αἱ μέθαι καὶ αἱ κραιπάλαι, τίνες οἱ ὅρκοι καὶ τίνες αἱ ἀραί, τίνες οἱ ὕπνοι καὶ τίνες αἱ ἐγρηγόρσεις καὶ ὅσαι ἄλλαι τῆς συμβολικῆς εἰσι θεοτυπίας ἱερόπλαστοι μορφώσεις. Καί σε οἴομαι συνεωρακέναι, πῶς πολυλογώτερα μᾶλλόν ἐστι τὰ ἔσχατα τῶν πρώτων∙ καὶ γὰρ ἐχρῆν τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις καὶ τὴν τῶν Θείων Ὀνομάτων ἀνάπτυξιν βραχυλογώτερα εἶναι τῆς Συμβολικῆς Θεολογίας. Ἐπείπερ ὅσῳ πρὸς τὸ ἄναντες ἀνανεύομεν, τοσοῦτον οἱ λόγοι ταῖς συνόψεσι τῶν νοητῶν περιστέλλονται∙ καθάπερ καὶ νῦν εἰς τὸν ὑπὲρ νοῦν εἰσδύνοντες γνόφον οὐ βραχυλογίαν, ἀλλʹ ἀλογίαν παντελῆ καὶ ἀνοησίαν εὑρήσομεν. Κἀκεῖ μὲν ἀπὸ τοῦ ἄνω πρὸς τὰ ἔσχατα κατιὼν ὁ λόγος κατὰ τὸ ποσὸν τῆς καθόδου πρὸς ἀνάλογον πλῆθος ηὐρύνετο∙ νῦν δὲ ἀπὸ τῶν κάτω πρὸς τὸ ὑπερκείμενον ἀνιὼν κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀνόδου συστέλλεται καὶ μετὰ πᾶσαν ἄνοδον ὅλως ἄφωνος ἔσται καὶ ὅλως ἑνωθήσεται τῷ ἀφθέγκτῳ. ∆ιὰ τί δὲ ὅλως, φῄς,ἀπὸ τοῦ πρωτίστου θέμενοι τὰς θείας θέσεις ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἀρχόμεθα τῆς θείας ἀφαιρέσεως; Ὅτι τὸ ὑπὲρ πᾶσαν τιθέντας θέσιν ἀπὸ τοῦ μᾶλλον αὐτῷ συγγενεστέρου τὴν ὑποθετικὴν κατάφασιν ἐχρῆν τιθέναι∙ τὸ δὲ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἀφαιροῦντας ἀπὸ τῶν μᾶλλον αὐτοῦ διεστηκότων ἀφαιρεῖν. Ἢ οὐχὶ μᾶλλόν ἐστι ζωὴ καὶ ἀγαθότης ἢ ἀὴρ καὶ λίθος; Καὶ μᾶλλον οὐ κραιπαλᾷ καὶ οὐ μηνιᾷ ἢ οὐ λέγεται οὐδὲ νοεῖται;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
Λέγομεν οὖν, ὡς ἡ πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πάντα οὖσα οὔτε ἀνούσιός ἐστιν οὔτε ἄζωος, οὔτε ἄλογος οὔτε ἄνους∙ οὐδὲ σῶμά ἐστιν οὔτε σχῆμα, οὔτε εἶδος οὔτε ποιότητα ἢ ποσότητα ἢ ὄγκον ἔχει∙ οὐδὲ ἐν τόπῳ ἐστὶν οὔτε ὁρᾶται οὔτε ἐπαφὴν αἰσθητὴν ἔχει∙ οὐδὲ αἰσθάνεται οὔτε αἰσθητή ἐστιν∙ οὐδὲ ἀταξίαν ἔχει καὶ ταραχήν, ὑπὸ παθῶν ὑλικῶν ἐνοχλουμένη, οὔτε ἀδύναμός ἐστιν, αἰσθητοῖς ὑποκειμένη συμπτώμασιν, οὔτε ἐν ἐνδείᾳ ἐστὶ φωτός∙ οὐδὲ ἀλλοίωσιν ἢ φθορὰν ἢ μερισμὸν ἢ στέρησιν ἢ ∙εῦσιν οὔτε ἄλλο τι τῶν αἰσθητῶν οὔτε ἐστὶν οὔτε ἔχει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
Aὖθις δὲ ἀνιόντες λέγομεν, ὡς οὔτε ψυχή ἐστιν οὔτε νοῦς, οὔτε φαντασίαν ἢ δόξαν ἢ λόγον ἢ νόησιν ἔχει∙ οὐδὲ λόγος ἐστὶν οὔτε νόησις, οὔτε λέγεται οὔτε νοεῖται∙ οὔτε ἀριθμός ἐστιν οὔτε τάξις, οὔτε μέγεθος οὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης οὔτε ἀνισότης, οὔτε ὁμοιότης ἢ ἀνομοιότης∙ οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται οὔτε ἡσυχίαν ἄγει∙ οὐδὲ ἔχει δύναμιν οὔτε δύναμίς ἐστιν οὔτε φῶς∙ οὔτε ζῇ οὔτε ζωή ἐστιν∙ οὔτε οὐσία ἐστὶν οὔτε αἰὼν οὔτε χρόνος∙ οὐδὲ ἐπαφή ἐστιν αὐτῆς νοητὴ οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειά ἐστιν οὔτε βασιλεία οὔτε σοφία, οὔτε ἓν οὔτε ἑνότης, οὔτε θεότης ἢ ἀγαθότης∙ οὐδὲ πνεῦμά ἐστιν, ὡς ἡμᾶς εἰδέναι, οὔτε υἱότης οὔτε πατρότης οὔτε ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἢ ἄλλῳ τινὶ τῶν ὄντων συνεγνωσμένων∙ οὐδέ τι τῶν οὐκ ὄντων, οὐδέ τι τῶν ὄντων
ἐστίν, οὔτε τὰ ὄντα αὐτὴν γινώσκει, ᾗ αὐτή ἐστιν, οὔτε αὐτὴ γινώσκει τὰ ὄντα, ᾗ ὄντα ἐστίν∙ οὔτε λόγος αὐτῆς ἐστιν οὔτε ὄνομα οὔτε γνῶσις∙ οὔτε σκότος ἐστὶν οὔτε φῶς, οὔτε πλάνη οὔτε ἀλήθεια∙ οὔτε ἐστὶν αὐτῆς καθόλου θέσις οὔτε ἀφαίρεσις, ἀλλὰ τῶν μετʹ αὐτὴν τὰς θέσεις καὶ ἀφαιρέσεις ποιοῦντες αὐτὴν οὔτε τίθεμεν οὔτε ἀφαιροῦμεν, ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶς ἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων.


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
ΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΥΤΥΠΟ 1983
ΣΕΙΡΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: