...Σε ανταπόδωση της καλής του πράξης, ο
Λάιλ Μπλαντ, που δεν νοιαζόταν καθόλου
γι’ αυτά τα πράγματα, γίνεται Μασόνος.
Βρίσκει καλή συντροφικότητα, ένα σωρό
ανέσεις για να του θυμίζουν την
αρρενωπότητά του, ακόμα και έναν αριθμό
χρήσιμων επιχειρηματικών διασυνδέσεων.
Πέρα απ’ αυτά, όλα είναι στεγανά, όπως
και στην Επιχειρηματική Συμβουλευτική
Επιτροπή. Οι μη-Μασόνοι δεν έχουν ιδέα
για το Τι Συμβαίνει, παρ’ όλο που
πότε-πότε κάτι ξεπηδά, ξεσκεπάζεται και
κρύβεται πάλι χαχανίζοντας, και σε
αφήνει με λίγες λεπτομέρειες αλλά πολλές
Φριχτές Υποψίες. Για παράδειγμα, κάποιοι
από τους Θεμελιωτές της Αμερικής ήταν
Μασόνοι. Κυκλοφορεί μαι θεωρία ότι οι
Η.Π.Α. ήταν, και είναι ακόμα, μια γιγάντια
μασονική συνωμοσία κάτω από τον έλεγχο
μιας ομάδας γνωστής ως Ιλλουμινάτοι.
Είναι δύσκολο να κοιτάς το παράξενο
μοναδικό μάτι που επιστεγάζει την
πυραμίδα που υπάρχει στο χαρτονόμισμα
του ενός δολαρίου και να μην αρχίσεις
να πιστεύεις αυτή την ιστορία, έστω και
λίγο. Πάρα πολλοί αναρχικοί στην Ευρώπη
του 19ου αιώνα – ο Μπακούνιν, ο Προυντόν,
ο Σαβέριο Φρίσα – ήταν Μασόνοι, κι αυτό
δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Οι εραστές
των παγκόσμιων συνωμοσιών, που δεν είναι
όλοι Καθολικοί, μπορούν πάντα να
υπολογίζουν στους Μασόνους για να
νιώσουν λίγο τρόμο και λίγο κενό, όταν
όλα τα υπόλοιπα δεν επιδρούν πια. Μια
από τις καλύτερες κλασικές Παράξενες
Μασονικές Ιστορίες λέει πως ο Δόκτωρ
Λιβινγκστόουν (ζώσα πέτρα; βεβαίως)
μπήκε, περιπλανώμενος, μέσα σ’ ένα χωριό
ιθαγενών, όχι απλώς στην καρδιά, αλλά
στο υποσυνείδητο της Μαύρης Αφρικής,
σ’ ένα μέρος, σε μια φυλή, που δεν είχε
ξαναδεί ποτέ: φωτιές μέσα στη σιωπή,
απύθμενα βλέμματα, ο Λίβινγκστοουν
πηγαίνει ως τον αρχηγό του χωριού και
του κάνει ένα υψηλό μασονικό σημάδι –
ο αρχηγός το αναγνωρίζει, το ανταποδίδει,
γεμάτος χαμόγελα, και προστάζει να
παρέχουν κάθε αδελφική φιλοξενία στο
λευκό ξένο. Αλλά, θυμηθείτε, ο Δρ.
Λίβινγκστοουν, όπως και ο Βέρνερ φον
Μπράουν, γεννήθηκε κοντά στην Εαρινή
Ισημερία, κι έτσι έπρεπε να αντιμετωπίσει
τον κόσμο από εκείνο το πλέον μοναδικό
από τα μοναδικά σημεία του Ζωδιακού...
Και, τέλος πάντων, να θυμάστε από που
προήλθαν αυτά τα Μασονικά Μυστήρια.
(Διαβάστε τον Ισμαήλ Ριντ. Γνωρίζει
περισσότερα γι’ αυτά τα πράγματα απ’
ό,τι μπορείτε να βρείτε εδώ).
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ
τον διάσημο Μασόνο από το Μιζούρι, τον
Χάρι Τρούμαν: που είχε πάρει, δυνάμει
θανάτου, την εξουσία, τον Αύγουστο του
1945 με το δάχτυλο ελέγχου ζυγιασμένο
πάνω από την ατομική κλειτορίδα της
δεσποινίδας Ενόλα Γκέι, έτοιμος να
γαργαλήσει 100.000 μικρά κίτρινα ανθρωπάκια
και να τα μετατρέψει σε λεπτό ατμό και
κατακάθι λίπους που θα τσιτσιρίζει μέσα
στα λιωμένα ερείπια της πόλης τους στην
Εσωτερική Θάλασσα...
Όταν ο Μπλαντ έγινε μέλος τους, οι Μασόνοι
είχαν πια εδώ και πάρα πολύ καιρό
εκφυλιστεί σε επιχειρηματική λέσχη.
Είναι πράγματι κρίμα. Οι επιχειρηματικές
δραστηριότητες κάθε είδους, ανά τους
αιώνες, είχαν κάνει να ατροφήσουν κάποιοι
αισθητήριοι δέκτες και κάποιες περιοχές
του ανθρώπινου εγκεφάλου, έτσι ώστε,
για τους περισσότερους από τους
συμμετέχοντες, οι σημερινές τελετουργίες
δεν ήταν τίποτε παραπάνω από φτηνή
μασκαράτα. Όχι για όλους, βέβαια. Που
και που, έβρισκες και κάποιον οπισθοδρομικό.
Ο Λάιλ Μπλαντ ήταν ένας απ’ αυτούς.
Η μαγεία σ’ αυτές τις μασονικές τελετές
είναι πάρα πολύ παλιά. Και εκείνες τις
εποχές λειτουργούσε. Καθώς περνούσε ο
καιρός, και άρχισε να χρησιμοποιείται
για θέαμα, για να στερεοποιήσει αυτό
που ήταν απλά κοσμική μορφή εξουσίας,
άρχισε να χάνει τη δραστικότητά της.
Αλλά οι λέξεις, οι κινήσεις και ο
μηχανισμός έχουν μεταφερθεί λίγο-πολύ
πιστά μέσα στις χιλιετίες, μέσα από την
ζοφερή ορθολογικοποίηση του Κόσμου, κι
έτσι η μαγεία υπάρχει ακόμα, αν και σε
λανθάνουσα κατάσταση, και το μόνο που
χρειάζεται για να ζωντανέψει είναι να
αγγίξει το κατάλληλα ευαίσθητο μυαλό.
Ο Μπλαντ άρχισε να γυρνά στο
σπίτι του στο Μπίκον Χιλ μετά από
συναντήσεις αργά τη νύχτα, ανίκανος να
κοιμηθεί. Ξάπλωνε στον καναπέ του
γραφείου του, χωρίς να σκέφτεται τίποτε
συγκεκριμένο, και γυρνούσε πίσω μ’ ένα
τράνταγμα, με την καρδιά του να χτυπά
δυνατά και βαριά, και ήξερε πως είχε
πάει κάπου, αλλά δεν μπορούσε να
δικαιολογήσει το χρόνο που είχε περάσει.
Το παλιό αμερικάνικο αυτοκρατορικό
ρολόι αντηχούσε στο χολ. Ο καθρέφτης
Τζιραντόλε, που ήταν πολλές γενιές στην
οικογένεια των Μπλαντ, συγκέντρωνε μέσα
στην λίμνη του υδραργύρου του εικόνες
που ο Λάιλ δεν μπορούσε να αντικρίσει.
Σ’ ένα άλλο δωμάτιο, η γυναίκα του,
γεμάτη κιρσούς και θρησκεία, μούγκριζε
στον ύπνο της. Τι του συνέβαινε;
Την επόμενη νύχτα μετά από συνάντηση,
στο σπίτι του, στο συνηθισμένο του
καναπέ, με την Wall Street Journal να μην έχει
τίποτα που να μη γνωρίζει ήδη, ο Λάιλ
Μπλαντ βγήκε από το σώμα του, σηκώθηκε
περίπου τριάντα εκατοστά, με το πρόσωπο
προς τα πάνω, συνειδητοποίησε που
βρισκόταν και βουπ! μπήκε πάλι μέσα.
Έμεινε εκεί ξαπλωμένος, τρομαγμένος
όσο ποτέ στη ζωή του, ούτε καν στη μάχη
στο δάσος του Μπελό – όχι τόσο γιατί
είχε βγει από το σώμα του, όσο γιατί
ήξερε ότι αυτό ήταν μόνο το πρώτο βήμα.
Το επόμενο βήμα θα ήταν να στρίψει στον
αέρα και να κοιτάξει πίσω. Η παλιά μαγεία
τον είχε βρει. Είχε ξεκινήσει ένα μεγάλο
ταξίδι. Ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή
από το να συνεχίσει.
Του πήρε ένα-δύο μήνες μέχρι να μπορέσει
να κάνει εκείνη τη στροφή. Όταν συνέβη,
την ένιωσε όχι σαν στροφή μέσα στο χώρο,
αλλά σαν στροφή στην ιστορία του.
Αμετάκλητη. Ο Μπλαντ που επέστρεψε για
να ενωθεί ξανά με το αδρανές λευκό δοχείο
που είχε δει ξαπλωμένο ανάσκελα στον
καναπέ, χιλιάδες χρόνια από κάτω του,
είχε αλλάξει για πάντα.
Σύντομα, άρχισε να περνάει τον περισσότερο
καιρό του σ’ εκείνο τον καναπέ, και
σχεδόν καθόλου στη Στέιτ Στρητ. Η γυναίκα
του, που ποτέ δεν έκανε ερωτήσεις,
περπατούσε μέσα στα δωμάτια και μιλούσε
μόνο για οικιακά θέματα, και μερικές
φορές έπαιρνε απάντηση, αν ο Μπλαντ
τύχαινε να είναι μέσα στο σώμα του, αλλά
συνήθως δεν έπαιρνε. Αλλόκοτοι άνθρωποι
άρχισαν να εμφανίζονται στην εξώπορτα,
χωρίς να τηλεφωνούν. Γλοιώδεις τύποι,
αλλοδαποί με σκούρα, λιπαρή επιδερμίδα,
σπυριά, κύστεις, άσθμα, χαλασμένα δόντια,
αναπηρίες, έντονα βλέμματα ή – ακόμα
χειρότερα – Παράξενα Απόμακρα Χαμόγελα.
Τους άφηνε όλους να μπουν, και η πόρτα
του γραφείου έκλεινε απαλά πίσω τους,
κι εκείνη έμενε απέξω. Δεν άκουγε τίποτε
παρά μόνο ένα μουρμουρητό, που της
φαινόταν να είναι σε ξένη γλώσσα. Μάθαιναν
στον άντρα της τεχνικές ταξιδιού.
Έχουν γίνει, αν και σπάνια, στο γεωγραφικό
χώρο, ταξίδια προς το Βορρά, σε πολύ
γαλάζιες θάλασσες γαλάζιες σαν φλόγα,
παγωμένες, γεμάτες ογκόπαγους, μέχρι
τα τελικά τείχη των πάγων. Η κρίση μας
έκανε το μοιραίο σφάλμα: δώσαμε μεγαλύτερη
σημασία στους διάφορους Πίρι και Νάνσεν
που επέστρεψαν – ακόμα χειρότερα,
ονομάσαμε αυτό που έκαναν «επιτυχία»,
παρ’ όλο που απέτυχαν. Απέτυχαν γιατί
γύρισαν πίσω, πίσω στη δόξα, στον έπαινο:
γι’ αυτό απέτυχαν. Για τους άλλους, τον
Σερ Τζον Φράνκλιν και τον Σολομόν Αντρέ,
είχαμε μόνο δάκρυα: θρηνήσαμε τους
τύμβους και τα κόκαλά τους, και μέσα στα
φτωχά παγωμένα υπολείμματά τους δεν
μπορέσαμε να δούμε την αναγγελία της
νίκης τους. Όταν αποκτήσαμε την τεχνολογία
για να κάνουμε τέτοια ταξίδια εύκολα,
είχαμε πια χάσει κάθε ικανότητα να
ξεχωρίσουμε τη νίκη από την ήττα.
Τι βρήκε ο Αντρέ μέσα στην αρκτική σιωπή;
τι ήταν αυτό που θα έπρεπε να ακούσουμε;
Ο Μπλαντ, μαθητευόμενος ακόμη δεν είχε
αποτινάξει την αγάπη που είχε για τις
παραισθήσεις. Ξέρει που βρίσκεται όταν
είναι εκεί, αλλά, όταν επιστρέφει,
φαντάζεται πως έχει ταξιδέψει κάτω από
την ιστορία: ότι η ιστορία είναι το μυαλό
της Γης, και ότι υπάρχουν στρώματα, πολύ
βαθιά, στρώματα ιστορίας αντίστοιχα
με τα στρώματα γαιάνθρακα και πετρελαίου
στο σώμα της Γης. Οι αλλοδαποί κάθονται
κοντά του και βγάζουν συριστικούς ήχους
από πάνω του, αφήνουν αηδιαστικά στρώματα
λίπους σε ό,τι αγγίζουν, προσπαθούν να
τον βοηθήσουν στο ταξίδι του, φανερά
νευρικοί με ό,τι νιώθουν πως είναι
παρορμήσεις ενός τεμπέλη άξεστου. Όταν
επιστρέφει, παραληρεί για τις παρουσίες
που βρήκε εκεί έξω, μέλη μιας αστρικής
IG, που η αποστολή της – όπως υπαινίχθηκε
ο Ρατενάου μέσω του μέντιουμ Πέτερ Ζάχσα
– είναι πέρα από τις κοσμικές έννοιες
του καλού και του κακού: τέτοιου είδους
διακρίσεις δεν έχουν νόημα εκεί έξω...
«Ναι, μάλιστα», λένε όλοι και τον
κοιτάζουν, «αλλά τότε γιατί λες συνέχεια
“μυαλό και σώμα”; Γιατί κάνεις αυτή
τη διάκριση;»
Γιατί είναι δύσκολο να ξεπεράσει το
δέος που νιώθει μπροστά στην ανακάλυψη,
μετά από τόσα χρόνια που τη νόμιζε ένα
μεγάλο βουβό βράχο, ότι η Γη είναι ένα
ζωντανό πλάσμα, ότι έχει σώμα και ψυχή,
και τώρα νιώθει ξανά σαν παιδί, ξέρει
ότι θεωρητικά δεν πρέπει να δεθεί, αλλά
είναι ερωτευμένος μ’ αυτή την αίσθηση
δέους που ξαναβρήκε, ακόμα και τόσο
αργά, ακόμα κι ενώ ξέρει ότι πρέπει
σύντομα να την αφήσει... Μπροστά στην
ανακάλυψη ότι η Βαρύτητα, που θεωρείται
δεδομένη, είναι στην πραγματικότητα
κάτι το απόκοσμο, μεσσιανικό, εξωαισθητικό
για το σώμα και το μυαλό της Γης... έχει
αγκαλιάσει στο ιερό της κέντρο τα
υπολείμματα των νεκρών ειδών, τα έχει
συγκεντρώσει, στοιβάξει, μεταστοιχειώσει,
αναπαρατάξει και αναϋφάνει ως μόρια
που βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια
από τους καββαλιστές της λιθανθρακόπισσας
στην αλλη πλευρά, αυτούς που ο Μπλαντ
στα ταξίδια του έχει σημειώσει, αναλύσει,
διαχωρίσει, ερμηνεύσει σε κάθε παραλλαγή
χρήσιμης μαγείας, αυτούς που, αιώνες
πέρα από κάθε έννοια εξάντλησης, βρίσκουν
ακόμα νέα μοριακά κομμάτια, και τα
συνδυάζουν και τα ξανασυνδυάζουν σε
νέες συνθέσεις – «Ξέχνα τους αυτούς,
δεν είναι καλύτεροι από τους Κλίποθ, τα
κελύφη των νεκρών, δεν πρέπει να σπαταλάς
το χρόνο σου μαζί τους...»
Οι υπόλοιποι από εμάς, που δεν έχουμε
επιλεγεί για τη φώτιση, παρατημένοι
στο εξωτερικό της Γης, στο έλεος μιας
Βαρύτητας που μόλις έχουμε μάθει πως
να ανιχνεύουμε και να μετράμε, πρέπει
να συνεχίσουμε να σκοντάφτουμε μέσα
στη λογική πίστη μας στις Χαριτωμένες
Αντιστοιχίες, και ελπίζουμε ότι, για
κάθε ψυχο-συνθετικό που παίρνουμε από
την ψυχής της Γης, υπάρχει εδώ πέρα ένα
κοσμικό μόριο, λίγο-πολύ συνηθισμένο
και ονοματισμένο – κλοτσάμε ατελείωτα
ανάμεσα στις πλαστικές ασημαντότητες,
και βρίσκουμε σε καθεμιά κάποιου Βαθύτερο
Νόημα και προσπαθούμε να τις δέσουμε
μαζί σαν όρους δυναμοσειράς, με την
ελπίδα ότι θα βρούμε την τρομαχτική
και μυστική Λειτουργία που το όνομά
της, σαν τα μεταλλαγμένα ονόματα του
Θεού, δεν μπορούν να ειπωθούν... πλαστικά
επιστόμια σαξόφωνου ήχοι με αφύσικη
χροιά, μπουκάλι σαμπουάν εικόνα του
εγώ, δώρο στις συσκευασίες Κράκερ
Τζακ διασκέδαση μιας χρήσεως,
περιβλήματα οικιακών συσκευών αλεξηνέμιο
για τους ανέμους της γνώσης, μπουκάλια
για βρέφη ηρεμιστικά, πακέτα με
κρέας μεταμφίεση της σφαγής, σακούλες
του καθαριστηρίου βρεφικός στραγγαλισμός,
μάνικες για κήπους ατέλειωτη τροφή
για την έρημο... αλλά το να βάζεις μαζί,
στην έξυπνη εμμονή τους και στην ευτέλειά
μας... το να βγάζεις νόημα, να βρίσκεις
το παραμικρό κοφτερό ασημένιο κομμάτι
αλήθειας σε τόση αντιγραφή, σε τόσα
άχρηστα υπολείμματα...
Τυχερός ο Μπλαντ, που ελευθερώθηκε απ’
όλα αυτά. Μια νύχτα κάλεσε όλη την
οικογένειά του γύρω από τον καναπέ στο
γραφείο του. Ο Λάιλ τζούνιορ ήρθε από
το Χιούστον, τρέμοντας, στα πρώτα στάδια
της γρίπης, από την επαφή μ’ έναν κόσμο
όπου ο κλιματισμός δεν είναι είδος
πρώτης ανάγκης. Η Κλάρα ήρθε οδηγώντας
από το Μπένινγκτον και ο Μπάντι ήρθε με
το τρένο από το Κέμπριτζ. «Όπως γνωρίζετε»,
ανακοίνωσε ο Μπλαντ, «τελευταία κάνω
κάποια ταξιδάκια». Φορούσε μια απλή
λευκή μπλούζα εργασίας, και κρατούσε
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Έμοιαζε
απόκοσμος, όπως θα συμφωνούσαν όλοι
αργότερα, το δέρμα και τα μάτια του είχαν
μια διαύγεια που σπάνια συναντιέται,
παρά μόνο ορισμένες ανοιξιάτικες μέρες,
σε ορισμένα γεωγραφικά πλάτη, μόλις
πριν την ανατολή. «Ανακάλυψα», συνέχισε,
«ότι κάθε φορά που έφευγα, ταξίδευα όλο
και μακρύτερα. Απόψε, φεύγω για τα καλά.
Θέλω να πω, δεν θα ξαναγυρίσω. Έτσι, ήθελα
να σας αποχαιρετήσω όλους, και να σας
πω ότι έχω φροντίσει για σας». Είχε πάει
στη Στέιτ Στρητ να δει το φίλο του τον
Κούλιτζ («Καυτό») Σορτ, του δικηγορικού
γραφείου Σαλιτιέρι, Πουρ, Νας, Ντε
Μπρούτους και Σορτ, και είχε εξασφαλίσει
πως τα οικονομικά της οικογένειας ήταν
σε πλήρη τάξη. «Θέλω να ξέρετε ότι σας
αγαπώ όλους. Θα έμενα εδώ αν μπορούσα,
αλλά πρέπει να φύγω. Ελπίζω να μπορέσετε
να καταλάβετε».
Ένας-ένας τα μέλη της οικογένειάς του
τον αποχαιρέτησαν. Αφού τελείωσαν οι
αγκαλιές, τα φιλιά και οι χειραψίες, ο
Μπλαντ βυθίστηκε στον τελευταίο
εναγκαλισμό του καναπέ του, κι έκλεισε
τα μάτια του μ’ ένα αχνό χαμόγελο... Μετά
από λίγο, ένιωσε να ανυψώνεται. Αυτοί
που τον έβλεπαν διαφωνούν ως προς την
ακριβή στιγμή. Γύρω στις 9:30, ο Μπάντι
έφυγε για να πάει να δει τη Νύφη του
Φρανκεστάιν, και η κ. Μπλαντ κάλυψε το
γαλήνιο πρόσωπο με μια σκονισμένη
εμπριμέ κουρτίνα που της είχε κάνει
δώρο κάποιος εξάδελφός της που ποτέ
δεν κατάλαβε το γούστο της.
Thomas Pynchon
ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ ΤΗΣ
ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1998