.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Ο Λάιλ Μπλαντ και οι Μασόνοι - Thomas Pynchon



...Σε ανταπόδωση της καλής του πράξης, ο Λάιλ Μπλαντ, που δεν νοιαζόταν καθόλου γι’ αυτά τα πράγματα, γίνεται Μασόνος. Βρίσκει καλή συντροφικότητα, ένα σωρό ανέσεις για να του θυμίζουν την αρρενωπότητά του, ακόμα και έναν αριθμό χρήσιμων επιχειρηματικών διασυνδέσεων. Πέρα απ’ αυτά, όλα είναι στεγανά, όπως και στην Επιχειρηματική Συμβουλευτική Επιτροπή. Οι μη-Μασόνοι δεν έχουν ιδέα για το Τι Συμβαίνει, παρ’ όλο που πότε-πότε κάτι ξεπηδά, ξεσκεπάζεται και κρύβεται πάλι χαχανίζοντας, και σε αφήνει με λίγες λεπτομέρειες αλλά πολλές Φριχτές Υποψίες. Για παράδειγμα, κάποιοι από τους Θεμελιωτές της Αμερικής ήταν Μασόνοι. Κυκλοφορεί μαι θεωρία ότι οι Η.Π.Α. ήταν, και είναι ακόμα, μια γιγάντια μασονική συνωμοσία κάτω από τον έλεγχο μιας ομάδας γνωστής ως Ιλλουμινάτοι. Είναι δύσκολο να κοιτάς το παράξενο μοναδικό μάτι που επιστεγάζει την πυραμίδα που υπάρχει στο χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και να μην αρχίσεις να πιστεύεις αυτή την ιστορία, έστω και λίγο. Πάρα πολλοί αναρχικοί στην Ευρώπη του 19ου αιώνα – ο Μπακούνιν, ο Προυντόν, ο Σαβέριο Φρίσα – ήταν Μασόνοι, κι αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Οι εραστές των παγκόσμιων συνωμοσιών, που δεν είναι όλοι Καθολικοί, μπορούν πάντα να υπολογίζουν στους Μασόνους για να νιώσουν λίγο τρόμο και λίγο κενό, όταν όλα τα υπόλοιπα δεν επιδρούν πια. Μια από τις καλύτερες κλασικές Παράξενες Μασονικές Ιστορίες λέει πως ο Δόκτωρ Λιβινγκστόουν (ζώσα πέτρα; βεβαίως) μπήκε, περιπλανώμενος, μέσα σ’ ένα χωριό ιθαγενών, όχι απλώς στην καρδιά, αλλά στο υποσυνείδητο της Μαύρης Αφρικής, σ’ ένα μέρος, σε μια φυλή, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ: φωτιές μέσα στη σιωπή, απύθμενα βλέμματα, ο Λίβινγκστοουν πηγαίνει ως τον αρχηγό του χωριού και του κάνει ένα υψηλό μασονικό σημάδι – ο αρχηγός το αναγνωρίζει, το ανταποδίδει, γεμάτος χαμόγελα, και προστάζει να παρέχουν κάθε αδελφική φιλοξενία στο λευκό ξένο. Αλλά, θυμηθείτε, ο Δρ. Λίβινγκστοουν, όπως και ο Βέρνερ φον Μπράουν, γεννήθηκε κοντά στην Εαρινή Ισημερία, κι έτσι έπρεπε να αντιμετωπίσει τον κόσμο από εκείνο το πλέον μοναδικό από τα μοναδικά σημεία του Ζωδιακού... Και, τέλος πάντων, να θυμάστε από που προήλθαν αυτά τα Μασονικά Μυστήρια. (Διαβάστε τον Ισμαήλ Ριντ. Γνωρίζει περισσότερα γι’ αυτά τα πράγματα απ’ ό,τι μπορείτε να βρείτε εδώ).
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ τον διάσημο Μασόνο από το Μιζούρι, τον Χάρι Τρούμαν: που είχε πάρει, δυνάμει θανάτου, την εξουσία, τον Αύγουστο του 1945 με το δάχτυλο ελέγχου ζυγιασμένο πάνω από την ατομική κλειτορίδα της δεσποινίδας Ενόλα Γκέι, έτοιμος να γαργαλήσει 100.000 μικρά κίτρινα ανθρωπάκια και να τα μετατρέψει σε λεπτό ατμό και κατακάθι λίπους που θα τσιτσιρίζει μέσα στα λιωμένα ερείπια της πόλης τους στην Εσωτερική Θάλασσα...
Όταν ο Μπλαντ έγινε μέλος τους, οι Μασόνοι είχαν πια εδώ και πάρα πολύ καιρό εκφυλιστεί σε επιχειρηματική λέσχη. Είναι πράγματι κρίμα. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες κάθε είδους, ανά τους αιώνες, είχαν κάνει να ατροφήσουν κάποιοι αισθητήριοι δέκτες και κάποιες περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου, έτσι ώστε, για τους περισσότερους από τους συμμετέχοντες, οι σημερινές τελετουργίες δεν ήταν τίποτε παραπάνω από φτηνή μασκαράτα. Όχι για όλους, βέβαια. Που και που, έβρισκες και κάποιον οπισθοδρομικό. Ο Λάιλ Μπλαντ ήταν ένας απ’ αυτούς.
Η μαγεία σ’ αυτές τις μασονικές τελετές είναι πάρα πολύ παλιά. Και εκείνες τις εποχές λειτουργούσε. Καθώς περνούσε ο καιρός, και άρχισε να χρησιμοποιείται για θέαμα, για να στερεοποιήσει αυτό που ήταν απλά κοσμική μορφή εξουσίας, άρχισε να χάνει τη δραστικότητά της. Αλλά οι λέξεις, οι κινήσεις και ο μηχανισμός έχουν μεταφερθεί λίγο-πολύ πιστά μέσα στις χιλιετίες, μέσα από την ζοφερή ορθολογικοποίηση του Κόσμου, κι έτσι η μαγεία υπάρχει ακόμα, αν και σε λανθάνουσα κατάσταση, και το μόνο που χρειάζεται για να ζωντανέψει είναι να αγγίξει το κατάλληλα ευαίσθητο μυαλό.
Ο Μπλαντ άρχισε να γυρνά στο σπίτι του στο Μπίκον Χιλ μετά από συναντήσεις αργά τη νύχτα, ανίκανος να κοιμηθεί. Ξάπλωνε στον καναπέ του γραφείου του, χωρίς να σκέφτεται τίποτε συγκεκριμένο, και γυρνούσε πίσω μ’ ένα τράνταγμα, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά και βαριά, και ήξερε πως είχε πάει κάπου, αλλά δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το χρόνο που είχε περάσει. Το παλιό αμερικάνικο αυτοκρατορικό ρολόι αντηχούσε στο χολ. Ο καθρέφτης Τζιραντόλε, που ήταν πολλές γενιές στην οικογένεια των Μπλαντ, συγκέντρωνε μέσα στην λίμνη του υδραργύρου του εικόνες που ο Λάιλ δεν μπορούσε να αντικρίσει. Σ’ ένα άλλο δωμάτιο, η γυναίκα του, γεμάτη κιρσούς και θρησκεία, μούγκριζε στον ύπνο της. Τι του συνέβαινε;
Την επόμενη νύχτα μετά από συνάντηση, στο σπίτι του, στο συνηθισμένο του καναπέ, με την Wall Street Journal να μην έχει τίποτα που να μη γνωρίζει ήδη, ο Λάιλ Μπλαντ βγήκε από το σώμα του, σηκώθηκε περίπου τριάντα εκατοστά, με το πρόσωπο προς τα πάνω, συνειδητοποίησε που βρισκόταν και βουπ! μπήκε πάλι μέσα. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος, τρομαγμένος όσο ποτέ στη ζωή του, ούτε καν στη μάχη στο δάσος του Μπελό – όχι τόσο γιατί είχε βγει από το σώμα του, όσο γιατί ήξερε ότι αυτό ήταν μόνο το πρώτο βήμα. Το επόμενο βήμα θα ήταν να στρίψει στον αέρα και να κοιτάξει πίσω. Η παλιά μαγεία τον είχε βρει. Είχε ξεκινήσει ένα μεγάλο ταξίδι. Ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει.
Του πήρε ένα-δύο μήνες μέχρι να μπορέσει να κάνει εκείνη τη στροφή. Όταν συνέβη, την ένιωσε όχι σαν στροφή μέσα στο χώρο, αλλά σαν στροφή στην ιστορία του. Αμετάκλητη. Ο Μπλαντ που επέστρεψε για να ενωθεί ξανά με το αδρανές λευκό δοχείο που είχε δει ξαπλωμένο ανάσκελα στον καναπέ, χιλιάδες χρόνια από κάτω του, είχε αλλάξει για πάντα.
Σύντομα, άρχισε να περνάει τον περισσότερο καιρό του σ’ εκείνο τον καναπέ, και σχεδόν καθόλου στη Στέιτ Στρητ. Η γυναίκα του, που ποτέ δεν έκανε ερωτήσεις, περπατούσε μέσα στα δωμάτια και μιλούσε μόνο για οικιακά θέματα, και μερικές φορές έπαιρνε απάντηση, αν ο Μπλαντ τύχαινε να είναι μέσα στο σώμα του, αλλά συνήθως δεν έπαιρνε. Αλλόκοτοι άνθρωποι άρχισαν να εμφανίζονται στην εξώπορτα, χωρίς να τηλεφωνούν. Γλοιώδεις τύποι, αλλοδαποί με σκούρα, λιπαρή επιδερμίδα, σπυριά, κύστεις, άσθμα, χαλασμένα δόντια, αναπηρίες, έντονα βλέμματα ή – ακόμα χειρότερα – Παράξενα Απόμακρα Χαμόγελα. Τους άφηνε όλους να μπουν, και η πόρτα του γραφείου έκλεινε απαλά πίσω τους, κι εκείνη έμενε απέξω. Δεν άκουγε τίποτε παρά μόνο ένα μουρμουρητό, που της φαινόταν να είναι σε ξένη γλώσσα. Μάθαιναν στον άντρα της τεχνικές ταξιδιού.
Έχουν γίνει, αν και σπάνια, στο γεωγραφικό χώρο, ταξίδια προς το Βορρά, σε πολύ γαλάζιες θάλασσες γαλάζιες σαν φλόγα, παγωμένες, γεμάτες ογκόπαγους, μέχρι τα τελικά τείχη των πάγων. Η κρίση μας έκανε το μοιραίο σφάλμα: δώσαμε μεγαλύτερη σημασία στους διάφορους Πίρι και Νάνσεν που επέστρεψαν – ακόμα χειρότερα, ονομάσαμε αυτό που έκαναν «επιτυχία», παρ’ όλο που απέτυχαν. Απέτυχαν γιατί γύρισαν πίσω, πίσω στη δόξα, στον έπαινο: γι’ αυτό απέτυχαν. Για τους άλλους, τον Σερ Τζον Φράνκλιν και τον Σολομόν Αντρέ, είχαμε μόνο δάκρυα: θρηνήσαμε τους τύμβους και τα κόκαλά τους, και μέσα στα φτωχά παγωμένα υπολείμματά τους δεν μπορέσαμε να δούμε την αναγγελία της νίκης τους. Όταν αποκτήσαμε την τεχνολογία για να κάνουμε τέτοια ταξίδια εύκολα, είχαμε πια χάσει κάθε ικανότητα να ξεχωρίσουμε τη νίκη από την ήττα.
Τι βρήκε ο Αντρέ μέσα στην αρκτική σιωπή; τι ήταν αυτό που θα έπρεπε να ακούσουμε;
Ο Μπλαντ, μαθητευόμενος ακόμη δεν είχε αποτινάξει την αγάπη που είχε για τις παραισθήσεις. Ξέρει που βρίσκεται όταν είναι εκεί, αλλά, όταν επιστρέφει, φαντάζεται πως έχει ταξιδέψει κάτω από την ιστορία: ότι η ιστορία είναι το μυαλό της Γης, και ότι υπάρχουν στρώματα, πολύ βαθιά, στρώματα ιστορίας αντίστοιχα με τα στρώματα γαιάνθρακα και πετρελαίου στο σώμα της Γης. Οι αλλοδαποί κάθονται κοντά του και βγάζουν συριστικούς ήχους από πάνω του, αφήνουν αηδιαστικά στρώματα λίπους σε ό,τι αγγίζουν, προσπαθούν να τον βοηθήσουν στο ταξίδι του, φανερά νευρικοί με ό,τι νιώθουν πως είναι παρορμήσεις ενός τεμπέλη άξεστου. Όταν επιστρέφει, παραληρεί για τις παρουσίες που βρήκε εκεί έξω, μέλη μιας αστρικής IG, που η αποστολή της – όπως υπαινίχθηκε ο Ρατενάου μέσω του μέντιουμ Πέτερ Ζάχσα – είναι πέρα από τις κοσμικές έννοιες του καλού και του κακού: τέτοιου είδους διακρίσεις δεν έχουν νόημα εκεί έξω...
«Ναι, μάλιστα», λένε όλοι και τον κοιτάζουν, «αλλά τότε γιατί λες συνέχεια “μυαλό και σώμα”; Γιατί κάνεις αυτή τη διάκριση;»
Γιατί είναι δύσκολο να ξεπεράσει το δέος που νιώθει μπροστά στην ανακάλυψη, μετά από τόσα χρόνια που τη νόμιζε ένα μεγάλο βουβό βράχο, ότι η Γη είναι ένα ζωντανό πλάσμα, ότι έχει σώμα και ψυχή, και τώρα νιώθει ξανά σαν παιδί, ξέρει ότι θεωρητικά δεν πρέπει να δεθεί, αλλά είναι ερωτευμένος μ’ αυτή την αίσθηση δέους που ξαναβρήκε, ακόμα και τόσο αργά, ακόμα κι ενώ ξέρει ότι πρέπει σύντομα να την αφήσει... Μπροστά στην ανακάλυψη ότι η Βαρύτητα, που θεωρείται δεδομένη, είναι στην πραγματικότητα κάτι το απόκοσμο, μεσσιανικό, εξωαισθητικό για το σώμα και το μυαλό της Γης... έχει αγκαλιάσει στο ιερό της κέντρο τα υπολείμματα των νεκρών ειδών, τα έχει συγκεντρώσει, στοιβάξει, μεταστοιχειώσει, αναπαρατάξει και αναϋφάνει ως μόρια που βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια από τους καββαλιστές της λιθανθρακόπισσας στην αλλη πλευρά, αυτούς που ο Μπλαντ στα ταξίδια του έχει σημειώσει, αναλύσει, διαχωρίσει, ερμηνεύσει σε κάθε παραλλαγή χρήσιμης μαγείας, αυτούς που, αιώνες πέρα από κάθε έννοια εξάντλησης, βρίσκουν ακόμα νέα μοριακά κομμάτια, και τα συνδυάζουν και τα ξανασυνδυάζουν σε νέες συνθέσεις – «Ξέχνα τους αυτούς, δεν είναι καλύτεροι από τους Κλίποθ, τα κελύφη των νεκρών, δεν πρέπει να σπαταλάς το χρόνο σου μαζί τους...»
Οι υπόλοιποι από εμάς, που δεν έχουμε επιλεγεί για τη φώτιση, παρατημένοι στο εξωτερικό της Γης, στο έλεος μιας Βαρύτητας που μόλις έχουμε μάθει πως να ανιχνεύουμε και να μετράμε, πρέπει να συνεχίσουμε να σκοντάφτουμε μέσα στη λογική πίστη μας στις Χαριτωμένες Αντιστοιχίες, και ελπίζουμε ότι, για κάθε ψυχο-συνθετικό που παίρνουμε από την ψυχής της Γης, υπάρχει εδώ πέρα ένα κοσμικό μόριο, λίγο-πολύ συνηθισμένο και ονοματισμένο – κλοτσάμε ατελείωτα ανάμεσα στις πλαστικές ασημαντότητες, και βρίσκουμε σε καθεμιά κάποιου Βαθύτερο Νόημα και προσπαθούμε να τις δέσουμε μαζί σαν όρους δυναμοσειράς, με την ελπίδα ότι θα βρούμε την τρομαχτική και μυστική Λειτουργία που το όνομά της, σαν τα μεταλλαγμένα ονόματα του Θεού, δεν μπορούν να ειπωθούν... πλαστικά επιστόμια σαξόφωνου ήχοι με αφύσικη χροιά, μπουκάλι σαμπουάν εικόνα του εγώ, δώρο στις συσκευασίες Κράκερ Τζακ διασκέδαση μιας χρήσεως, περιβλήματα οικιακών συσκευών αλεξηνέμιο για τους ανέμους της γνώσης, μπουκάλια για βρέφη ηρεμιστικά, πακέτα με κρέας μεταμφίεση της σφαγής, σακούλες του καθαριστηρίου βρεφικός στραγγαλισμός, μάνικες για κήπους ατέλειωτη τροφή για την έρημο... αλλά το να βάζεις μαζί, στην έξυπνη εμμονή τους και στην ευτέλειά μας... το να βγάζεις νόημα, να βρίσκεις το παραμικρό κοφτερό ασημένιο κομμάτι αλήθειας σε τόση αντιγραφή, σε τόσα άχρηστα υπολείμματα...
Τυχερός ο Μπλαντ, που ελευθερώθηκε απ’ όλα αυτά. Μια νύχτα κάλεσε όλη την οικογένειά του γύρω από τον καναπέ στο γραφείο του. Ο Λάιλ τζούνιορ ήρθε από το Χιούστον, τρέμοντας, στα πρώτα στάδια της γρίπης, από την επαφή μ’ έναν κόσμο όπου ο κλιματισμός δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης. Η Κλάρα ήρθε οδηγώντας από το Μπένινγκτον και ο Μπάντι ήρθε με το τρένο από το Κέμπριτζ. «Όπως γνωρίζετε», ανακοίνωσε ο Μπλαντ, «τελευταία κάνω κάποια ταξιδάκια». Φορούσε μια απλή λευκή μπλούζα εργασίας, και κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Έμοιαζε απόκοσμος, όπως θα συμφωνούσαν όλοι αργότερα, το δέρμα και τα μάτια του είχαν μια διαύγεια που σπάνια συναντιέται, παρά μόνο ορισμένες ανοιξιάτικες μέρες, σε ορισμένα γεωγραφικά πλάτη, μόλις πριν την ανατολή. «Ανακάλυψα», συνέχισε, «ότι κάθε φορά που έφευγα, ταξίδευα όλο και μακρύτερα. Απόψε, φεύγω για τα καλά. Θέλω να πω, δεν θα ξαναγυρίσω. Έτσι, ήθελα να σας αποχαιρετήσω όλους, και να σας πω ότι έχω φροντίσει για σας». Είχε πάει στη Στέιτ Στρητ να δει το φίλο του τον Κούλιτζ («Καυτό») Σορτ, του δικηγορικού γραφείου Σαλιτιέρι, Πουρ, Νας, Ντε Μπρούτους και Σορτ, και είχε εξασφαλίσει πως τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σε πλήρη τάξη. «Θέλω να ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους. Θα έμενα εδώ αν μπορούσα, αλλά πρέπει να φύγω. Ελπίζω να μπορέσετε να καταλάβετε».
Ένας-ένας τα μέλη της οικογένειάς του τον αποχαιρέτησαν. Αφού τελείωσαν οι αγκαλιές, τα φιλιά και οι χειραψίες, ο Μπλαντ βυθίστηκε στον τελευταίο εναγκαλισμό του καναπέ του, κι έκλεισε τα μάτια του μ’ ένα αχνό χαμόγελο... Μετά από λίγο, ένιωσε να ανυψώνεται. Αυτοί που τον έβλεπαν διαφωνούν ως προς την ακριβή στιγμή. Γύρω στις 9:30, ο Μπάντι έφυγε για να πάει να δει τη Νύφη του Φρανκεστάιν, και η κ. Μπλαντ κάλυψε το γαλήνιο πρόσωπο με μια σκονισμένη εμπριμέ κουρτίνα που της είχε κάνει δώρο κάποιος εξάδελφός της που ποτέ δεν κατάλαβε το γούστο της.

Thomas Pynchon
ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ ΤΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1998

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Ένα γράμμα του Poe στους εκδότες του – Edgar Allan Poe



Το γράμμα που ακολουθεί είναι σχετικό με τις επαγγελματικές συνθήκες με τις οποίες εργαζόταν ο Πόε. Οι εκδότες Λήα και Μπλάντσαρντ από τη Φιλαδέλφεια είχαν κυκλοφορήσει, σε δύο τόμους, τις Ιστορίες του Αλλόκοτου και του Αραβουργήματος (1840). Στη συμφωνία τους να τις εκδώσουν είχαν προτείνει στον Πόε: «Θα τυπώσουμε με δικά μας έξοδα και με δική μας οικονομική ευθύνη, μια περιορισμένη έκδοση, ας πούμε 1750 αντιτύπων. Ο αριθμός αυτός – αν πουληθεί – θα μας εξασφαλίσει ένα μικρό κέρδος, που αν πραγματοποιηθεί θα είναι δικό μας. Τα δικαιώματα θα παραμείνουν δικά σας, και όταν το βιβλίο θα είναι έτοιμο θα είναι στη διάθεσή σας μερικά αντίτυπα για να τα μοιράσετε στους φίλους σας». Ο Πόε τους γράφει εδώ, προτείνοντάς τους μια καινούρια και πιο διευρυμένη έκδοση, που θα περιλαμβάνει μερικές από τις καλύτερές του ιστορίες, και για την οποία έκδοση ζητά να τηρηθούν οι ίδιοι όροι που είχαν τεθεί στην προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του. Σε τρεις μέρες οι εκδότες απέρριψαν την πρότασή του, λέγοντας ότι δεν είχαν ακόμα πουλήσει όλα τα αντίτυπα της πρώτης συλλογής. Η τελική ειρωνική πράξη της μοίρας συντελέστηκε το 1944, όταν το πρωτότυπο του γράμματος, που μεταφράζεται εδώ, πουλήθηκε αντί του ποσού των 3.000 δολαρίων.
Αλέξης Ζήρας

Φιλαδέλφεια, 13 Αυγούστου 1841

Κυρίους Λήα και Μπλάντσαρντ

Κύριοι θα ήθελα να εκδώσω μια καινούρια συλλογή των πεζογραφημάτων μου, με ένα τίτλο όπως αυτός περίπου...
Τα πεζογραφήματα του Έντγκαρ Α. Πόε, όπου συμπεριλαμβάνονται Οι φόνοι στην οδό Μοργκ, Η κάθοδος στο Μάελστρόμ και όλα τα πρόσφατα διηγήματά του, με μια δεύτερη έκδοση των Ιστοριών του αλλόκοτου και του αραβουργήματος.
Τα πρόσφατα διηγήματα θα είναι οκτώ τον αριθμό, κάνοντας συνολικά τα διηγήματα της συλλογής τριάντα τρία – έτσι θα καλύψουν δύο πολυσέλιδους τόμους μυθιστορήματος.
Ανυπομονώ να μάθω αν ο οίκος σας θα εξακολουθήσει να εκδίδει τα βιβλία μου, και αν ευαρεστηθείτε να βγάλετε το βιβλίο θα αποδεχόμουν ευχαρίστως τους όρους που μου θέσατε προηγουμένως – δηλαδή, να έχετε όλο το κέρδος και να μου παραχωρήσετε είκοσι αντίτυπα ώστε να τα διαθέσω στους φίλους μου.
Θα ήταν μεγάλη καλοσύνη εκ μέρους σας αν δίνατε μια σύντομη απάντηση σ’ αυτό το γράμμα μου, και πιστέψτε με

Δικό σας, με τιμή
Έντγκαρ Α. Πόε

Edgar Allan Poe
Ποίηση και Φαντασία
Επιλογή Αλέξης Ζήρας
Εκδόσεις Πλέθρον 1982

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Κακοκαιρίες, επιδημίες πείνας, κανιβαλισμός στην Μεσαιωνική Δύση (10ος – 13ος αιώνας) - Jacques Le Goff



Το θαυμάσιο βιβλίο του Fritz Curschmann για τις Μεσαιωνικές επιδημίες (Hungersnoete im Mittelalter) συγκεντρώνει εκατοντάδες κείμενα χρονικών που, μέχρι τον μεγάλο λιμό του 1315-1317, ξετυλίγουν αδιάκοπα την πένθιμη πομπή από κακοκαιρίες, επιδημίες πείνας με τρομακτικά επεισόδια, συμπεριλαμβανομένου και του κανιβαλισμού, και την αναπόφευκτη έκβασή τους, τη θνησιμότητα, και τα κατεξοχήν θύματά της: τους φτωχούς.
Ιδού στις αρχές του 11ου αιώνα, για τα χρόνια 1032-1034, το περίφημο κείμενο του Ραούλ Γκλαμπέρ, που ήταν μοναχός στο Κλυνύ: «Η πείνα βάλθηκε να εξαπλώσει τις καταστροφές της και πίστεψαν στον αφανισμό ολόκληρου σχεδόν του ανθρώπινου είδους. Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έγιναν τόσο δυσμενείς που δεν βρισκόταν καιρός κατάλληλος για κανενός είδους σπορά και, εξαιτίας των πλημμυρών κυρίως, δεν υπήρχε τρόπος να γίνει η συγκομιδή[...] Συνεχείς βροχές είχαν εμποτίσει ολόκληρη τη γη, σε βαθμό που για τρία χρόνια δεν μπορούσαν να φτιάξουν σιλό ικανό να δεχθεί τη σπορά. Τον καιρό του θέρους, τα αγριόχορτα και η ολέθρια ήρα είχαν καλύψει ολόκληρη την επιφάνεια των αγρών. Ένα μόδιο σπόροι, εκεί όπου παρουσίαζε τη μεγαλύτερη απόδοση, έδινε μισό περίπου λίτρο συγκομιδή και αυτή με τη σειρά της μόλις που παρήγαγε μια χούφτα στάρι. Αν κατά τύχη πωλούνταν κάποια τροφή, ο πωλητής μπορούσε κατά βούληση να απαιτήσει τιμή υπερβολική. Μολαταύτα, όταν τα άγρια ζώα και τα πουλιά είχαν φαγωθεί, οι άνθρωποι, υπό το κράτος της πείνας βάλθηκαν να μαζεύουν κάθε λογής ψοφίμια και άλλα ακατονόμαστα πράγματα για να φάνε. Ορισμένοι, για να ξεφύγουν τον θάνατο, στράφηκαν στις ρίζες των δασών και στα χόρτα των ποταμών. Τέλος, μας πιάνει τρόμος στην αφήγηση των διαστροφών που κυριάρχησαν τότε στο ανθρώπινο είδος. Αλλοίμονο! Τι πόνος! Κάτι που σπάνια ακούστηκε στην ιστορία: λυσσαλέα πείνα έκανε τους ανθρώπους να καταβροχθίζουν ανθρώπινη σάρκα. Ταξιδιώτες απήχθησαν από τους πιο δυνατούς ανάμεσά τους, οι οποίοι κομμάτιασαν τα μέλη του σώματός τους, τα έψησαν στη φωτιά και τα καταβρόχθισαν. Πολλοί άνθρωποι που, για να ξεφύγουν από την πείνα, ταξίδευαν από τον έναν τόπο στον άλλο και έβρισκαν φιλοξενία καθ’ οδόν, στραγγαλίστηκαν μέσα στη νύχτα και χρησίμευσαν ως τροφή σε εκείνους που τους είχαν υποδεχθεί. Πολλοί, δείχνοντας ένα φρούτο ή ένα αυγό σε παιδιά, τα προσέλκυαν σε απομονωμένα μέρη, τα έσφαζαν και τα κατασπάραζαν. Σε πολλά μέρη, έβγαλαν τα σώματα των νεκρών από το χώμα και τα χρησιμοποίησαν για να καταλαγιάσουν την πείνα τους.
Έκαναν τότε στην περιοχή του Μακόν (Macon) ένα πείραμα που, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν είχε ακόμη επιχειρηθεί αλλού πουθενά. Πολλοί άνθρωποι, έβγαζαν από τη γη άσπρο χώμα που έμοιαζε με άργιλο, το ανακάτευαν με ό,τι τους είχε απομείνει από αλεύρι ή πίτυρα και από το μίγμα έφτιαχναν ψωμιά, και υπολόγιζαν σ’ αυτά για να μην πεθάνουν από την πείνα. Αυτή η πρακτική δεν έφερνε άλλωστε παρά την ελπίδα της σωτηρίας και μια ψευδαίσθηση παρηγοριάς. Δεν έβλεπε κανείς παρά ωχρά και κάτισχνα πρόσωπα. Πολλοί εμφάνιζαν δέρμα τεντωμένο από τις φουσκάλες και αυτή ακόμη η ανθρώπινη φωνή γινόταν αδύνατη, έμοιαζε με μικρές κραυγές πουλιών που πεθαίνουν. Τα πτώματα των νεκρών, που ο αριθμός τους υποχρέωνε να τα εγκαταλείπουν εδώ κι εκεί, χωρίς τάφο, χρησίμευαν ως τροφή στους λύκους που στη συνέχεια εξακολουθούσαν να ψάχνουν το καθημερινό τους φαγητό ανάμεσα στους ανθρώπους. Και όπως δεν μπορούσαν, ας πούμε, να θάβουν τον καθένα ατομικά, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των νεκρών, σε ορισμένους τόπους, οι άνθρωποι, φοβούμενοι τον Θεό έσκαψαν αυτό που στην κοινή γλώσσα ονομάζουμε σωρούς, μέσα στις οποίες ρίχνονταν πέντε εκατοντάδες ή και περισσότερα σώματα νεκρών, όσα χωρούσαν, φίρδην-μίγδην, ημίγυμνα ή χωρίς κανένα σκέπασμα. Τα σταυροδρόμια, οι παρυφές των αγρών, χρησίμευαν και ως νεκροταφεία. Αν ορισμένοι άκουγαν να λέγεται ότι δεν ήταν καλύτερα να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές, πολλοί ήταν εκείνοι που φοβόντουσαν ότι θα πέθαιναν στο δρόμο από ασιτία».
Ακόμη και κατά τον 13ο αιώνα, όταν οι μεγάλοι λιμοί φαίνονται να σπανίζουν, η απαίσια λιτανεία συνεχίζεται. 1221-1223: «Στην Πολωνία δεν υπήρξαν κατακλυσμιαίες βροχές και πλημμύρες για τρία χρόνια με αποτέλεσμα έναν λιμό που διήρκεσε δύο χρόνια και από τον οποίο πέθαναν πολλοί». 1233: «Ενέκυψαν μεγάλοι παγετοί και πάγωσε η σοδειά. Από εδώ προέκυψε ο μεγάλος λιμός στη Γαλλία». Και την ίδια αυτή χρονιά: «Ο λιμός στη Λιβονία ήταν τόσο βίαιος, που οι άνθρωποι αλληλοφαγώθηκαν και ξεκρέμασαν τους κλέφτες από τις αγχόνες για να τους κατασπαράξουν». 1263: «Στη Μοραβία και στην Αυστρία ενέκυψε ένας πολύ ισχυρός λιμός, πολλοί πέθαναν από την πείνα, έφαγαν ρίζες και τον φλοιό δένδρων». 1277: «Στην Αυστρία, την Ιλλυρία και την Καρινθία σημειώθηκε τέτοια πείνα που οι άνθρωποι έφαγαν γάτες, σκύλους, άλογα και πτώματα». 1280: «Υπήρξε μεγάλη έλλειψη σε όλα τα είδη, σπόρους, κρέας, ψάρια, τυρί, αβγά, σε σημείο που δύσκολα έβρισκαν να αγοράσουν δύο αβγά κότας για ένα δηνάριο, ενώ άλλοτε στην Πράγα με ένα δηνάριο αγόραζαν πενήντα αβγά. Και δεν μπορούσαν να σπείρουν τη χρονιά εκείνη σπόρους του χειμώνα, εκτός από κάποιες περιοχές απομακρυσμένες από την Πράγα και ακόμη και εκεί όπου έσπειραν δεν έσπειραν αρκετά. Έτσι ένας ισχυρός λιμός έπληξε τους φτωχούς και πολλοί αυτόχθονες πέθαναν από την πείνα».
Πείνα και φτωχοί έγιναν η πληγή των πόλεων, σε σημείο που το αστικό φολκλόρ να φαντάζεται εκκαθαρισμό των πεινασμένων που, με μια ρεαλιστική επίφαση, συγκρίνεται με τον μύθο του Χάμελιν.
Το ίδιο και σε μια γενοβέζικη ιστορία σύμφωνα με το Novellino του 13ου αιώνα: «Στη Γενουα σημειώθηκε μεγάλη ακρίβεια που οφειλόταν στην έλλειψη τροφίμων και υπήρχαν εκεί περισσότεροι τυχοδιώκτες απ’ όσοι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Πήραν κάποιες γαλεάσσες, μαζί με τους κωπηλάτες, τους οποίους πλήρωσαν και ύστερα ακούστηκε το νέο, ότι όλοι οι φτωχοί έπρεπε να πάνε στην παραλία όπου θα έπαιρναν ψωμί από την κοινότητα. Ήρθαν τόσοι πολλοί που έγινε το θαύμα. Επιβιβάσθηκαν όλοι. Οι οδηγοί ήταν πολύ δραστήριοι. Βούτηξαν τα κουπιά στο νερό και αποβίβασαν όλο τον κόσμο στη Σαρδηνία. Εκεί υπήρχε τροφή για να ζήσουν. Τους εγκατέλειψαν. Έτσι σταμάτησε στη Γένουα η μεγάλη ακρίβεια».


Jacques Le Goff
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ
Μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ 1993

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούη ἡ γειτόνισσα:
― Σεβτὰς εἶν᾽ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς*…· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα* εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾽ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσει ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ᾽ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ᾽ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

* * *

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾽ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾽ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

* * *

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾽ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν᾽ ἀλέθῃ, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.
― Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾽ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾽ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

* * *
Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾽ ἐμορμύριζεν:
―Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ᾽ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.
Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
― Κ᾽ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ᾽ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

* * *
Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.
― Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾽ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾽ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν᾽ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾽ ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
― Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
― Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾽ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
― Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾽ εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ-στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
― Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
(1896)


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ