...Είδαμε ότι πολλοί λαοί έχουν κάθε
χρόνο μια περίοδο ελευθερίας, όπου οι
συνηθισμένοι νομικοί και ηθικοί
περιορισμοί παραμερίζονται, όπου
ολόκληρος ο πληθυσμός παραδίνεται σε
υπερβολική ευθυμία και χαρά και όπου
τα πιο σκοτεινά πάθη βρίσκουν μια
διέξοδο, η οποία ποτέ δεν θα τους δινόταν
μέσα στην πιο σοβαρή και ήρεμη πορεία
της καθημερινής ζωής. Τέτοιες εκρήξεις
των συγκρατημένων δυνάμεων της ανθρώπινης
φύσης, πολύ συχνά εκφυλισμένων σε άγρια
όργια ακολασίας κι εγκληματικότητας,
συμβαίνουν συνήθως κατά το τέλος του
χρόνου και πολλές φορές συνδέονται,
όπως είχα την ευκαιρία να δείξω, με τη
μια ή την άλλη γεωργική εποχή, κυρίως
όμως με την περίοδο της σποράς ή της
συγκομιδής. Τώρα, από όλες αυτές τις
περιόδους ελευθερίας, εκείνη η οποία
είναι πιο γνωστή και η οποία στη σύγχρονη
γλώσσα έδωσε το όνομά της στις υπόλοιπες,
είναι τα Σατουρνάλια. Αυτή η περίφημη
γιορτή έπεφτε το Δεκέμβριο, τον τελευταίο
μήνα του ρωμαϊκού έτους, και υποτίθεται
ότι σ’ αυτήν γιορταζόταν με δημοφιλή
τρόπο η χαρούμενη βασιλεία του Κρόνου,
του θεού της σποράς και της γεωργίας,
που είχε ζήσει στη γη προ πολλού ως
δίκαιος και αγαθοεργός βασιλιάς της
Ιταλίας. Αυτός συγκέντρωσε τους άξεστους
και διασκορπισμένους στα βουνά κατοίκους,
τους δίδαξε να καλλιεργούν τη γη, τους
έδωσε νόμους και κυβέρνησε ειρηνικά. Η
βασιλεία του ήταν η θρυλική Χρυσή Εποχή:
η γη γεννούσε άφθονα αγαθά. Κανένας ήχος
πολέμου ή διχόνοιας δεν τάραζε τον
ευτυχισμένο κόσμο. Καμιά ολέθρια αγάπη
για το χρήμα δε δηλητηρίαζε το αίμα των
εργατικών κι ευχαριστημένων χωρικών.
Η δουλεία και η ιδιοκτησία ήταν το ίδιο
άγνωστες. Όλοι οι άνθρωποι είχαν από
κοινού όλα τα αγαθά. Στο τέλος, ο καλός
θεός, ο ευγενής βασιλιάς, χάθηκε ξαφνικά,
αλλά η μνήμη του διατηρήθηκε διαμέσου
των αιώνων. Προς τιμήν του υψώθηκαν
ιερά, και πολλοί λόφοι και υψώματα στην
Ιταλία είχαν το όνομά του. Η λαμπρή,
όμως, παράδοση της βασιλείας του
αμαυρώθηκε από μια σκοτεινή σκιά: λένε
ότι οι βωμοί του είχαν λεκιαστεί από το
αίμα ανθρώπινων θυμάτων, τα οποία
αργότερα μια πιο σπλαχνική εποχή
αντικατέστησε με ομοιώματα. Γι’ αυτή
τη σκοτεινή πλευρά της θρησκείας του
θεού υπάρχουν λίγα ή μάλλον καθόλου
ίχνη στις περιγραφές που μας άφησαν οι
αρχαίοι συγγραφείς για τα Σατουρνάλια.
Το γλέντι και η κραιπάλη και όλες οι
τρελές αναζητήσεις ηδονής είναι τα
χαρακτηριστικά που φαίνονται ότι είχαν
κυρίως σημαδέψει αυτό το καρναβάλι της
αρχαιότητας, καθώς συνεχιζόταν για εφτά
μέρες στους δρόμους, στις δημόσιες
πλατείες και στα σπίτια της αρχαίας
Ρώμης, από τις δεκαεφτά μέχρι τις είκοσι
τρεις Δεκεμβρίου.
Αλλά κανένα χαρακτηριστικό του εορτασμού
δεν είναι τόσο αξιοσημείωτο, τίποτε σ’
αυτό δε φαίνεται να εντυπωσίαζε τους
αρχαίους περισσότερο από τα προνόμια
που δίνονταν στους σκλάβους εκείνες
τις ημέρες. Η διάκριση ανάμεσα στις
τάξεις των ελεύθερων και των δούλων
καταργούνταν προσωρινά. Ο σκλάβος
μπορούσε να βρίζει τον κύριό του, να
μεθά, όπως οι ανώτεροί του, να κάθεται
στο τραπέζι μαζί τους, χωρίς καμιά
επίπληξη για τη διαγωγή του, για την
οποία σε οποιαδήποτε άλλη εποχή θα
μπορούσε να τιμωρηθεί με μαστίγωμα,
φυλάκιση ή θάνατο. Ακόμη περισσότερο,
οι αφέντες άλλαζαν πραγματικά θέση με
τους σκλάβους τους και τους σέρβιραν
στο τραπέζι και μόνο όταν ο δουλοπάροικος
τέλειωνε το φαγητό και το ποτό, καθαριζόταν
το τραπέζι και τοποθετούνταν το γεύμα
για τον κύριό του. Αυτή η αντιστροφή
των κοινωνικών τάξεων έφτανε σε τέτοιο
βαθμό, ώστε κάθε οικογένεια γινόταν για
λίγο καιρό μια πλαστή δημοκρατία, στην
οποία τα υψηλά αξιώματα της πολιτείας
έπαιρναν οι σκλάβοι, που έδιναν τις
διαταγές τους και απένειμαν δικαιοσύνη
σαν να είχαν στην πραγματικότητα όλη
την τιμή της υπατείας, της πραιτωρίας
και της δικαστικής αρχής. Σαν την ωχρή
αντανάκλαση δύναμης που δινόταν στους
δούλους κατά τα Σατουρνάλια, ήταν και
η ψεύτικη βασιλεία, για την οποία οι
ελεύθεροι έριχναν κλήρο κατά την ίδια
εποχή. Το άτομο στο οποίο έπεφτε ο κλήρος,
χαιρόταν τον τίτλο του βασιλιά κι έβγαζε
διαταγές, εύθυμου και κωμικού χαρακτήρα,
προς τους προσωρινούς υπηκόους του.
Έναν από αυτούς μπορούσε να τον διατάξει
ν’ ανακατέψει το κρασί, άλλον να πιει,
άλλον να τραγουδήσει, άλλον να χορέψει,
άλλον να μιλήσει με περιφρόνηση για τον
εαυτό του και άλλον να μεταφέρει στην
πλάτη του, γύρω από το σπίτι, μια αυλητρίδα.
Τώρα, όταν θυμηθούμε ότι η ελευθερία
που δινόταν στους σκλάβους, κατά την
εορταστική αυτή περίοδο, υποτίθεται
ότι ήταν μίμηση της κατάστασης της
κοινωνίας την εποχή του Κρόνου και ότι
γενικά τα Σατουρνάλια δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά μια προσωρινή αναβίωση ή
παλινόρθωση της βασιλείας αυτού του
εύθυμου μονάρχη, παρακινούμαστε να
εικάσουμε πως ο ψεύτικος βασιλιάς, ο
οποίος πρωτοστατούσε στα όργια, μπορεί
αρχικά να αντιπροσώπευε τον ίδιο τον
Κρόνο. Η εικασία επιβεβαιώνεται αρκετά,
αν όχι πλήρως, από μια πολύ περίεργη κι
ελκυστική περιγραφή του τρόπου με τον
οποίο γιόρταζαν τα Σατουρνάλια οι
Ρωμαίοι στρατιώτες που ήταν τοποθετημένοι
στο Δούναβη, κατά τη βασιλεία του
Μαξιμιανού και του Διοκλητιανού. Η
περιγραφή έχει διασωθεί σε μια αφήγηση
του μαρτυρίου του Αγίου Δάσιου, η οποία
ήρθε στην επιφάνεια από ένα ελληνικό
χειρόγραφο στο Μιλάνο και στο Βερολίνο.
Ένα από αυτά είχε ήδη δει το φως σ’ ένα
δυσνόητο τόμο, που τυπώθηκε στο Ουρμπίνο
το 1727, αλλά η σημασία του για την ιστορία
της ρωμαϊκής θρησκείας αρχαίας και
σύγχρονης, φαίνεται ότι είχε περάσει
απαρατήρητη, μέχρι τότε που ο καθηγητής
Cumont τράβηξε την προσοχή των λογίων και
για τις τρεις αφηγήσεις, δημοσιεύοντας
τες πριν από μερικά χρόνια. Σύμφωνα με
αυτές τις αφηγήσεις, οι οποίες έχουν
όλα τα στοιχεία για να φαίνονται
αυθεντικές, και από τις οποίες η πιο
μακροσκελής είναι πιθανό να βασίζεται
σε επίσημα έγγραφα, οι Ρωμαίοι στρατιώτες
στο Ντουροστόρουμ της Κάτω Μυσίας
γιόρταζαν τα Σατουρνάλια χρόνο παρά
χρόνο, με τον ακόλουθο τρόπο: Τριάντα
μέρες πριν από τον εορτασμό, διάλεγαν
με κλήρο ανάμεσά τους ένα νέο και όμορφο
άντρα, ο οποίος στη συνέχεια ντυνόταν
με βασιλική στολή, για να μοιάζει με τον
Κρόνο. Με τη στολή αυτή και με τη συνοδεία
πολλών στρατιωτών, τριγύριζε μέσα στον
κόσμο, με πλήρη ελευθερία να παραδίνεται
στα πάθη του και να γεύεται κάθε
ευχαρίστηση, όσο αισχρή και χυδαία και
αν ήταν. Αλλά, παρ’ όλο που η βασιλεία
του ήταν εύθυμη, ήταν σύντομη και τελείωνε
τραγικά. Γιατί όταν περνούσαν οι τριάντα
ημέρες και έφτανε η γιορτή του Κρόνου,
αυτός έκοβε το λαιμό του πάνω στο βωμό
του θεού, τον οποίο υποδυόταν. Κατά το
έτος 303 μ.Χ., ο κλήρος έπεσε στο χριστιανό
στρατιώτη Δάσιο, ο οποίος, όμως, αρνήθηκε
να παίξει το ρόλο του ειδωλολατρικού
θεού και να μολύνει με διαφθορά τις
τελευταίες του μέρες. Τα επιχειρήματα
και οι απειλές του διοικητή του Bassus δεν
κατάφεραν να κλονίσουν τη σταθερότητά
του κι έτσι αποκεφαλίστηκε στο
Ντουροστόρουμ, όπως αναφέρει το
χριστιανικό μαρτυρολόγιο με λεπτομερή
ακρίβεια, από το στρατιώτη Ιωάννη, την
Παρασκευή, την εικοστή μέρα του Νοεμβρίου,
που ήταν η εικοστή τέταρτη μέρα του
φεγγαριού, την τέταρτη ώρα.
Αφότου δημοσιεύτηκε αυτή η αφήγηση από
τον καθηγητή Cumont, ο ιστορικός της
χαρακτήρας, τον οποίο αμφισβητούσαν ή
αρνούνταν, επιβεβαιώθηκε από μια
σημαντική ανακάλυψη. Στην κρύπτη του
καθεδρικού ναού, ο οποίος είναι κορόνα
στο ακρωτήριο της Αγκώνα, σώζεται,
ανάμεσα σε άλλες αξιοσημείωτες
αρχαιότητες, μια άσπρη μαρμάρινη
σαρκοφάγος, η οποία έχει μια ελληνική
επιγραφή, με γράμματα της εποχής του
Ιουστινιανού, που αναφέρει τα εξής: «Εδώ
είναι θαμμένος ο άγιος μάρτυρας Δάσιος,
φερμένος από το Ντουροστόρουμ». Η
σαρκοφάγος μεταφέρθηκε το 1848, στην
κρύπτη του καθεδρικού ναού, από τη
εκκλησία του Αγίου Πελεγκρίνο, κάτω από
τον υψηλό βωμό της οποίας, όπως μαθαίνουμε
από λατινική επιγραφή εντοιχισμένη στη
λιθοδομή, τα οστά του μάρτυρα αναπαύονται
ακόμη μαζί με τα οστά δύο άλλων αγίων.
Δεν ξέρουμε για πόσο χρόνο βρισκόταν η
σαρκοφάγος στην εκκλησία του Αγίου
Πελεγκρίνο, αλλά αναφέρεται ότι ήταν
εκεί κατά το 1650. μπορούμε, λοιπόν, να
υποθέσουμε ότι τα λείψαν του Αγίου
μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στην Αγκώνα,
σε κάποια εποχή των ταραγμένων αιώνων
που ακολούθησαν το μαρτύριό του, όταν
κυριεύτηκε η Μυσία και αφανίστηκε από
αλλεπάλληλες ορδές βαρβάρων επιδρομέων.
Πάντως φαίνεται βέβαιο από την ανεξάρτητη
και αμοιβαία επιβεβαιωτική απόδειξη
του μαρτυρολογίου και των μνημείων ότι
ο Δάσιος δεν ήταν μυθικός άγιος, αλλά
πραγματικός άνθρωπος, ο οποίος πέθανε
για την πίστη του στο Ντουροστόρουμ,
κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής
εποχής. Βρίσκοντας την αφήγηση του
ανώνυμου μαρτυρολόγου έτσι επιβεβαιωμένη
ως προς το βασικό γεγονός, δηλαδή το
μαρτύριο του Αγίου Δάσιου, μπορούμε
λογικά να δεχτούμε την κατάθεσή του για
τον τρόπο και την αιτία του μαρτυρίου,
όλο και περισσότερο, γιατί η αφήγησή
του είναι ακριβής, λεπτομερής και τελείως
απαλλαγμένη από το θαυματουργό στοιχείο.
Επομένως καταλήγω ότι η αφήγηση που
κάνει αυτός για τον εορτασμό των
Σατουρναλίων, μεταξύ των Ρωμαίων
στρατιωτών, είναι αξιόπιστη.
Αυτή η αφήγηση βάζει κάτω από ένα
καινούριο και θαμπό φως το ρόλο του
βασιλιά των Σατουρναλίων, του αρχαίου
Κυρίου της Κακοδιοίκησης, ο οποίος
πρωτοστατούσε στα χειμερινά όργια της
Ρώμης, την εποχή του Οράτιου και του
Τάκιτου. Αυτό φαίνεται ν’ αποδείχνει
ότι η δουλειά του δεν ήταν πάντοτε ενός
άλλου αρλεκίνου ή γελωτοποιού, του
οποίου η μοναδική φροντίδα ήταν να κρατά
ζωντανό το γλέντι και να κάνει τη
διασκέδαση γρήγορη και ορμητική, ενώ η
φωτιά άναβε κι έτριζε στο τζάκι, ενώ οι
δρόμοι γέμιζαν από χαρούμενα πλήθη και
διαμέσου της καθαρής, παγωμένης
ατμόσφαιρας, μακριά προς το βορρά, το
Σύρακτο έδειχνε το στέμμα του από χιόνι.
Όταν συγκρίνουμε αυτό τον κωμικό μονάρχη
της ζωηρής, της πολιτισμένης μητρόπολης,
με το βλοσυρό αντίστοιχό του της
απολίτιστης κατασκήνωσης στο Δούναβη
και όταν θυμηθούμε τη μεγάλη σειρά
παρόμοιων μορφών, κωμικών, αλλά μολαταύτα
τραγικών, οι οποίες σε άλλες εποχές και
άλλες χώρες, φορώντας ψεύτικα στέμματα
και τυλιγμένες σε βασιλικά σάβανα,
έπαιζαν τις μικρές τους φάρσες για λίγες
ώρες ή μέρες και στη συνέχεια περνούσαν
πριν την ώρα τους σ’ ένα βίαιο θάνατο,
δύσκολα μπορούμε ν’ αμφιβάλλουμε ότι
στο Βασιλιά των Σατουρναλίων στη Ρώμη,
όπως τον έχουν περιγράψει οι κλασικοί
συγγραφείς, βλέπουμε μόνο ένα αδύνατο
ευνουχισμένο αντίγραφο αυτού του
πρωτότυπου, του οποίου τα έντονα
χαρακτηριστικά έχουν διατηρηθεί, ευτυχώς
για εμάς, από τον άγνωστο συγγραφέα του
Μαρτυρίου του Αγίου Δασίου. Με άλλα
λόγια, η περιγραφή του μαρτυρολόγου των
Σατουρναλίων συμφωνεί τόσο πολύ με τις
περιγραφές παρόμοιων ιεροτελεστιών
αλλού, τις οποίες αυτός δε θα μπορούσε
ίσως να γνωρίζει, ώστε η ουσιαστική
ακρίβεια της περιγραφής του μπορεί να
θεωρηθεί θεμελιωμένη. Επιπλέον, αφού
το έθιμο της θανάτωσης ενός ψεύτικου
βασιλιά, ως αντιπρόσωπο του θεού, δεν
μπορεί να βγήκε από μια συνήθεια διορισμού
του ως πρωτοστάτη σ’ ένα γιορτινό όργιο,
γιατί το αντίθετο μπορούσε κάλλιστα να
συμβαίνει, δικαιωνόμαστε στην υπόθεση
ότι, σε μια προγενέστερη και πιο βάρβαρη
εποχή, αυτό ήταν γενική συνήθεια στην
αρχαία Ιταλία, όπου επικρατούσε η λατρεία
του Κρόνου, δηλαδή να διαλέγουν έναν
άντρα ο οποίος έπαιζε το ρόλο του Κρόνου
και απολάμβανε όλα τα πατροπαράδοτα
προνόμιά του, για μια εποχή, και μετά
πέθαινε είτε από το δικό του χέρι είτε
από άλλον, με μαχαίρι ή στην πυρά ή στην
αγχόνη, υπό την ιδιότητα του καλού θεού
που έδωσε τη ζωή του για τον κόσμο. Στην
ίδια τη Ρώμη και σε άλλες μεγάλες πόλεις,
η ανάπτυξη του πολιτισμού ίσως ν’
απάλυνε το άγριο αυτό έθιμο πολύ πριν
από την εποχή του Αυγούστου και να το
μετέτρεψε στην αθώα μορφή που έχει στα
έργα μερικών κλασικών συγγραφέων οι
οποίοι δίνουν μια σύντομη πληροφορία
για τη γιορτή του Βασιλιά των Σατουρναλίων.
Αλλά σε απομακρυσμένες περιοχές, η πιο
παλιά και πιο τραχιά συνήθεια μπορεί
να επέζησε για πολύ. Ακόμη όμως, και όταν
μετά την ενοποίηση της Ιταλίας η ρωμαϊκή
κυβέρνηση κατέστειλε τη βαρβαρική
συνήθεια, η ανάμνησή της θα παραδινόταν
από τους χωρικούς και πότε πότε θα έτεινε
να οδηγήσει, όπως συμβαίνει ακόμη σ’
εμάς με τις κατώτερες μορφές δεισιδαιμονίας,
σε αναβίωση του εθίμου, κυρίως μεταξύ
των άξεστων στρατιωτών στα περίχωρα
της αυτοκρατορίας, πάνω στα οποία το
άλλοτε σιδερένιο χέρι της Ρώμης άρχιζε
να χαλαρώνει το σφίξιμό του.
Η ομοιότητα μεταξύ των Σατουρναλίων
της αρχαίας Ιταλίας και του Καρναβαλιού
της σύγχρονης εποχής έχει παρατηρηθεί
πολλές φορές. Αλλά στο φως όλων των
γεγονότων που έχουν έρθει μπροστά μας
μπορούμε κάλλιστα να ρωτήσουμε αν η
ομοιότητα αυτή δεν ανέρχεται σε ταύτιση.
Είδαμε ότι στην Ιταλία, την Ισπανία και
τη Γαλλία, όπου η επιρροή της Ρώμης έχει
φτάσει στον πιο μεγάλο βαθμό και με την
πιο μεγάλη διάρκεια, ένα περίβλεπτο
χαρακτηριστικό του Καρναβαλιού είναι
η γελοία φιγούρα που εκπροσωπεί την
εορταστική περίοδο και που, μετά από
μια σύντομη καριέρα δόξας και ακολασίας,
την πυροβολούν δημόσια, καίνε ή
καταστρέφουν αλλιώς, με προσποιητή λύπη
ή γνήσια ευχαρίστηση του λαού. Εάν η
άποψη για το Καρναβάλι που διατυπώνεται
εδώ είναι σωστή, αυτό το αλλόκοτο πρόσωπο
δεν είναι άλλο παρά ένας απευθείας
διάδοχος του παλαιού Βασιλιά των
Σατουρναλίων, του κυρίου των οργίων,
του πραγματικού άντρα που εκπροσωπούσε
τον Κρόνο και που, όταν τα όργια τελείωναν,
έβρισκε πραγματικό θάνατο κάτω από την
ψεύτικη ιδιότητά του. Ο Βασιλιάς του
Φασολιού της Δωδέκατης Νύχτας και ο
μεσαιωνικός Επίσκοπος των Παλιάτσων,
Αβάς του Παραλόγου ή Κύριος της
Κακοδιοίκησης, είναι φιγούρες του ίδιου
είδους και μπορεί να είχαν παρόμοια
προέλευση. Είτε αυτό ήταν έτσι είτε όχι,
μπορούμε να συμπεράνουμε με μεγάλη
πιθανότητα ότι, αν ο Βασιλιάς του Δάσους
της Αρικίας ζούσε και πέθαινε ως ενσάρκωση
θεότητας του δάσους, αυτός είχε από
παλιά αντίστοιχο στη Ρώμη, τους άντρες
που, χρόνο με χρόνο, φονεύονταν υπό την
ιδιότητα του Βασιλιά Κρόνου, του θεού
της σποράς και της βλάστησης του σπόρου.
Sir James George Frazer
Ο Χρυσός Κλώνος
Μελέτη για τη Μαγεία και
τη Θρησκεία Τόμος Δ'
Μετάφραση Μπονίτα Μπικάκη
Εκδόσεις Εκάτη 1994