.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Τα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια – Sir James George Frazer


...Είδαμε ότι πολλοί λαοί έχουν κάθε χρόνο μια περίοδο ελευθερίας, όπου οι συνηθισμένοι νομικοί και ηθικοί περιορισμοί παραμερίζονται, όπου ολόκληρος ο πληθυσμός παραδίνεται σε υπερβολική ευθυμία και χαρά και όπου τα πιο σκοτεινά πάθη βρίσκουν μια διέξοδο, η οποία ποτέ δεν θα τους δινόταν μέσα στην πιο σοβαρή και ήρεμη πορεία της καθημερινής ζωής. Τέτοιες εκρήξεις των συγκρατημένων δυνάμεων της ανθρώπινης φύσης, πολύ συχνά εκφυλισμένων σε άγρια όργια ακολασίας κι εγκληματικότητας, συμβαίνουν συνήθως κατά το τέλος του χρόνου και πολλές φορές συνδέονται, όπως είχα την ευκαιρία να δείξω, με τη μια ή την άλλη γεωργική εποχή, κυρίως όμως με την περίοδο της σποράς ή της συγκομιδής. Τώρα, από όλες αυτές τις περιόδους ελευθερίας, εκείνη η οποία είναι πιο γνωστή και η οποία στη σύγχρονη γλώσσα έδωσε το όνομά της στις υπόλοιπες, είναι τα Σατουρνάλια. Αυτή η περίφημη γιορτή έπεφτε το Δεκέμβριο, τον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους, και υποτίθεται ότι σ’ αυτήν γιορταζόταν με δημοφιλή τρόπο η χαρούμενη βασιλεία του Κρόνου, του θεού της σποράς και της γεωργίας, που είχε ζήσει στη γη προ πολλού ως δίκαιος και αγαθοεργός βασιλιάς της Ιταλίας. Αυτός συγκέντρωσε τους άξεστους και διασκορπισμένους στα βουνά κατοίκους, τους δίδαξε να καλλιεργούν τη γη, τους έδωσε νόμους και κυβέρνησε ειρηνικά. Η βασιλεία του ήταν η θρυλική Χρυσή Εποχή: η γη γεννούσε άφθονα αγαθά. Κανένας ήχος πολέμου ή διχόνοιας δεν τάραζε τον ευτυχισμένο κόσμο. Καμιά ολέθρια αγάπη για το χρήμα δε δηλητηρίαζε το αίμα των εργατικών κι ευχαριστημένων χωρικών. Η δουλεία και η ιδιοκτησία ήταν το ίδιο άγνωστες. Όλοι οι άνθρωποι είχαν από κοινού όλα τα αγαθά. Στο τέλος, ο καλός θεός, ο ευγενής βασιλιάς, χάθηκε ξαφνικά, αλλά η μνήμη του διατηρήθηκε διαμέσου των αιώνων. Προς τιμήν του υψώθηκαν ιερά, και πολλοί λόφοι και υψώματα στην Ιταλία είχαν το όνομά του. Η λαμπρή, όμως, παράδοση της βασιλείας του αμαυρώθηκε από μια σκοτεινή σκιά: λένε ότι οι βωμοί του είχαν λεκιαστεί από το αίμα ανθρώπινων θυμάτων, τα οποία αργότερα μια πιο σπλαχνική εποχή αντικατέστησε με ομοιώματα. Γι’ αυτή τη σκοτεινή πλευρά της θρησκείας του θεού υπάρχουν λίγα ή μάλλον καθόλου ίχνη στις περιγραφές που μας άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς για τα Σατουρνάλια. Το γλέντι και η κραιπάλη και όλες οι τρελές αναζητήσεις ηδονής είναι τα χαρακτηριστικά που φαίνονται ότι είχαν κυρίως σημαδέψει αυτό το καρναβάλι της αρχαιότητας, καθώς συνεχιζόταν για εφτά μέρες στους δρόμους, στις δημόσιες πλατείες και στα σπίτια της αρχαίας Ρώμης, από τις δεκαεφτά μέχρι τις είκοσι τρεις Δεκεμβρίου.
Αλλά κανένα χαρακτηριστικό του εορτασμού δεν είναι τόσο αξιοσημείωτο, τίποτε σ’ αυτό δε φαίνεται να εντυπωσίαζε τους αρχαίους περισσότερο από τα προνόμια που δίνονταν στους σκλάβους εκείνες τις ημέρες. Η διάκριση ανάμεσα στις τάξεις των ελεύθερων και των δούλων καταργούνταν προσωρινά. Ο σκλάβος μπορούσε να βρίζει τον κύριό του, να μεθά, όπως οι ανώτεροί του, να κάθεται στο τραπέζι μαζί τους, χωρίς καμιά επίπληξη για τη διαγωγή του, για την οποία σε οποιαδήποτε άλλη εποχή θα μπορούσε να τιμωρηθεί με μαστίγωμα, φυλάκιση ή θάνατο. Ακόμη περισσότερο, οι αφέντες άλλαζαν πραγματικά θέση με τους σκλάβους τους και τους σέρβιραν στο τραπέζι και μόνο όταν ο δουλοπάροικος τέλειωνε το φαγητό και το ποτό, καθαριζόταν το τραπέζι και τοποθετούνταν το γεύμα για τον κύριό του. Αυτή η αντιστροφή των κοινωνικών τάξεων έφτανε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε οικογένεια γινόταν για λίγο καιρό μια πλαστή δημοκρατία, στην οποία τα υψηλά αξιώματα της πολιτείας έπαιρναν οι σκλάβοι, που έδιναν τις διαταγές τους και απένειμαν δικαιοσύνη σαν να είχαν στην πραγματικότητα όλη την τιμή της υπατείας, της πραιτωρίας και της δικαστικής αρχής. Σαν την ωχρή αντανάκλαση δύναμης που δινόταν στους δούλους κατά τα Σατουρνάλια, ήταν και η ψεύτικη βασιλεία, για την οποία οι ελεύθεροι έριχναν κλήρο κατά την ίδια εποχή. Το άτομο στο οποίο έπεφτε ο κλήρος, χαιρόταν τον τίτλο του βασιλιά κι έβγαζε διαταγές, εύθυμου και κωμικού χαρακτήρα, προς τους προσωρινούς υπηκόους του. Έναν από αυτούς μπορούσε να τον διατάξει ν’ ανακατέψει το κρασί, άλλον να πιει, άλλον να τραγουδήσει, άλλον να χορέψει, άλλον να μιλήσει με περιφρόνηση για τον εαυτό του και άλλον να μεταφέρει στην πλάτη του, γύρω από το σπίτι, μια αυλητρίδα.
Τώρα, όταν θυμηθούμε ότι η ελευθερία που δινόταν στους σκλάβους, κατά την εορταστική αυτή περίοδο, υποτίθεται ότι ήταν μίμηση της κατάστασης της κοινωνίας την εποχή του Κρόνου και ότι γενικά τα Σατουρνάλια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσωρινή αναβίωση ή παλινόρθωση της βασιλείας αυτού του εύθυμου μονάρχη, παρακινούμαστε να εικάσουμε πως ο ψεύτικος βασιλιάς, ο οποίος πρωτοστατούσε στα όργια, μπορεί αρχικά να αντιπροσώπευε τον ίδιο τον Κρόνο. Η εικασία επιβεβαιώνεται αρκετά, αν όχι πλήρως, από μια πολύ περίεργη κι ελκυστική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο γιόρταζαν τα Σατουρνάλια οι Ρωμαίοι στρατιώτες που ήταν τοποθετημένοι στο Δούναβη, κατά τη βασιλεία του Μαξιμιανού και του Διοκλητιανού. Η περιγραφή έχει διασωθεί σε μια αφήγηση του μαρτυρίου του Αγίου Δάσιου, η οποία ήρθε στην επιφάνεια από ένα ελληνικό χειρόγραφο στο Μιλάνο και στο Βερολίνο. Ένα από αυτά είχε ήδη δει το φως σ’ ένα δυσνόητο τόμο, που τυπώθηκε στο Ουρμπίνο το 1727, αλλά η σημασία του για την ιστορία της ρωμαϊκής θρησκείας αρχαίας και σύγχρονης, φαίνεται ότι είχε περάσει απαρατήρητη, μέχρι τότε που ο καθηγητής Cumont τράβηξε την προσοχή των λογίων και για τις τρεις αφηγήσεις, δημοσιεύοντας τες πριν από μερικά χρόνια. Σύμφωνα με αυτές τις αφηγήσεις, οι οποίες έχουν όλα τα στοιχεία για να φαίνονται αυθεντικές, και από τις οποίες η πιο μακροσκελής είναι πιθανό να βασίζεται σε επίσημα έγγραφα, οι Ρωμαίοι στρατιώτες στο Ντουροστόρουμ της Κάτω Μυσίας γιόρταζαν τα Σατουρνάλια χρόνο παρά χρόνο, με τον ακόλουθο τρόπο: Τριάντα μέρες πριν από τον εορτασμό, διάλεγαν με κλήρο ανάμεσά τους ένα νέο και όμορφο άντρα, ο οποίος στη συνέχεια ντυνόταν με βασιλική στολή, για να μοιάζει με τον Κρόνο. Με τη στολή αυτή και με τη συνοδεία πολλών στρατιωτών, τριγύριζε μέσα στον κόσμο, με πλήρη ελευθερία να παραδίνεται στα πάθη του και να γεύεται κάθε ευχαρίστηση, όσο αισχρή και χυδαία και αν ήταν. Αλλά, παρ’ όλο που η βασιλεία του ήταν εύθυμη, ήταν σύντομη και τελείωνε τραγικά. Γιατί όταν περνούσαν οι τριάντα ημέρες και έφτανε η γιορτή του Κρόνου, αυτός έκοβε το λαιμό του πάνω στο βωμό του θεού, τον οποίο υποδυόταν. Κατά το έτος 303 μ.Χ., ο κλήρος έπεσε στο χριστιανό στρατιώτη Δάσιο, ο οποίος, όμως, αρνήθηκε να παίξει το ρόλο του ειδωλολατρικού θεού και να μολύνει με διαφθορά τις τελευταίες του μέρες. Τα επιχειρήματα και οι απειλές του διοικητή του Bassus δεν κατάφεραν να κλονίσουν τη σταθερότητά του κι έτσι αποκεφαλίστηκε στο Ντουροστόρουμ, όπως αναφέρει το χριστιανικό μαρτυρολόγιο με λεπτομερή ακρίβεια, από το στρατιώτη Ιωάννη, την Παρασκευή, την εικοστή μέρα του Νοεμβρίου, που ήταν η εικοστή τέταρτη μέρα του φεγγαριού, την τέταρτη ώρα.
Αφότου δημοσιεύτηκε αυτή η αφήγηση από τον καθηγητή Cumont, ο ιστορικός της χαρακτήρας, τον οποίο αμφισβητούσαν ή αρνούνταν, επιβεβαιώθηκε από μια σημαντική ανακάλυψη. Στην κρύπτη του καθεδρικού ναού, ο οποίος είναι κορόνα στο ακρωτήριο της Αγκώνα, σώζεται, ανάμεσα σε άλλες αξιοσημείωτες αρχαιότητες, μια άσπρη μαρμάρινη σαρκοφάγος, η οποία έχει μια ελληνική επιγραφή, με γράμματα της εποχής του Ιουστινιανού, που αναφέρει τα εξής: «Εδώ είναι θαμμένος ο άγιος μάρτυρας Δάσιος, φερμένος από το Ντουροστόρουμ». Η σαρκοφάγος μεταφέρθηκε το 1848, στην κρύπτη του καθεδρικού ναού, από τη εκκλησία του Αγίου Πελεγκρίνο, κάτω από τον υψηλό βωμό της οποίας, όπως μαθαίνουμε από λατινική επιγραφή εντοιχισμένη στη λιθοδομή, τα οστά του μάρτυρα αναπαύονται ακόμη μαζί με τα οστά δύο άλλων αγίων. Δεν ξέρουμε για πόσο χρόνο βρισκόταν η σαρκοφάγος στην εκκλησία του Αγίου Πελεγκρίνο, αλλά αναφέρεται ότι ήταν εκεί κατά το 1650. μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι τα λείψαν του Αγίου μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στην Αγκώνα, σε κάποια εποχή των ταραγμένων αιώνων που ακολούθησαν το μαρτύριό του, όταν κυριεύτηκε η Μυσία και αφανίστηκε από αλλεπάλληλες ορδές βαρβάρων επιδρομέων. Πάντως φαίνεται βέβαιο από την ανεξάρτητη και αμοιβαία επιβεβαιωτική απόδειξη του μαρτυρολογίου και των μνημείων ότι ο Δάσιος δεν ήταν μυθικός άγιος, αλλά πραγματικός άνθρωπος, ο οποίος πέθανε για την πίστη του στο Ντουροστόρουμ, κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής. Βρίσκοντας την αφήγηση του ανώνυμου μαρτυρολόγου έτσι επιβεβαιωμένη ως προς το βασικό γεγονός, δηλαδή το μαρτύριο του Αγίου Δάσιου, μπορούμε λογικά να δεχτούμε την κατάθεσή του για τον τρόπο και την αιτία του μαρτυρίου, όλο και περισσότερο, γιατί η αφήγησή του είναι ακριβής, λεπτομερής και τελείως απαλλαγμένη από το θαυματουργό στοιχείο. Επομένως καταλήγω ότι η αφήγηση που κάνει αυτός για τον εορτασμό των Σατουρναλίων, μεταξύ των Ρωμαίων στρατιωτών, είναι αξιόπιστη.
Αυτή η αφήγηση βάζει κάτω από ένα καινούριο και θαμπό φως το ρόλο του βασιλιά των Σατουρναλίων, του αρχαίου Κυρίου της Κακοδιοίκησης, ο οποίος πρωτοστατούσε στα χειμερινά όργια της Ρώμης, την εποχή του Οράτιου και του Τάκιτου. Αυτό φαίνεται ν’ αποδείχνει ότι η δουλειά του δεν ήταν πάντοτε ενός άλλου αρλεκίνου ή γελωτοποιού, του οποίου η μοναδική φροντίδα ήταν να κρατά ζωντανό το γλέντι και να κάνει τη διασκέδαση γρήγορη και ορμητική, ενώ η φωτιά άναβε κι έτριζε στο τζάκι, ενώ οι δρόμοι γέμιζαν από χαρούμενα πλήθη και διαμέσου της καθαρής, παγωμένης ατμόσφαιρας, μακριά προς το βορρά, το Σύρακτο έδειχνε το στέμμα του από χιόνι. Όταν συγκρίνουμε αυτό τον κωμικό μονάρχη της ζωηρής, της πολιτισμένης μητρόπολης, με το βλοσυρό αντίστοιχό του της απολίτιστης κατασκήνωσης στο Δούναβη και όταν θυμηθούμε τη μεγάλη σειρά παρόμοιων μορφών, κωμικών, αλλά μολαταύτα τραγικών, οι οποίες σε άλλες εποχές και άλλες χώρες, φορώντας ψεύτικα στέμματα και τυλιγμένες σε βασιλικά σάβανα, έπαιζαν τις μικρές τους φάρσες για λίγες ώρες ή μέρες και στη συνέχεια περνούσαν πριν την ώρα τους σ’ ένα βίαιο θάνατο, δύσκολα μπορούμε ν’ αμφιβάλλουμε ότι στο Βασιλιά των Σατουρναλίων στη Ρώμη, όπως τον έχουν περιγράψει οι κλασικοί συγγραφείς, βλέπουμε μόνο ένα αδύνατο ευνουχισμένο αντίγραφο αυτού του πρωτότυπου, του οποίου τα έντονα χαρακτηριστικά έχουν διατηρηθεί, ευτυχώς για εμάς, από τον άγνωστο συγγραφέα του Μαρτυρίου του Αγίου Δασίου. Με άλλα λόγια, η περιγραφή του μαρτυρολόγου των Σατουρναλίων συμφωνεί τόσο πολύ με τις περιγραφές παρόμοιων ιεροτελεστιών αλλού, τις οποίες αυτός δε θα μπορούσε ίσως να γνωρίζει, ώστε η ουσιαστική ακρίβεια της περιγραφής του μπορεί να θεωρηθεί θεμελιωμένη. Επιπλέον, αφού το έθιμο της θανάτωσης ενός ψεύτικου βασιλιά, ως αντιπρόσωπο του θεού, δεν μπορεί να βγήκε από μια συνήθεια διορισμού του ως πρωτοστάτη σ’ ένα γιορτινό όργιο, γιατί το αντίθετο μπορούσε κάλλιστα να συμβαίνει, δικαιωνόμαστε στην υπόθεση ότι, σε μια προγενέστερη και πιο βάρβαρη εποχή, αυτό ήταν γενική συνήθεια στην αρχαία Ιταλία, όπου επικρατούσε η λατρεία του Κρόνου, δηλαδή να διαλέγουν έναν άντρα ο οποίος έπαιζε το ρόλο του Κρόνου και απολάμβανε όλα τα πατροπαράδοτα προνόμιά του, για μια εποχή, και μετά πέθαινε είτε από το δικό του χέρι είτε από άλλον, με μαχαίρι ή στην πυρά ή στην αγχόνη, υπό την ιδιότητα του καλού θεού που έδωσε τη ζωή του για τον κόσμο. Στην ίδια τη Ρώμη και σε άλλες μεγάλες πόλεις, η ανάπτυξη του πολιτισμού ίσως ν’ απάλυνε το άγριο αυτό έθιμο πολύ πριν από την εποχή του Αυγούστου και να το μετέτρεψε στην αθώα μορφή που έχει στα έργα μερικών κλασικών συγγραφέων οι οποίοι δίνουν μια σύντομη πληροφορία για τη γιορτή του Βασιλιά των Σατουρναλίων. Αλλά σε απομακρυσμένες περιοχές, η πιο παλιά και πιο τραχιά συνήθεια μπορεί να επέζησε για πολύ. Ακόμη όμως, και όταν μετά την ενοποίηση της Ιταλίας η ρωμαϊκή κυβέρνηση κατέστειλε τη βαρβαρική συνήθεια, η ανάμνησή της θα παραδινόταν από τους χωρικούς και πότε πότε θα έτεινε να οδηγήσει, όπως συμβαίνει ακόμη σ’ εμάς με τις κατώτερες μορφές δεισιδαιμονίας, σε αναβίωση του εθίμου, κυρίως μεταξύ των άξεστων στρατιωτών στα περίχωρα της αυτοκρατορίας, πάνω στα οποία το άλλοτε σιδερένιο χέρι της Ρώμης άρχιζε να χαλαρώνει το σφίξιμό του.
Η ομοιότητα μεταξύ των Σατουρναλίων της αρχαίας Ιταλίας και του Καρναβαλιού της σύγχρονης εποχής έχει παρατηρηθεί πολλές φορές. Αλλά στο φως όλων των γεγονότων που έχουν έρθει μπροστά μας μπορούμε κάλλιστα να ρωτήσουμε αν η ομοιότητα αυτή δεν ανέρχεται σε ταύτιση. Είδαμε ότι στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, όπου η επιρροή της Ρώμης έχει φτάσει στον πιο μεγάλο βαθμό και με την πιο μεγάλη διάρκεια, ένα περίβλεπτο χαρακτηριστικό του Καρναβαλιού είναι η γελοία φιγούρα που εκπροσωπεί την εορταστική περίοδο και που, μετά από μια σύντομη καριέρα δόξας και ακολασίας, την πυροβολούν δημόσια, καίνε ή καταστρέφουν αλλιώς, με προσποιητή λύπη ή γνήσια ευχαρίστηση του λαού. Εάν η άποψη για το Καρναβάλι που διατυπώνεται εδώ είναι σωστή, αυτό το αλλόκοτο πρόσωπο δεν είναι άλλο παρά ένας απευθείας διάδοχος του παλαιού Βασιλιά των Σατουρναλίων, του κυρίου των οργίων, του πραγματικού άντρα που εκπροσωπούσε τον Κρόνο και που, όταν τα όργια τελείωναν, έβρισκε πραγματικό θάνατο κάτω από την ψεύτικη ιδιότητά του. Ο Βασιλιάς του Φασολιού της Δωδέκατης Νύχτας και ο μεσαιωνικός Επίσκοπος των Παλιάτσων, Αβάς του Παραλόγου ή Κύριος της Κακοδιοίκησης, είναι φιγούρες του ίδιου είδους και μπορεί να είχαν παρόμοια προέλευση. Είτε αυτό ήταν έτσι είτε όχι, μπορούμε να συμπεράνουμε με μεγάλη πιθανότητα ότι, αν ο Βασιλιάς του Δάσους της Αρικίας ζούσε και πέθαινε ως ενσάρκωση θεότητας του δάσους, αυτός είχε από παλιά αντίστοιχο στη Ρώμη, τους άντρες που, χρόνο με χρόνο, φονεύονταν υπό την ιδιότητα του Βασιλιά Κρόνου, του θεού της σποράς και της βλάστησης του σπόρου.


Sir James George Frazer
Ο Χρυσός Κλώνος
Μελέτη για τη Μαγεία και τη Θρησκεία Τόμος Δ'
Μετάφραση Μπονίτα Μπικάκη
Εκδόσεις Εκάτη 1994

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ - James Wasserman



Οι Ναΐτες ήταν εκείνοι που καθιέρωσαν την πρακτική των διεθνών τραπεζικών εργασιών. Τα πολυάριθμα οχυρά τους κατά μήκος των οδών που οδηγούσαν προς ανατολάς προσφέρονταν από μόνα τους ως χώροι φύλαξης χρυσού και άλλων πολύτιμων αντικειμένων για βασιλείς, ευγενείς, εμπόρους, σταυροφόρους και προσκυνητές. Ήταν πιο ασφαλές να εμπιστεύεται κανείς το δίκτυο των Ναϊτών για μεταφορά χρημάτων παρά να κουβαλάει μεγάλα ποσά σε μετρητά κατά μήκος των επικίνδυνων διαδρομών. Τα κεφάλαια που παρέδιδε κανείς για φύλαξη στο Τάγμα στην Ευρώπη, μπορούσε να τα ζητήσει πίσω όταν έφτανε στους Αγίους Τόπους, ανάλογα με τις ανάγκες του. Τα χαρτιά στα οποία κατέγραφαν οι Ναΐτες των διαφόρων περιοχών αυτές τις καταθέσεις και τις πληρωμές οδήγησαν τελικά στη σύγχρονη πρακτική της έκδοσης επιταγών, με βάση έναν λογαριασμό.
Όσοι ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν το πολύχρονο και επικίνδυνο ταξίδι στο εξωτερικό συχνά συνέτασσαν τη διαθήκη τους και την άφηναν για ασφάλεια στα χέρια των Ναϊτών. Έτσι το Τάγμα μερικές φορές ασκούσε καθήκοντα εκτελεστή της διαθήκης για περιουσιακά στοιχεία που είχαν μείνει στη φροντίδα τους. Οι Ναΐτες επίσης συχνά γίνονταν δέκτες μεγάλων χρηματικών ποσών. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα χρήματα παραχωρούνταν ειδικά για τους στόχους μιας σταυροφορίας. Σε άλλες περιπτώσεις δωρίζονταν στο Τάγμα. Η τήρηση των αρχείων έπρεπε, συνεπώς, να γίνεται με ακρίβεια.
Με το πέρασμα του χρόνου η δεξιοτεχνία που ανέπτυξε το Τάγμα στον χειρισμό των χρημάτων έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Ειδικά στη Γαλλία, η χρηματοοικονομική γραφειοκρατία των Ναϊτών χρησίμευε για την παροχή εκτεταμένων τραπεζικών υπηρεσιών στη μοναρχία. Αυτές οι δραστηριότητες περιλάμβαναν βεβαίωση και είσπραξη φόρων, μεταφορά κεφαλαίων, διαχείριση χρεών και πιστώσεων και πληρωμή συντάξεων. Οι ευγενείς ενθαρρυμένοι από την εμπιστοσύνη που έδειχνε στο Τάγμα η βασιλική οικογένεια, χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο τις υπηρεσίες των αδελφών.
Η ένοπλη ασφάλεια που πρόσφεραν οι καλά φρουρούμενοι οίκοι των Ναϊτών ήταν τόσο εντυπωσιακή, που στην Αγγλία χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη τμήματος του βασιλικού θησαυρού, ήδη από το 1185. τα κοσμήματα του θρόνου κατατέθηκαν στον Ναό του Λονδίνου το 1204. Χώροι φύλαξης των Ναϊτών χρησιμοποιούνταν ακόμη για κεφάλαια σε λογαριασμούς μεσεγγύησης για συμβατικές εγγυήσεις μεταξύ διαφόρων μερών. Εκτός από πολύτιμα αντικείμενα όπως χρυσάφι, κοσμήματα και έγγραφα, είναι γνωστό ότι στην Αραγονία ανατέθηκε στους Ναΐτες η φύλαξη ζώων, ακόμη και δούλων. Και πάλι η άριστη τήρηση αρχείων ήταν αναγκαία για την επιτυχία τους, όπως και η σωστή και αξιόπιστη γραφειοκρατία, ικανή να καθορίσει με ακρίβεια την αξία των κατατιθέμενων αγαθών.
Η παποσύνη χρησιμοποίησε επίσης την ειδίκευση του Τάγματος στα χρηματοοικονομικά. Οι Ναΐτες ξεκίνησαν να έχουν τέτοιου τύπου οικονομικές δραστηριότητες, διευθετώντας δάνεια για τον πάπα Αλέξανδρο, το 1163. Το 1198 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ άρχισε να επιβάλλει φόρους στους κληρικούς και το 1208 κάλεσε τους Ναΐτες να τον βοηθήσουν να εισπράττει τον φόρο. Ο διάδοχός του Ονώριος Γ’ στράφηκε προς τους Ναΐτες για να τον βοηθήσουν να συγκεντρώσει κεφάλαια για την Πέμπτη Σταυροφορία, κανονίζοντας να πληρώνονται οι φόροι των κληρικών απευθείας στον Ναό των Παρισίων και μετά να μεταφέρονται στον παπικό λεγάτο που διοικούσε τον σταυροφορικό στρατό στην Αίγυπτο. Το 1307 και το 1308, μετά τη σύλληψη των μελών του Τάγματος στη Γαλλία, ο πάπας Κλήμης Ε’ εξαίρεσε του Ναΐτες οικονομικούς υπαλλήλους του από την τύχη των αδελφών τους.
Το συνολικό ευρωπαϊκό δίκτυο των Ναϊτών συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη για πρώτη φορά στην Ευρώπη μιας οικονομίας βασισμένης στο ρευστό χρήμα. Για παράδειγμα, από τα αγροκτήματα των Ναϊτών ξεκίνησε η πρακτική της καλλιέργειας αγροτικών προϊόντων προς πώληση. Μέχρι τότε η απασχόληση με τη γεωργία είχε ως στόχο τη συντήρηση εκείνων που παρείχαν τη γη ή και την εργασία. Η διαρκής ζήτηση κεφαλαίων για τη συνέχιση της σταυροφορικής προσπάθειας ανάγκασε τους Ναΐτες να καινοτομήσουν στον οικονομικό τομέα. Οι Άγιοι Τόποι λειτουργούσαν ήδη κυρίως ως οικονομία ρευστού χρήματος. Ο πλούτος σε κινητά αγαθά ήταν πιο σημαντικός από την ακίνητη περιουσία, η οποία ήταν ευάλωτη στη συνεχώς μεταβαλλόμενη πολιτικοστρατιωτική κατάσταση. Οι Ναΐτες κατάφεραν να προσαρμοστούν στις περιστάσεις. Η εξοικείωση με τη λειτουργία της οικονομίας του ρευστού χρήματος έδωσε στο Τάγμα την πείρα που θα το τοποθετούσε στην πρωτοπορία, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία σταδιακά μετατοπιζόταν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η μεσαιωνική απαγόρευση ενάντια στην τοκογλυφία παρακάμφθηκε προσεκτικά, με περίτεχνες μορφές συμβολαίων. Οι πληρωμές τόκων συγκαλύπτονταν ως διοικητικά έξοδα, αφαιρούνταν εκ των προτέρων από τα χρήματα που έδινε ο δανειζόμενος ή εισπράττονταν μέσω προσεκτικών χειρισμών της ισοτιμίας των ξένων νομισμάτων. Ο δανεισμός χρημάτων από τους Ναΐτες χρονολογείται από τις πρώτες ημέρες του Τάγματος υπό τον Ούγο ντε Πεν, ο οποίος τον αντιλαμβανόταν ως ένα από τα καθήκοντα του Τάγματος – παρά το γεγονός ότι ο Βερνάρδος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με τον υλισμό και με το εμπόριο του χρήματος γενικά. Σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι μονάρχες σε κάποια περίπτωση δανείστηκαν από τους Ναΐτες, όπως και αρκετά μοναστήρια.
Μολονότι οι Ναΐτες ήταν πλούσιοι τόσο σε γη όσο και σε κεφάλαια, ο μυθικός πλούτος που συχνά αποδίδεται στο Τάγμα αποτελεί αναμφίβολα υπερβολή. Τα τεράστια έξοδα που συνεπαγόταν η διεξαγωγή μιας στρατιωτικής εκστρατείας διακοσίων ετών πρέπει να συνυπολογιστούν στον μύθο του εξαιρετικού πλούτου τους. Χρειάζονταν συνεχώς κεφάλαια για τα φυσιολογικά έξοδα που σχετίζονται με τον εξοπλισμό, τη μεταφορά, τη στέγαση και τη διατροφή του τεράστιου σε αριθμό προσωπικού που διέθεταν. Επιπλέον, η οικοδόμηση κάστρων, η συντήρηση και η ανοικοδόμησή τους προκαλούσαν τεράστια οικονομική αιμορραγία, όπως και τα μεγάλα ποσά που πληρώνονταν για λύτρα, χάνονταν σε απλήρωτα δάνεια και έπεφταν στα χέρια του εχθρού στη μάχη.


JAMES WASSERMAN
ΝΑΪΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΑΣΙΝΟΙ Οι στρατιές του Θεού
Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ 2004

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

ΕΒΡΑΪΚΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ - ALEXANDER HISLOP



Ο Δρ Χέιλς προσπάθησε να αντικαταστήσει την παλαιότερη χρονολόγηση της Παλαιάς Διαθήκης των εβδομήκοντα (Ο’) για την Εβραϊκή χρονολογία. Αυτό, όμως, δείχνει ότι η Εβραϊκή Εκκλησία, σαν σώμα, δεν ήταν πιστή στην εμπιστοσύνη που της δείχθηκε σε ό,τι αφορά την τήρηση των Γραφών, κάτι που φαίνεται διαμετρικά αντίθετο με τη μαρτυρία του Κυρίου μας αναφορικά προς αυτές τις Γραφές (Ιωάννης ε’39, ι’35), κι επίσης, με τη μαρτυρία του Παύλου (Ρωμ. γ’2), όπου δεν υπάρχει η ελάχιστη νύξη για απιστία. Ίσως μπορούμε να βρούμε μια δικαιολογία, που πιθανόν παρακίνησε τους μεταφραστές των Εβδομήκοντα (Ο’) στην Αλεξάνδρεια να επιμηκύνουν την περίοδο της αρχαίας ιστορίας του κόσμου. Δεν μπορούμε να βρούμε λόγο που να εξώθησε τους Εβραίους της Παλαιστίνης να την συντομεύσουν. Οι Αιγύπτιοι είχαν παμπάλαιες, μυθικές εποχές στην ιστορία τους, και οι Εβραίοι που διαμένανε στην Αίγυπτο, μάλλον επιθυμούσαν να κάνουν την ιερή ιστορία τους να προχωρήσει όσο γινόταν παλαιότερα, και η προσθήκη ακριβώς 100 χρόνων σε κάθε περίπτωση, όπως στους Εβδομήκοντα (Ο’), στις ηλικίες των πατριαρχών, φαίνεται θαυμάσια σαν σκόπιμη παραποίηση, ενώ δεν μπορούμε να φανταστούμε γιατί να κάνουν οι Παλαιστίνιοι Ιουδαίοι αλλαγές σχετικά με αυτό το θέμα. Είναι γνωστότατο ότι οι Εβδομήκοντα (Ο’) περιέχουν αναρίθμητα και χοντρά λάθη και διορθωτικές συμπληρώσεις.
Ο Μπούνσεν απορρίπτει εντελώς κάθε βιβλική χρονολόγηση οποιουδήποτε είδους, είτε Εβραϊκή, είτε Σαμαριτική, είτε Ελληνική και δημιουργεί τις αστήρικτες και χωρίς τεκμήρια δυναστείες του Μανέθωνος(1) σαν να επαρκούσαν για να ξεπεράσουν το Θείο Λόγο ως προς ένα θέμα ιστορικού γεγονότος. Αλλά και αν ακόμη οι Γραφές, ιστορικώς, δεν είναι αληθινές, δεν μπορούμε καθόλου να έχουμε εξασφάλιση της γνησιότητας των δυναστειών του Μανέθωνος. Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι, παρόλο που ο Ηρόδοτος εγγυάται για το γεγονός ότι κάποτε δεν υπήρχαν λιγότεροι από δώδεκα σύγχρονοι βασιλιάδες στην Αίγυπτο, ο Μανέθων, καθώς παρατηρεί ο Γουίλκινσον, (τόμος Α’ σελ. 148), δεν κάνει καμιά νύξη γι’ αυτό αλλά κάνει τις βασιλικές δυναστείες των Θηβών, της Μέμφιδας και της Διόσπολης, και μια μακρά σειρά άλλων δυναστειών, όλες αλληλοδιάδοχες!
Η περίοδος στην οποία επεκτείνονται οι δυναστείες του Μανέθωνος, αρχίζοντας με το Μήνη (Μένες), πρώτο βασιλιά αυτών των δυναστειών, είναι από μόνη της μια πολύ επιμηκυμένη περίοδος και ξεπερνά κάθε λογική πίστη. Ο Μπούνσεν, όμως, μη ικανοποιημένος με αυτό, εκφράζει την πολύ σίγουρη πεποίθησή του ότι υπήρχαν μακρές σειρές ισχυρών μοναρχών στην Άνω και Κάτω Αίγυπτο, «κατά τη διάρκεια μιας περιόδου από δύο έως τρεις χιλιάδες χρόνια» (τόμος Ι’ σελ. 72), ακόμη και πριν από την Βασιλεία του Μένη. Καταλήγοντας σε τέτοιο συμπέρασμα, απλώς προχωρεί στηριγμένος στην προϋπόθεση ότι το όνομα, που είναι η βιβλική ονομασία της χώρας της Αιγύπτου, και, προφανώς, προέρχεται από το όνομα του γιου του Χαμ, κι εγγονού του Νώε, δεν είναι στο κάτω-κάτω το όνομα ενός προσώπου, αλλά το όνομα του ενωμένου βασιλείου που σχηματίστηκε υπό τον Μήνη (Μένες) από «τα δύο Μισρ», «Άνω και Κάτω Αίγυπτο» (Ενταύθα, σ. 73) που προϋπήρχαν σαν χωριστά βασίλεια, και, κατά τη γνώμη του, το όνομα Μισρίμ είναι λέξη πληθυντικού αριθμού. Αυτή η προέλευση του ονόματος Μισραΐμ ή Μισρίμ σαν λέξη πληθυντικού αριθμού, αφήνει σίγουρα την εντύπωση ότι ο Μισραΐμ, γιος του Χαμ, πρέπει να είναι μυθικό μόνο πρόσωπο. Αλλά δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να υποθέσουμε ότι «Μισραΐμ» είναι λέξη πληθυντικού, ή ότι έγινε το όνομα της «χώρας του Χαμ», από κάποιον άλλο λόγο εκτός μόνο διότι εκείνη η χώρα ήταν, επίσης, η χώρα του γιου του Χαμ. Το «Μισραΐμ», όπως παρουσιάζεται δίχως διαλυτικά στα Εβραϊκά της Γένεσης, είναι Μετσρίμ, και σημαίνει «αυτός που περιφράσσει τη θάλασσα με ανάχωμα» (η λέξη προέρχεται από το Im, το ίδιο όπως Yam, «η θάλασσα», και Tzz «περιφράσσω» με το παραγωγικό Μ να προηγείται).
Αν είναι σωστές οι περιγραφές που μας διέσωσε η αρχαία ιστορία για το αρχικό κράτος της Αιγύπτου, ο πρώτος άνδρας που εγκαταστάθηκε εκεί πρέπει να έκανε αυτό το πράγμα ου υπονοείται σ’ αυτό το όνομα (=ανάχωμα). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας λέει ότι στους παμπάλαιους χρόνους εκείνο, που, όταν έγραφε, «ήταν Αίγυπτος, λένε πως ήταν όχι μια χώρα, αλλά μια εκτεταμένη θάλασσα». (Διόδ. βιβλ. γ’). Επίσης, ο Πλούταρχος λέει (Περί της Ίσιδας, τόμ. ΙΙ) ότι η Αίγυπτος ήταν θάλασσα. Από τον Ηρόδοτο, επίσης, έχουμε πολύ εντυπωσιακά στοιχεία ως προς την ίδια έννοια. Εξαιρεί την επαρχία των Θηβών (στο κείμενό του), αλλά, όταν παρατηρούμε ότι «η επαρχία των Θηβών» δεν ανήκε στο Μισραΐμ, ή στην κύρια Αίγυπτο, που λέει ο συγγραφέας του άρθρου «Μιζραΐμ» στο έργο Βιβλική Εγκυκλοπαιδεία σελ. 598 «κανονικά σημαίνει Κάτω Αίγυπτος»* η μαρτυρία του Ηρόδοτου θα φανεί να συμφωνεί απόλυτα με εκείνη του Διόδωρου και του Πλούταρχου. Η άποψή του είναι ότι, κατά τη διάρκεια που βασίλευσε ο πρώτος μονάρχης, «το σύνολο της Αιγύπτου (με εξαίρεση την επαρχία των Θηβών) ήταν ένας εκτεταμένος βαλτότοπος. Κανένα τμήμα αυτού, που τώρα βρίσκεται πέρα από τη λίμνη Μοίρη δεν ήταν ορατό. Η απόσταση ανάμεσα στη λίμνη αυτή και στη θάλασσα είναι επτά ημερών ταξίδι». (Ηρόδοτος βιβλ. Β’, κεφ. 4). Έτσι, όλο το Μιζραΐμ ή Κάτω Αίγυπτος βρισκόταν κάτω από το νερό.
Αυτή η κατάσταση της χώρας προκλήθηκε από την ακατάσχετη εκχείλιση του Νείλου, ο οποίος, για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Γουίλκινσον (τομ. Ι, σ. 89), «άλλοτε έγλυφε τους πρόποδες των αμμωδών ορέων της Λιβυκής οροσειράς». Πριν, λοιπόν, προλάβει να γίνει η Αίγυπτος κατάλληλος τόπος για να κατοικήσει άνθρωπος – πριν προλάβει να γίνει αυτό που έγινε αργότερα, μια από τις πιο γόνιμες χώρες- ήταν απαραίτητο να τεθούν φραγμοί στην υπερχείλιση της θάλασσας (διότι στα αρχαία χρόνια, ο Νείλος καλούνταν Ωκεανός, ή θάλασσα) (Διόδωρος, βιβλ. Ι), κι ότι γι’ αυτό το σκοπό μεγάλα αναχώματα έπρεπε να περιφράξουν ή να περιορίσουν τα νερά του. Αν, λοιπόν, ο γιος του Χαμ ηγήθηκε μιας αποικίας στην Κάτω Αίγυπτο και την εγκατέστησε εκεί, αυτό ακριβώς το έργο πρέπει να έκανε. Και τι πιο φυσικό από το να δοθεί το όνομά του σε ανάμνηση του μεγάλου κατορθώματός του; Και ποιο όνομα μπορούσε να το περιγράψει αυτό καλύτερα από το Metz-im, «Ο αναχαιτιστής της θάλασσας», ή, όπως βρίσκεται το όνομα σήμερα, να αφορά ολόκληρη την Αίγυπτο (ΓΟΥΙΛΚΙΝΣΟΝ, τομ. Ι, σ. 2), Musr ή Misr; Πάντοτε τα ονόματα τείνουν να σμικρύνονται στα στόματα των ανθρώπων, κι επομένως, «Η χώρα του Μισρ» ολοφάνερα δεν είναι άλλη από «Η χώρα του κατασκευαστή αναχωμάτων». Από αυτό συμπεραίνεται ότι η «αναχαίτιση της θάλασσας», ή η «περίφραξή της μέσα σε ορισμένα όρια», ήταν η μετατροπή της σε ποτάμι, σε ό,τι σχετίζεται με την Κάτω Αίγυπτο. Βλέποντας μ’ αυτή την άποψη το θέμα, καταλαβαίνουμε τη σημασία που υπάρχει στη θεϊκή γλώσσα, στον Ιεζεκιήλ κθ’3, όπου επικρίνεται ο βασιλιάς της Αιγύπτου, εκπρόσωπος του Metzr-im, «του αναχαιτιστή της θάλασσας», για την αλαζονία του: «Ιδού, εγώ είμαι εναντίον σου, Φαραώ, βασιλεύ Αιγύπτου, μεγάλε δράκων, κοιτόμενε εν μέσω των ποταμών αυτού. Όστις είπας: ο ποταμός μου είναι εμού, και εγώ έκαμον αυτόν δι’ εμαυτόν».
Όταν κάνουμε μια αναδρομή σ’ αυτά που θεωρούνται κατορθώματα του Μήνη (Μένες), ο οποίος από τους Ηρόδοτο, Μανέθωνα και Διόδωρο θεωρείται σαν ο πρώτος ιστορικός βασιλιάς της Αιγύπτου, και συγκρίνουμε τι λένε γι’ αυτόν, με την απλή εξήγηση της σημασίας του ονόματος «Μισραΐμ», πως ο ένας φωτίζει τα λεγόμενα του άλλου; Να, πως περιγράφει ο Γουίλκινσον το μέγα έργο που απέφερε φήμη στον Μήνη (Μένες), «αυτός», λέει, «δικαιούται με ομόφωνη συγκατάθεση να θεωρείται ο πρώτος ηγεμόνας της χώρας».
Αφού άλλαξε τον ρου του Νείλου, ο οποίος, άλλοτε, διέβρεχε τους πρόποδες των αμμουδερών βουνών της Λιβυκής οροσειράς, τον ανάγκασε να τρέξει στο κέντρο της κοιλάδας, σχεδόν σε ίδια απόσταση ανάμεσα στις δύο παράλληλες κορυφογραμμές των βουνών που την ορίζουν από τα ανατολικά και τα δυτικά και έχτισε την πόλη Μέμφι μέσα στην κοίτη του αρχαίου καναλιού. Αυτή η αλλαγή πραγματοποιήθηκε με την κατασκευή αντιπλημμυρικού αναχώματος και τάφρου περίπου εκατό στάδια πάνω από την τοποθεσία της τεχνικά σχεδιασμένης πόλης, της οποίας οι ψηλοί λόφοι και τα ισχυρά ΑΝΑΧΩΜΑΤΑ έστρεφαν τα νερά προς τα ανατολικά, και αποτελεσματικά ΠΕΡΙΟΡΙΖΑΝ τον ποταμό μέσα στην καινούργια κοίτη του. Η τάφρος διατηρήθηκε προσεκτικά μ’ επισκευές από τους διαδόχους βασιλιάδες. Και μέχρι την Περσική εισβολή ακόμη, υπήρχε ένα φυλάκιο εκεί, για να επιβλέπει τις απαραίτητες επισκευές και να παρακολουθεί την κατάσταση των αναχωμάτων» (Αιγύπτιοι, τομ. Ι, σ. 89).
Όταν βλέπουμε ότι ο Μήνης (Μένες), ο πρώτος από τους αναγνωρισμένους ιστορικούς βασιλιάδες της Αιγύπτου, ολοκλήρωσε αυτό το κατόρθωμα που υπονοείται με το όνομα «Μισραΐμ», ποιος μπορεί να μην καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «Μήνης» και «Μισραΐμ» είναι, απλώς, δύο διαφορετικά ονόματα για το ίδιο πρόσωπο; Κι αν αληθεύει αυτό, τι γίνεται με την άποψη του Μπούνσεν για τις ισχυρές δυναστείες ηγεμόνων «κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δύο έως τεσσάρων χιλιάδων ετών» πριν από τη βασιλεία του Μήνη (Μένες), κατά την οποία έπρεπε να ανατραπεί όλη η χρονολόγηση της Γραφής σχετικά με το Νώε και τους γιους του, όταν απδείχνεται ότι ο Μήνης πρέπει να ήταν ο Μισραΐμ, ο εγγονός του ίδιου του Νώε; Έτσι, η Γραφή μέσα στους ίδιους τους κόλπους της περιέχει το μέσο της απόδειξης της αληθινότητάς της. Και έτσι οι λεπτομερέστερες περικοπές της, ακόμη και σε σχέση με πραγματικά γεγονότα, όταν γινόταν ολότελα κατανοητές χύνουν εκπληκτικό φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας του κόσμου.


__________________
* ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ίδια άποψη για την έκταση του Μισραΐμ λαμβάνεται από τον αιδεσ. R. JAMIESON στο έργο PAXTON Illustration of Scripture (=Εικόνες της Γραφής), τομ. Ι, σ. 198, και στο έργο του KITTOq Illustrated Comment (Εικονογραφημένα Σχόλια), τομ. IV, σ. 110.
(1) Μανέθων: Αιγύπτιος ιστορικός που καταγόταν από την πόλη Σεβέννυτο του Δέλτα. Ήκμασε επί Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου (309-247 π.Χ.) (Σ.τ.Ε.)



ALEXANDER HISLOP
ΟΙ ΔΥΟ ΒΑΒΥΛΩΝΕΣ (1853)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΝΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ ΧΑΡΗΣ Β. ΜΙΚΟΓΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β. ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Η κλοπή του φαντάσματος - Μίλτος Σαχτούρης



Το φάντασμά μου τώρα αναζητώ

κλεμμένο απ’ το σκελετό μου
το φάντασμα που πέταγε με τ’ ασημένια του φτερά
γέμιζε τη φωνή μου αίμα
έσερνε λίμνες
μαγνήτιζε πουλιά
αυτό το φάντασμα εγώ
κλεμμένο απ’ το δικό μου σκελετό
αναζητώ
μέσα σε λίμνες που δεν έχω ξαναδεί
και στων πουλιών το δέρμα
σα μαύρο σπίρτο διπλωμένο
καμένο
τελειωμένο
αναζητώ
το φάντασμά μου το δικό μου σκελετό
δίχως το γέλιο
με το γέλιο
τελειωμένο
με τη φωνή μου που πάει τώρα να χαθεί
εγώ το φάντασμά μου εγώ
ο κλέφτης
το σπίρτο το καμένο
φωνάζει ο σκελετός μου
Ζήτω!
θέλει το φάντασμά του

Αναζητώ

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945-1998)
Εκδόσεις Κέδρος 2014