.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ο Καινούργιος - ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ


Ήταν ένα μικροκαμωμένο παιδί. Το χλωμό του προσωπάκι –το τόσο δα στρογγύλο προσωπάκι του με την ανασηκωμένη μυτίτσα–, το κορμάκι του, όλα του, έπρεπε να τον δείχνουν μικρότερο όμως δε δεχόταν τέτοια υποχώρηση και κατόρθωνε να σε πείθει πως ήταν κι αυτός σαν τ’ άλλα παιδιά δώδεκα χρονών. Τι σημασία είχε αν ήταν πιο μεγαλόσωμα και πιο δυνατά; Είμαστε όλοι το ίδιο δώδεκα χρονών.
Στην «Ιδιωτική» ήρθε να εγγραφεί είκοσι τόσες μέρες μετά την έναρξη των μαθημάτων. Κι ήρθε μονάχος, χωρίς κηδεμόνα. Εγώ δίδασκα την εποχή εκείνη Εγγλέζικα –μη ρωτάτε πώς συνέβαινε να διδάσκω Εγγλέζικα σε μια αγροτική κωμόπολη.
Μπήκε ίσα στο Γραφείο του Διευθυντή με τα χονδρά του παπούτσια –δυσανάλογα χονδρά με τα ποδαράκια του (Κι έκαναν ένα κρότο στο ξύλινο δάπεδο!). Έριξε μια ματιά σ’ όλους μας εκεί μέσα, βρήκε σε ποιον έπρεπε να αποταθεί, περπάτηξε τακ-τακ-τακ και στάθηκε μπροστά στον Διευθυντή.
Είπε πως ήθελε να εγγραφεί στη Σχολή. Έδειξε κι ένα σημείωμα του δασκάλου του χωριού του πως είχε τη συγκατάθεση του πατέρα του. Ο Διευθυντής τού απάντησε πως άργησε πολύ.
Το ήξερε μα είχαν κάτι οργώματα να τελειώσουν.
– Ναι μα οι άλλοι προχώρησαν. Θα μπορέσεις να παρακολουθήσεις;
– Μάλιστα.
Επενέβηκα εγώ. Είχε διδαχθεί καθόλου εγγλέζικα στο δημοτικό;
– Όχι.
Λοιπόν; Κανονικά έπρεπε να ’ρχόταν κανένα μήνα πριν αρχίσουν τα μαθήματα για να του γίνει μια προπαρασκευή γιατί τα Εγγλέζικα ήταν το κύριο μάθημα της Σχολής κι όχι τώρα.
Με κοίταξε λιγάκι θυμωμένα, λιγάκι περιφρονητικά και ξαναγύρισε στον Διευθυντή:
– Θα μπορέσω και στα Εγγλέζικα.
Ο Διευθυντής σκέφτηκε λιγάκι. Στις Ιδιωτικές Σχολές λογαριάζεται να χάσεις ένα μαθητή. Συνεννοήθηκε μ’ ένα βλέμμα και με άλλους καθηγητές.
Ας δοκιμάσει, μού ’πε.
Και τον έγραψε: Γεώργιος Νεοφύτου απ’ την Αγία Μαρίνα, δώδεκα χρονών (-Μάλιστα, δώδεκα χρονών).
– Πατρός;
– Γεωργού. Είναι στο απολυτήριο.
– Α, ναι.
Γράφτηκε χωρίς αμφιβολίες και δισταγμούς μολονότι όπως είδα έπειτα δε μπορούσε να βασιστεί στις πνευματικές του ικανότητες. Κάθισε αγέρωχα στο θρανίο πλάι στους άλλους, έσκυψε στο βιβλίο τους κι ετοιμάστηκε να μάθει το ίδιο μάθημα.
 Μού ’κανε εντύπωση το ύφος του όμως ήμουνα δυστυχώς σχεδόν βέβαιος πως δεν θα τα κατάφερνε. Και πραγματικά δεν τα κατάφερνε. Μια εβδομάδα, δυο, τρεις ολάκερες εβδομάδες δεν τα κατάφερνε. Μετά το μάθημα τον κρατούσα λιγάκι και τον βοηθούσα. Έμενε κι έκανε το καλύτερό του μα ήταν πάντα ήσυχος κι ατάραχος. Κι εκείνη η αταραξία του ενώ μ’ εξενεύριζε μ’ έκανε συγχρόνως να τον προσέξω ιδιαίτερα και τελικά να τον αγαπήσω.
 Στο μάθημα γελούσαν μαζί του οι άλλοι μαθητές μ’ αυτός δεν τους έδινε καθόλου σημασία όπως δεν έδινε ούτε σ’ εμένα. Καμιά φορά που καθώς τον έβλεπα ν’ αγωνίζεται ξεχνιόμουνα και χαμογελούσα με κοίταζε μ’ ένα παράξενο επιτιμητικό βλέμμα που μ’ έκανε περισσότερο να τον αγαπώ. Να τον αγαπώ κι όμως να μου αρέσει να τον βλέπω ν’ ανασκουμπώνεται και να ιδρώνει να φτάξει τους άλλους χωρίς να μπορεί.
Στην πρώτη τάξη ήταν κι ένας άλλος μαθητής π’ αγαπούσα. Ήταν ο καλύτερος στα μαθήματα μα δεν ήταν γι’ αυτό που τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα για την πρώιμη σοβαρότητά του και –μη σας φαίνεται παράξενο– για τον τρόπο που διάβαζε. Πώς διαβάζει, πώς βάζει τα γυαλιά του και διαβάζει κάνας υπουργός, κάνας πρωθυπουργός, κάνας τραπεζίτης, κάνας πολύ μεγάλος τελοσπάντων άνθρωπος ένα σοβαρό έγγραφο; Πώς διαβάζει ο ψάλτης του χωριού στην εκκλησία τον Απόστολο; Με τον ίδιο τρόπο διάβαζε κι ο μαθητής που σας λέω, ο Αντώνιος Νικολάου. Λιγάκι αψηλά το κεφάλι, τα φρύδια ν’ ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν μια γρήγορη στιγμή και πάλι ν’ ανεβαίνουν σα να προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ το επίγειο εκείνο πρόσωπο, το στόμα να στρογγυλαίνει και να γεμίζει λαρυγγώδη φωνήεντα, τα μάτια καρφωμένα στο βιβλίο μ’ έναν τρόπο σα νά ’ναι απασχολημένα στη σοβαρότερη δουλειά που γνώρισε ώς τώρα ο άνθρωπος μα κι έτσι που να δείχνουν όλη τους την περιφρόνηση για τα όμορφα αραδιαστά γράμματα που έχουν υποτάξει.
Δε φορούσε, βέβαια, γυαλιά ο Αντώνιος Νικολάου μα εγώ τον έβλεπα με γυαλιά.
Κι είν’ αυτά τα γυαλιά πού ’βανε για να δει τον καινούργιο συμμαθητή του όταν βρέθηκε μπροστά σ’ εκείνη όλη την αυτοπεποίθηση και την επιμονή. Γύρισε και τον κοίταξε καλά, προσεχτικά (-Όποιος και νά ’σαι!).
Μονάχα που ο καινούργιος –ο Γεώργιος Νεοφύτου απ’ την Αγία Μαρίνα– δεν τ’ ανεχόταν αυτά και του ανταπέδωσε στο πολλαπλάσιο την περιφρόνηση (Τού ’βγανε αργά-αργά τα γυαλιά και του τά ’δωσε πίσω.
– Γύρνα μπροστά σου να διαβάσεις τον Απόστολο).
Το περίεργο ήταν που ο Καινούργιος δε ζητούσε από κανένα συμμαθητή του να τον βοηθήσει. Δεν ξέρω πώς τό ’παιρνε, αν δεν καταδεχόταν. Καμιά φορά απορούσα:
– Γιατί δε ρωτάς;
Έσκυβε το κεφάλι και δεν αποκρινόταν είτε γιατί δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί είτε γιατί δεν ήθελε ν’ αποκριθεί. Έπρεπε, βέβαια, να θυμώσω μ’ αυτό το πείσμα μα ήταν τόσο που δεν μπορούσα.
Ωστόσο φαίνεται πως κάποια τύχη θα θύμωσε για το πείσμα του. Ίσως να μην τό ’βρισκε τόσο μεγάλο όσο εγώ ή ίσως αντιθέτως να πεισμωνόταν κι η ίδια στις περιπτώσεις όπως του Γεώργιου Νεοφύτου. Και πριν περάσει ένας μήνας ο μαθητάκος αρρώστησε. Ήρθε ο πατέρας του και τον πήρε στο χωριό.
– Νομίζω θα ’χει μαλάρια, μας είπε η σπιτονοικοκυρά του που μας έφερε την είδηση.
Κι ο «Απόστολος» έκανε ένα μορφασμό (-Ακόμα δεν ήρθε καλά-καλά κι αρρώστησε!).
Και τα μαθήματα προχωρούσαν. Πέρασαν τέσσερις εβδομάδες κι ο Καινούργιος δε φαινόταν. Καμιά φορά τον θυμόμαστε στην τάξη.
Μα τι έγινε, πέθανε; αστειευόμουνα.
Πρέπει να πέθανε, αστειευόντουσαν και τα παιδιά.
Όλα τα παιδιά εχτός απ’ τον Απόστολο. Τον Απόστολο τον καταλάβαινα πως δεν του άρεζε αυτό το αστείο. Μας κοιτούσε που γελούσαμε σοβαρός κι επιπληκτικός. Πώς καθόμαστε και χάναμε την ώρα μας; Αν πέθανε, πέθανε.
Μα ο Καινούργιος δεν πέθανε, βέβαια. Ξανάρθε έτσι ξαφνικά κι ακριβώς όταν αρχίσαμε να τον ξεχνάμε. Ήρθε με το ίδιο στρογγύλο προσωπάκι, λιγάκι πιο χλωμό τώρα, την ίδια ανασηκωμένη μυτίτσα.
Μας χαιρέτησε γελαστός και μας εντυπωσίασε γιατί σπάνια γελούσε. Του είπα:
– Ήσουνα άρρωστος, έ;
– Μάλιστα, ήμουνα άρρωστος.
– Τι είχες;
– Ήμουνα άρρωστος.
Καμιά επεξήγηση.
– Καλά, μα θα μπορέσεις τώρα να παρακολουθήσεις;
– Μάλιστα, θα μπορέσω.
Κλειστό το θέμα.
Έβγανε τα βιβλία του να του δείξουν ώς που είχαμε φτάξει. Δε θα του άρεσε η ερώτησή μου (-Θυμόσαστε που όταν πρωτοήρθα μου κάνατε την ίδια ερώτηση; Τι άνθρωπος είσαστε επιτέλους!).
Είχε καθίσει ήσυχα στο θρανίο σα να μην είχε απουσιάσει περισσότερο από μια-δυο μέρες.
Ο Απόστολος θά ’βανε διπλά, τριπλά γυαλιά για να δει καλύτερα.
Ναι μα φαίνεται πως η ίδια κακή τύχη ήταν πολύ θυμωμένη με τον Καινούργιο. Δεν πρόφταξε κι αυτή τη φορά να παρακολουθήσει περισσότερες από είκοσι, εικοσιπέντε μέρες και χάθηκε πάλι ένα πρωί.
Πέρασαν μια εβδομάδα, δυο κι ο Καινούργιος δε φαινόταν.
– Αυτή τη φορά δίχως άλλο θα πέθανε, αστείευαν πάλι τα παιδιά. Κι ο Απόστολος μας το ξανάδειξε πως δεν του άρεζαν αυτά τ’ αστεία.
Ήμαστε όλοι ανόητοι. Ο Γεώργιος Νεοφύτου όχι μονάχα δεν πέθανε μα ούτε καν ήταν άρρωστος. Ο πατέρας του ήταν άρρωστος, για τον πατέρα του είχε απουσιάσει. Και ξανάρθε ένα πρωί και ξανακάθισε στο θρανίο μ’ ένα νευρικό, όμως, τώρα τρόπο σαν άνθρωπος που δεν τον αφήνουν ήσυχο να κάνει τη δουλειά του.
Οπωσδήποτε αυτή τη φορά ούτ’ εγώ χαμογέλασα ούτε ο Απόστολος έβανε τα γυαλιά του να κοιτάξει τον Καινούργιο. Ίσως διαισθανόμαστε πως έφτανε το κακό τέλος. Και πραγματικά είχε φτάξει.
Την άλλη Δευτέρα ο Καινούργιος ήρθε να μας αποχαιρετήσει.
Θά ’φευγε;
Ναι, θά ’φευγε.
Ήταν η πρώτη φορά που μας αποχαιρετούσε πριν φύγει. Έκλαιε. Έκλαιε όπως κλαιν όλα τα παιδιά. Δε θα ξαναγύριζε στη Σχολή. Ο πατέρας του είχε πεθάνει.
Τη στιγμή εκείνη κάποιος μαθητής πού ’φταξε τρεχτός και που δεν ήξερε τι συνέβαινε φώναξε κοροϊδευτικά:
– Μήπως μας φεύγει πάλι;
Του απάντησε ο Απόστολος. Σήκωσε το χέρι του και τού ’δωσε ένα χαστούκι. Ήταν ένα τρομερό χαστούκι. Τον κοίταξα κατάπληκτος. Δε φανταζόμουνα πως ήταν δυνατό να δώσει ένα χαστούκι ο Απόστολος και μάλιστα μπροστά μου. Τον κοίταξε και ο Καινούργιος.
Είπα στον Καινούργιο (Τι διαφορετικός Καινούργιος ήταν αυτός εδώ πού ’κλαιε!):
– Αν ήταν για τα δίδαχτρα…
Όχι, δεν ήταν για τα δίδαχτρα. Ούτε για τ’ άλλα έξοδα. Δε μπορούσε να μείνει στη Σχολή.
Έπρεπε να γυρίσει στα χωράφια.
Κι έφυγε. Έφυγε με τα χονδρά παπούτσια του. Τακ-τακ-τακ. Πώς αντήχησε το τακ-τακτακ του Γεωργίου Νεοφύτου απ’ την Αγία Μαρίνα! Αντήχησε στις τάξεις, στον ηλιακό, στο προαύλιο. Κι αντηχούσε κι όταν εκείνος είχε φύγει πια.



Κώστας Μόντης 
Άπαντα Β΄, Πεζά 
Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη 
Λευκωσία 1987

Δεν υπάρχουν σχόλια: