.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟΠΙΟ: ΓΙΑΤΙ ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ(1); - MARTIN HEIDEGGER



Στην απότομη πλαγιά μιας μεγάλης και υψηλής [ορεινής] κοιλάδας στο Νότο του Μέλανος Δρυμού σε ύψος 1150 μ. Υπάρχει μια μικρή καλύβα του σκι. Η έκτασή της είναι έξι επί επτά. Η χαμηλή σκεπή επιστεγάζει τρεις χώρους: τον ενιαίο χώρο της κουζίνας με το καθιστικό, το υπνοδωμάτιο και ένα μελετητήριο. Διάσπαρτα καθ’ όλο το στενό έδαφος της κοιλάδας και πάνω στην εξίσου απότομη απέναντι πλαγιά απλώνονται πλατιά τα αγροκτήματα με τις μεγάλες προεξέχουσες [κρεμαστές] στέγες. Κατά μήκος της πλαγιάς εκτείνονται τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια ως πέρα στο δάσος με τα γέρικα, υπερέχοντα, σκοτεινά πεύκα του. Πάνω από όλα στέκεται ένας καθαρός καλοκαιριάτικος ουρανός, στην ακτινοβόλα έκταση του οποίου υψώνονται δύο γεράκια πετώντας σε μεγάλους κύκλους. 
Αυτός είναι ο κόσμος της δουλειάς μου – ιδωμένος με το παρατηρητικό μάτι του περαστικού επισκέπτη και του παραθεριστή. Για να κυριολεκτώ, εγώ ο ίδιος δεν παρατηρώ ποτέ το τοπίο. Βιώνω τη μεταβολή του ανά πάσα ώρα, μέρα και νύχτα, μέσα στη μεγάλη εναλλαγή των εποχών. Το βάρος των βουνών και η τραχύτητα του αρχέγονου βράχου τους, η αργή και προσεκτική ανάπτυξη των ελάτων, το φωτεινό, απλό μεγαλείο των ανθισμένων λιβαδιών, ο φλοίσβος του ορεινού χειμάρρου κατά τη μακρά νύχτα του φθινοπώρου, η αυστηρή απλότητα των βαθιά χιονισμένων εκτάσεων, όλα τούτα εισορμούν και συνωθούνται και δονούνται από την καθημερινή ύπαρξη εκεί πάνω.
Και αυτό πάλι όχι σε εσκεμμένες στιγμές μιας απολαυστικής απορρόφησης ή τεχνητής ενσυναίσθησης, αλλά μόνο όταν η δική μου ύπαρξη είναι στο έργο της, στη δουλειά της. Μόνο η δουλειά ανοίγει τον χώρο για τούτη την πραγματικότητα του βουνού(2). Η πορεία της δουλειάς παραμένει ενσωματωμένη σε ό,τι συμβαίνει στο τοπίο.
Όταν σε μια βαθιά νύχτα του χειμώνα μια άγρια χιονοθύελλα με τα σφυροκοπήματά της μαίνεται γύρω από την καλύβα και καλύπτει και συγκαλύπτει τα πάντα, τότε είναι η σημαίνουσα ώρα της φιλοσοφίας. Τότε πρέπει τα ερωτήματά της να γίνονται απλά και ουσιώδη. Η επεξεργασία κάθε διανοήματος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά τραχιά και αυστηρή. Ο κόπος για να αποτυπώνεται κάτι στη γλώσσα είναι όπως η αντίσταση των ελάτων που ορθώνονται ενάντια στη θύελλα. Και η φιλοσοφική δουλειά δεν εκτυλίσσεται ως μια περιθωριακή απασχόληση ενός εκκεντρικού. Όταν ο νεαρός χωρικός σέρνει το βαρύ έλκηθρο κατά μήκος της πλαγιάς και ευθύς αμέσως το οδηγεί, φορτωμένο ως πάνω ψηλά με κούτσουρα οξιάς, στην επικίνδυνη κάθοδο [από την πλαγιά] προς το αγρόκτημά του. Όταν ο βοσκός με βήμα αργό και ονειροπόλο, οδηγεί το κοπάδι του πάνω στην πλαγιά, όταν ο χωρικός τακτοποιεί στο δωμάτιό του, ακολουθώντας τους κανόνες της τεχνικής, τις αμέτρητες ταβανοσανίδες για τη σκεπή του, τότε η δουλειά μου είναι του ιδίου είδους. Εδώ μέσα έχει τις ρίζες της η άμεση συνάφεια με τη ζωή των χωρικών. Ο κάτοικος της πόλης θεωρεί πως κατεβαίνει «στο επίπεδο του όχλου», μόλις καταδέχεται να έχει μια μακρά συζήτηση με έναν χωρικό. Όταν το βράδυ, την ώρα της ανάπαυλας από τη δουλειά, κάθομαι με τους χωρικούς στον πάγκο της σόμπας ή στο τραπέζι στη «Γωνιά του Κυρίου», τότε συνήθως δεν μιλάμε. Καπνίζουμε σιωπηλά τις πίπες μας. Κάπου-κάπου πέφτει ίσως καμιά λέξη ότι η υλοτόμηση στο δάσος τώρα φτάνει στο τέλος, ότι την περασμένη νύχτα η νυφίτσα κατασπάραξε το κοτέτσι, ότι μια αγελάδα πιθανόν να γεννήσει αύριο, ότι ο θείος κάποιου έπαθε αποπληξία, ότι σύντομα ο καιρός θα «γυρίσει». Η εσωτερική συνάφεια της δουλειάς μου με τον Μέλανα Δρυμό και τους ανθρώπους του προέρχεται από διαρκείας αιώνων ρίζωμα – που δεν μπορεί με τίποτα να αντικατασταθεί – στο αλαμανικό-σουαβικό πάτριο έδαφος.
Ως επί το πλείστον, ο κάτοικος της πόλης «παρακινείται» από αυτό που αποκαλούμε μια διαμονή στην εξοχή. Όλη όμως η δική μου δουλειά στηρίζεται και οδηγείται από τον κόσμο αυτών των βουνών και των χωρικών τους. Ενίοτε, τελευταία, η δουλειά μου εκεί πάνω, για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, διακόπτεται για συνεντεύξεις, ταξίδια για διαλέξεις, συζητήσεις και τη διδασκαλία μου εδώ κάτω(3). Αλλά μόλις επιστρέφω εδώ πάνω, από τις πρώτες κιόλας ώρες της υπαρκτικής μου παρουσίας στην καλύβα με κατακλύζει όλος ο κόσμος των πρότερων ερωτήσεων και μάλιστα με την ίδια μορφή που τις άφησα. Απλώς μεταφέρομαι στον δικό μου ρυθμό της δουλειάς και κατά βάθος δεν είμαι διόλου κύριος τους συγκαλυμμένου της νόμου. Οι κάτοικοι της πόλης παραξενεύονται συχνά για τη μακρά και μονότονη απομόνωσή μου στα βουνά ανάμεσα στους χωρικούς. Ωστόσο δεν πρόκειται για απομόνωση, αλλά αναμφισβήτητα για μοναξιά. Στις μεγάλες πόλεις βέβαια μπορεί ο άνθρωπος να είναι εύκολα τόσο μόνος όσο πουθενά αλλού. Ποτέ όμως εκεί δεν μπορεί να είναι μοναχικός. Διότι η μοναξιά έχει τη συμφυή δύναμη να μη μας απομονώνει, αλλά να ρίχνει το σύμπαν της ύπαρξης έξω στην πλατιά εγγύτητα της ουσίας [ως παρουσίας} όλων των πραγμάτων.
Σε κείνο τον έξω κόσμο της πόλης μπορεί κανείς εν ριπή οφθαλμού να γίνει «διασημότητα» μέσα από εφημερίδες και περιοδικά. Αυτή εξακολουθεί να είναι η πιο σίγουρη οδός για να ολισθήσει η πιο προσωπική βούληση σε παρερμηνεία και ριζικά και γρήγορα να περιέλθει σε λήθη.
Απεναντίας, η μνήμη των χωρικών διακρίνεται για την απλή και σίγουρη πίστη [αφοσίωσή] της που ποτέ δεν περιέρχεται σε λήθη. Τελευταία πέθανε εκεί πάνω μια γριά χωρική. Με προθυμία κουβέντιαζε συχνά μαζί μου και μου ξαναζωντάνευε παλιές ιστορίες του χωριού. Στη δική της ισχυρή, γεμάτη εικόνες, παραστασιακή γλώσσα εξακολουθούσε να διασώζει πολλές παλιές λέξεις και διάφορες ρήσεις, που στη σημερινή νεολαία του χωριού έχουν γίνει πια ακατανόητες και οι οποίες έτσι έχουν χαθεί για τη ζωντανή γλώσσα. Την περασμένη χρονιά ακόμη, τότε που επί εβδομάδες έζησα μόνος στην καλύβα, αυτή η χωρική των 83 χρόνων ανηφόριζε συχνά την απότομη πλαγιά για να με επισκεφτεί. Ήθελε, όπως έλεγε, να εξετάσει κάθε φορά, αν ήμουν ακόμα εκεί ή αν «κάποιος» δεν είχε εμφανιστεί αιφνιδίως για να με κλέψει. Αυτή πέρασε τη νύχτα του θανάτου της συνομιλώντας με μέλη της οικογένειάς της. Επίσης, μιάμιση ώρα πριν το τέλος της, τους ανέθεσε να στείλουν ένα χαιρετισμό στον «κύριο καθηγητή». Μια τέτοια μνήμη αξίζει ασύγκριτα περισσότερο απ’ ό,τι το πιο πρόσφατο ρεπορτάζ μιας παγκόσμιας εμβέλειας εφημερίδας για την υποτιθέμενη φιλοσοφία μου.
Ο κόσμος της πόλης κινδυνεύει να περιέλθει σε μια ολέθρια ετεροδοξία. Μια ενοχλητική επιμονή, πολύ θορυβώδης και πολύ δραστήρια και πολύ κομψή, εμφανίζεται συχνά να ενδιαφέρεται για τον κόσμο και την ύπαρξη των χωρικών. Έτσι όμως αρνείται κανείς ακριβώς το μόνο πράγμα που είναι τώρα αναγκαίο να γίνει: να κρατά αποστάσεις από την ύπαρξη των χωρικών, να την αφήνει περισσότερο από ποτέ στον δικό της ιδιαίτερο νόμο. Κάτω τα χέρια – ώστε να μην την εκθέτει στην ψευδολόγο φλυαρία των φιλολογούντων γύρω από τον χαρακτήρα και το Είναι του λαού και το ρίζωμα στο πάτριο έδαφος(4). Ο χωρικός δεν χρειάζεται και δεν θέλει διόλου αυτό τον υπερβάλλοντα ζήλο του άστεως. Αυτό όμως που χρειάζεται και θέλει είναι η σεμνή λεπτότητα απέναντι στην ιδιαίτερη ουσία του και στην ανεξαρτησία του. Πολλοί όμως νεοφερμένοι από την πόλη και περαστικοί από εδώ – αν μη τι άλλο οι σκιέρ – συχνά συμπεριφέρονται σήμερα στο χωριό ή στο αγρόκτημα με τον ίδιο τρόπο που διασκεδάζουν στα κέντρα ψυχαγωγίας των μεγαλουπόλεών τους. Τέτοια καμώματα καταστρέφουν μέσα σε ένα βράδυ πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν ποτέ να προωθήσουν δεκαετίες επιστημονικής διδασκαλίας για τον χαρακτήρα του λαού και τις λαϊκές παραδόσεις.
Ας αφήσουμε κατά μέρος κάθε συγκαταβατική οικειότητα και κάθε ψευτολαϊκισμό(5) – ας μάθουμε να παίρνουμε στα σοβαρά εκείνη την απλή, τραχιά ύπαρξη εκεί πάνω. Τότε μόνο θα μας μιλήσει πάλι.
Πρόσφατα πήρα μια δεύτερη πρόσκληση να διδάξω στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Με μια τέτοια ευκαιρία άφησα την πόλη για να αποσυρθώ στην καλύβα. Άκουσα τι λένε τα βουνά και τα δάση και τα αγροκτήματα. Έτσι ήλθα να δω έναν παλιό μου φίλο, έναν χωρικό 75 ετών. Διάβασε στην εφημερίδα για την πρόσκληση στο Βερολίνο. Τι θα πει; Αργά καρφώνει το σίγουρο βλέμμα των καθαρών του ματιών στο δικό μου, κρατά το στόμα του ερμητικά κλειστό, βάζει με σύνεση το τίμιο χέρι του στον ώμο μου και – κουνάει σχεδόν ανεπαίσθητα το κεφάλι του. Αυτό σημαίνει: ανεπιφύλακτα Όχι.


___________________________ 
1. Ο Χάιντεγκερ έγραψε το παρόν κείμενο με τίτλο: Schöpferische Landschaft : Warum bleiben wir in der. Provinz? το φθινόπωρο του 1933 αμέσως μετά την απόρριψη και της δεύτερης πρόσκλησης που του έγινε για ανάληψη καθηγεσίας στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Η πρώτη του είχε γίνει το 1929. Το εν λόγω κείμενο λογίζεται ως απάντηση στο αίτημα να εξηγήσει ο Χάιντεγκερ τους λόγους της απόρριψης. Περιέχεται στον τόμο 13 των απάντων του: GA 13, σς 9-13. Ως προς την ουσία του πρόκειται για ένα κείμενο που απηχεί αισθήματα και συναισθήματα μιας βίωσης της επαρχιακής και δη της αγροτικής ζωής. Συγχρόνως καθιστά έντονη την αναπόληση της γενέθλιας γης και τη σιγουριά της εστίας. Εντάσσεται και αυτό στα πολιτικά κείμενα του Χάιντεγκερ, γιατί θεωρήθηκε ότι ανταποκρίνεται στα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά της εθνοφυλετικής ιδεολογίας. Μάλιστα αρχικά είχε μεταδοθεί από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου.
2. Την πραγματικότητα που απηχούν τα βουνά.
3. Εννοεί το Freiburg.
4. Χαρακτηριστικά στοιχεία της σκέψης του Χάιντεγκερ, τα οποία συμβαίνει να εμφανίζονται και ως γνωρίσματα της ναζιστικής ιδεολογίας.
5. Ψεύτικη εικόνα για το Είναι και τον χαρακτήρα του λαού.



Martin Heidegger
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΠΕΡΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ, ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΖΩΡΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: