.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

ΑΠΟ ΠΑΤΕΡΑ ΣΕ ΓΙΟ – ITALO CALVINO



Λίγα τα βόδια, στα μέρη μας. Δεν υπάρχουν βοσκοτόπια, ούτε μεγάλα χωράφια για όργωμα: υπάρχουν μόνο χαμόκλαδα για κόψιμο και μικρά κομμάτια γης που αν δεν χρησιμοποιήσεις την τσάπα παραμένουν σκληρά. Άλλωστε θα έμοιαζαν αταίριαστα τα  βόδια και οι  αγελάδες, έτσι  μεγάλα και ήρεμα ζώα που είναι, σε αυτές τις στενές και απόκρημνες κοιλάδες. Εδώ  ταιριάζουν ζώα αδύνατα, όλο νεύρα, που να περπατάνε πάνω στις πέτρες: μουλάρια και κατσίκες.
Το βόδι του Σκαράσα ήταν το μοναδικό της κοιλάδας, και δεν έμοιαζε αταίριαστο, ήταν πιο δυνατό και υπάκουο από μουλάρι, ένα μικρό κοντόχοντρο,  γεροδεμένο βόδι, κατάλληλο για φόρτωμα. Μαυρούλης ήταν το όνομά του. Οι δύο Σκαράσα, πατέρας και γιος, κέρδιζαν  τη ζωή τους με το βόδι, κάνοντας ταξίδια για λογαριασμό διαφόρων ιδιοκτητών της κοιλάδας, μεταφέροντας σάκους με στάρι στο μύλο, ή φοινικόφυλλα σε γραφεία μεταφορών, ή τσουβάλια με κοπριά από την  κοινοπραξία.
Εκείνη τη μέρα ο Μαυρούλης προχωρούσε με δυσκολία κάτω από ένα φορτίο που ισορροπούσε στις δύο πλευρές του σαμαριού: κομμένα ξύλα ελιάς για πούλημα σε κάποιον πελάτη της πόλης. Από το δακτύλιο που τρυπούσε τα μαύρα, μαλακά ρουθούνια του ζώου, περνούσε λάσκα ένα σχοινί  που άγγιζε το χώμα και κατέληγε στα ταλαντευόμενα χέρια του Νανίν, του γιου του Μπατιστίν Σκαράσα, που ήταν κοκκαλιάρης και καχεκτικός σαν τον πατέρα του. Ήταν ένα παράξενο ζευγάρι: το βόδι στα κοντά πόδια και τη χαμηλή μεγάλη κοιλιά, που  θύμιζε βάτραχο, προχωρούσε με προσεκτικά βήματα, κάτω από το βάρος. Και ο Σκαράσα, με το μακρόστενο και γεμάτο κόκκινες τρίχες πρόσωπο, τους καρπούς των χεριών του ακάλυπτους από τα υπερβολικά κοντά μανίκια, προχωρούσε σαν να είχε δύο γόνατα σε κάθε πόδι κάτω από το παντελόνι το οποίο, όταν φυσούσε άνεμος, ανέμιζε σαν καραβίσιο πανί, λες και δεν έκρυβε τίποτε από μέσα. 
Ήταν ανοιξιάτικος ο καιρός εκείνο το πρωινό. Δηλαδή υπήρχε στον αέρα εκείνη η αναπάντεχη αίσθηση της ανακάλυψης που νιώθει κανείς κάθε χρόνο, ένα πρωί, σαν να του έρχεται ξαφνικά κάτι στο μυαλό που είχε ξεχάσει για μήνες. Ο συνήθως τόσο ήρεμος Μαυρούλης ήταν ανήσυχος. Ήδη το πρωί ο Νανίν ψάχνοντάς τον στο στάβλο, δεν τον είχε βρει. Βρισκόταν στη μέση του κάμπου ψάχνοντας με το βλέμμα κάτι που έμοιαζε να έχει χάσει. Τώρα ενώ προχωρούσε, ο  Μαυρούλης κάθε τόσο σταματούσε, ανασήκωνε τα τρυπημένα με τον κρίκο ρουθούνια του και μύριζε τον αέρα με ένα κοφτό μουγκρητό. Ο Νανίν τράβαγε το σκοινί και έβγαζε από το λαρύγγι του εκείνη τη φωνή που χρησιμοποιείται συνήθως ανάμεσα στους ανθρώπους και τα βόδια.
Τον Μαυρούλη έμοιαζε να τον απασχολεί κάτι: είχε δει όνειρο, εκείνη τη νύχτα, γι’ αυτό είχε βγει από το στάβλο και βρέθηκε το πρωί χαμένος στον κόσμο. Είχε ονειρευτεί ξεχασμένα πράγματα, σαν από μια άλλη ζωή: μεγάλες καταπράσινες εκτάσεις και αγελάδες, αγελάδες, αγελάδες μέχρις εκεί όπου έφτανε το μάτι, που προχωρούσαν μουγκανίζοντας. Και είχε δει επίσης τον εαυτό του, εκεί ανάμεσά τους, να τρέχει προς το τσούρμο των αγελάδων σαν να αναζητούσε κάτι. Υπήρχε όμως κάτι που τον  συγκρατούσε, ένας κόκκινος γάντζος, μπηγμένος στη σάρκα του, που τον εμπόδιζε να πλησιάσει το τσούρμο. Το πρωί, προχωρώντας, ο Μαυρούλης ένιωθε την κόκκινη πληγή του γάντζου ακόμα ζωντανή μέσα του, σαν μια ανείπωτη απελπισία που αιωρούνταν στον αέρα.
Στους δρόμους δεν έβλεπε κανείς παρά λευκοντυμένα αγόρια που φορούσαν στο μπράτσο την κορδέλα με τα χρυσά κρόσσια, και κορίτσια ντυμένα σαν νυφούλες. Ήταν η μέρα της τελετής της πρώτης κοινωνίας. Βλέποντάς τα, κάτι σκοτείνιασε στο βάθος της ψυχής του Νανίν, κάτι σαν πανάρχαιος, τρομερός φόβος. Μήπως επειδή ο  γιος του και η κόρη του δεν θα είχαν ποτέ λευκά ρούχα για μια τέτοια τελετή; Σίγουρα θα κόστιζαν πολλά. Και τότε τον έπιασε ένας θυμός, μια μανία, να πάρουν το χρίσμα και τα δικά του παιδιά: έβλεπε ήδη το αγοράκι με τα λευκά ναυτικά ρούχα και την κορδέλα με τα χρυσά κρόσσια στο μπράτσο, το κοριτσάκι με το βέλο και την ουρά μέσα σε μια εκκλησία γεμάτη σκιές και λάμψεις.
Το βόδι ξεφύσηξε. Θυμόταν το όνειρο, έβλεπε την αγέλη των αγελάδων να τρέχει, σαν σε μια περιοχή έξω από τη μνήμη του, και τον εαυτό του να προχωρά ανάμεσά τους όλο και με μεγαλύτερη δυσκολία. Ξαφνικά ανάμεσα στις αγελάδες, σαν ένα μικρό ύψωμα, κόκκινο σαν τον πόνο μιας πληγής, είχε εμφανιστεί ο μεγάλος ταύρος, με κέρατα σαν δρεπάνια που άγγιζαν τον ουρανό, και είχε ριχτεί εναντίον του μουγκρίζοντας.
Τα παιδιά της πρώτης κοινωνίας, στο προαύλιο της εκκλησίας, άρχισαν να τρέχουν γύρω από το βόδι. «Ένα βόδι! Ένα βόδι!» φώναζαν. Ήταν ένα ασυνήθιστο θέαμα σε εκείνα τα μέρη. Τα πιο θαρραλέα τολμούσαν να του αγγίξουν την κοιλιά, τα πιο έμπειρα κοίταζαν κάτω από την ουρά. «Είναι μουνουχισμένο! Κοιτάξτε το! Είναι μουνουχισμένο!» Ο Νανίν έβαλε τις φωνές και άρχισε να δίνει γροθιές στον αέρα για να τα διώξει. Τότε τα παιδιά, βλέποντάς τον έτσι κοκκαλιάρη, καχεκτικό και με τα ρούχα μπαλωμένα, άρχισαν να τον πειράζουν και να τον φωνάζουν με το παρατσούκλι του, «Σκαράσα», που σημαίνει παλούκι. 
Ο Νανίν ένιωσε εκείνο τον παλιό φόβο να ζωντανεύει, να γιγαντώνεται. Έβλεπε κάποια άλλα παιδιά, ντυμένα για την τελετή, να τον κοροϊδεύουν, να κοροϊδεύουν όχι αυτόν αλλά τον πατέρα του, κοκκαλιάρη και καχεκτικό και κουρελή σαν κι αυτόν, την ημέρα που τον συνόδευε για την τελετή του χρίσματος. Και ξανάζησε όπως τότε την ίδια ντροπή που είχε νιώσει για τον πατέρα του, βλέποντας τα παιδιά να χοροπηδούν γύρω του και να του ρίχνουν τα πέταλα από τα τριαντάφυλλα που είχαν πατηθεί από τη λιτανεία, φωνάζοντάς τον «Σκαράσα». Η ξεφτίλα αυτή τον κυνηγούσε όλη του τη ζωή, τον γέμιζε φόβο σε κάθε ξένο βλέμμα, σε κάθε γέλιο. Και για όλα αυτά έφταιγε ο πατέρας του. Τι άλλο είχε  κληρονομήσει από τον  πατέρα του εκτός από φτώχεια, ηλιθιότητα και τις αγαρμποσύνες ενός κοκκαλιάρικου κορμιού; Μισούσε τον πατέρα του, τώρα το καταλάβαινε, για όλη εκείνη την ντροπή που τον είχε κάνει να νιώσει όταν ήταν παιδί, για όλη την ντροπή, τη  μιζέρια της ζωής του. Κι εκείνη τη στιγμή  φοβήθηκε ότι τα παιδιά του θα ντρεπόντουσαν γι’ αυτόν όπως αυτός για τον πατέρα του, ότι μια μέρα θα τον κοίταζαν με το μίσος που είχε ο ίδιος εκείνη τη στιγμή στα μάτια του. Το αποφάσισε: «Θα αγοράσω κι εγώ ένα καινούργιο κουστούμι για τη μέρα του χρίσματος, ένα κουστούμι καρό, από φανέλα. Κι έναν μπερέ από λευκό ύφασμα. Και μια χρωματιστή γραβάτα. Αλλά και η γυναίκα μου θα πρέπει να αγοράσει ένα καινούργιο φόρεμα, από καλό ύφασμα, φαρδύ για να της κάνει κι όταν μείνει έγκυος. Και θα πάμε όλοι μαζί, καλοντυμένοι, στην πλατεία της εκκλησίας. Και θα αγοράσουμε παγωτό από το καροτσάκι του παγωτατζή». Του έμενε όμως ακόμα μια λαχτάρα που δεν ήξερε πως να καλύψει, μια λαχτάρα να κάνει διάφορα πράγματα, να ξοδέψει, να κάνει επίδειξη να λυτρωθεί από εκείνη την παιδιάστικη πατρική ντροπή που τον είχε ταλαιπωρήσει όλη του τη ζωή.
Όταν έφτασε στο σπίτι, οδήγησε το βόδι στο στάβλο και του έβγαλε το σαμάρι. Ύστερα πήγε να φάει. Η γυναίκα και τα παιδιά του και ο γέρος Μπατιστίν ήταν ήδη στο τραπέζι και έτρωγαν σούπα από κουκιά. Ο γέρος Σκαράσα Μπατιστίν ψάρευε τα κουκιά με τα δάχτυλα και τα μασουλούσε πετώντας την πέτσα τους. Ο Νανίν δεν έδωσε σημασία στην κουβέντα που είχαν.
«Τα παιδιά πρέπει να πάρουν το χρίσμα», είπε. Η σύζυγος γύρισε προς το μέρος του το χλωμό και απεριποίητο πρόσωπό της.
«Και τα χρήματα για να τα ντύσουμε;» ρώτησε.
«Θα πρέπει να φορέσουν ωραία ρούχα», συνέχισε ο Νανίν χωρίς να την κοιτάξει. «Το αγόρι ναυτικά, με τα χρυσά κρόσσια στο μπράτσο, το κορίτσι σαν νυφούλα, με το πέπλο και το βέλο».
Ο γέρος και η γυναίκα τον κοίταξαν με ανοιχτό το στόμα.
«Και τα χρήματα;» επανέλαβαν.
«Κι εγώ θα αγοράσω ένα κουστούμι από καρό φανέλα», συνέχισε ο Νανίν, «κι εσύ ένα φόρεμα, φαρδύ για να σου χωράει κι όταν μένεις έγκυος».
Η γυναίκα του είχε μια ιδέα: «Α! Βρήκες να πουλήσεις το χωράφι στο Γκότζο».
Το χωράφι στο Γκότζο ήταν ένα κομμάτι γης που είχαν κληρονομήσει, όλο πέτρες και θάμνους, για το οποίο ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν φόρους χωρίς να τους αποδίδει τίποτα. Ο Νανίν ενοχλήθηκε που το μυαλό τους είχε πάει  εκεί. Το ήξερε πως έλεγε παράλογα πράγματα, αλλά επέμενε  σ’ αυτά με θυμό. 
«Όχι, δεν βρήκα τίποτα. Εμείς όμως πρέπει να τα έχουμε αυτά τα πράγματα», είπε, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του από το πιάτο. Οι άλλοι όμως ήδη ήταν γεμάτοι  ελπίδα: αν είχε βρει να πουλήσει τη γη στο Γκότζο, όλα όσα είχε πει μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
«Με τα χρήματα του χωραφιού», είπε ο γέρος Μπατιστίν, «μπορώ να κάνω την εγχείρηση κήλης».
Ο Νανίν ένιωσε να τον μισεί.
«Εσύ θα πεθάνεις μαζί με την κήλη σου!» έβαλε τις φωνές.
Οι άλλοι τον κοίταζαν φοβισμένα, μήπως είχε τρελαθεί.
Στο μεταξύ στο στάβλο, ο Μαυρούλης είχε λυθεί, είχε ρίξει κάτω την πόρτα, είχε βγει  στον αγρό. Ξαφνικά μπήκε στο δωμάτιο, σταμάτησε, και έβγαλε ένα μακρύ, παραπονιάρικο, απελπισμένο μουγκανητό. Ο Νανίν σηκώθηκε βρίζοντας και τον έσπρωξε πάλι πίσω στο στάβλο ρίχνοντάς του με το μπαστούνι.
Επέστρεψε: όλοι έμεναν σιωπηλοί, ακόμα και τα παιδιά. Ύστερα το αγόρι τον ρώτησε:
«Μπαμπά, πότε θα μου αγοράσεις τα ναυτικά ρούχα;»
Ο Νανίν τον κοίταξε, με μάτια ίδια με εκείνα του πατέρα του Μπατιστίν.
«Ποτέ!» ούρλιαξε.
Βάρεσε την πόρτα πίσω του και πήγε να κοιμηθεί.

ITALO CALVINO
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: