.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ – RAINER MARIA RILKE



Ήταν… ήταν κάπου στη Βαλτική. Γύριζα από ένα πολύ πρωινό περίπατο. Το δάσος ολόγυρά μου ήταν αμίλητο. Ακόμη και το βήμα μου έσβηνε πάνω  στο σκούρο μαλακό χώμα  του δάσους. Μονάχα ο αγέρας αντιλαλούσε τα τραγούδια των πουλιών. Φτέρες ψηλές ίσαμε το μπόι μου, καμάρωναν τη μαργαριταρένια τους πάχνη. Οι ολόισιοι κορμοί τους φεγγοβολούσαν και τα ψηλά φυλλώματα πηγαινοέρχονταν σιωπηλά, θαρρείς για να γυαλίσουν τον ουρανό. Κι ο ουρανός ήταν τόσο διάφανος.
Τώρα φαινόταν το χωριό. Τα μικρά σπίτια ήταν πολύ πιο άσπρα απ’ το συνηθισμένο και τα παράθυρα, ίδια μάτια με μουσκεμένα βλέφαρα που ανοιγόκλειναν σε κάποιον, πιο λαμπερά από ποτέ. Και το καμπαναριό της εκκλησίας με την κόκκινη στέγη και τον τρούλο έμοιαζε αλλόκοτο: σαν ένα γεροδεμένο παλικάρι όλο υγεία και με φουσκωμένα μάγουλα. Στο βάθος έλαμπαν τα χαλίκια του δρόμου και στις πράσινες όχθες  τους στέκονταν οι μιλιοδείκτες σαν μικρά παιδιά με καλοκαιρινή φορεσιά που προσεύχονταν γονατιστά. Όχι;
Ναι, προσεύχονταν! Μια προσευχή ευχαριστήρια!
Πήρα τους δρόμους. Το πρωί με προσπερνούσε με τα βαριά του βήματα. Έβλεπα τις  χρυσές του πατημασιές. Πότε δεξιά, πότε αριστερά, πίσω από ξύλινους φράχτες, στέκονταν κορίτσια με μαλλιά από ήλιο. Τραγουδούσαν και μάζευαν τριαντάφυλλα για να στολιστούν. Ανταλλάσσαμε  ένα χαμόγελο κι ένα νεύμα χαιρετισμού. Από τα παράθυρα ευγενικές αρχαίες γριούλες σήκωναν στον ουρανό ένα καλοσυνάτο βλέμμα με μάτια θαμπά αλλά γελαστά. Παιδιά με πουκάμισα στο κατώφλι του σπιτιού. Χτυπούσαν τα χέρια τους και τα μάγουλά τους σαν κόκκινα ροδάκινα, ήταν γεμάτα κυριακάτικο γλυκό…
Ύστερα σταμάτησα στη θάλασσα. Έμοιαζε με  επίσημο ένδυμα από λουλακί σατέν. Ένα μικροσκοπικό ιστιοφόρο στο χρώμα της ώχρας ρουφούσε  τον ήλιο στ’ ανοιχτά, και μακριά στον ορίζοντα, σαν ένας κύκνος από καθαρό ασήμι, έπλεε το  μεγάλο ατμόπλοιο για το Roegen…
Κοίταζα με θαυμασμό αυτή την εκτυφλωτική λάμψη. Σαν ένα παιδάκι που του χάρισαν ένα ωραίο παιχνίδι, θάθελα να φωνάξω Όλους τους φίλους μου για να τους  πω: «Ελάτε να δείτε, δεν είναι καταπληκτικό;»
Το στήθος μου είχε πλημμυρίσει χαρά και γέλιο.
Ένας μελαχρινός γέρος ψαράς περπατούσε στο δρόμο. Έτρεξα προς το μέρος του και έσφιξα το ροζιασμένο χέρι του, τόσο που πόνεσα…
Ναι, ήταν στη Βαλτική. Τότε συνήθιζα να κρατώ με επιμέλεια ημερολόγιο. Εκείνη τη μέρα έγραψα στο τετράδιο: «Μια Κυριακή…!» Ούτε λέξη παραπάνω.


RAINER MARIA RILKE
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΟΥΤΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α. ΥΦΑΝΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: