.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

ΤΕΛΟΣ - Borges Jorge Luis

Ο Ρεκαμπάρεν, ξαπλωμένος, μισάνοιξε τα μάτια κι είδε το λοξό ψάθινο ταβάνι. Απ' το διπλανό δωμάτιο, έφτανε στ' αυτιά του ένα γρατσούνισμα κιθάρας, σαν ένας πενιχρός λαβύρινθος, που μπλεκόταν και ξεμπερδευόταν ασταμάτητα... Σιγά σιγά ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, στα καθημερινά, που τώρα πια δεν θα ξανά άλλαζαν ποτέ. Κοίταξε ασυγκίνητος το μεγάλο, άχρηστο σώμα του, το φτηνό μάλλινο poncho που σκέπαζε τα πόδια του. Έξω, πέρα μακριά απ' τα κάγκελα του παραθυριού, απλώνονταν ο κάμπος και τ' απόγευμα. Τον είχε πάρει ο ύπνος, αλλά ο ουρανός έφεγγε πολύ ακόμα. Ψαχούλεψε με τ' αριστερό του χέρι, ώσπου να βρει ένα μπρούντζινο κυπροκούδουνο που κρεμόταν στο πόδι του κρεβατιού. Το χτύπησε μιά δυό φορές - οι απλοϊκές συγχορδίες από δίπλα δεν σταμάτησαν. Ο κιθαριστής ήταν ένας μαύρος που είχε εμφανιστεί μιά νύχτα και καμωνόταν τον τραγουδιστή κι είχε προκαλέσει έναν άλλο ξένο να παραβγούν στην payada. Έχασε, αλλά δεν έπαψε να συχνάζει στο μαγαζί, σαν να περίμενε κανέναν. Περνούσε τις ώρες του παίζοντας κιθάρα, δεν ξανατραγούδησε όμως ποτέ - μπορεί και να 'χε πικραθεί απ' το χάσιμο. Ο κόσμος τον είχε συνηθίσει πια αυτόν τον άκακο άνθρωπο. Ο Ρεκαμπάρεν, ο μαγαζάτορας, έμελλε να μην ξεχάσει ποτέ εκείνη την αναμέτρηση: την επομένη, καθώς δεμάτιαζε κάτι χόρτα, του ξεράθηκε απότομα η δεξιά πλευρά κι έχασε και τη λαλιά του. Απ' το πολύ να κλαίμε τις κακοτυχιές των ηρώων στα μυθιστορήματα, καταλήξαμε να κλαίμε τις δικές μας υπερβολικά. Όχι όμως κι ο καρτερικός Ρεκαμπάρεν, που συμφιλιώθηκε με την παράλυση, όπως είχε συμφιλιωθεί και παλιά με τη σκληράδα και τις ερημιές της 'Αμερικής. Μαθημένος να ζει στο παρόν, όπως τα ζώα, κοίταζε τώρα τον ουρανό και σκεφτόταν πως το κόκκινο τσέρκι πάνω στο φεγγάρι σήμαινε πως θα βρέξει.
Ένα αγόρι με ινδιάνικα χαρακτηριστικά (μπορεί να 'ταν γιος του) μισάνοιξε την πόρτα. Ο Ρεκαμπάρεν τον ρώτησε με τα μάτια αν είχε έρθει κάνας πελάτης. Το αγόρι, λιγομίλητο, του 'κάνε νόημα πώς όχι ο μαύρος δεν μέτραγε. Ο κατάκοιτος έμεινε πάλι μόνος του - το αριστερό του χέρι έπαιξε για λίγο με την κουδούνα, σαν να 'ταν κάποιο σκήπτρο εξουσίας.
Ο κάμπος, στο φως του τελευταίου ήλιου, έμοιαζε ακαθόριστος, θαρρείς και τον έβλεπε στ' όνειρο του. Μιά κουκκίδα σάλεψε στον ορίζοντα και μεγάλωνε ολοένα, ώσπου έγινε ένα καβαλάρης που ερχόταν ή φαινόταν νά 'ρχεται κατά τό σπίτι. Ο Ρεκαμπάρεν έβλεπε τα chambergo του, το φαρδύ σκούρο poncho του, το μαυριτανικό άλογο, όχι όμως και το πρόσωπο του άντρα, πού κάποτε σταμάτησε να καλπάζει και κοντοζύγωνε τροχάζοντας. Γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα έστριψε.
Ο Ρεκαμπάρεν δεν τον έβλεπε πια, τον άκουγε όμως που έγρουξε, ξεπέζεψε, έδεσε τ' άλογο στον πάσσαλο και μπήκε με βαριά περπατησιά στο μαγαζί. 
Χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ' την κιθάρα, όπου έδειχνε σαν κάτι να 'ψάχνε, ο μαύρος είπε με γλυκάδα:
«Το 'ξέρα, σενιόρ, πως μπορούσα να βασίζομαι σε σας».
Ο άλλος, με την τραχιά φωνή του, απάντησε:
«Κι εγώ σε σένα, νέγρο. Σ' έκανα να περιμένεις κάμποσο, να όμως πού ήρθα».
Έπεσε σιωπή. Κάποια στιγμή, ο μαύρος ξαναμίλησε:
«Έχω μάθει να περιμένω. Περίμενα εφτά χρόνια».
Ο άλλος εξήγησε χωρίς να βιάζεται:
«Εγώ είχα πάνω από εφτά χρόνια να δω τα παιδιά μου. Τ' απάντησα κείνη τη μέρα, μα δεν θέλησα να με δουν σαν μαχαιροβγάλτη».
«Το κατάλαβα», είπε ο μαύρος. «Ελπίζω να τ' άφησες καλά στην υγεία τους».
Ο ξένος, που είχε καθίσει πάνω στον πάγκο, γέλασε με την καρδιά του. Παράγγειλε ένα ρούμι και το δοκίμασε χωρίς να το πιει όλο.
«Τους έδωσα καλές συμβουλές», είπε, «πού δεν πάν ποτέ χαμένες και δεν κοστίζουν τίποτα. Μες στο 'να και στ' άλλο, τους είπα και πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να σκορπάει ανθρώπου αίμα».
Ένα αργό ακόρντο ακούστηκε πριν την απάντηση τού μαύρου:
«Καλά έκανες. Έτσι δε θα μας μοιάσουν».
«Τουλάχιστον δε θα μοιάσουν σε μένα», είπε ο ξένος και συνέχισε σαν να σκεφτόταν μεγαλόφωνα: «Ή μοίρα μου το θέλησε να σκοτώσω, και να που τώρα πάλι μου βάζει τον σουγιά στο χέρι».
Ο μαύρος, σαν να μην τον άκουσε, παρατήρησε:
«Το φθινόπωρο μικραίνουν οι μέρες».
«'Ακόμα και μ' αυτό το φως, την κάνω τη δουλειά μου», αποκρίθηκε ο άλλος και σηκώθηκε όρθιος.
Στήθηκε μπροστά στο μαύρο και του 'πε σαν αποσταμένος:
«Άσε την κιθάρα στη μπάντα. 'Απόψε σε περιμένει άλλου είδους κοντραπούντο».
Οι δυό τους τράβηξαν για την πόρτα. Βγαίνοντας ο μαύρος μουρμούρισε:
«Μπορεί κι απόψε να τα πάω άσκημα, όπως και την πρώτη φορά».
Ο άλλος του απάντησε με σοβαρότητα:
«Την πρώτη φορά, δεν τα πήγες άσκημα. Το μόνο ήταν που ανυπομονούσες για τη δεύτερη».
Βαδίζοντας δίπλα δίπλα, ξεμάκρυναν λίγο άπ' τά σπίτια. Όλα τα σημεία του κάμπου ήταν ίδια και το φεγγάρι άστραφτε. Στη στιγμή, κοιτάχτηκαν, σταμάτησαν κι ο ξένος έβγαλε τα σπιρούνια του. Είχαν τυλίξει και τα ponchos γύρω απ' τις πήχες τους, όταν ο μαύρος είπε:
«Θέλω να σου ζητήσω ένα πράγμα πριν αρπαχτούμε. Θέλω σε τούτη εδώ την πάλη να βάλεις όλη την αποκοτιά κι όλη σου την καπατσοσύνη, όπως και σ' εκείνη την άλλη πριν εφτά χρόνια, τότε πού σκότωσες τον αδελφό μου».
Ίσως ήταν η πρώτη φορά σ' όλη την κουβέντα τους πού ο Μαρτίν Φιέρο άκουσε το μίσος. Το 'νιώσε σαν να του κέντριζαν το αίμα. Ήρθαν στα χέρια - το κοφτερό ατσάλι σημάδεψε το πρόσωπο του μαύρου.
Είναι κάποια ώρα εκεί στο σούρουπο, που θαρρείς κι ο κάμπος θέλει να πει κάτι - δεν το λέει ποτέ. Ή, πάλι, μπορεί και να το λέει αδιάκοπα κι εμείς να μην τ' ακούμε, ή τ' ακούμε σαν μια μουσική πού δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε... Απ' το κρεβάτι του, ο Ρεκαμπάρεν είδε το τέλος. Με την πρώτη επίθεση, ο μαύρος τραβήχτηκε, έχασε το βήμα του, προσποιήθηκε πώς πήγαινε για το κεφάλι και τεντώθηκε σε μια βαθιά μαχαιριά, πού τρύπησε την κοιλιά του άλλου. Ύστερα έπεσε άλλη μια, που ο μαγαζάτορας ίσα πού την είδε, κι ο Φιέρο δεν ξανασηκώθηκε. 'Ακίνητος από πάνω του, ο μαύρος έδειχνε σαν ν' αγρυπνούσε την επιθανάτια αγωνία του. Σκούπισε στο χορτάρι το ματωμένο μαχαίρι και γύρισε στα σπίτια αργοπατώντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Τώρα πού είχε πάρει το δίκιο του, τώρα δεν ήταν κανένας. Ή, μάλλον, ήταν ο άλλος: δεν είχε στον ήλιο μοίρα κι είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο.

Borges Jorge Luis
Μυθοπλασίες
Μετάφραση 'Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις ύψιλον / βιβλία 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια: