Ο Χέγκελ λέει στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, πως το να θέλουμε να φιλοσοφούμε σημαίνει να κάνουμε ένα πήδημα, δηλαδή να βγαίνουμε από τη συνηθισμένη σκέψη που κινείται σε ένα χώρο παραστάσεων και αναμνήσεων και να περνούμε σε μια εννοιακή λειτουργία σκέψης. Για τον κοινό νου η φιλοσοφία φαντάζει συχνά ως υπερβολικά αφηρημένη σκέψη ή ακόμη και ως αναστραμμένος κόσμος. Και τούτο γιατί αυτή κλονίζει τις βεβαιότητες του κοινού νου και της καθημερινής συνείδησης. Στην καθημερινή ζωή τους οι άνθρωποι σκέφτονται συγκεκριμένα και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διαδικασία αφαίρεσης σαν αυτή που παρατηρείται τυπικά στη φιλοσοφία. Αν μερικοί από αυτούς υποχρεώνονταν ποτέ να υποστούν τη δοκιμασία να ακούσουν ή να διαβάσουν συνάφειες αφηρημένων σκέψεων, σίγουρα θα αντιδρούσαν με ένα αίσθημα αποδοκιμασίας. Πραγματικά, η φιλοσοφία οφείλει σε μεγάλο βαθμό την εχθρότητα ή αδιαφορία, ακόμα και την περιφρόνηση ή ειρωνεία των πολλών ανθρώπων γι’ αυτήν στην πλατιά διαδεδομένη εντύπωση πως φιλοσοφική εργασία είναι μια λειτουργία αφηρημένης σκέψης. Αν δεχτεί κανείς πως “από τη φύση της” η φιλοσοφία έχει να κάνει με αφηρημένες έννοιες, είναι ανάγκη τότε να αντιμετωπίσει ερωτήματα σαν αυτά: Δικαιολογείται η δραστηριότητα των φιλοσόφων στο χώρο των αφηρημένων εννοιών με ορισμένες κοινωνικές σχέσεις ύπαρξης; Λόγος π.χ., πνεύμα, ηθικότητα, ευτυχία είναι απλώς κατηγορίες της αστικής σκέψης ή έννοιες που επιδέχονται κατά περίπτωση συγκεκριμένο περιεχόμενο; Δεν είναι τάχα ο εσωτερικός σύνδεσμος της φιλοσοφικής δραστηριότητας με τη συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα, που έκφραση της θέλει να αποτελεί, το αναγκαίο σημείο αναφοράς; Δεν προκαλεί αυτό τους φιλοσόφους να εκφράζονται πάντοτε με τρόπο που οι ιδέες τους να γίνονται κατανοητές σε αναφορά με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα;
Από την άλλη μεριά πάλι οι φιλόσοφοι δεν ανέχονται συνήθως τις ιδέες που προβάλλονται ως προϊόντα του κοινού νου. Ο Ayer(1) π.χ. αναγνωρίζει ως αρετή του φιλοσόφου να μην ανέχεται υπερβολές του κοινού νου. Και αναφέρει ότι ο H.H. Price, προκάτοχός του στην έδρα του (Οξφόρδη), έτεινε να σκέφτεται πως ο κόσμος είναι ένας πολύ ξένος χώρος από ό,τι συνήθως υποθέτουμ ως είναι, τόσο που ακόμα και οι φαντασιώδεις θεωρίες για τον κόσμο μπορεί να βρεθούν πως περιέχουν κάποιο στοιχείο αλήθειας.
Ο κοινός νους μας βεβαιώνει, όπως λένε, ότι υπάρχουν πράγματα έξω από μας, ότι ο καθένας από μας υπάρχει ως ζωντανό σώμα, ότι το σύμπαν υπήρχε πριν από μας και πριν από μας επίσης έζησαν πολλά άλλα ανθρώπινα και άλλα ζωντανά όντα σαν αυτά που παρατηρούμε σήμερα κ.λπ. Οι βεβαιώσεις αυτές παρουσιάζονται ως αναμφισβήτητα αληθινή γνώση. Και η γνώση αυτή αξιολογείται ως σταθερή και σίγουρη περιουσία του κοινού νου. Κανείς δεν αμφισβητεί κανονικά την αλήθεια τέτοιων προτάσεων. Το ερώτημα είναι αν τέτοιες προτάσεις, αλλάζουν τη γνώση μας και τη ζωή μας με κάποιον σημαντικό τρόπο. Το σημαντικό λ.χ. είναι τάχα να συμφωνούμε όλοι πως υπάρχουν πράγματα έξω από μας ή να παίρνουμε κριτική στάση απέναντί τους; Γιατί το απλό γεγονός πως υπάρχουν υλικά πράγματα έξω από μας, συμβάντα καθώς και πράξεις άλλων ζωντανών όντων δεν δημιουργεί αλλαγή στη γνώση και στη ζωή μας (θα ήταν μάλλον απίθανο να αμφισβητήσει κανείς τέτοιες θέσεις).
Πιστεύουμε όλοι πως υπάρχει ένα σύμπαν, ένας τεράστιος αριθμός από υλικά αντικείμενα του ενός ή του άλλου είδους (άνθρωποι, ζώα, φυτά, πέτρες, βουνά, μέταλλα, νερά κ.λπ.) καθώς και αντικείμενα κατασκευασμένα από ανθρώπους ή, σπάνια, από ζώα (φωλιές και σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, αυτοκίνητα, σιδηρόδρομοι, αεροπλάνα, εργοστάσια κ.λπ.). Εκτός από τη γη και όσα βρίσκονται πάνω της και μέσα τη, υπάρχουν αναρίθμητα άλλα αστρικά σώματα, και πολλά ασύγκριτα πιο μεγάλα από αυτήν. Ο κοινός νους δέχεται ακόμα πως εκτός από όλα αυτά τα υλικά πράγματα που υπάρχουν έξω από μας, υπάρχουν επίσης και οι πράξεις των ανθρώπων και των ζώων. Όλα αυτά υπάρχουν σε χώρο και χρόνο. Αλλά ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν τα υλικά πράγματα. Πολλές διαφωνίες φιλοσόφων ανάγονται σε ζητήματα που πάνε πέρα από τις βεβαιώσεις του κοινού νου. Είναι το ζήτημα λ.χ. αν όλα όσα υπάρχουν είναι υλικά πράγματα και, αν υπάρχουν και πνευματικά, τι είναι ύλη και τι πνεύμα, το ζήτημα αν υπάρχουν άλλα είδη πραγμάτων, όπως ο χώρος και ο χρόνος κ.λπ.
Στις υπαγορεύσεις του κοινού νου θα μπορούσε ακόμα να αναχθεί η πίστη πως υπάρχει θεός (αυτός δεν ανήκει ούτε στα υλικά αντικείμενα ούτε στις πράξεις της συνείδησης ούτε σε οντότητες της μορφής χώρος ή χρόνος), ή και η άποψη πως, ακόμα κι αν ο θεός υπάρχει, δεν μπορούμε να το ξέρουμε: πιστεύει ή δεν πιστεύει κανείς πως υπάρχει. Και το ίδιο ισχύει επίσης για την πίστη στην μέλλουσα ζωή. Γιατί, όπως λέει ο Μουρ(2), “αν πραγματικά συμβαίνουν στο σύμπαν αυτή τη στιγμή όχι μόνον οι πράξεις της συνείδησης που συνδέονται με τα ζώντα σώματα των ανθρώπων και των ζώων (ή ακόμα και των φυτών) στην επιφάνεια της γης, αλλά επίσης πράξεις συνείδησης που εκτελούνται από τα πνεύματα εκατομμυρίων ανθρώπων που τα σώματά τους έχουν πεθάνει – τότε σίγουρα το σύμπαν είναι ένας πολύ διαφορετικός χώρος από ό,τι θα έπρεπεν να είναι αν δεν συνέβαινε έτσι”.
Η φιλοσοφία αποτελεί κριτική διανοητική εργασία με την οποία τίθενται διαρκώς σε συζήτηση οι απόψεις του κοινού νου, γίνονται αποδεκτές ή απορρίπτονται, ή τροποποιούνται περασμένες από τον έλεγχο του κριτικού λόγου και τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης.
Από την άλλη μεριά πάλι οι φιλόσοφοι δεν ανέχονται συνήθως τις ιδέες που προβάλλονται ως προϊόντα του κοινού νου. Ο Ayer(1) π.χ. αναγνωρίζει ως αρετή του φιλοσόφου να μην ανέχεται υπερβολές του κοινού νου. Και αναφέρει ότι ο H.H. Price, προκάτοχός του στην έδρα του (Οξφόρδη), έτεινε να σκέφτεται πως ο κόσμος είναι ένας πολύ ξένος χώρος από ό,τι συνήθως υποθέτουμ ως είναι, τόσο που ακόμα και οι φαντασιώδεις θεωρίες για τον κόσμο μπορεί να βρεθούν πως περιέχουν κάποιο στοιχείο αλήθειας.
Ο κοινός νους μας βεβαιώνει, όπως λένε, ότι υπάρχουν πράγματα έξω από μας, ότι ο καθένας από μας υπάρχει ως ζωντανό σώμα, ότι το σύμπαν υπήρχε πριν από μας και πριν από μας επίσης έζησαν πολλά άλλα ανθρώπινα και άλλα ζωντανά όντα σαν αυτά που παρατηρούμε σήμερα κ.λπ. Οι βεβαιώσεις αυτές παρουσιάζονται ως αναμφισβήτητα αληθινή γνώση. Και η γνώση αυτή αξιολογείται ως σταθερή και σίγουρη περιουσία του κοινού νου. Κανείς δεν αμφισβητεί κανονικά την αλήθεια τέτοιων προτάσεων. Το ερώτημα είναι αν τέτοιες προτάσεις, αλλάζουν τη γνώση μας και τη ζωή μας με κάποιον σημαντικό τρόπο. Το σημαντικό λ.χ. είναι τάχα να συμφωνούμε όλοι πως υπάρχουν πράγματα έξω από μας ή να παίρνουμε κριτική στάση απέναντί τους; Γιατί το απλό γεγονός πως υπάρχουν υλικά πράγματα έξω από μας, συμβάντα καθώς και πράξεις άλλων ζωντανών όντων δεν δημιουργεί αλλαγή στη γνώση και στη ζωή μας (θα ήταν μάλλον απίθανο να αμφισβητήσει κανείς τέτοιες θέσεις).
Πιστεύουμε όλοι πως υπάρχει ένα σύμπαν, ένας τεράστιος αριθμός από υλικά αντικείμενα του ενός ή του άλλου είδους (άνθρωποι, ζώα, φυτά, πέτρες, βουνά, μέταλλα, νερά κ.λπ.) καθώς και αντικείμενα κατασκευασμένα από ανθρώπους ή, σπάνια, από ζώα (φωλιές και σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, αυτοκίνητα, σιδηρόδρομοι, αεροπλάνα, εργοστάσια κ.λπ.). Εκτός από τη γη και όσα βρίσκονται πάνω της και μέσα τη, υπάρχουν αναρίθμητα άλλα αστρικά σώματα, και πολλά ασύγκριτα πιο μεγάλα από αυτήν. Ο κοινός νους δέχεται ακόμα πως εκτός από όλα αυτά τα υλικά πράγματα που υπάρχουν έξω από μας, υπάρχουν επίσης και οι πράξεις των ανθρώπων και των ζώων. Όλα αυτά υπάρχουν σε χώρο και χρόνο. Αλλά ο χώρος και ο χρόνος δεν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν τα υλικά πράγματα. Πολλές διαφωνίες φιλοσόφων ανάγονται σε ζητήματα που πάνε πέρα από τις βεβαιώσεις του κοινού νου. Είναι το ζήτημα λ.χ. αν όλα όσα υπάρχουν είναι υλικά πράγματα και, αν υπάρχουν και πνευματικά, τι είναι ύλη και τι πνεύμα, το ζήτημα αν υπάρχουν άλλα είδη πραγμάτων, όπως ο χώρος και ο χρόνος κ.λπ.
Στις υπαγορεύσεις του κοινού νου θα μπορούσε ακόμα να αναχθεί η πίστη πως υπάρχει θεός (αυτός δεν ανήκει ούτε στα υλικά αντικείμενα ούτε στις πράξεις της συνείδησης ούτε σε οντότητες της μορφής χώρος ή χρόνος), ή και η άποψη πως, ακόμα κι αν ο θεός υπάρχει, δεν μπορούμε να το ξέρουμε: πιστεύει ή δεν πιστεύει κανείς πως υπάρχει. Και το ίδιο ισχύει επίσης για την πίστη στην μέλλουσα ζωή. Γιατί, όπως λέει ο Μουρ(2), “αν πραγματικά συμβαίνουν στο σύμπαν αυτή τη στιγμή όχι μόνον οι πράξεις της συνείδησης που συνδέονται με τα ζώντα σώματα των ανθρώπων και των ζώων (ή ακόμα και των φυτών) στην επιφάνεια της γης, αλλά επίσης πράξεις συνείδησης που εκτελούνται από τα πνεύματα εκατομμυρίων ανθρώπων που τα σώματά τους έχουν πεθάνει – τότε σίγουρα το σύμπαν είναι ένας πολύ διαφορετικός χώρος από ό,τι θα έπρεπεν να είναι αν δεν συνέβαινε έτσι”.
Η φιλοσοφία αποτελεί κριτική διανοητική εργασία με την οποία τίθενται διαρκώς σε συζήτηση οι απόψεις του κοινού νου, γίνονται αποδεκτές ή απορρίπτονται, ή τροποποιούνται περασμένες από τον έλεγχο του κριτικού λόγου και τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης.
_______________
1. A.J. Ayer, Philosophy and Language, Oxford 1960, σς. 3-4.
2. G.E. Moore, Some Main Problems of Philosophy, σ. 18.
Θεόφιλος Βέικος
Φιλοσοφία και Επιστήμη
Εκδόσεις Γρηγόρη 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου