Έχω την ιδέαν ότι όλοι οι κουρείς είναι και πρέπει αν είναι κατά το μάλλον ή ήττον φιλόσοφοι, αφού έχουν να κάμουν καθημερινώς με το κέντρον της σκέψεως, την κεφαλήν. Ενώ δια των χειρών ζυγίζουν το βάρος των κεφαλών τας οποίας κουρεύουν, δεν είναι δυνατόν παρά να κάνουν συγκρίσεις και παρατηρήσεις; και δεν είναι δυνατόν παρά να φθάνουν εις το αποθαρρυντικόν συμπέρασμα ότι πολύ ολίγος νους υπάρχει εις τόσον πλήθος κεφαλών; άλλως, ο κόσμος θα ήτο καλύτερος. Δια τούτο δε πιθανώς οι σημερινοί κουρείς δεν είναι φλύαροι ως οι αρχαίοι συνάδελφοί των. Δια του χρόνου συνήθισαν να σκέπτονται πολλά και να λέγουν ολίγα.
Ηυτύχησα να γνωρίσω εν στιγμή διαχυτικότητος, ένα τοιούτον, όστις μου εξήγησε την ψυχολογίαν του επαγγέλματός του.
Ο κουρεύς, μου έλεγε, δεν πρέπει να είναι ούτε νευρικός, ούτε ευέξαπτος και ευερέθιστος. Κουρεύς, ο οποίος έχει κουρεύσει εκατόν κεφαλάς και δεν έγινε φιλόσοφος, πρέπει να παύσει να κουρεύει. Δεν είναι άξιος της τέχνης, ήτις διδάσκει την απάθειαν και την περιφρόνησιν της ανθρωπίνης οιήσεως, όσον και η ιατρική. Ελέχθη ότι δεν υπάρχει μέγας άνθρωπος δια τον θαλαμηπόλον του. Δύναται να λεχθεί, ότι δεν υπάρχει έκτακτος άνθρωπος και δια τον κουρέα του. Όλαι αι κεφαλαί φαίνονται ισοβαρείς υπό το ψαλίδι. Όλαι παρουσιάζουν την αυτήν παιδαριώδη ματαιότητα ενώπιον του καθρέπτου.
Έπειτα ο κουρεύς, όπως είναι φοβερώς οπλισμένος και έχει υποχείριον τον πελάτην ανίκανον προς αντίστασιν και δεσμευμένον δια των οθονών, ως δια ζουρλομανδύου, δεν δύναται παρά να αισθάνεται υπεροχήν απέναντι αυτού και να ενδίδει εις τας ιδιοτροπίας του, όπως ενδίδομεν εις τας ιδιοτροπίας ενός παιδίου εξ οίκτου ή εκ μεγαθύμου συγκαταβάσεως.
— Αλλ΄ οι καλύτεροι πελάται, εξηκολούθησεν ο κουρεύς, είναι πάντοτε οι νεκροί...
— Οι νεκροί!
— Ναι, οι νεκροί. Αυτοί δεν παραπονούνται ποτέ εις τον κουρέα και αν τύχει να τους κόψετε, δεν θα σας απειλήσουν ότι θα σας ραπίσουν. Δεν υπάρχει άλλως φόβος να τους κόψετε, διότι είναι ατάραχοι, έχουν την ιδεώδη ακινησίαν, την οποίαν οι κουρείς ουδέποτε θα εύρουν εις τους ζωντανούς πελάτας των.
— Μα ξυρίζετε λοιπόν και πεθαμένους;
— Δεν το ξέρετε; Η ματαιότης παρακολουθεί τον άνθρωπον και μετά θάνατον. Τουλάχιστον οι ζώντες εννοούν να εκμεταλλεύονται και αυτόν τον θάνατον, δια να ρεκλαμαρισθούν. Δεν βλέπετε ότι συγγενείς των αποθνησκόντων εξαίρουν δια των εφημερίδων τας αρετάς των νεκρών δια να προσθέσουν, ότι ο τόσον σπουδαίος μακαρίτης είναι πατήρ του τάδε διακεκριμένου και μεγαλοφυούς κυρίου; Το συμφέρον λοιπόν της ματαιότητος των ζώντων είναι να κάμει καλήν εντύπωσιν ο νεκρός των; διό και φροντίζουν να τον παρουσιάσουν ξυρισμένον εις το πλήθος; υπάρχουν μάλιστα και παραδείγματα νεκρών εξωραϊζομένων με ψιμμύθιον.
— Και έχετε ξυρίσει εσείς πεθαμένον άνθρωπον;
— Πολλούς, απήντησεν ο κουρεύς, συμπληρών την φράσιν του με μίαν χειρονομίαν ως πτυαριάν. Να σας πω δε και μίαν ιδέαν; το ξύρισμα ημπορεί να αποβεί σωτήριον εν περιπτώσει νεκροφανείας. Με μίαν παραδρομήν του ξυραφιού δύνασθε να σώσετε ένα άνθρωπον, ο οποίος κινδυνεύει να ταφεί ζωντανός. Θα τρομάξετε ολίγον όταν θ΄ ακούσετε τον πεθαμένον να φωνάξει: «Μα πρόσεχε λοιπόν!», αλλά θ΄ αποζημιωθείτε με την χαράν, ότι εσώσατε ένα άνθρωπον.
— Και με τα ξυράφια που ξυρίζετε τους πεθαμένους ξυρίζετε έπειτα και ζωντανούς;
— Όχι δα, όχι δα! αυτό θα ήτο απάνθρωπον, διότι θα διέτρεχον μέγαν κίνδυνον οι άνθρωποι από το νεκρικόν μόλυσμα, την πτωμαΐνην. Τα εργαλεία, με τα οποία ξυρίζονται οι νεκροί, τίθενται εις αχρηστίαν, εγκαταλείπονται μάλιστα εις τον νεκρικόν θάλαμον.
— Ήμουν μαθητευόμενος, εξηκολούθησεν ο κουρεύς, όταν πρώτην φοράν εξύρισα νεκρόν. Κάποιος ήλθε στο μαγαζί και είπε: «Να περάσει ένας να ξυρίσει στο τάδε σπίτι». Ο μάστορης εστράφη προς ημάς τους υπαλλήλους του και ηρώτησε:
— Ποιος θα πάει;
— Εγώ, έσπευσα ν΄ απαντήσω.
Ενόμισα ότι επρόκειτο να ξυρίσω κανένα γαμβρόν και η ελπίς του γενναίου φιλοδωρήματος εξήψε την προθυμίαν μου. Τόση δε ήτο η σπουδή μου, ώστε δεν εσκέφθην διατί μου παρήγγειλεν ο προϊστάμενος ν΄ αφήσω εκεί τα εργαλεία.
Επήγα εις το σπίτι, ανέβηκα πάνω και μία υπηρέτρια με οδήγησεν εις ένα δωμάτιον με τρόπον κατηφή: «Ορίστε από ΄δω». Αντί δε να εύρω γαμβρόν, ευρήκα ένα πεθαμένον με σεβασμίαν γενειάδα. Και εστράφηκα με απορίαν προς την υπηρέτριαν:
— Ποιον θα ξυρίσω;
Και αυτή με ένα στεναγμόν μου απήντησε:
— Τον μακαρίτην.
— Τον μακαρίτην! τρελαθήκατε;
Επέστρεψα εις το μαγαζί έξω φρενών. Αλλ΄ ο μάστορης μ΄ έπεισε να ξαναπάγω, και μετ΄ ολίγον εκλάδευα την σεβασμίαν γενειάδα δια να διευκολύνω το ξύρισμα.
Και τόσον ήμουν τεταραγμένος, ώστε όταν ετελείωσε το φρικτόν ξύρισμα, είπα προς τον φρικτόν πελάτην:
— Με τ΄ς υγείες σας!...
Ηυτύχησα να γνωρίσω εν στιγμή διαχυτικότητος, ένα τοιούτον, όστις μου εξήγησε την ψυχολογίαν του επαγγέλματός του.
Ο κουρεύς, μου έλεγε, δεν πρέπει να είναι ούτε νευρικός, ούτε ευέξαπτος και ευερέθιστος. Κουρεύς, ο οποίος έχει κουρεύσει εκατόν κεφαλάς και δεν έγινε φιλόσοφος, πρέπει να παύσει να κουρεύει. Δεν είναι άξιος της τέχνης, ήτις διδάσκει την απάθειαν και την περιφρόνησιν της ανθρωπίνης οιήσεως, όσον και η ιατρική. Ελέχθη ότι δεν υπάρχει μέγας άνθρωπος δια τον θαλαμηπόλον του. Δύναται να λεχθεί, ότι δεν υπάρχει έκτακτος άνθρωπος και δια τον κουρέα του. Όλαι αι κεφαλαί φαίνονται ισοβαρείς υπό το ψαλίδι. Όλαι παρουσιάζουν την αυτήν παιδαριώδη ματαιότητα ενώπιον του καθρέπτου.
Έπειτα ο κουρεύς, όπως είναι φοβερώς οπλισμένος και έχει υποχείριον τον πελάτην ανίκανον προς αντίστασιν και δεσμευμένον δια των οθονών, ως δια ζουρλομανδύου, δεν δύναται παρά να αισθάνεται υπεροχήν απέναντι αυτού και να ενδίδει εις τας ιδιοτροπίας του, όπως ενδίδομεν εις τας ιδιοτροπίας ενός παιδίου εξ οίκτου ή εκ μεγαθύμου συγκαταβάσεως.
— Αλλ΄ οι καλύτεροι πελάται, εξηκολούθησεν ο κουρεύς, είναι πάντοτε οι νεκροί...
— Οι νεκροί!
— Ναι, οι νεκροί. Αυτοί δεν παραπονούνται ποτέ εις τον κουρέα και αν τύχει να τους κόψετε, δεν θα σας απειλήσουν ότι θα σας ραπίσουν. Δεν υπάρχει άλλως φόβος να τους κόψετε, διότι είναι ατάραχοι, έχουν την ιδεώδη ακινησίαν, την οποίαν οι κουρείς ουδέποτε θα εύρουν εις τους ζωντανούς πελάτας των.
— Μα ξυρίζετε λοιπόν και πεθαμένους;
— Δεν το ξέρετε; Η ματαιότης παρακολουθεί τον άνθρωπον και μετά θάνατον. Τουλάχιστον οι ζώντες εννοούν να εκμεταλλεύονται και αυτόν τον θάνατον, δια να ρεκλαμαρισθούν. Δεν βλέπετε ότι συγγενείς των αποθνησκόντων εξαίρουν δια των εφημερίδων τας αρετάς των νεκρών δια να προσθέσουν, ότι ο τόσον σπουδαίος μακαρίτης είναι πατήρ του τάδε διακεκριμένου και μεγαλοφυούς κυρίου; Το συμφέρον λοιπόν της ματαιότητος των ζώντων είναι να κάμει καλήν εντύπωσιν ο νεκρός των; διό και φροντίζουν να τον παρουσιάσουν ξυρισμένον εις το πλήθος; υπάρχουν μάλιστα και παραδείγματα νεκρών εξωραϊζομένων με ψιμμύθιον.
— Και έχετε ξυρίσει εσείς πεθαμένον άνθρωπον;
— Πολλούς, απήντησεν ο κουρεύς, συμπληρών την φράσιν του με μίαν χειρονομίαν ως πτυαριάν. Να σας πω δε και μίαν ιδέαν; το ξύρισμα ημπορεί να αποβεί σωτήριον εν περιπτώσει νεκροφανείας. Με μίαν παραδρομήν του ξυραφιού δύνασθε να σώσετε ένα άνθρωπον, ο οποίος κινδυνεύει να ταφεί ζωντανός. Θα τρομάξετε ολίγον όταν θ΄ ακούσετε τον πεθαμένον να φωνάξει: «Μα πρόσεχε λοιπόν!», αλλά θ΄ αποζημιωθείτε με την χαράν, ότι εσώσατε ένα άνθρωπον.
— Και με τα ξυράφια που ξυρίζετε τους πεθαμένους ξυρίζετε έπειτα και ζωντανούς;
— Όχι δα, όχι δα! αυτό θα ήτο απάνθρωπον, διότι θα διέτρεχον μέγαν κίνδυνον οι άνθρωποι από το νεκρικόν μόλυσμα, την πτωμαΐνην. Τα εργαλεία, με τα οποία ξυρίζονται οι νεκροί, τίθενται εις αχρηστίαν, εγκαταλείπονται μάλιστα εις τον νεκρικόν θάλαμον.
— Ήμουν μαθητευόμενος, εξηκολούθησεν ο κουρεύς, όταν πρώτην φοράν εξύρισα νεκρόν. Κάποιος ήλθε στο μαγαζί και είπε: «Να περάσει ένας να ξυρίσει στο τάδε σπίτι». Ο μάστορης εστράφη προς ημάς τους υπαλλήλους του και ηρώτησε:
— Ποιος θα πάει;
— Εγώ, έσπευσα ν΄ απαντήσω.
Ενόμισα ότι επρόκειτο να ξυρίσω κανένα γαμβρόν και η ελπίς του γενναίου φιλοδωρήματος εξήψε την προθυμίαν μου. Τόση δε ήτο η σπουδή μου, ώστε δεν εσκέφθην διατί μου παρήγγειλεν ο προϊστάμενος ν΄ αφήσω εκεί τα εργαλεία.
Επήγα εις το σπίτι, ανέβηκα πάνω και μία υπηρέτρια με οδήγησεν εις ένα δωμάτιον με τρόπον κατηφή: «Ορίστε από ΄δω». Αντί δε να εύρω γαμβρόν, ευρήκα ένα πεθαμένον με σεβασμίαν γενειάδα. Και εστράφηκα με απορίαν προς την υπηρέτριαν:
— Ποιον θα ξυρίσω;
Και αυτή με ένα στεναγμόν μου απήντησε:
— Τον μακαρίτην.
— Τον μακαρίτην! τρελαθήκατε;
Επέστρεψα εις το μαγαζί έξω φρενών. Αλλ΄ ο μάστορης μ΄ έπεισε να ξαναπάγω, και μετ΄ ολίγον εκλάδευα την σεβασμίαν γενειάδα δια να διευκολύνω το ξύρισμα.
Και τόσον ήμουν τεταραγμένος, ώστε όταν ετελείωσε το φρικτόν ξύρισμα, είπα προς τον φρικτόν πελάτην:
— Με τ΄ς υγείες σας!...
Ιωάννης Κονδυλάκης
Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 23 (1908), σ. 302-304