.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Ο κουρεύς των νεκρών - Ιωάννης Κονδυλάκης

Έχω την ιδέαν ότι όλοι οι κουρείς είναι και πρέπει αν είναι κατά το μάλλον ή ήττον φιλόσοφοι, αφού έχουν να κάμουν καθημερινώς με το κέντρον της σκέψεως, την κεφαλήν. Ενώ δια των χειρών ζυγίζουν το βάρος των κεφαλών τας οποίας κουρεύουν, δεν είναι δυνατόν παρά να κάνουν συγκρίσεις και παρατηρήσεις; και δεν είναι δυνατόν παρά να φθάνουν εις το αποθαρρυντικόν συμπέρασμα ότι πολύ ολίγος νους υπάρχει εις τόσον πλήθος κεφαλών; άλλως, ο κόσμος θα ήτο καλύτερος. Δια τούτο δε πιθανώς οι σημερινοί κουρείς δεν είναι φλύαροι ως οι αρχαίοι συνάδελφοί των. Δια του χρόνου συνήθισαν να σκέπτονται πολλά και να λέγουν ολίγα.
Ηυτύχησα να γνωρίσω εν στιγμή διαχυτικότητος, ένα τοιούτον, όστις μου εξήγησε την ψυχολογίαν του επαγγέλματός του.
Ο κουρεύς, μου έλεγε, δεν πρέπει να είναι ούτε νευρικός, ούτε ευέξαπτος και ευερέθιστος. Κουρεύς, ο οποίος έχει κουρεύσει εκατόν κεφαλάς και δεν έγινε φιλόσοφος, πρέπει να παύσει να κουρεύει. Δεν είναι άξιος της τέχνης, ήτις διδάσκει την απάθειαν και την περιφρόνησιν της ανθρωπίνης οιήσεως, όσον και η ιατρική. Ελέχθη ότι δεν υπάρχει μέγας άνθρωπος δια τον θαλαμηπόλον του. Δύναται να λεχθεί, ότι δεν υπάρχει έκτακτος άνθρωπος και δια τον κουρέα του. Όλαι αι κεφαλαί φαίνονται ισοβαρείς υπό το ψαλίδι. Όλαι παρουσιάζουν την αυτήν παιδαριώδη ματαιότητα ενώπιον του καθρέπτου.
Έπειτα ο κουρεύς, όπως είναι φοβερώς οπλισμένος και έχει υποχείριον τον πελάτην ανίκανον προς αντίστασιν και δεσμευμένον δια των οθονών, ως δια ζουρλομανδύου, δεν δύναται παρά να αισθάνεται υπεροχήν απέναντι αυτού και να ενδίδει εις τας ιδιοτροπίας του, όπως ενδίδομεν εις τας ιδιοτροπίας ενός παιδίου εξ οίκτου ή εκ μεγαθύμου συγκαταβάσεως.
— Αλλ΄ οι καλύτεροι πελάται, εξηκολούθησεν ο κουρεύς, είναι πάντοτε οι νεκροί...
— Οι νεκροί!
— Ναι, οι νεκροί. Αυτοί δεν παραπονούνται ποτέ εις τον κουρέα και αν τύχει να τους κόψετε, δεν θα σας απειλήσουν ότι θα σας ραπίσουν. Δεν υπάρχει άλλως φόβος να τους κόψετε, διότι είναι ατάραχοι, έχουν την ιδεώδη ακινησίαν, την οποίαν οι κουρείς ουδέποτε θα εύρουν εις τους ζωντανούς πελάτας των.
— Μα ξυρίζετε λοιπόν και πεθαμένους;
— Δεν το ξέρετε; Η ματαιότης παρακολουθεί τον άνθρωπον και μετά θάνατον. Τουλάχιστον οι ζώντες εννοούν να εκμεταλλεύονται και αυτόν τον θάνατον, δια να ρεκλαμαρισθούν. Δεν βλέπετε ότι συγγενείς των αποθνησκόντων εξαίρουν δια των εφημερίδων τας αρετάς των νεκρών δια να προσθέσουν, ότι ο τόσον σπουδαίος μακαρίτης είναι πατήρ του τάδε διακεκριμένου και μεγαλοφυούς κυρίου; Το συμφέρον λοιπόν της ματαιότητος των ζώντων είναι να κάμει καλήν εντύπωσιν ο νεκρός των; διό και φροντίζουν να τον παρουσιάσουν ξυρισμένον εις το πλήθος; υπάρχουν μάλιστα και παραδείγματα νεκρών εξωραϊζομένων με ψιμμύθιον.
— Και έχετε ξυρίσει εσείς πεθαμένον άνθρωπον;
— Πολλούς, απήντησεν ο κουρεύς, συμπληρών την φράσιν του με μίαν χειρονομίαν ως πτυαριάν. Να σας πω δε και μίαν ιδέαν; το ξύρισμα ημπορεί να αποβεί σωτήριον εν περιπτώσει νεκροφανείας. Με μίαν παραδρομήν του ξυραφιού δύνασθε να σώσετε ένα άνθρωπον, ο οποίος κινδυνεύει να ταφεί ζωντανός. Θα τρομάξετε ολίγον όταν θ΄ ακούσετε τον πεθαμένον να φωνάξει: «Μα πρόσεχε λοιπόν!», αλλά θ΄ αποζημιωθείτε με την χαράν, ότι εσώσατε ένα άνθρωπον.
— Και με τα ξυράφια που ξυρίζετε τους πεθαμένους ξυρίζετε έπειτα και ζωντανούς;
— Όχι δα, όχι δα! αυτό θα ήτο απάνθρωπον, διότι θα διέτρεχον μέγαν κίνδυνον οι άνθρωποι από το νεκρικόν μόλυσμα, την πτωμαΐνην. Τα εργαλεία, με τα οποία ξυρίζονται οι νεκροί, τίθενται εις αχρηστίαν, εγκαταλείπονται μάλιστα εις τον νεκρικόν θάλαμον.
— Ήμουν μαθητευόμενος, εξηκολούθησεν ο κουρεύς, όταν πρώτην φοράν εξύρισα νεκρόν. Κάποιος ήλθε στο μαγαζί και είπε: «Να περάσει ένας να ξυρίσει στο τάδε σπίτι». Ο μάστορης εστράφη προς ημάς τους υπαλλήλους του και ηρώτησε:
— Ποιος θα πάει;
— Εγώ, έσπευσα ν΄ απαντήσω.
Ενόμισα ότι επρόκειτο να ξυρίσω κανένα γαμβρόν και η ελπίς του γενναίου φιλοδωρήματος εξήψε την προθυμίαν μου. Τόση δε ήτο η σπουδή μου, ώστε δεν εσκέφθην διατί μου παρήγγειλεν ο προϊστάμενος ν΄ αφήσω εκεί τα εργαλεία.
Επήγα εις το σπίτι, ανέβηκα πάνω και μία υπηρέτρια με οδήγησεν εις ένα δωμάτιον με τρόπον κατηφή: «Ορίστε από ΄δω». Αντί δε να εύρω γαμβρόν, ευρήκα ένα πεθαμένον με σεβασμίαν γενειάδα. Και εστράφηκα με απορίαν προς την υπηρέτριαν:
— Ποιον θα ξυρίσω;
Και αυτή με ένα στεναγμόν μου απήντησε:
— Τον μακαρίτην.
— Τον μακαρίτην! τρελαθήκατε;
Επέστρεψα εις το μαγαζί έξω φρενών. Αλλ΄ ο μάστορης μ΄ έπεισε να ξαναπάγω, και μετ΄ ολίγον εκλάδευα την σεβασμίαν γενειάδα δια να διευκολύνω το ξύρισμα.
Και τόσον ήμουν τεταραγμένος, ώστε όταν ετελείωσε το φρικτόν ξύρισμα, είπα προς τον φρικτόν πελάτην:
— Με τ΄ς υγείες σας!...


Ιωάννης Κονδυλάκης
Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 23 (1908), σ. 302-304


Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Αναγέννηση του Χρόνου - Mircea Eliade

Οι γιορτές διεξάγονται μέσα σε ένα ιερό χρόνο, δηλ. όπως παρατηρεί ο Μ. Μόςς, στην αιωνιότητα. Υπάρχουν όμως περιοδικές εορτές – ασφαλώς οι σημαντικότερες – που αφήνουν να διαφαίνεται κάτι περισσότερο: η επιθυμία κατάργησης του ήδη περασμένου ανθρώπινου χρόνου και της εγκαθίδρυσης ενός «νέου χρόνου». Με άλλα λόγια, οι περιοδικές εορτές που κλείνουν ένα χρονικό κύκλο και ανοίγουν έναν καινούριο, επιχειρούν μια ολοκληρωτική αναγέννηση του χρόνου. Έχοντας εξετάσει αλλού και με κάποια λεπτομέρεια (Le mythe de l’ Eternal Retour) τα τελετουργικά θέματα που σημειώνουν το τέλος της παλιάς χρονιάς και την αρχή της καινούριας, θα αρκεστούμε εδώ σε μια περιληπτική άποψη του ουσιαστικού αυτού προβλήματος.
Η μορφολογία των περιοδικών τελετουργικών θεμάτων παρουσιάζει καταπληκτικό πλούτο. Οι έρευνες των Φρέυζερ, Βένσινκ, Ντυμεζίλ και άλλων συγγραφέων που αναφέρονται στην βιβλιογραφία, μας επιτρέπουν να συνοψίσουμε την ουσία στο εξής διάγραμμα. Το τέλος της χρονιάς και η αρχή της νέας δίνουν αφορμή σε ένα σύνολο τελετουργιών: 1ο, καθάρσεις, εξαγνισμούς, εξομολόγηση των αμαρτιών, απομάκρυνση των δαιμόνων, αποπομπή του πονηρού έξω από το χωριό, κλπ… 2ο, σβήσιμο και ξανάναμμα της φωτιάς. 3ο, λιτανείες με μάσκες (οι μάσκες εικονίζουν τις ψυχές των νεκρών), τελετουργική υποδοχή των νεκρών τους οποίους ευφραίνουν (συμπόσια κλπ…) και που συνοδεύουν, στο τέλος της γιορτής, ως τα όρια του τόπου, ως τη θάλασσα, ως το ρυάκι, κλπ…, 4ο, αγώνες μεταξύ δύο εχθρικών ομάδων. 5ο, αποκριάτικη παρεμβολή, σατουρνάλια, αντιστροφή της κατεστημένης τάξης, «όργιο».
Χωρίς αμφιβολία το θέμα του τέλους της χρονιάς και της αρχής της νέας, σε κανένα μέρος δεν συγκεντρώνει όλα τα τυπικά, που τον κατάλογό τους δεν ισχυριζόμαστε ότι εξαντλήσαμε εφόσον αποσιωπήσαμε τις μυήσεις και, σε ορισμένες περιοχές, τους γάμους δι’ απαγωγής. Μολαταύτα τα τυπικά αυτά δεν παύουν να αποτελούν τμήμα ενός και μόνου τελετουργικού πλαισίου. Το καθένα επιδιώκει – στο μέτρο της προοπτικής του και του ιδιαίτερου επιπέδου του – την κατάργηση του χρόνου που διέρρευσε στη διάρκεια του κύκλου που τελειώνει. Έτσι η κάθαρση, οι εξαγνισμοί, η καύση των ειδωλίων της «παλιάς χρονιάς», η αποπομπή των δαιμόνων, των μαγγανευτών και, γενικότερα, όλων όσων αντιπροσωπεύουν την περασμένη χρονιά, έχουν για αντικείμενο την εξαφάνιση του παρελθόντος στο σύνολο του, την εξάλειψη του. Το σβήσιμο της φωτιάς αντιστοιχεί στην αποκατάσταση του «ερέβους», της κοσμικής νύχτας όπου όλες οι «μορφές» χάνουν το περίγραμμα τους και συγχέονται. Στο κοσμολογικό επίπεδο, το «έρεβος» ταυτίζεται με το χάος, όπως η αναζωπύρωση της  φωτιάς συμβολίζει τη δημιουργία, την αποκατάσταση των μορφών και των ορίων. Οι μάσκες που ενσαρκώνουν τους προγόνους, τις ψυχές των νεκρών που επισκέπτονται εθιμοτυπικά τους ζωντανούς (Ιαπωνία, Γερμανία κλπ…) είναι συγχρόνως και η ένδειξη ότι τα σύνορα καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με την σύγχυση όλων  των ιδιοτήτων. Στο παράδοξο αυτό διάκενο μεταξύ δύο «χρόνων» (= μεταξύ δύο Κόσμων) η επικοινωνία γίνεται δυνατή ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, δηλαδή τις περιγραμμένες «μορφές» και το προσχηματικό, το εμβρυακό. Μπορούμε να πούμε, υπό μια έννοια, ότι μέσα στο «χάος» και το «έρεβος» που θρονιάστηκαν από τη διάλυση του παλιού χρόνου, όλες οι ιδιότητες συμπίπτουν και η παγκόσμια συγχώνευση («νύχτα» = «κατακλυσμός» = διάλυση) κάνει εφικτή – αυτόματα, χωρίς προσπάθεια – σε όλα τα επίπεδα την coincidentia oppositorum.
Η επιθυμία να καταργηθεί ο χρόνος διαφαίνεται πιο καθαρά στο «όργιο» που λαβαίνει χώρα – σύμφωνα με μια πολύμορφη κλίμακα βιαιότητας – με την ευκαιρία των εορτών της Πρωτοχρονιάς. Το όργιο αυτό-καθαυτό είναι μια επαναστροφή προς το «σκοτάδι», μια ανασύσταση του πρωταρχικού χάους και, μ’ αυτή την ιδιότητα, προηγείται κάθε δημιουργίας, κάθε εκδήλωσης οργανωμένης μορφής. Η συγχώνευση όλων των «μορφών» σε μια μοναδική, απέραντη, αδιαφοροποίητη ενότητα, επαναλαμβάνει ακριβώς την ακαθόριστη ιδιότητα της ύπαρξης. Σημειώσαμε με κάποια άλλη ευκαιρία τη λειτουργία και τη σημασία, σεξουαλική και συνάμα και αγροτική, του οργίου. Στο κοσμολογικό επίπεδο το «όργιο» είναι η αντιστοιχία του Χάους ή της τελικής πληρότητας και στη χρονική προοπτική, του Μεγάλου Χρόνου, της «αιώνιας στιγμής» της «μη-διάρκειας». Η παρουσία του οργίου στις τελετές που σημειώνουν περιοδικές διακοπές του χρόνου, φανερώνει επιθυμία ολοκληρωτικής κατάργησης του παρελθόντος με την κατάλυση της Δημιουργίας. Η «σύγχυση των μορφών» διασαφηνίζεται από την ανατροπή των κοινωνικών συνθηκών (στα Σατουρνάλια, ο σκλάβος γίνεται αφέντης, ο αφέντης υπηρετεί τους σκλάβους. Στη Μεσοποταμία εκθρονίζουν και ταπεινώνουν το βασιλιά, κλπ), από τη σύμπτωση των αντιθέτων (η σεβάσμια δέσποινα αντιμετωπίζεται σαν εταίρα κλπ.) από την αναστολή όλων των κανόνων κλπ. Η σφοδρότητα της ακολασίας, η καταπάτηση κάθε απαγόρευσης, η συνάντηση όλων των αντιθέτων δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο από την κατάλυση του κόσμου – που εικόνα του συνιστά η κοινότητα – και την αποκατάσταση του αρχέγονου illud tempus που αναντίρρητα είναι η μυθική στιγμή της αρχής (χάος) και του τέλους (κατακλυσμός ή εκπύρωση. Αποκάλυψη).

Mircea Eliade
Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών
Μετάφραση Έλσα Τσούτη
Εκδόσεις Χατζηνικολή 1981

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Η σάρκα και το αίμα – Thomas Pynchon

...Ο αιδεσιμότατος κοιτάζει με ενδιαφέρον. Ο Γάλλος τον έχει συναρπάσει. Μετά τον πρόσφατο σχολιασμό του πάνω στο Μυστικό Δείπνο, δείχνει μεγαλύτερη προσοχή στο  φαγητό και στην προετοιμασία του. «Νόμιζα πως είχα ξεπεράσει πια», γράφει, «τα ερωτήματα για το αν το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι ομοούσια με τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας ή αν μετουσιώνονται σ’ αυτά – και τελικά προτίμησα να πιστέψω, μαζί με γιατρούς όπως ο Χάιμο από το Χάλμπερστατ, ότι οι εξωτερικές μορφές δίνονται στον άρτο και τον οίνο μέσω ελέους του Θεού, γιατί αλλιώς θα ήταν αποκρουστικό το θέαμα της ανθρώπινης σάρκας και του ανθρώπινου αίματος, πόσο μάλλον η προοπτική της κατάποσης τους. Επομένως, στα χαρακτηριστικά του Θεού πρέπει να προστεθεί και η ικανότητα του μεγάλου σεφ, καθώς μπορεί να συγκαλύπτει μια τόσο τρομακτική πραγματικότητα. Το ερώτημα που δεν μπορώ να απαντήσω είναι αν η πραγματική σάρκα και το πραγματικό αίμα είναι με τη σειρά τους συμβολικά – είτε κάποιου μυστηριακού σώματος του Χριστού, μέσω του οποίου οι συμμετέχοντες στο Μυστικό Δείπνο – μυστηριακά πάντοτε – γίνονται ένα – είτε ενός φρικτού αντιθέτου… κάποιας ύστατης σαρκικότητας, μιας ταύτισης με έναν κόσμο καταδικασμένο που δεν μπορεί ποτέ να σωθεί – μια κατάσταση που πρέπει να ομολογήσω ότι κάποτε πίστευα πως γύριζα τον κόσμο για να βρω, ασφυκτιώντας μέσα σε μια σκοτεινή αθωότητα την οποία οι κατοπινές γενεές ίσως να μην μπορούν πια να φανταστούν.
»Αλλά εκείνες οι ημέρες των άγουρων ελπίδων, των απατηλών πρωινών και του αλλόκοτου θάρρους έχουν περάσει, κι εγώ έχω περπατήσει σε άλλες συνοικίες της πόλης της Γης, έχω δει κι έχω μυρίσει στις λαϊκές αγορές τα κρεμασμένα κρέατα μέσα στις μύγες και τη σκόνη του δρόμου, κι ανάμεσά τους ανθρώπινο κρέας να πουλιέται κι αυτό… Στην Αμερική, μερικοί Ινδιάνοι πιστεύουν πως, αν φας τη σάρκα, και ιδίως αν πιεις το αίμα, του εχθρού που έχεις νικήσει στη μάχη, θα αποκτήσεις τις «αρετές», όπως θα τις έλεγαν οι θεολόγοι, του μακαρίτη αντιπάλου σου – πρόκειται για μια μυστηριακή ένωση των δύο ανταγωνιστών, την οποία κανείς απ’ όσους έχω συμβουλευτεί δεν έχει καταφέρει να μου εξηγήσει. Αυτό δημιουργεί την πιθανότητα οι άγριοι που φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, εχθροί μεταξύ τους, να είναι στην πραγματικότητα συνδεδεμένοι πολύ στενά, σαν με συμβόλαιο αίματος και ο πόλεμος γι’ αυτούς να είναι κάτι σαν Θεία Μετάληψη. Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε το “μονοπάτι του πολέμου” ιερό, και κάθε απόκλιση απ’ αυτό πολύ σοβαρό θέμα, σε βαθμό που δεν μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε, με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε εμείς με βάση τα κλασικά βρετανικά μονοπάτια. Θα πρέπει ή να αλλάξουμε την ιδέα που έχουμε για την ιερότητα, ή να έρθουμε σε κάποιου είδους συμφωνία με αυτές τις φυλές – και μάλιστα σύντομα».


Thomas Pynchon
Mason and Dixon
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Χατζηνικολή 2003

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Θυμήσου – Juan Rulfo

Θυμήσου τον Ουρμπάνο Γκόμες, τον γιο του δον Ουρμπάνο, τον εγγονό του Δίμας, εκείνου που σκηνοθετούσε τις παστορέλες(1) και πέθανε απαγγέλοντας «κάνε πίσω, καταραμένε άγγελε» την εποχή της ινφλουέντσας(2). Πάνε χρόνια από τότε, ίσως δεκαπέντε. Αλλά πρέπει να τον θυμάσαι. Θυμήσου που τον λέγαμε ο Παππούς επειδή ο άλλος γιος του, ο Φιδένσιο Γκόμες, είχε δύο πολύ παιχνιδιάρες κόρες: μια κοντούλα και μαυριδερή, που της είχαν βγάλει το παρατσούκλι η Προκομμένη, και μια άλλη, που ήταν πανύψηλη και είχε μάτια θαλασσιά, λέγανε μάλιστα πως δεν ήταν καν παιδί του, και που επιπλέον ήταν άρρωστη από λόξιγκα. Θυμήσου τι κακός χαμός γινότανε όταν βρισκόμασταν στη λειτουργία και ακριβώς την ώρα της Ύψωσης του Σταυρού την έπιανε η κρίση του λόξιγκα, κι εκείνη έμοιαζε σαν να γελούσε και να έκλαιγε μαζί, μέχρι που τη βγάζαν’ έξω και της δίνανε λίγο νερό με ζάχαρη και τότε ηρεμούσε. Αυτή στο τέλος παντρεύτηκε με τον Λούσιο Τσίκο, τον ιδιοκτήτη της φυτείας του μεσκάλ που πριν ανήκε στον Λιμπράδο, στ’ άναντα του ποταμού, εκεί που είναι ο λιναρόμυλος των Τεόδουλος.
Θυμήσου που τη μητέρα του τη λέγανε Φλάσκα γιατί ήταν πάντοτε μπλεγμένη σε ερωτοδουλειές κι από την καθεμιά τους έβγαινε με ένα παιδί. Λένε πως είχε το κομπόδεμά της αλλά της τέλεψε με τις κηδείες, γιατί όλα της τα παιδιά τής πέθαιναν νεογέννητα και πάντοτε παράγγελνε να τους τραγουδήσουνε εγκώμια, ενώ τα πήγαιναν στο κοιμητήρι με μουσικές και χορωδίες από παπαδοπαίδια που τραγουδούσαν «ωσαννά» και «δόξες» κι εκείνο το τραγούδι «ιδού σου στέλνω, Κύριε, άλλο ένα αγγελούδι». Έτσι έμεινε φτωχή, γιατί της κόστιζε ακριβά κάθε κηδεία, απ’ τις κανέλες(3) που πρόσφερε στους καλεσμένους της αγρύπνιας. Μείνανε μόνο αυτά τα δύο, ο Ουρμπάνο και η Ναταλία, που γεννηθήκανε εξαρχής φτωχά και που εκείνη δεν τα είδε να μεγαλώνουν, γιατί πέθανε στην τελευταία γέννα, μεγάλη πια, θα είχε περασμένα τα πενήντα.
Σίγουρα θα τη γνώρισες: ήταν μεγάλη καυγατζού και κάθε τόσο τσακωνότανε με τις εμπόρισσες στην πλατεία της αγοράς γιατί ήθελαν να της πουλήσουνε πολύ ακριβά τις ντομάτες. Έμπηγε τις φωνές κι έλεγε πως τη λήστευαν. Μετά, φτωχή πια, τη βλέπανε να τριγυρίζει στα σκουπίδια, μαζεύοντας κρεμμύδια, φρέσκα φασόλια ήδη παραβρασμένα και που και που κάνα καλάμι από ζαχαροκάλαμο «μήπως και γλυκαθεί το στόμα των παιδιών της». Δύο είχε, όπως σου είπα ήδη, που ήταν τα μόνα που της μείνανε. Μετά δεν ακούστηκε τίποτ’ άλλο για κείνη.
Αυτός ο Ουρμπάνο Γκόμες ήτανε πάνω κάτω στην ηλικία μας, λίγους μήνες μονάχα μεγαλύτερος, πολύ καλός στο κουτσό και στις μπαγαποντιές. Θυμήσου που μας πούλαγε γαριφαλάκια κι εμείς του τ’ αγοράζαμε, ενώ το ευκολότερο θα ήταν να πάμε να μαζέψουμε στον λόφο. Μας πούλαγε πράσινα μάνγκο που τα ‘κλεβε απ’ το δέντροπου είχαμε στην αυλή του σχολείου και πορτοκάλια με τσίλι που τ’ αγόραζε από τον θυρωρό δύο σεντάβος κι έπειτα μας τα πούλαγε για πέντε. Έβγαζε σε πλειστηριασμό κάθε αηδία που ‘χε μες στην τσάντα του. Βόλους από γαγάτη, σβούρες και σφυρίχτρες, ακόμα και πράσινους σκαραβαίους, απ’ αυτούς που τους δένουν ένα σκοινάκι στο ένα πόδι για να μην πετάνε πολύ μακριά.
Μας πούλαγε και μας αγόραζε όλους, θυμήσου.
Ήταν κουνιάδος του Νατσίτο Ριβέρο, κεινού που χάζεψε λίγες μέρες μετά τον γάμο του και που η Ναταλία, η γυναίκα του, για να συντηρηθεί, αναγκάστηκε να στήσει έναν πάγκο με τεπάτσε(4) στην αρχή της δημοσιάς, ενώ ο Νατσίτο πέρναγε τη ζωή του παίζοντας εντελώς φάλτσα τραγούδια μ’ ένα μαντολίνο που του δάνειζαν στο κουρείο του δον Ρεφούχιο.
Κι εμείς πηγαίναμε με τον Ουρμπάνο να δούμε την αδερφή του, να πιούμε τεπάτσε – πάντα της αφήναμε βερεσέδια και ποτέ δεν πληρώναμε, γιατί ποτέ δεν είχαμε λεφτά. Στο τέλος έμεινε χωρίς φίλους, γιατί μόλις τον βλέπαμε όλοι του γυρνούσαμε την πλάτη, για να μη μας ζητήσει να τον πληρώσουμε.
Ίσως τότε να έγινε κακός ή ίσως και να ήτανε από γεννησιμιού του.
Τον έδιωξαν απ’ το σχολείο πριν από την πέμπτη τάξη, γιατί τον βρήκανε με την ξαδέρφη του την Προκομμένη να παίζουνε τους παντρεμένους πίσω απ’ τα πλυσταριά, χωμένοι σε μια ξεραμένη γούρνα. Τον βγάλανε απ’ τη μεγάλη πόρτα τραβώντας τον από τ’ αυτιά μέσα στις κοροϊδίες όλων, περνώντας τον ανάμεσα από παραταγμένα αγόρια και κορίτσια για να τον ντροπιάσουν. Κι εκείνος πέρασε από κει, με το κεφάλι ψηλά, απειλώντας μας όλους με το χέρι του σαν να μας έλεγε: «Θα μου το πληρώσετε ακριβά».
Κι έπειτα εκείνη βγήκε μυξοκλαίγοντας και ξυρίζοντας με το βλέμμα της τα τούβλα, μέχρι που, στην πόρτα πια, έβαλε τα κλάματα. Μια τσιρίδα που ακουγόταν όλο το απόγευμα σαν να ‘τανε το  ουρλιαχτό κανενός κογιότ.
Μονάχα αν έχει χάσει εντελώς τη μνήμη σου, μπορεί να μην τα θυμάσαι όλα αυτά.
Λένε ότι ο θείος του, ο Φιδένσιο, εκείνος με τον ζαχαρόμυλο, του ‘ριξε ένα χέρι ξύλο που λίγο έλειψε να τον αφήσει ανάπηρο, και ότι εκείνος, τσατισμένος, έφυγε απ’ το χωριό.
Το βέβαιο είναι πως δεν τον ξανάδαμε μέχρι που εμφανίστηκε και πάλι από δω, χωροφύλακας πια. Πάντα βρισκότανε στην κεντρική πλατεία, καθισμένος σε ένα παγκάκι, με την καραμπίνα ανάμεσα στα πόδια του και κοίταζε τους πάντες όλο μίσος. Δε μίλαγε με κανέναν. Δε χαιρέταγε κανέναν. Κι αν κάποιος τον κοιτούσε, εκείνος έκανε πως δεν καταλάβαινε, σαν να μη γνώριζε τον κόσμο.
Τότε σκότωσε τον κουνιάδο του, εκείνον με το μαντολίνο. Του Νατσίτο του ήρθε η ιδέα να πάει να του κάνει μια καντάδα, τη νύχτα, λίγο μετά τις οχτώ κι ενώ ακόμα ηχούσαν οι καμπάνες του εσπερινού. Τότε ακούστηκαν οι κραυγές κι ο κόσμος που βρισκότανε στην εκκλησία και προσευχότανε με το ροζάρι βγήκε στον δρόμο και τους είδε εκεί. Τον Νατσίτο να αμύνεται με τα πόδια ψηλά και το μαντολίνο και τον Ουρμπάνο να τον χτυπάει ξανά και ξανά με τον υποκόπανο του μάουζερ, χωρίς ν’ ακούει τι του φώναζε ο κόσμος, έξαλλος, σαν λυσσασμένος σκύλος. Μέχρι που κάποιος που δεν ήταν απ’ τα μέρη μας πετάχτηκε έξω απ’ το πλήθος και πήγε και του πήρε την καραμπίνα και του ‘ριξε μια μ’ αυτή στην πλάτη, κι εκείνος διπλώθηκε στα δύο πάνω στο παγκάκι του πάρκου, όπου ‘ταν ξαπλωμένος.
Εκεί τον άφησαν να περάσει τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, έφυγε. Λένε πως πήγε πρώτα στο πρεσβυτέριο, ζήτησε μάλιστα και την ευλογία του ιερέα, όμως αυτός δεν του την έδωσε.
Τον πιάσανε στον δρόμο. Πήγαινε κουτσαίνοντας κι εκεί που κάθισε να ξαποστάσει, τον προφτάσανε. Δεν αντιστάθηκε. Λένε πως έδεσε ο ίδιος στον λαιμό του τη θηλιά, διάλεξε μάλιστα και το δέντρο που πιο πολύ του άρεσε για να τον κρεμάσουν.
Θα πρέπει να τον θυμάσαι, ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο και τον γνώρισες όπως κι εγώ.

______________________ 
1. Pastorela: Θεατρική παράσταση που παρουσιαζόταν την εποχή των Χριστουγέννων. Λάμβαναν μέρος κάτοικοι του χωριού ή αγρότες. Το κεντρικό θέμα αυτών των έργων ήταν η ανακοίνωση της γέννησης του Χριστού από τον άγγελο στους βοσκούς. (Σ.τ.Μ.)
2. Αναφέρεται στην ισπανική γρίπη που έπληξε τη χώρα γύρω στα 1918. (Σ.τ.Μ.)
3. Ζεστό ποτό που φτιάχνεται με ρακί, κανέλα και ζάχαρη. (Σ.τ.Μ.)
4. Τυπικό μεξικάνικο ποτό που φτιάχνεται από φλούδες ανανά και ξίδι μετά από ζύμωση. (Σ.τ.Μ.)

Juan Rulfo
Ο Κάμπος στις Φλόγες
Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη 2011