Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.
Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια, όταν κατάλαβα
πως πια δεν είχα πλοηγούς. Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε
καρφώσει απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς τώρα
τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.
J'étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages
Les Fleuves m'ont laissé descendre où je voulais
Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός, τόσο μπαμπάκι
εγγλέζικο και στάρι από την Φλάντρα που είχα συντροφιά μέσα
στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός, ξεγαύριασαν οι
δαίμονες· πάνε οι πλοηγοί. Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω
μοναχό όπου μου κατεβεί.
Dans les clapotements furieux des marées
Moi l'autre hiver plus sourd que les cerveaux d'enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N'ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.
Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!- να τρέχω
στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές, κι οι κάβοι οι
αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές. Η τρικυμία
βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.
La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu'un bouchon j'ai dansé sur les flots
Qu'on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l'oeil niais des falots!
∆έκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ κι απ’ τον
φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών. Και δεν νοστάλγησα -
Για δες!- μήτε για μια στιγμή τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και
των φαναριών!
Plus douce qu'aux enfants la chair des pommes sures,
L'eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin
Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό του τρυφερού ξυνόμηλου στο
στόμα του παιδιού, μου έλουσε πράσινο νερό τα έλατα του
σκαριού. Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς κι
έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά και τους
παλιούς τους εμετούς.
Et dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d'astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;
Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.
Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα ίσα μ’ εκεί που
ένας νεκρός, από πνιγμό εκστατικός, πλανιέται στου ορίζοντα
την κάτωχρη γραμμή.
Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l'alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l'amour!
Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς και
με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά να γεννηθεί-
απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή, κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά, του
έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!
Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs et les courants : Je sais le soir,
L'aube exaltée ainsi qu'un peuple de colombes,
Et j'ai vu quelque fois ce que l'homme a cru voir!
Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές· είδα
τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα· κι είδα το δείλι, κι
έμαθα το χάραμα να υψώνεται: σμήνος περιστεριών· γνώρισα
ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.
J'ai vu le soleil bas, taché d'horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très-antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets!
Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς
τρόμους χαρακωμένος, σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και
φωτός -μάσκες αρχαίων τελετών- καθώς το κύμα έκλεινε μια
πουπουλένια αυλαία πάνω απ’ τις αποστάσεις.
J'ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baiser montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l'éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs!
Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας είδα στον
ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά στο βλέμμα της
θαλάσσης, δρολάπι απίστευτων χυμών, κίτρινα-μπλε ξυπνήματα
εωσφορικών κελαϊδισμών!
J'ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l'assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs!
Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές να οργώνουν, σαν
υστερικές αγέλες αγελάδων, τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν
σκέφτηκα το φωτεινό πόδι της Παναγιάς να διώχνει τις
ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!
J'ai heurté, savez-vous, d'incroyables Florides
Mêlant aux fleurs des yeux de panthères à peaux
D'hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l'horizon des mers, à de glauques troupeaux !
Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια, που
άνθιζαν μάτια πάνθηρα με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’
την γραμμή του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να
κρατούν!
J'ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan!
Des écroulement d'eau au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant!
Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς, που μέσα
στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν! ∆ίνες, ερέβη αιφνίδια στη
μέση της γαλήνης και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να
πέφτουν!
Glaciers, soleils d'argent, flots nacreux, cieux de braises!
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés de punaises
Choient, des arbres tordus, avec de noirs parfums!
Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα,
μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους! Τρομακτικά
ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς, όπου γιγάντια ερπετά -
βορά κοριών- στα γέρικα τα δέντρα έζεχναν μαύρο!
J'aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d'or, ces poissons chantants.
- Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d'ineffables vents m'ont ailé par instants.
Ήθελα να ’χ’ απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω αφρόψαρα,
χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί νανούρισαν τη ρότα μου
και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.
Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d'ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu'une femme à genoux…
Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών παράδερνα· κι
η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό-λυγμό το σκαμπανέβασμά μου,
άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της με κίτρινες
βεντούζες. Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό…
Presque île, balottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d'oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds
Et je voguais, lorsqu'à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons!
Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών, χάβρες
πουλιών και κουτσουλιές πουλιών με μάτια ξέθωρα- πήγαινα κι
όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου, τον ύπνο τους
γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!
Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l'ouragan dans l'éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N'auraient pas repêché la carcasse ivre d'eau ;
Όσο για μένα... ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά των
κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό δίχως πουλιά ο
τυφώνας, εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό
μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί κι οι Τεύτονες
ψαράδες·
Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d'azur,
Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή και τρύπησα τον
πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο, ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν
ποιητές και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές λειχήνες
φορτωμένο·
Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;
Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό σανίδι, που
παράδερνε με μόνη συντροφιά κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν
ροπαλοφόρος ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε
πύρινες χοάνες·
Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et les Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l'Europe aux anciens parapet!
Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ πιο πέρα-
να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ κι οι σκοτεινές
ρουφήχτρες, αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου
νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!
J'ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
- Est-ce en ces nuits sans fond que tu dors et t'exiles,
Million d'oiseaux d'or, ô future Vigueur ? -
Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά, που οι ξέφρενοί
τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό -Εκεί, μες στις
απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι την εξορία του ύπνου σου,
σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;
Mais, vrai, j'ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L'âcre amour m'a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j'aille à la mer!
Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ. Είναι μια θλίψη
κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι, κι είναι ο ήλιος σαν πικρός.
Με λήθαργους μεθυστικούς με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η
κοφτερή. Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!
Si je désire une eau d'Europe, c'est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi plein de tristesses, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.
Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ, είναι μια
γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή που, όταν σκορπούν του
δειλινού τα μύρα, ένα παιδί γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της
κι αφήνει ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.
Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l'orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons.
Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο, δεν γίνεται ν’
αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο· των σημαιών, των
παρασείων το θράσος να διασχίσω και τις μαούνες, -τα φρικτά
μάτια τους- να πλευρίσω.
ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου