Το επόμενο απόγευμα, ντυμένος ακόμα μια
φορά σαν αλήτης, ο Μπλου περιμένει τον
Μπλακ στο ίδιο σημείο. Αποφασισμένος
να παρατείνει τη συζήτηση περισσότερη
ώρα, τώρα που κέρδισε την εμπιστοσύνη
του Μπλακ, ο Μπλου ανακαλύπτει ότι το
πρόβλημα δεν είναι πια στα χέρια του,
όταν ο ίδιος ο Μπλακ δείχνει προθυμία
να καθυστερήσει. Τώρα πια η μέρα έχει
προχωρήσει, δεν είναι ακόμη σούρουπο
ούτε και απόγευμα είναι πια, είναι η ώρα
του ημίφωτος, των αργών αλλαγών, των
τούβλων που γυαλίζουν και των ίσκιων.
Αφού χαιρετήσει εγκάρδια τον αλήτη και
του δώσει άλλο ένα νόμισμα, ο Μπλακ
διστάζει για μια στιγμή, σαν να αναρωτιέται
αν πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση,
κι έπειτα λέει: «Σου είπε ποτέ κανείς
ότι μοιάζεις με τον Γουόλτ Γουίτμαν;»
«Ποιον Γουόλτ;» ρωτά ο Μπλου που θυμάται
να παίξει τον ρόλο του.
«Τον Γουόλτ Γουίτμαν. Έναν φημισμένο
ποιητή».
«Όχι» λέει ο Μπλου. «Δεν μπορώ να πω πως
τον ξέρω».
«Δεν θα μπορούσες να τον ξέρεις» λέει
ο Μπλακ. «Δεν ζει πια. Αλλά η ομοιότητα
είναι αξιοπρόσεκτη».
«Λοιπόν, ξέρεις τι λένε;» κάνει ο Μπλου.
«Ο καθένας έχει κάπου τον σωσία του. Δεν
βλέπω γιατί ο δικός μου δεν μπορεί να
είναι ένας νεκρός».
«Το αστείο είναι» συνεχίζει ο Μπλακ
«ότι ο Γουόλτ Γουίτμαν δούλευε σ’ αυτόν
τον δρόμο. Εδώ ακριβώς τύπωσε το πρώτο
του βιβλίο, όχι μακριά από το σημείο
όπου στέκεσαι».
«Μη μου πεις» λέει ο Μπλου και κουνά
σκεπτικός το κεφάλι του. «Αυτό σε κάνει
να σταθείς και να σκεφτείς, έτσι;»
«Υπάρχουν κάποιες παράξενες ιστορίες
για τον Γουίτμαν» λέει ο Μπλακ, γνέφοντας
στον Μπλου να καθίσει στο σκαλοπάτι του
κτιρίου πίσω τους, πράγμα που εκείνος
κάνει, και έπειτα κάνει το ίδιο και ο
Μπλακ, και ξαφνικά οι δυο τους βρίσκονται
μαζί εκεί έξω, μέσα στο καλοκαιρινό φως,
κουβεντιάζοντας σαν δυο παλιοί φίλοι
περί ανέμων και υδάτων.
«Ναι» συνεχίζει ο Μπλακ και υποκύπτει
στην αδυναμία της στιγμής «κάμποσες
πολύ παράξενες ιστορίες. Η μια αφορά
τον εγκέφαλο του Γουίτμαν, για παράδειγμα.
Σ’ όλη του τη ζωή ο Γουίτμαν πίστευε
στην επιστήμη της φρενολογίας, ξέρεις,
να διαβάζεις τη δομή του κρανίου. Αυτό
ήταν πολύ δημοφιλές εκείνον τον καιρό».
«Δεν μπορώ να πω ότι άκουσα ποτέ κάτι
τέτοιο» απαντά ο Μπλου.
«Εντάξει, δεν έχει σημασία» λέει ο Μπλακ.
«Το κυριότερο είναι ότι ο Γουίτμαν
ενδιαφερόταν για εγκεφάλους και κρανία,
πίστευε ότι μπορούν να σου πουν οτιδήποτε
για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Τέλος
πάντων, όταν ο Γουίτμαν κειτόταν νεκρός
στο Νιου Τζέρσεϊ πριν από πενήντα ή
εξήντα χρόνια, συμφώνησε να τους αφήσει
να του κάνουν νεκροψία μετά τον θάνατό
του».
«Πώς μπορούσε να συμφωνήσει σ’ αυτό
μετά τον θάνατό του;»
«Α, καλό το ερώτημα. Δεν το είπα σωστά.
Ήταν ακόμη ζωντανός όταν συμφώνησε.
Απλώς ήθελε να ξέρουν οι άλλοι ότι δεν
τον ένοιαζε αν θα τον άνοιγαν αργότερα.
Αυτή, θα μπορούσες να πεις, ήταν η
τελευταία του επιθυμία».
«Περίφημα τελευταία λόγια».
«Σωστά. Βλέπεις, πολλοί πίστευαν ότι
ήταν μεγαλοφυΐα και ήθελαν να κοιτάξουν
τον εγκέφαλό του για να βρουν τι το
ξεχωριστό είχε. Έτσι, την επομένη του
θανάτου του, ένας γιατρός έβγαλε τον
εγκέφαλο του Γουίτμαν –τον έκοψε
κατευθείαν από το κεφάλι του– και τον
έστειλε στην Αμερικανική Εταιρεία
Ανθρωπομετρικών Μελετών, προκειμένου
να μετρηθεί και να ζυγιστεί».
«Σαν ένα τεράστιο κουνουπίδι» πετάχτηκε
ο Μπλου.
«Ακριβώς. Σαν ένα μεγάλο ζαρζαβατικό.
Εδώ όμως η ιστορία αρχίζει να γίνεται
ενδιαφέρουσα. Ο εγκέφαλος φτάνει στο
εργαστήριο και, ακριβώς τη στιγμή που
ετοιμάζονται να δουλέψουν πάνω σ’
αυτόν, ένας από τους βοηθούς τον ρίχνει
στο πάτωμα».
«Κι αυτός διαλύθηκε;»
«Και βέβαια διαλύθηκε. Ένας εγκέφαλος
δεν είναι πολύ σκληρός, ξέρεις. Σκορπίστηκε
ολόγυρα κι αυτό ήταν όλο. Σκούπισαν τον
εγκέφαλο του μεγαλύτερου ποιητή της
Αμερικής και τον πέταξαν
µαζί µε τα σκουπίδια».
Ο Μπλου που θυμάται ότι πρέπει να
ανταποκρίνεται στον ήρωα που ενσαρκώνει,
αφήνει μερικά λαχανιασμένα γελάκια,
μια καλή απομίμηση της ευθυμίας ενός
γέρου. Ο Μπλακ γελά κι αυτός, και τώρα
πια η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει τόσο πολύ
που θα πίστευε κανείς ότι αυτοί οι δυο
είναι φίλοι από παλιά.
«Είναι όμως θλιβερό να σκέφτεται κανείς
τον φουκαρά τον Γουόλτ στον τάφο του»
λέει ο Μπλακ. «Ολομόναχος, χωρίς καθόλου
εγκέφαλο».
«Όπως ακριβώς το σκιάχτρο» λέει ο Μπλου.
«Σίγουρα» λέει ο Μπλακ. «Όπως ακριβώς
το σκιάχτρο του παραμυθιού στη χώρα του
Οζ».
Άλλο ένα δυνατό χάχανο κι ο Μπλακ λέει:
«Έπειτα είναι κι η ιστορία από την εποχή
που ο Θορό επισκέφτηκε τον Γουίτμαν.
Είναι κι αυτή μια καλή ιστορία».
«Άλλος ποιητής αυτός;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά εξίσου μεγάλος
συγγραφέας. Είναι αυτός που πήγε να
ζήσει μόνος του στα δάση».
«Ω, ναι» κάνει ο Μπλου μη θέλοντας να
επιδείξει υπερβολική άγνοια.
«Κάποιος μου μίλησε έναν καιρό γι’
αυτόν. Αυτός αγαπούσε πολύ τη φύση. Αυτόν
δεν εννοείς;»
«Ακριβώς» απαντά ο Μπλακ. «Ο Χένρι
Ντέιβιντ Θορό. Ήρθε για λίγο από τη
Μασαχουσέτη και πήγε για μια επίσκεψη
στον Γουίτμαν στο Μπρούκλιν. Την
προηγουμένη όμως ήρθε εδώ ακριβώς στην
οδό Όραντζ».
«Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;»
«Ήταν η εκκλησία Πλίμουθ. Ήθελε να
ακούσει τον λόγο του Χένρι Γουόρντ
Μπίτσερ».
«Θαυμάσιο μέρος» λέει ο Μπλου, με τη
σκέψη του στις ευχάριστες ώρες που έχει
περάσει στην αυλή με το γρασίδι. «Κι
εμένα μ’ αρέσει να πηγαίνω εκεί».
«Πολλοί μεγάλοι άντρες πήγαιναν εκεί»
λέει ο Μπλακ. «Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Κάρολος
Ντίκενς, όλοι τους κατηφόριζαν τον δρόμο
και έμπαιναν στην εκκλησία».
«Φαντάσματα».
«Ναι, γύρω μας υπάρχουν φαντάσματα».
«Και η ιστορία;»
«Αυτή είναι στ’ αλήθεια πολύ απλή. Ο
Θορό και ο Μπρόνσον Άλκοτ, ένας φίλος
του, πήγαν στο σπίτι του Γουίτμαν στη
λεωφόρο Μιρτλ, και η μητέρα του Γουόλτ
τούς έστειλε στη σοφίτα, την οποία
εκείνος μοιραζόταν με τον καθυστερημένο
αδελφό του Έντι. Τα πάντα ήταν θαυμάσια.
Έσφιξαν τα χέρια τους, αντάλλαξαν
χαιρετισμούς και τα λοιπά. Αλλά τότε,
ενώ κάθισαν να συζητήσουν τις απόψεις
τους για τη ζωή, ο Θορό και ο Άλκοτ
αντιλήφθηκαν ένα γεμάτο δοχείο νυκτός
καταμεσής στο πάτωμα. Ο Γουόλτ δεν έδωσε
καμιά σημασία, αλλά οι δυο τύποι από τη
Νέα Αγγλία το θεώρησαν δυσάρεστο να
συνεχίζουν την κουβέντα με ένα δοχείο
γεμάτο περιττώματα απέναντί τους.
Τελικά, κατέβηκαν στο σαλόνι και συνέχισαν
εκεί την κουβέντα τους. Αντιλαμβάνομαι,
βεβαίως, ότι αυτή είναι μια μικρή
λεπτομέρεια. Ωστόσο, όταν δυο μεγάλοι
συγγραφείς συναντώνται, δημιουργείται
ιστορία και το σημαντικό είναι να
αναφέρουμε με ειλικρίνεια όλα τα
γεγονότα. Εκείνο το δοχείο νυκτός,
βλέπεις, μου θυμίζει τα μυαλά στο πάτωμα.
Κι αν σταθείς να το σκεφτείς, υπάρχει
κάποια ομοιότητα στη μορφή. Τα εξογκώματα
και οι σπασμοί. Υπάρχει μια συγκεκριμένη
σχέση. Μυαλά και άντερα, το εσωτερικό
ενός ανθρώπου. Λέμε πάντα ότι προσπαθούμε
να διεισδύσουμε σε έναν συγγραφέα και
να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο του.
Όταν όμως βουτήξεις κατευθείαν σ’
αυτόν, δεν έχεις να βρεις πολλά εκεί
μέσα ή τουλάχιστον αυτά δεν διαφέρουν
και πολύ από ό,τι θα βρεις σε οποιονδήποτε
άλλον».
«Δείχνεις να ξέρεις πολλά γι’ αυτά τα
πράγματα» λέει ο Μπλου που αρχίζει να
χάνει τη συνοχή των επιχειρημάτων του
Μπλακ.
«Αυτό είναι το χόμπι μου» λέει ο Μπλακ.
«Μ’ αρέσει να ξέρω πώς ζουν οι συγγραφείς,
ιδίως οι Αμερικανοί συγγραφείς. Αυτό
με βοηθά να καταλάβω κάποια πράγματα».
«Κατάλαβα» λέει ο Μπλου. Δεν κατάλαβε
γρι όμως. Με κάθε λέξη που λέει ο Μπλακ,
εκείνος πιάνει τον εαυτό του να
αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερα.
«Πάρε τον Χόθορν» λέει ο Μπλακ. «Στενός
φίλος του Θορό και ίσως ο πρώτος
πραγματικός συγγραφέας που είχε ποτέ
η Αμερική. Μετά την αποφοίτησή του από
το κολέγιο, επέστρεψε στο σπίτι της
μητέρας του στο Σάλεμ, κλειδαμπαρώθηκε
σ’ ένα δωμάτιο και δεν ξεμύτισε αποκεί
για δώδεκα χρόνια».
«Και τι έκανε εκεί μέσα;»
«Έγραφε ιστορίες».
«Αυτό ήταν όλο; Απλώς έγραφε;»
«Το γράψιμο είναι μια μοναχική δουλειά.
Κυριεύει τη ζωή σου. Κατά μια έννοια, ο
συγγραφέας δεν έχει δική του ζωή. Ακόμα
κι όταν είναι παρών, στην πραγματικότητα
δεν είναι».
«Άλλο ένα φάντασμα».
«Ακριβώς».
«Μυστηριώδες ακούγεται».
«Είναι. Ο Χόθορν όμως έγραψε σπουδαίες
ιστορίες κι εμείς τώρα εξακολουθούμε
να τις διαβάζουμε, ύστερα από εκατό
χρόνια και βάλε. Σε μια απ’ αυτές, ένας
άντρας που τον λένε Γουέικφιλντ αποφασίζει
να κάνει ένα αστείο στη γυναίκα του. Της
λέει ότι θα φύγει σε επαγγελματικό
ταξίδι για λίγες μέρες, αντί όμως να
φύγει από την πόλη, πηγαίνει εκεί κοντά,
νοικιάζει ένα δωμάτιο και απλώς περιμένει
να δει τι θα συμβεί. Δεν μπορεί να πει
στα σίγουρα γιατί το κάνει, αλλά το κάνει
έτσι ακριβώς. Περνούν τρεις τέσσερις
μέρες, εκείνος όμως δεν νιώθει ακόμη
έτοιμος να γυρίσει στο σπίτι του και
μένει στο νοικιασμένο δωμάτιο. Οι μέρες
γίνονται βδομάδες, οι βδομάδες μήνες.
Μια μέρα ο Γουέικφιλντ κατηφορίζει τον
παλιό του δρόμο και βλέπει το σπίτι του
με πένθιμο στολισμό. Πρόκειται για την
κηδεία του και η γυναίκα του έχει γίνει
μια μοναχική χήρα. Τα χρόνια περνούν.
Κάθε τόσο διασταυρώνεται με τη γυναίκα
του στην πόλη και μια φορά, στη μέση ενός
μεγάλου πλήθους, κυριολεκτικά πέφτει
πάνω της. Αυτή όμως δεν τον αναγνωρίζει.
Περνούν κι άλλα χρόνια, πάνω από είκοσι,
και σιγά σιγά ο Γουέικφιλντ γερνά. Μια
βροχερή νύχτα του φθινοπώρου, καθώς
κάνει μια βόλτα στους άδειους δρόμους,
τυχαίνει να περάσει από το παλιό του
σπίτι και να ρίξει μια ματιά από το
παράθυρο. Μια όμορφη ζεστή φωτιά είναι
αναμμένη στο τζάκι κι εκείνος συλλογιέται:
τι ευχάριστο που θα ήταν αν βρισκόμουν
εκεί τώρα, να κάθομαι σε μια απ’ αυτές
τις άνετες πολυθρόνες κοντά στη φωτιά
αντί να στέκομαι εδώ έξω στη βροχή. Κι
έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ανεβαίνει τα
σκαλοπάτια του σπιτιού και χτυπά την
πόρτα».
«Κι έπειτα;»
«Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το τέλος της
ιστορίας. Το τελευταίο πράγμα που
βλέπουμε είναι η πόρτα που ανοίγει και
ο Γουέικφιλντ να μπαίνει στο σπίτι με
ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του».
«Και δεν μαθαίνουμε ποτέ τι λέει στη
γυναίκα του;»
«Όχι. Αυτό είναι το τέλος. Ούτε λέξη
παραπάνω. Εκείνος όμως ξαναγύρισε στο
σπίτι του, αυτό τουλάχιστον το ξέρουμε,
και παρέμεινε ένας στοργικός σύζυγος
μέχρι τον θάνατό του».
Τώρα πια ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει
πάνω από τα κεφάλια τους και η νύχτα
πλησιάζει γοργά.
Μια τελευταία ρόδινη λάμψη μένει στη
δύση, αλλά η μέρα έχει πια τελειώσει. Η
νύχτα πέφτει και στη συζήτηση των δυο
αντρών. Ο Μπλακ σηκώνεται από τη θέση
του και απλώνει το χέρι του στον Μπλου.
«Ήταν πολύ ευχάριστο που κουβέντιασα
μαζί σου» λέει. «Δεν φανταζόμουν ότι θα
καθόμασταν τόση ώρα εδώ».
«Δική μου η ευχαρίστηση» λέει ο Μπλου
ανακουφισμένος που η συζήτηση τελείωσε,
επειδή ξέρει ότι σε λίγο η γενειάδα του
θα αρχίσει να γλιστρά και ο ίδιος να
ιδροκοπά από την καλοκαιρινή ζέστη και
τον εκνευρισμό του.
«Λέγομαι Μπλακ» λέει ο Μπλακ σφίγγοντας
το χέρι του Μπλου.
«Εγώ Τζίµι» λέει ο Μπλου. «Τζίµι Ρόουζ».
«Αυτή την κουβεντούλα μας θα τη θυμάμαι
για πολύ καιρό, Τζίµι Ρόουζ» λέει ο
Μπλακ.
«Κι εγώ το ίδιο» λέει ο Μπλου. «Μου έδωσες
την αφορμή να σκεφτώ πολλά».
«Ο θεός να σ’ ευλογεί, Τζίμι Ρόουζ» λέει
ο Μπλακ.
«Ο θεός να ευλογεί κι εσένα, κύριε»
απαντά ο Μπλου.
Κι έπειτα, με μια τελευταία χειραψία,
φεύγουν προς αντίθετες κατευθύνσεις,
ο καθένας τους συνοδευόμενος από τις
σκέψεις του.
Η Τριλογία της Νέας Υόρκης [Φαντάσματα]
Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο 2013