Μοίρα
στον 'Ικαρο ήταν να πετάξει
και
να χαθεί… Τι, ως ήβρε σταφνισμένες
τις
φοβερές της λευτεριάς φτερούγες
απ’
τον τρανό πατέρα του μπροστά του,
η
νιότη έριξε μόνη το κορμί του
στον
κίντυνο, κι αν ίσως δεν μπορούσε
το
μυστικό, το αγνό τους να ‘βρει ζύγι!
Και
συνταράζει αρίζωτους ανθρώπους
στον
πόνο, συνταράζει τις γυναίκες,
πάνω
απ’ το μέγα πέλαγο να βλέπουν
εφηβικό
κορμί σαν ένας γλάρος
ν’
ανεμοδέρνεται όρθιο και, ξάφνου,
να
χάνεται απ’ τα μάτια τους.
Και
τότε,
τη
θάλασσα όλη, λες, σαν ένα δάκρυ
τη
συλλογιούνται ατέλειωτο, σα θρήνο
πυκνό
πολύ, που, τ’ όνομα του εφήβου
ως
λέει και ξαναλέει, από το ίδιο
παίρνει
ψυχή και νόημα κι άξιον ήχο…
Μ’
αν άντρας που, απ’ τη πρώτην ελικία του,
είπε
ουρανός και γη πως ήταν ένα,
και
στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή του.
κ’
είπε που η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί,
ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα
να θρέψει κι ο ουρανός.
αν
άντρας
που
είδε πως όλα σε ταφής εικόνα
τ’
ανθρώπινα είναι, κ’ οι ψυχές και τα
έργα.
κι
όπως στ’ αγάλματα έλυσε και χέρια
και
πόδια, να βαδίζουν μοναχά τους
στους
δρόμους του φωτός, αναλογίστη
και
τις καρδιές να λύσει των ανθρώπων.
κι
ως, με τρανά κορμιά δεντρών, καράβι
εστέριωσε
θεϊκό, το φόρτωσε όλο
όχι
μ’ ελέφαντα, ήλεχτρο, ή χρυσάφι,
μα,
ξεδιαλέοντας ένα κ’ ένα, μ’ όλους
τους
Ήρωες, για τ’ αθάνατα ταξίδια
τα
μυθικά.
αν
άντρας που κλεισμένος
στη
φυλακή πόχτισε ο ίδιος - όπως
η
κάμπια υφαίνει μόνη της τον τάφο
‘που
θα κλειστεί, απ’ το θάνατο ζητώντας
ν’
αλλάξει φύση σύρριζα – νειρεύτη,
στα
βάθυ του Λαβυρίνθου, φτερούγες
πως
φύτρωναν στους ώμους του, κι αγάλι
αγάλι
η πλήθια αγρύπνια του μετρήθη
με τ’
όνειρο, και βγήκε αυτή νικήτρια.
σν
είδε πάλι, ξάφνου, ολόγυρά του
όχλος
θαμπός τη φοβερή του Τέχνη,
που
‘χε σημάδι της το Θεό, να θέλει
μιας
γνώμης ακαμάτρας το στολίδι
να
γίνει.
αν
και βαρύ και δουλεμένο
κορμί
από μόχτο απέραντον, εζώστη
τις
φτερούγες σαν άρματα, και υψώθη
αργά
- και ανηφορούσε τους ανέμους
θερίζοντας
τους ήσυχα, όπως κόβει
με το
δρεπάνι ο θεριστής μπροστά του
στη
γη μεγάλα κύματα απ’ αστάχυ -
πιο
πάνω κι από τον όχλο, κι από το κύμα
που
το παιδί του σκέπασε, πιο πάνω
κι
απ’ του πένθους τα σύνορα, να σώσει
με
την ψυχήν του την ψυχή του κόσμου.
μπορεί
κι αρίζωτοι άνθρωποι στον πόνο
μπορεί
πικρές κι αδύναμες γυναίκες,
που
στα νεκροστολίσματα μονάχα
ή
απάνω στα νεκρόδειπνα μεράζουν
τα
λόγια τους, να πούν:
“σκληρός
πατέρας.
κι αν
προς τη δύση αρχίναγε να γέρνει,
το
φοβερό ξακλούθησε ταξίδι,
την
έρμη ζωή του θέλοντας να σώσει.”
κι
άλλοι μπορούν να πουν:
“τον
κόσμο αφήνει
και
στις στρωτές συνήθειες των ανθρώπων,
πράματ’
αδύνατα ζητώντας.”
Τέτοια
να
πουν μπορεί…
Μα
εσύ, τρανέ πατέρα,
πατέρα
όλων εμάς όπου σε εικόνα
ταφής,
από την πρώτην ελικιά μας,
έχουμε
ιδεί τα πάντα και, ή με λόγο
ή με
σμιλάρι, με την πνοή μας όλη
απάνω
απ’ το ρυθμό το σαρκοφάγο
να
υψωθούμε αγωνιόμαστε.
ω
πατέρα,
που
και για μας γη κι ουρανός είν’ ένα,
και
στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή μα,
και
λέμε η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί,
ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα
να θρέψει κι ο ουρανός.
πατέρα,
τις
ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
της
ζωής η πίκρα μ’ όλο της το βάρος,
και
δε σηκώνει η νιότη την ορμή μας,
μα η
Θέληση που απάνω κι από τους τάφους
ορθή
αγρυπνά, τι στο δικό της μάτι
και
η θάλασσα ρηχή, που τους πνιγμένους
σφιχτοκρατάει
και δεν τους δίνει πίσω,
ρηχή
και η γη όπου οι νεκροί κοιμούνται.
τις
ώρες του όρθρου, που μοχτούμε ακόμα.
σαν
κ’ οι νεκροί κ’οι ζωντανοί πλαγιάζουν
στον
ίδιο ανόνειρο ή βαριόνειρο ύπνο,
μη
σταματάς να υψώνεσαι μπροστά μας
σκαλώνοντας
με αργές, στρωτές φτερούγες
τον
ουρανό της Σκέψης μας ολοένα,
Δαίδαλε
αιώνιε, απόκοσμος Εωσφόρος!
Το
ποίημα ανήκει στη συλλογή Ορφικά και
δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Νέα
Εστία, στο τεύχος της 15ης Ιουνίου του
1938.