.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Τα δεκατρία ντόμινα - Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ήταν περασμένα πια μεσάνυχτα –μπορεί και τρεις η ώρα, το πρωί– κι η τρέλα του χορού είχε φτάσει πια στο κατακόρυφο, όταν τα δεκατρία μαύρα ντόμινα παρουσιαστήκανε στη σάλα, και στάθηκαν μαζί, κάπως παράμερα, δίπλα στην τετράφυλλη τη θύρα που χώριζε την κεντρική, πλημμυρισμένη σάλα απ’ το μακρύν τεράστιο διάδρομο.
Φορούσαν εντελώς όμοιο κοστούμι –μαύρο, με πυκνές νταντέλες γύρω και με μεγάλη φουντωτή κουκούλα–, εξόν απ’ το μεσαίο, το ψηλότερο, που είχε, σα για διακριτικό του, στο πλευρό, στα χέρια και στα πόδια, πέντε μεγάλους φιόγκους ανοιχτούς, μ’ ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα.
Πώς μπήκαν, δεν κατάλαβε κανένας. Καθένας όμως απ’ τους καλεσμένους σχημάτισεν αμέσως την πεποίθηση, πως δεν μπορούσε παρά να ήταν, βέβαια, κάποιοι πολύ οικείοι του σπιτιού –πάρα πολύ οικείοι του σπιτιού– για να ’ρθουν με τόσο θάρρος, τέτοιαν ώρα.
Κι εξάλλου στο λαμπρόν αυτό χορό οι καλεσμένοι ήταν όλοι ένας κι ένας. Ο αμφιτρύων της βραδιάς εκείνης – ένας γέρος απ’ την Αίγυπτο, βαθύπλουτος αλλά και ξακουστός γλεντζές στα νιάτα του πασίγνωστος και κοσμογυρισμένος, είχε την πρόνοια, σ’ εκείνη τη συγκέντρωση –και είχε καταβάλει πολλή μέριμνα και προσοχή για να το κατορθώσει– να μη λείψει τη βραδιάν εκείνην απ’ το σπίτι του κανέν’ απ’ τα επίσημα ονόματα που φιγουράρουν στις εφημερίδες. Και τα είχε καταφέρει τόσο τέλεια, ώστε να μαζευτεί μες στα σαλόνια του όλο σχεδόν το άνθος κι η αφρόκρεμα της «ανωτάτης αριστοκρατίας»… Γι’ αυτό, καθένας είχε λόγους να πιστεύει ότι κι αυτά τα δεκατρία ντόμινα, δεν ήταν δυνατό παρά ν’ ανήκουν, άλλο τόσο βέβαια κι εκείνα, σ’ αυτή την περιζήτητην αφρόκρεμα – αν κανένας έκρινε, ιδίως, απ’ τις πολύ κομψές, λουσάτες κι ομοιόμορφες, τις υπερπολυτελείς περιβολές, με τις οποίες ήταν όλα τους ντυμένα.
Ο οικοδεσπότης, αρχοντάνθρωπος, φιλομειδής και φρακοφορεμένος, με μια μεγάλη και βαρύτιμη καμέλια στην ανθισμένη πάντα μπουτονιέρα του, έτυχεν εκείνη τη στιγμή να είναι κάπως απασχολημένος με το μαέστρο και τους μουσικούς, και δεν τους είδε όταν έμπαιναν στη σάλα, να τους προϋπαντήσει καθώς έπρεπε. Όταν ξαναγύρισε στη σάλα, το μαύρο ντόμινο που ήταν αρχηγός, προχώρησε με θάρρος προς το μέρος του κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη. Κι εκείνος χαμογέλασε συγκαταβατικά, κάνοντας ένα μορφασμό πολύ πολύ αστείο, σα να τον είχε τάχατες γνωρίσει – αν και δεν είχε καταλάβει τίποτε, ούτε κι έβαλε με το νου του ποιοι να ήταν.
Απόψε ήταν άλλωστε βραδιά του μυστηρίου. Δε θέλησε να μάθει πιο πολλά. Κι εξάλλου, ήταν βέβαιος κι ο ίδιος, πως η παρέα με τα μαύρα ντόμινα θα είχε δώσει δίχως άλλο τ’ όνομά της στον άνθρωπο με τη λευκή κορδέλα, που ήταν εξεπίτηδες βαλμένος να παίρνει τα ονόματα, στη σκάλα.
Κι όμως η σάλα, μ’ όλη της την κίνηση, απ’ τη στιγμή που είχαν μπει, κάπως περίεργα, τα σιωπηλά εκείνα ντόμινα, είχε πάρει μια καινούριαν όψη, χωρίς κανένας να μπορεί να πει γιατί: τα φώτα έλαμπαν πολύ πιο ζωηρά, η ατμοσφαίρα γιόμισεν αρώματα. Τα γέλια κι οι κουβέντες των ανθρώπων, είχαν πάρει κάποιον τόνο χαμηλότερο, σα μια συνεσταλμένην επιφύλαξη – κι ένας τρελός πιερότος, σκανταλιάρης, πιο τολμηρός από τις άλλες μάσκες, που θέλησε με τρόπο να πειράξει το ψηλότερο μεσαίο μαύρο ντόμινο και να του ρίξει χαρτοπόλεμο στο στόμα, σταμάτησε λιγάκι σαστισμένος…
Ως κι η μουσική, με το μαέστρο της, που σ’ αυτό το αναμεταξύ έκαν’ ένα σχετικό διάλειμμα, αντί ν’ αρχίσει τον πρεπούμενο χορό, καθώς αναφερότανε στο πρόγραμμα –άρχισε να παίζει απροσδόκητα ένα σκοπό πρωτάκουστο, βαρύ επίσημο και κατανυκτικό, μια σοβαρή, καινούρια μελωδία, που δεν την ήξερε κανένας απ’ τους γύρω, και θύμιζε σα νότες αρμονίου! Επειδή όμως όλ’ οι καλεσμένοι της ιστορικής βραδιάς εκείνης –κι ο ίδιος ίσως οικοδεσπότης– ήταν κάπως προετοιμασμένοι για κάθε είδους έκπληξη και ιδιοτροπία –η εφευρετικότητα του γερο-τραπεζίτη ήταν πολύ γνωστή και σεβαστή και δε χωρούσε καν αμφιβολία για το πετυχημένο της το γούστο– κανένας τους δε θέλησε να δώσει σ’ όλ’ αυτά άλλη σημασία σοβαρότερη…
Κι ακριβώς την εποχήν εκείνη όλος ο κόσμος έλειπε στον πόλεμο. Την ίδια μάλιστα βραδιά της εσπερίδος, είχ’ έρθει, κάπως μυστικά, η είδηση μιας αληθινής καταστροφής: δεν ξέρω πόσες μεραρχίες πεζικού είχαν υποστεί πανωλεθρία. Οι απώλειες δεν είχαν μαθευτεί, αλλά φαίνεται να ήταν τρομερές… Δώδεκα χωριά είχαν καεί.
Όλος ο τόπος ήταν βυθισμένος στην ταραχή, στη λύπη και στο πένθος… Το καρναβάλι, με την ευθυμία του, περνούσεν εντελώς απαρατήρητο, τα κέντρα, όλα, έμεναν κλειστά – κι αν δεν υπήρχαν μερικά μεγάλα πλουσιόσπιτα να εξακολουθούν, εδώ κι εκεί, την καλοπέρασή τους και τα γλέντια τους, υπήρχε φόβος τη χρονιά εκείνη όλ’ οι καημένοι αυτοί άνθρωποι, οι πλούσιοι, να μείνουν δίχως να διασκεδάσουν! Κι ο μόνος τρόπος να διασκεδάζουν, ήταν να δίνουν μεταξύ τους εσπερίδες, να διοργανώνουν συγκεντρώσεις μ’ όλη την παλιάν επισημότητα και ν’ ανοίγουν μια χαρμόσυνη παρένθεση –χαρμόσυνη για κείνους μοναχά– στη γενική κατήφεια και θλίψη!
Κι ίσως αυτή να ήταν η καλύτερη, από απόψεως και γούστου και σπατάλης, απ’ όλες τις επίσημες εκείνες συγκεντρώσεις. Όλο το μέγαρο, απ’ άκρη σ’ άκρη έλαμπε, παρ’ όλα τα κλειστά παράθυρά του. Ένα πλήθος αυτοκίνητα κι αμάξια (υπήρχαν βλέπετε ακόμα και τ’ αμάξια), ήταν παραταγμένα, δίχως φώτα και σε διπλή σειρά, μπροστά στην πόρτα – και μέσ’ απ’ τα διπλά τριπλά παράθυρα, μέσ’ απ’ τις κρυσταλλένιες μπαλκονόπορτες, παρ’ όλο το ερμητικό τους κλείσιμο, έφεγγαν οι μεγάλοι πολυέλαιοι γιατ’ οι παλιοί μεγάλοι πολυέλαιοι δεν είχαν τότε εντελώς καταργηθεί ακόμα. Ο μακρινός αντίλαλος της μουσικής στο δρόμο έφθανε κάπως εξασθενημένος, δίνοντας στους λιγοστούς ανήξερους διαβάτες, τους βιαστικούς, τους αργοπορημένους, τη στιγμιαία κι ακαθόριστην εντύπωση δεν ξέρω ποιου ονειρεμένου παραδείσου κλειστού για κείνους κι απαγορευμένου…
Κι εξάλλου, για να πούμε την αλήθεια, το μαντάτο της καταστροφής είχ’ έρθει τόσο ξαφνικά κι αργά που δεν πρόφταινε κανείς να κάνει τίποτε: οι προετοιμασίες είχαν γίνει, οι προσκλήσεις είχαν μοιραστεί, οι κυρίες είχαν βάλει τα κοστούμια τους – η πολυέξοδη εκείνη εσπερίδα δεν ήταν τρόπος για ν’ αναβληθεί! Δυο τρία πρόσωπα επίσημα, μονάχα –υπουργοί και πρέσβεις, δηλαδή– είχαν ειδοποιήσει, λίγο πριν, πως θα ’στελναν μονάχα τις κυρίες τους. Κι εξαιτίας ακριβώς εκείνης της εξαιρετικής ανωμαλίας, καθένας πίστευε και το σιγοψιθύριζε, πως και τα μαύρα ντόμινα εκείνα ήταν ενδεχόμενο να κρύβουν κάποιους απ’ τους μεγάλους επισήμους που οι δυσάρεστες εκείνες περιστάσεις τούς ανάγκαζαν να ’ρθουν κάπως «ινκόγκνιτο», ανώνυμα και διακριτικά, και να κρατήσουν μερικά προσχήματα για ν’ αποφύγουν σχόλια εις βάρος τους…
Και γι’ αυτό, δεν έβγαζαν τις μάσκες τους.
Είχαν σταθεί σιωπηλοί στην άκρη, και κατά σύμπτωση διαβολική, αλήθεια –γιατί κι εκείνοι ήταν δεκατρείς!– μπροστά σ’ έναν παλιό μεγάλο πίνακα, βαλμένον μέσα σε χρυσή κορνίζα με το Χριστό και με τους Αποστόλους –αντίγραφο, δεν ξέρω ποιου ζωγράφου, του «Μυστικού», του «Δείπνου» του ντα Βίντσι. Και κοίταζαν, ακίνητα, τη σάλα.
Σε λίγο όμως σιγά σιγά, ο χορός άρχισε ξανά να ζωηρεύει.
Τ’ άνθη κι οι χρωματιστές κορδέλες άρχισαν πάλι να διασταυρώνονται, ο χαρτοπόλεμος να δίνει και να παίρνει, και τα μπουκέτα με τους μενεξέδες να πέφτουν και να ρίχνονται βροχή!
Οι μπουκάλες της σαμπάνιας άδειαζαν – κι ο μπουφές, με τα λουσάτα του γκαρσόνια, δεν πρόφταινε να στέλνει παγωτά…
Κι ο μαέστρος με το χέρι σηκωμένο, έδινε τώρα, ξαφνικά, το σύνθημα του πιο τρελού, γνωστού, χορού της μόδας!
Τα ζευγάρια γλιστρούσαν στο παρκέτο με κινήσεις αφηνιασμένες – ο ίλιγγος βασίλευε και πάλι…
Ένας ιππότης μάλιστα κομψότατος, με μια χαριτωμένη κολομπίνα ήταν ανεβασμένοι στο τραπέζι –ένα μακρύ τραπέζι καρυδένιο που ακουμπούσαν τα ποτήρια της σαμπάνιας– και χόρευαν εκεί με τόση χάρη, που όλοι γύρω τούς χειροκροτούσαν και στο τέλος τούς σήκωσαν στα χέρια και τους έφεραν με «ζήτω» στο μπουφέ!
Η σάλα όλη έπαιρνε τον τόνο της κραιπάλης…
Πλησίαζε σχεδόν να ξημερώσει.
Σε λίγο στα παράθυρα, θαμπό και μακρινό, πρόβαλε μόλις αμυδρά το χρώμα της αυγής.
Τότε ξαφνικά το μαύρο ντόμινο –εκείνο με τους κόκκινους, μεγάλους πέντε φιόγκους– άφησε τη θέση που στεκόταν, προχώρησε στο μέρος του μαέστρου κι απότομα του κράτησε το χέρι… Η παγκέτα έπεσε στο πάτωμα.
Η μουσική σταμάτησε μεμιάς.
Τα ζευγάρια έμειναν ακίνητα.
Έπειτα προχώρησε στον τοίχο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.
Κι έγινε τότε κατιτίς απίστευτο, κάτι που έμοιαζε πραγματικά με θαύμα.
Όλα τα φώτα έσβησαν απότομα.
Ο τοίχος πήρε βάθος ξαφνικά, και μέσα στο μεγάλο του τετράγωνο –εκεί που ήταν η εικόνα του ντα Βίντσι– σα σε οθόνη κινηματογράφου, φάνηκ’ ένα τοπίο χιονισμένο, το κομμάτι μιας βουνοπλαγιάς μ’ ένα μουντό, σκοτεινιασμένον ουρανό. Στο μπροστινό του μέρος ακριβώς ήταν σωριασμένα πλήθος πτώματα πλαγιασμένα το ’ν’ απάνω στ’ άλλο, με τα κρανία κατατσακισμένα και με σπασμένες ραχοκοκαλιές…
Όπλα ματωμένα, λασπωμένα, μάτια, μυαλά, βγαλμένα και χυμένα, χέρια, πόδια, δάχτυλα κομμένα – όλα στοιβαγμένα, μπερδεμένα, σ’ έναν απερίγραπτο σωρό!...
Κι ένας βόγκος, ένας βόγκος μακρινός, μια φοβερή κι ανήκουστη κατάρα, ένα μεγάλο τραγικό ανάθεμα, έβγαινε μέσ’ απ’ τη μεγάλη μαύρη μάζα! Ένας μεγάλος βόγκος ατελεύτητος, σα μουγκρητό, μαζί και σα φοβέρα που ξεπερνούσε πέρα το διάστημα κι έφτανε ως τα βάθη τ’ ουρανού!...
Κι ένα κρύο, ένα κρύο σουβλερό –ένας αέρας βουερός και μολυσμένος– μια μεγάλη μπόρα δυνατή, φύσηξε και πάγωσε τη σάλα, κι ήρθε παντού, και ράντισε, πιτσίλισε με λύσσα, τα στήθη τα γυμνά των κυριών!...
Τ’ όραμα δε βάσταξε πολύ.
Τα φώτα άναψαν και πάλι ξαφνικά – κι η σάλα του χορού παρουσιάστηκε καλοβαλμένη καθώς ήταν πριν, σα να μην είχε τίποτε συμβεί! Κι η περίφημη εικόνα του ντα Βίντσι, μες στη χρυσή βαρύτιμη κορνίζα της, βρισκόταν πάλι απαράλλαχτα στη θέση της…
Μες στη φασαρία και τον τρόμο, μες στη γενικήν αλλοφροσύνη, όλοι γύρω βάλαν τις φωνές:
«Τι τρέχει;!... Τι συμβαίνει;! Τι συμβαίνει!;…».
Πολλές κυρίες με τα «ντεκολτέ» τους έπεφταν χάμω λιποθυμισμένες, άλλες έμπηχταν βαθιά ξεφωνητά.
Τώρα, όλοι τους, ποιος λίγο ποιος πολύ, ένιωθαν μες στην πρώτη τους χαμάρα, αλλά με τρόπον εντελώς συγκεχυμένο, πως το τραγικό εκείνο θαύμα, η τραγική εκείνη οπτασία, δεν είχε γίνει φυσικά κι ανθρώπινα – από κάποιον κατεργάρη ίσως, από κανέναν ίσως λωποδύτη, που θέλησε να φέρει αναστάτωση, να δημιουργήσει πανικό, για να κάμει τη δουλειά του πιο καλά (αν και, κι αυτό, πώς ήταν δυνατόν!;)… Ένιωθαν πως αυτό που τους συνέβη, δεν ήταν φάρσα του οικοδεσπότη, ούτε κι είχε όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων – αλλά πως ήταν κάτι τερατώδες, ασύλληπτο και υπερφυσικό!...
Η παρέα με τα μαύρα ντόμινα ήρθε στο μυαλό του καθενός η παρέα με τα μαύρα ντόμινα κι εκείνη τώρα είχε γίνει άφαντη!
Όλοι τώρα τρέξανε παντού, ρίχνοντας κάτω βάζα, πολυθρόνες, αναποδογυρίζοντας καρέκλες, ψάχνοντας πίσω από έπιπλα και ρούχα, πίσω από μπουφέδες και καθρέφτες, να βρουν χωμένους σε καμιά γωνιά τους υπερφυσικούς αυτούς αγνώστους…
Ο οικοδεσπότης ήταν έξαλλος κι έτρεχε δώθε κείθε σαν τρελός… Έκαμαν το σπίτι άνω κάτω. Κατέβηκαν ως κάτω στις κουζίνες κι ως στις σκάλες της υπηρεσίας.
Όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.
Έφεραν γύρο σ’ όλα τα πατώματα, άνοιξαν κάσες, έσπασαν λουκέτα. Δε βρήκαν ίχνος ξένου, πουθενά.
Έτρεξαν τότε στις κρεβατοκάμαρες – και πρώτα πρώτα στου οικοδεσπότη.
Όλα τα πράματα βρισκόντουσαν στη θέση τους – οι καναπέδες, τα ντουλάπια, το κρεβάτι. Και μοναχά στον τοίχο, στη γωνιά, σκεπασμένος απ’ την κουνουπιέρα, στα σίδερα του πρώτου κρεβατιού –έργο παλιό, δεν ξέρω ποιου τεχνίτη– απόμερος, επίσημος και μόνος, φέγγοντας με μια λάμψην ασυνήθιστη, γαλήνιος και υπερφυσικός– ήταν ένας μικρός Εσταυρωμένος…


Ναπολέων Λαπαθιώτης
Διηγήματα και άλλα πεζά
Φιλολογική επιμέλεια: Τραϊανός Μάνος
Πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία
Κατατέθηκε στον τομέα Μ.Ν.Ε.Σ. της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. το 2012

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Η ΣΦΙΓΓΑ - Edgar Allan Poe

Τον καιρό που βασίλευε στη Νέα Υόρκη η φρίκη της χολέρας, είχα δεχτεί την πρόσκληση ενός συγγενή μου να περάσω μαζί του δεκαπέντε μέρες στο αναχωρητήριό του, ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες του Χούδσωνα. Εκεί είχαμε ολόγυρά μας όλα τα συνηθισμένα μέσα καλοκαιρινής ψυχαγωγίας - και με τους περιπάτους στο δάσος, την ιχνογραφία, την κωπηλασία, το ψάρεμα, το κολύμπι, τη μουσική και τα βιβλία θα περνούσαμε αρκετά ευχάριστα τον καιρό μας, αν δεν υπήρχαν οι φοβερές ειδήσεις που έφταναν κάθε πρωί απ' την πολυάνθρωπη πόλη. Δεν περνούσε ούτε μέρα που να μη μας φέρει το νέο για το θάνατο κάποιου γνωστού μας. Σιγά - σιγά, όσο απλωνόταν η συμφορά, μάθαμε να περιμένουμε καθημερινά το χαμό κάποιου φίλου. Στο τέλος τρέμαμε κάθε φορά που ζύγωνε κάποιος μαντατοφόρος. Ακόμα κι ο αέρας που ερχόταν απ' τα νότια μας φαινόταν ότι μύριζε θάνατο. Αυτή η φοβερή σκέψη κυρίεψε πέρα για πέρα την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε να σκεφτώ ούτε να ονειρευτώ τίποτ' άλλο. Ο οικοδεσπότης μου είχε λιγότερο ευσυγκίνητη ιδιοσυγκρασία, και, παρόλο που το ηθικό του ήταν πολύ πεσμένο, προσπαθούσε ν' ανυψώσει το δικό μου. Η πλούσια φιλοσοφική του διάνοια δεν επηρεαζόταν ποτέ από φανταστικά γεγονότα. Έδειχνε αρκετή ευαισθησία στο χειροπιαστό τρόμο, αλλά τη σκιά του δεν τη φοβόταν.
Οι προσπάθειές του να με βγάλει από την αφύσικη κατάθλιψη, στην οποία είχα βυθιστεί, έμεναν άκαρπες, και σ' αυτό έφταιγαν σε μεγάλο βαθμό κάτι τόμοι που είχα βρει στη βιβλιοθήκη του. Οι τόμοι αυτοί ήταν ό,τι έπρεπε για να βλαστήσουν τα όποια σπέρματα κληρονομικής δεισιδαιμονίας υπήρχαν μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση. Διάβαζα αυτά τα βιβλία χωρίς να το ξέρει ο οικοδεσπότης μου, κι έτσι αυτός αδυνατούσε συχνά να εξηγήσει τις ζωηρές εντυπώσεις που είχαν χαραχτεί στη φαντασία μου.
Ένα από τα προσφιλή μου θέματα ήταν η λαϊκή πίστη στους οιωνούς -μια πίστη που, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, είχα την τάση να την υπερασπίζω. Πάνω σ' αυτό το ζήτημα κάναμε πολύωρες και ζωηρές συζητήσεις- εκείνος υποστήριζε ότι η πίστη σε τέτοια πράγματα είναι ολότελα αστήριχτη, ενώ εγώ ισχυριζόμουν ότι ένα λαϊκό αίσθημα που γεννιέται τόσο αυθόρμητα -δηλαδή χωρίς τα εξωτερικά σημάδια της υποβολής- έχει μέσα του οπωσδήποτε στοιχεία αλήθειας και δικαιούται ν' απαιτεί το σεβασμό μας.
Το γεγονός είναι πως, λίγο μετά την άφιξή μου στο εξοχικό, μου συνέβη ένα περιστατικό τόσο ανεξήγητο και, όπως έδειχνε, τόσο σημαδιακό, ώστε ίσως να δικαιολογούμαι που το πήρα για κακό οιωνό. Το περιστατικό αυτό με τρομοκρατούσε και ταυτόχρονα με σάστισε τόσο πολύ, που πέρασαν πολλές μέρες πριν αποφασίσω να μιλήσω στο φίλο μου γι' αυτό.
Κατά το γέρμα μιας πολύ ζεστής μέρας, καθόμουν, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, πλάι σ' ένα ανοιχτό παράθυρο, με πανοραμική θέα προς τις όχθες του ποταμού, όταν πρόσεξα ένα μακρινό λόφο, που η πιο κοντινή πλευρά του είχε απογυμνωθεί από τα περισσότερα δέντρα της εξαιτίας μιας κατολίσθησης. Από ώρα οι σκέψεις μου πετούσαν από το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου στο ζόφο και την ερήμωση της γειτονικής πόλης. Όταν σήκωσα τα μάτια μου από τη σελίδα, έπεσαν πάνω στη γυμνή πλαγιά του λόφου και πάνω σ' ένα αντικείμενο -σε κάποιο ζωντανό τέρας με φρικιαστική εμφάνιση, που κατέβαινε γρήγορα την πλαγιά, ώσπου τελικά εξαφανίσθηκε στο πυκνό δάσος που απλωνόταν πιο κάτω. Όταν πρωτοείδα αυτό το πλάσμα, ένιωσα αμφιβολίες για την πνευματική υγεία μου, ή τουλάχιστον για την αξιοπιστία των ματιών μου, και πέρασαν πολλά λεπτά πριν καταφέρω να πείσω τον εαυτό μου πως ούτε τρελός ήμουν ούτε ονειρευόμουν. Ωστόσο, αν περιγράψω το τέρας (που το είδα καθαρά και το παρακολούθησα ψύχραιμα σ' όλη του την πορεία), φοβάμαι πως οι αναγνώστες μου θα δυσκολευθούν να πεισθούν γι' αυτές τις λεπτομέρειες περισσότερο απ' όσο δυσκολεύτηκα εγώ ο ίδιος.
Υπολογίζοντας το μέγεθος του πλάσματος από τη διάμετρο των χοντρόκορμων δέντρων, πλάι στα οποία πέρασε -των λιγοστών γιγάντων του δάσους που είχαν γλιτώσει από τη μανία της κατολίσθησης- συμπέρανα ότι ήταν πολύ μεγαλύτερο από κάθε πλοίο της γραμμής που υπάρχει. Λέω πλοίο της γραμμής, γιατί αυτή την εντύπωση έδινε το σχήμα του τέρατος- το κύτος ενός δίκροτου των εβδομηντατεσσάρων πυροβόλων δίνει μια αρκετά πιστή εικόνα για το γενικό περίγραμμα αυτού του πλάσματος. Το στόμα του ζώου βρισκόταν στην άκρη μιας προβοσκίδας με μάκρος εξήντα ως εβδομήντα πόδια και με πάχος όσο περίπου το κορμί ενός συνηθισμένου ελέφαντα. Κοντά στη ρίζα αυτής της προβοσκίδας υπήρχε ένα τεράστιο πλήθος από μαύρες, ανάκατες τρίχες -περισσότερες απ' όσες θα έβγαιναν από είκοσι βουβάλια- και μέσα απ' αυτό το τρίχωμα πρόβαλλαν προς τα κάτω και τα πλάγια δυο γυαλιστεροί χαυλιόδοντες, όχι ανόμοιοι με τους χαυλιόδοντες ενός αγριογούρουνου, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτεροι. Παράλληλα στην προβοσκίδα, και σε κάθε πλευρά της, εκτεινόταν από μια γιγαντιαία κεραία, με μάκρος τριάντα ως σαράντα πόδια, που έδειχνε ν' αποτελείται από καθαρό κρύσταλλο και σχημάτιζε ένα τέλειο πρίσμα -μάλιστα αντανακλούσε με λαμπρό τρόπο τις αχτίνες του ήλιου που βασίλευε. Ο κορμός του τέρατος είχε σχήμα σφήνας, με την αιχμή προς τα κάτω. Απ' αυτόν ξεφύτρωναν δυο ζευγάρια φτερά, που το καθένα τους είχε μήκος γύρω στις εκατό γιάρδες- το ένα ζευγάρι ήταν πάνω στο άλλο κι όλα τα φτερά ήταν σκεπασμένα με πυκνά μεταλλικά λέπια- κάθε λέπι φαινόταν να έχει διάμετρο δέκα με δώδεκα, πόδια. Πρόσεξα πως τα πάνω και τα κάτω φτερά, συνδέονταν με μια γερή αλυσίδα. Αλλά το πιο παράξενο πράγμα σ' αυτό το φρικιαστικό ον ήταν η εικόνα μιας Νεκροκεφαλής, που σκέπαζε σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια του στήθους του και ήταν τόσο πιστά χαραγμένη, με άσπρο αστραφτερό χρώμα, πάνω στο μαύρο φόντο του σώματος, που θα 'λεγε κανείς πως τη ζωγράφισε εκεί μ' επιμέλεια κάποιος καλλιτέχνης. Καθώς κοίταζα αυτό το φοβερό ζώο, και ιδιαίτερα τη μορφή που υπήρχε πάνω στο στήθος του, με αίσθημα δέους και φρίκης -μ' ένα αίσθημα επερχόμενης συμφοράς, που στάθηκε αδύνατο να το υπερνικήσω με το λογικό μου- είδα τα πελώρια σαγόνια που υπήρχαν στην άκρη της προβοσκίδας ν' ανοίγουν ξαφνικά, κι από μέσα τους βγήκε ένας ήχος τόσο δυνατός και θρηνητικός, που τάραξε τα νεύρα μου σαν πένθιμη κωδωνοκρουσία, κι όταν το τέρας εξαφανίσθηκε στα ριζά του λόφου σωριάστηκα μεμιάς λιπόθυμος στο πάτωμα.
Όταν συνήλθα, η πρώτη μου σκέψη ήταν φυσικά να πληροφορήσω το φίλο μου γι' αυτό που είχα δει κι ακούσει -και μου είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσω ποιο αίσθημα απέχθειας μ' εμπόδισε τελικά να το κάνω.
Τελικά, ένα βράδυ, τρεις ή τέσσερις μέρες έπειτα απ' το περιστατικό, καθόμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο όπου είχα δει εκείνο το πλάσμα. Εγώ καθόμουν στην ίδια θέση, πλάι στο ίδιο παράθυρο, ενώ ο φίλος μου ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι εκεί κοντά. Η σύμπτωση του τόπου και του χρόνου μ' έκανε να του περιγράψω το φαινόμενο που είχα δει. Αυτός μ' άκουσε ως το τέλος. Στην αρχή γέλασε με την καρδιά του, ύστερα όμως το φέρσιμό του έγινε πολύ σοβαρό, σαν να μην αμφέβαλε καθόλου ότι ήμουν τρελός. Εκείνη τη στιγμή είδα και πάλι καθαρά το τέρας, στο οποίο και έστρεψα την προσοχή του φίλου μου με μια κραυγή απερίγραπτου τρόμου.
Αυτός κοίταξε καλά, αλλά ισχυρίσθηκε πως δεν έβλεπε τίποτα -αν και του περιέγραψα καταλεπτώς την πορεία εκείνου του εφιαλτικού πλάσματος, που ροβόλησε και πάλι τη γυμνή πλαγιά του λόφου.
Τώρα ήμουν αναστατωμένος όσο δεν λέγεται, γιατί θεώρησα ότι το όραμα αυτό ήταν ή σημάδι του θανάτου μου, ή, πράγμα ακόμα χειρότερο, προάγγελος μιας κρίσης μανίας. Σωριάστηκα απελπισμένος στην καρέκλα μου και για κάμποση ώρα κράτησα το πρόσωπό μου κρυμμένο στα χέρια μου. Όταν ξεσκέπασα τα μάτια μου, το τερατώδες ον δεν φαινόταν πια.
Ο οικοδεσπότης μου, όμως, είχε ξαναβρεί ως ένα βαθμό το ήρεμο φέρσιμό του και μου έκανε εξονυχιστικές ερωτήσεις για την εμφάνιση εκείνου του εξωπραγματικού πλάσματος. Όταν ικανοποίησα όλες τις απορίες του, αυτός αναστέναξε βαθιά, σαν να είχε ανακουφισθεί από κάποιο αβάσταχτο βάρος, και, με μια αταραξία που μου φάνηκε απάνθρωπη εξακολούθησε να μιλάει για διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, για τα οποία συζητούσαμε συχνά ως εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι ότι, ανάμεσα σ' άλλα πράγματα, επέμενε ιδιαίτερα στην ιδέα ότι η κύρια πηγή πλάνης σε κάθε ανθρώπινη έρευνα είναι η τάση του λογικού να υποτιμά ή να υπερτιμά τη σημασία ενός αντικειμένου, από κακό υπολογισμό της απόστασής του στο χώρο ή στο χρόνο. «Λόγου χάρη», είπε, «για να εκτιμήσουμε σωστά την επίδραση που θ' ασκήσει γενικά στην ανθρωπότητα η διάχυση της Δημοκρατίας, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας την απόσταση της εποχής, στην οποία θα έχει ίσως ολοκληρωθεί αυτή η διάχυση. Μπορείς να μου πεις ένα συγγραφέα, απ' όσους ασχολούνται με το ζήτημα της διακυβέρνησης των ανθρώπων, που να καταδέχτηκε ποτέ να εξετάσει αυτή την πτυχή του ζητήματος;»
Στο σημείο αυτό σταμάτησε για μια στιγμή, πήγε σ' ένα ράφι με βιβλία κι έβγαλε ένα από τα συνηθισμένα εγχειρίδια φυσικής ιστορίας. Κατόπιν, παρακαλώντας με ν' αλλάξω θέση μαζί του, για να μπορεί να διαβάσει καλύτερα τα ψιλά γράμματα του βιβλίου, τράβηξε την πολυθρόνα μου κοντά στο παράθυρο και, ανοίγοντας το βιβλίο, εξακολούθησε να μιλάει στον ίδιο τόνο όπως και πριν.
«Αν δεν μου περιέγραφες με τόσες λεπτομέρειες το τέρας», είπε, «ίσως να μη μπορούσα ποτέ να σου αποδείξω τι ήταν». Πρώτα απ' όλα, όμως, άφησέ με να σου διαβάσω μια σχολική περιγραφή για το γένος σφίγγα, της οικογένειας των νυκτιιδών, της τάξης των λεπιδόπτερων, της ομοταξίας τον εντόμων. Ιδού η περιγραφή:
«Τέσσερα μεμβρανώδη φτερά, σκεπασμένα με μικρά έγχρωμα λέπια που έχουν μεταλλική εμφάνιση - το στόμα σχηματίζει μια περιελιγμένη προβοσκίδα, που δημιουργείται από την επιμήκυνση των χειλέων - στα πλάγια της προβοσκίδας βρίσκονται υποτυπώδη σαγόνια και χνουδωτά εξαρτήματα- τα κατώτερα φτερά συνδέονται με τα ανώτερα χάρη σε μια σκληρή τρίχα, οι κεραίες έχουν τη μορφή επιμηκυσμένων ροπάλων και σχήμα πρίσματος- η κοιλιά είναι οξύληκτη. Η «σφίγγα - νεκροκεφαλή» σκορπίζει συχνά τον τρόμο στους αμαθείς, εξαιτίας της μελαγχολικής κραυγής που βγάζει και των συμβόλων του θανάτου που στολίζουν το θώρακά της».
Σ' αυτό το σημείο ο φίλος μου έκλεισε το βιβλίο κι έγειρε προς τα εμπρός, παίρνοντας τη στάση ακριβώς που είχα όταν αντίκρισα «το τέρας».
«Α, νάτο», φώναξε ξαφνικά. «Ξανανεβαίνει την πλαγιά του λόφου, κι ομολογώ πως έχει πολύ παράξενη εμφάνιση. Ωστόσο, με κανένα τρόπο δεν είναι τόσο μεγάλο ούτε τόσο μακρινό όσο φαντάστηκες - γιατί, καθώς σκαρφαλώνει τούτο δω το νήμα, που κάποια αράχνη ύφανε στο παράθυρο, διαπιστώνω πως το μήκος του είναι το πολύ γύρω στο ένα δέκατο έκτο της ίντσας, κι άλλο τόσο απέχει επίσης από την κόρη του ματιού μου».


Edgar Allan Poe 
Ο άγγελος του παράξενου και άλλες ιστορίες
Μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ
Εκδόσεις Αιγόκερως 2000


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ο Σωτήρας – Μίλτος Σαχτούρης

 
Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι

Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη

Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου

Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία

Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ

Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους


Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945 – 1971)
[Η λησμονημένη 1945]
Εκδόσεις Κέδρος 2008

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Η Κρυφή Ζωή του Γουώλτερ Μίτυ – James Thurber

Σημείωση του μεταφραστή: Ο James Thurber (1894-1961) ήταν σημαντικός Αμερικανός διηγηματογράφος και σκιτσογράφος. Η «Κρυφή Ζωή του Γουώλτερ Μίτυ» (1939) είναι ίσως από τα καλύτερα διηγήματά του, που έγινε και ταινία. Ο ομώνυμος ήρωας ζει στον κόσμο του: περνάει από τη μια ονειροπόληση στην άλλη, παίρνοντας αφορμές από όσα βλέπει και ακούει γύρω του. Φαντάζεται διαδοχικά τον εαυτό του ως ατρόμητο πιλότο υδροπλάνου, διάσημο χειρουργό που αντιμετωπίζει εξωπραγματικές δυσίατες αρρώστιες, άσο σκοπευτή, υπόδικο για φόνο, κυβερνήτη βομβαρδιστικού σε αποστολή αυτοκτονίας. Στα ενδιάμεσα είναι ένας τυπικός μικροαστός που δέχεται αδιαμαρτύρητα, σχεδόν φοβισμένα, τις συνεχείς επιπλήξεις της γυναίκας του, τις παρατηρήσεις του τροχονόμου, την ειρωνική αναίδεια του παρκαδόρου, τα γέλια των περαστικών. Αντισταθμίζει τη φυσική του δειλία πλάθοντας φανταστικές ιστορίες με κεντρικό υπερήρωα τον εαυτό του. Μήπως δεν το κάνουμε λίγο-πολύ όλοι μας; Συνειδητά ή ασυναίσθητα, σαν φυγή από τα τετριμμένα ή αβάσταχτα προβλήματα της πραγματικότητας ή σαν ενδόμυχη επιθυμία να τα υπερνικήσουμε, αποσυρόμαστε στον κόσμο μας, όπου νιώθουμε πιο μεγάλοι, πιο σπουδαίοι, πιο ικανοί απ’ αυτό που είμαστε. Με την ανάλογη ανακούφιση.

«ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ!» Η φωνή του κυβερνήτη ήταν σαν λεπτός πάγος που έσπαζε. Φορούσε τη μεγάλη στολή του, με το λευκό πηλήκιο με το παχύ χρυσό σιρίτι τραβηγμένο στραβά πάνω από ένα παγερό γκρίζο μάτι. «Δεν θα τα καταφέρουμε, σερ. Πάει για καταιγίδα, αν με ρωτάτε». «Δεν σε ρωτάω, υποπλοίαρχε Μπεργκ», είπε ο κυβερνήτης. «Ανάψτε τους προβολείς! Ανεβάστε στις 8.500 στροφές! Θα περάσουμε!» Ο ρυθμικός χτύπος των κινητήρων αυξήθηκε: τα-ποκετα-ποκετα-ποκετα-ποκετα-ποκετα. Ο κυβερνήτης κοίταξε τον πάγο που σχηματιζόταν στο παράθυρο του πιλοτηρίου. Πήγε προς τα εκεί και γύρισε μια σειρά πολύπλοκους διακόπτες. «Ανάψτε τη βοηθητική Νο 8!» ξεφώνισε. «Ανάψτε τη βοηθητική Νο 8!» επανέλαβε ο υποπλοίαρχος Μπεργκ.
«Πλήρη ισχύ στον πυργίσκο Νο 3!» φώναξε ο κυβερνήτης. «Πλήρης ισχύς στον πυργίσκο Νο 3!» Οι άντρες του πληρώματος, σκυφτοί στις διάφορες εργασίες τους στο τεράστιο οκτακινητήριο υδροπλάνο του Ναυτικού, αλληλοκοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. «Ο Γέρος θα μας περάσει», είπαν ο ένας στον άλλο. «Ο Γέρος δεν φοβάται ούτε την κόλαση!»…
«Όχι τόσο γρήγορα! Οδηγείς πολύ γρήγορα!» είπε η κυρία Μίτυ. «Γιατί πας τόσο γρήγορα;»
«Χμμ;» είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. Κοίταξε τη γυναίκα του στο διπλανό κάθισμα με μια τρομαγμένη έκπληξη. Του φάνηκε εντελώς άγνωστη, σαν μια ξένη γυναίκα που του είχε φωνάξει μέσα από ένα πλήθος. «Είχες φτάσει τα πενήντα πέντε μίλια», είπε εκείνη. «Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να πηγαίνεις πάνω από σαράντα. Εσύ είχες φτάσει τα πενήντα πέντε». Ο Γουώλτερ Μίτυ συνέχισε να οδηγεί προς το Γουώτερμπερι σιωπηλά, καθώς ο βρυχηθμός του SN202 μέσα από τη χειρότερη θύελλα που είχε αντιμετωπίσει στα είκοσι χρόνια που ήταν πιλότος του Ναυτικού χανόταν στους μακρινούς, κρυφούς αεροδιαδρόμους του μυαλού του. «Είσαι νευρικός πάλι», είπε η κα Μίτυ, «είναι μια από τις μέρες σου. Καλύτερα να πας να σε δει ο Δρ Ρένσω». Ο Γουώλτερ Μίτυ σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο κτίριο όπου πήγαινε η γυναίκα του να φτιάξει τα μαλλιά της. «Να θυμηθείς να πάρεις εκείνα τα καλύμματα για τα παπούτσια ενώ θα χτενίζομαι», του είπε. «Δεν χρειάζομαι καλύμματα,» είπε ο Μίτυ. «Τα έχουμε συζητήσει αυτά», είπε εκείνη βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. «Δεν είσαι πια νέος». Εκείνος γκάζωσε λίγο τη μηχανή. «Γιατί δεν φοράς τα γάντια σου; Τα έχασες τα γάντια σου;» Ο Γουώλτερ Μίτυ έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε τα γάντια. Τα φόρεσε, αλλά όταν εκείνη γύρισε και μπήκε στο κτίριο και εκείνος είχε φτάσει σ’ ένα κόκκινο φανάρι, τα έβγαλε πάλι.
«Εμπρός, αδελφέ!» φώναξε ένας τροχονόμος καθώς το φανάρι άλλαξε, κι ο Μίτυ βιαστικά φόρεσε τα γάντια του και προχώρησε μπροστά. Οδήγησε άσκοπα στους δρόμους για λίγο, κι έπειτα πέρασε μπροστά από το νοσοκομείο πηγαίνοντας προς το πάρκινγκ.
[…] «Πρόκειται για τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη Γουέλινγκτον Μακμίλαν», είπε η όμορφη νοσοκόμα. «Αλήθεια;» είπε ο Γουώλτερ Μίτυ, βγάζοντας αργά τα γάντια του. «Ποιος έχει το περιστατικό;» «Ο Δρ Ρένσω και ο Δρ Μπένμποου, αλλά ήρθαν και δυο ειδικοί, ο Δρ Ρέμιγκτον από τη Νέα  Υόρκη και ο Δρ Πρίτσαρντ-Μίτφορντ από το Λονδίνο. Ήρθε αεροπορικώς». Μια πόρτα άνοιξε σε έναν μακρύ δροσερό διάδρομο, και βγήκε ο Δρ Ρένσω. Έδειχνε ανήσυχος και κουρασμένος. «Γεια σου, Μίτυ», είπε. «Βρήκαμε το διάβολό μας με τον Μακμίλαν, τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη και στενό προσωπικό φίλο του Ρούσβελτ. Αποφράκτωση της πορώδους οδού. Τριτοπαθής. Θα ’θελα να του έριχνες μια ματιά». «Ευχαρίστως», είπε ο Μίτυ.
Στο χειρουργείο έγιναν ψιθυριστές συστάσεις:
«Δρ Ρέμιγκτον, ο Δρ Μίτυ. Δρ Πρίτσαρντ-Μίτφορντ, ο Δρ Μίτυ». «Διάβασα το βιβλίο σας για τη στρεπτοτρίχωση», είπε ο Πρίτσαρντ-Μίτφορντ σφίγγοντάς του το χέρι. «Έξοχη εργασία, σερ». «Ευχαριστώ», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. «Δεν ήξερα ότι βρίσκεσαι στις Ηνωμένες Πολιτείες, Μίτυ», γρύλλισε ο Ρέμιγκτον. «Κομίζουν γλαύκας εις Αθήνας, να φέρνουν τον Μίτφορντ και μένα εδώ για μια τριτοπαθή». «Είσαι πολύ ευγενικός», είπε ο Μίτυ. Μια τεράστια, πολύπλοκη μηχανή, συνδεδεμένη με το χειρουργικό τραπέζι, με πολλούς σωλήνες και καλώδια, άρχισε εκείνη τη στιγμή να κάνει ποκετα-ποκετα-ποκετα. «Η νέα μηχανή αναισθησίας δυσλειτουργεί!» ξεφώνισε ένας ειδικευόμενος.
«Δεν υπάρχει κανείς στις Ανατολικές πολιτείες που να ξέρει να τη φτιάξει!» «Ήρεμα, άνθρωπέ μου!» είπε ο Μίτυ με χαμηλή, ψύχραιμη φωνή. Όρμησε στη μηχανή, που τώρα έκανε ποκετα- ποκετα-κιπ-ποκετα-κιπ. Άρχισε να γυρίζει πολύ σιγά μια σειρά από γυαλιστερούς διακόπτες. «Δώστε μου ένα στυλό!» φώναξε. Κάποιος του έδωσε ένα στυλό. Εκείνος έβγαλε ένα χαλασμένο έμβολο από τη μηχανή και έβαλε το στυλό στη θέση του.
«Αυτό θα αντέξει για δέκα λεπτά», είπε. «Συνεχίστε την επέμβαση». Μια αδελφή πλησίασε βιαστικά και ψιθύρισε στον Ρένσω, και ο Μίτυ τον είδε να χλωμιάζει. «Ανέπτυξε χοροψία», είπε ο Ρένσω νευρικά. «Θα ήθελες να αναλάβεις, Μίτυ;» Ο Μίτυ τον κοίταξε, κοίταξε τη δειλή φιγούρα του Μπένμποου, ο οποίος έπινε, και τα σοβαρά, αβέβαια πρόσωπα των δυο μεγάλων ειδικών. «Αν το θέλετε», είπε. Του φόρεσαν μια λευκή μπλούζα, έβαλε μια μάσκα και λεπτά γάντια. Οι αδελφές έβαλαν στα χέρια του αστραφτερά…
«Κάνε πίσω, Μήτσο!! Πρόσεχε εκείνη την Μπούικ!» Ο Γουώλτερ Μίτυ πάτησε τα φρένα.
«Λάθος λωρίδα, Μήτσο», είπε ο παρκαδόρος κοιτάζοντας προσεκτικά τον Μίτυ. «Εε, ναι»,μουρμούρισε ο Μίτυ. Άρχισε προσεκτικά να κάνει όπισθεν στη λωρίδα που έγραφε «Μόνο Έξοδος». «Άφησέ το εκεί», είπε ο παρκαδόρος. «Θα το παρκάρω εγώ». Ο Μίτυ βγήκε από το αυτοκίνητο. «Χμ, καλύτερα να αφήσεις και το κλειδί». «Ω!» είπε ο Μίτυ, δίνοντας στον υπάλληλο το κλειδί της μηχανής. Ο παρκαδόρος πήδησε στο αυτοκίνητο, έκανε όπισθεν με μια αυθάδικη επιδεξιότητα, και το έβαλε εκεί που έπρεπε.
Είναι τόσο ψηλομύτες, σκέφθηκε ο Γουώλτερ Μίτυ περπατώντας στον κεντρικό δρόμο, νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Μια φορά είχε προσπαθήσει να βγάλει τις αλυσίδες του έξω από το Νιου Μίλφορντ, και τις είχε μπλέξει γύρω από τους άξονες. Χρειάσθηκε να έρθει κάποιος με αμάξι από το συνεργείο να τις ξεμπερδέψει, ένας νεαρός τεχνικός με ειρωνικό χαμόγελο. Από τότε η κα Μίτυ πάντα τον υποχρέωνε να πηγαίνει σε γκαράζ να του βγάζουν τις αλυσίδες. Την επόμενη φορά, σκέφθηκε, θα κρεμάσω το δεξί μου χέρι σε νάρθηκα και τότε δεν θα με ειρωνεύονται. Θα βάλω το δεξί μου μπράτσο σε νάρθηκα και θα δουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλω μόνος μου τις αλυσίδες. Κλότσησε τη λάσπη στο πεζοδρόμιο. «Καλύμματα», είπε στον εαυτό του, και άρχισε να ψάχνει για παπουτσάδικο.
Όταν ξαναβγήκε στο δρόμο, με τα καλύμματα των παπουτσιών σ’ ένα κουτί κάτω από τη μασχάλη του, ο Γουώλτερ Μίτυ άρχισε να αναρωτιέται ποιο ήταν το άλλο πράγμα που του είχε πει η γυναίκα του να πάρει. Του το είχε πει δυο φορές, πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους για το Γουώτερμπερι. Από μια πλευρά απεχθανόταν αυτές τις εβδομαδιαίες εξόδους στην πόλη − πάντα κάτι έκανε λάθος. Κλινέξ, σκέφθηκε, Σκουίμπ, ξυραφάκια; Όχι. Οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, σόδα φαγητού, σμυριδόπετρα, πρωτοβουλία και δημοψήφισμα; Τα παράτησε. Εκείνη όμως θα το θυμόταν.
«Πού είναι εκείνο το πώς-το-λένε;» θα ρωτούσε.
«Μη μου πεις ότι ξέχασες το πώς-το-λένε». Ένας μικρός εφημεριδοπώλης πέρασε φωνάζοντας κάτι για τη δίκη του Γουώτερμπερι. […] «Ίσως αυτό να φρεσκάρει τη μνήμη σου». Ο εισαγγελέας ξαφνικά έτεινε ένα βαρύ πιστόλι στην ήσυχη φιγούρα στο εδώλιο του μάρτυρα. «Το έχεις ξαναδεί;» Ο Γουώλτερ Μίτυ πήρε το όπλο και το εξέτασε με έμπειρο βλέμμα. «Αυτό είναι το δικό μου Γουέμπλεϋ-Βίκερς 50.80», είπε ήρεμα. Ένας ψίθυρος εντυπωσιασμού διέτρεξε την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο δικαστής χτύπησε την έδρα για ησυχία.
«Είσαι άριστος σκοπευτής με κάθε είδους πυροβόλο όπλο, πιστεύω;» είπε ο εισαγγελέας, με υπονοούμενο. «Ένσταση!» ξεφώνισε ο δικηγόρος του Μίτυ. «Έχουμε αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος δεν θα μπορούσε να έχει πυροβολήσει. Έχουμε αποδείξει ότι είχε το δεξί του χέρι σε νάρθηκα τη νύχτα της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου». Ο Μίτυ σήκωσε σύντομα το χέρι του και οι αντιμαχόμενοι δικηγόροι σώπασαν. «Με οποιαδήποτε γνωστή μάρκα όπλου», είπε ήρεμα, «θα μπορούσα να είχα σκοτώσει τον Γκρέγκορυ Φίτζχαρστ από τριακόσια πόδια με το αριστερό μου χέρι». Πανδαιμόνιο ξέσπασε στο δικαστήριο. Ένα γυναικείο ουρλιαχτό ξεχώρισε από τον σαματά, και ξαφνικά μια πανέμορφη μελαχρινή κοπέλα βρέθηκε στην αγκαλιά του Μίτυ. Ο εισαγγελέας τη χαστούκισε άγρια. Χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, ο Μίτυ του έδωσε μια γροθιά κατευθείαν στο σαγόνι. «Άθλιε σκύλε!»…
«Σκυλομπισκότα», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ.
Σταμάτησε να βαδίζει και τα κτίρια του Γουώτερμπερι ξεπρόβαλαν μέσα από το θολό δικαστήριο και τον περιτριγύρισαν ξανά. Μια περαστική γυναίκα γέλασε. «Είπε “Σκυλομπισκότα” στον εαυτό του», είπε στον σύντροφό της. Ο Γουώλτερ Μίτυ απομακρύνθηκε βιαστικά. Μπήκε σ’ ένα κατάστημα “Α&Ρ”, όχι στο πρώτο που συνάντησε αλλά σ’ ένα μικρότερο, πιο πέρα. «Θέλω κάτι μπισκότα για μικρόσωμα, νεαρά σκυλάκια», είπε στον υπάλληλο. «Κάποια συγκεκριμένη μάρκα, κύριε;» Ο μεγαλύτερος σκοπευτής του κόσμου σκέφθηκε για ένα λεπτό. «Γράφει “Το ζητούν τα κουτάβια” πάνω στο κουτί», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. Η γυναίκα του θα τελείωνε με το κομμωτήριο σε δεκαπέντε λεπτά, είδε ο Μίτυ κοιτάζοντας το ρολόι του, εκτός κι αν είχαν δυσκολία να της στεγνώσουν τα μαλλιά: μερικές φορές δυσκολεύονταν να τα στεγνώσουν. Δεν ήθελε να φτάνει πρώτη στο ξενοδοχείο, θα ήθελε εκείνος να είναι εκεί και να την περιμένει όπως συνήθως. Βρήκε στο χολ μια μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα που έβλεπε σε παράθυρο κι ακούμπησε τα καλύμματα των παπουτσιών και τα σκυλομπισκότα στο πάτωμα δίπλα της. Πήρε ένα παλιό τεύχος της «Ελευθερίας» και βυθίστηκε στο κάθισμα. «Μπορεί η Γερμανία να κατακτήσει τον κόσμο από τον αέρα;» Ο Γουώλτερ Μίτυ κοίταξε τις εικόνες που έδειχναν αεροπλάνα να βομβαρδίζουν και ερειπωμένους δρόμους. […] «Το κανονίδι έχει τρομοκρατήσει τον νεαρό Ράλεϊ, σερ», είπε ο σμηνίας. Ο σμηναγός Μίτυ τον κοίταξε μέσα από τα ανακατεμένα μαλλιά του. «Βάλ’ τον στο κρεβάτι», είπε κουρασμένα, «μαζί με τους άλλους. Θα πετάξω μόνος». «Μα δεν μπορείτε, σερ», είπε ανήσυχος ο σμηνίας. «Χρειάζονται δυο για να πιλοτάρουν αυτό το βομβαρδιστικό, και τα αντιαεροπορικά σφυροκοπούν τον αέρα. Η παρέα του Φον Ρίχτμαν περιπολεί από εδώ μέχρι το Σωλιέ».
«Κάποιος πρέπει να χτυπήσει εκείνη την αποθήκη πυρομαχικών», είπε ο Μίτυ. «Θα πάω ώς εκεί. Μια γουλιά μπράντι;» Έβαλε ένα ποτό για τον σμηνία και ένα για τον εαυτό του. Ο πόλεμος βροντούσε και σφύριζε γύρω από το χαράκωμα, και χτύπησε και την πόρτα. Ακούστηκε ένα σχίσιμο ξύλου και κομμάτια πετάχτηκαν μέσα στο δωμάτιο. «Κοντά έπεσε», είπε ο Μίτυ αδιάφορα. «Όλο και πιο κοντά πέφτουν», είπε ο σμηνίας. «Μια φορά μονάχα ζούμε, σμηνία», είπε ο σμηναγός Μίτυ, με το αδιόρατο, φευγαλέο χαμόγελό του. «Έτσι δεν είναι;» Έβαλε ακόμη ένα μπράντι και το κατέβασε με μια γουλιά. «Ποτέ δεν είδα άνθρωπο που να αντέχει το μπράντι όσο εσείς, σερ», είπε ο σμηνίας. «Συγγνώμη που το λέω, σερ». Ο σμηναγός Μίτυ σηκώθηκε και πέρασε το τεράστιο πιστόλι Γουέμπλεϋ-Βίκερς στη μέση του. «Είναι σαράντα χιλιόμετρα μέσα από κόλαση», είπε ο σμηνίας. Ο Μίτυ τελείωσε ακόμη ένα μπράντι. «Εξάλλου», είπε μαλακά, «μήπως είναι καλύτερα εδώ;» Το σφυροκόπημα των κανονιών αυξήθηκε. Ακούστηκε το ρα-τα-τα των πολυβόλων, κι από κάπου ήρθε εκείνο το απειλητικό ποκετα-ποκετα-ποκετα των καινούριων φλογοβόλων. Ο Γουώλτερ Μίτυ προχώρησε προς την πόρτα του χαρακώματος σιγο-τραγουδώντας ‘Κοντά στην ξανθιά μου’. Γύρισε και έγνεψε στον σμηνία. «Γεια χαρά!» είπε…
Κάτι τον χτύπησε στον ώμο. «Σε ψάχνω σε ολόκληρο το ξενοδοχείο», είπε η κα Μίτυ. «Γιατί πρέπει να κρύβεσαι σ’ αυτή την παλιά πολυθρόνα; Πώς θέλεις να σε βρω;» «Τα πράγματα στενεύουν», είπε αόριστα ο Γουώλτερ Μίτυ.
«Τι;» είπε η κα Μίτυ. «Πήρες εκείνα τα πώς-τα- λένε; Τα σκυλομπισκότα; Τι έχει αυτό το κουτί;»
«Καλύμματα παπουτσιών», είπε ο Μίτυ. «Δεν μπορούσες να τα φορέσεις στο κατάστημα;»
«Σκεφτόμουν», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. «Σου περνάει ποτέ από το μυαλό ότι μερικές φορές σκέφτομαι;» Εκείνη τον κοίταξε. «Θα σου βάλω το θερμόμετρο όταν πάμε σπίτι», είπε.
Βγήκαν μέσα από τις περιστρεφόμενες πόρτες που έκαναν έναν αμυδρά χλευαστικό σφυριχτό ήχο όταν τις έσπρωχνες. Ήταν δυο τετράγωνα μέχρι το πάρκινγκ. Στο κατάστημα της γωνίας εκείνη είπε: «Περίμενέ με εδώ. Ξέχασα κάτι. Ούτε ένα λεπτό δεν θα κάνω». Έκανε περισσότερο από λεπτό. Ο Γουώλτερ Μίτυ άναψε τσιγάρο. Άρχισε να βρέχει, βροχή με χιονόνερο μαζί. Στάθηκε κολλητά στον τοίχο του καταστήματος, καπνίζοντας… Ίσιωσε τους ώμους του και ένωσε τα τακούνια του.
«Στο διάβολο το μαντήλι», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ περιφρονητικά. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του και το πέταξε μακριά. Κι έπειτα, μ’ εκείνο το αχνό, φευγαλέο χαμόγελο να παίζει γύρω απ’ τα χείλη του, αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα: ορθός και ακίνητος, περήφανος και περιφρονητικός, Γουώλτερ Μίτυ ο Ακατάβλητος, αινιγματικός μέχρι το τέλος.

Μετάφραση: Αντώνης Παπαγιάννης
Από το περιοδικό 
ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΤΕΥΧΟΣ 67 2014
https://isth.gr/wp-content/uploads/2021/06/isth67.pdf