.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Το τέλος είναι αράπης – ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

 

Μ’ ένα σκοινί τον δέσανε για να μην πέσει χάμω
Μ’ ένα καρφί τον κάρφωσαν επάνω στην καρέκλα
Τον χτύπησαν πολλές φορές πριν σωριαστεί κατάχαμα
Είδηση που μαθεύτηκε τριάντα χρόνια αργότερα
Και κυκλοφόρησε αργά σαν τραίνο εμπορευμάτων
Κι ανάμεσα στις όμορφες γυναίκες της Αθήνας
Ένα κορίτσι νόστιμο που τίποτα δεν σκέπτεται
Κι όμως εγώ τη σκέπτομαι νύχτα και μέρα αδιάκοπα
Είναι της κάλτσας το κριτς κριτς στης γάμπας τη θηλιά
Ζεστή όπως τ’ αντρόγυνο που ζύμωσε η φραντζόλα
Είν’ ένα χέρι πονηρό που φτάνει ως το μηρό
Και προχωρούσε μόνο του χωρίς ν’ αποτραβιούνται
Της περιέργειας τα καλλίγραμμα ακουμπισμένα μπράτσα
Ένα πεδίο άσκησης για κανονιές αγάπης
Ένα πεδίο μαγνητικό γύρω απ’ τα δυο βυζιά.
 
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Παραλλάξ», αρ. 2, Μάρτιος 1978)

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε – ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

 

Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε –
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απ’ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γι’ αργότερα.
 
(Νέα χάραξη, 2008)

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Γήπεδον – ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


Στη Μάτση
Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφινε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ˙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι’ αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ’ την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λυδία λίθο τους.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα, απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας˙ και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ’ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν οι ορμέμφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.

(Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, 1936-1946)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Περί Ύψους – ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

 
 
Certes, I’ artiste désire s’ élever,... mais I'homme doit rester obscur.
PAUL CÉZANNE
Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριο του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’ αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’ επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύννεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.
Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τονέ κρατά στη ζωή.
Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.
(Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού).
Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου κρυφτείς, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!
Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.
(Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957)