.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Η Κρυφή Ζωή του Γουώλτερ Μίτυ – James Thurber

Σημείωση του μεταφραστή: Ο James Thurber (1894-1961) ήταν σημαντικός Αμερικανός διηγηματογράφος και σκιτσογράφος. Η «Κρυφή Ζωή του Γουώλτερ Μίτυ» (1939) είναι ίσως από τα καλύτερα διηγήματά του, που έγινε και ταινία. Ο ομώνυμος ήρωας ζει στον κόσμο του: περνάει από τη μια ονειροπόληση στην άλλη, παίρνοντας αφορμές από όσα βλέπει και ακούει γύρω του. Φαντάζεται διαδοχικά τον εαυτό του ως ατρόμητο πιλότο υδροπλάνου, διάσημο χειρουργό που αντιμετωπίζει εξωπραγματικές δυσίατες αρρώστιες, άσο σκοπευτή, υπόδικο για φόνο, κυβερνήτη βομβαρδιστικού σε αποστολή αυτοκτονίας. Στα ενδιάμεσα είναι ένας τυπικός μικροαστός που δέχεται αδιαμαρτύρητα, σχεδόν φοβισμένα, τις συνεχείς επιπλήξεις της γυναίκας του, τις παρατηρήσεις του τροχονόμου, την ειρωνική αναίδεια του παρκαδόρου, τα γέλια των περαστικών. Αντισταθμίζει τη φυσική του δειλία πλάθοντας φανταστικές ιστορίες με κεντρικό υπερήρωα τον εαυτό του. Μήπως δεν το κάνουμε λίγο-πολύ όλοι μας; Συνειδητά ή ασυναίσθητα, σαν φυγή από τα τετριμμένα ή αβάσταχτα προβλήματα της πραγματικότητας ή σαν ενδόμυχη επιθυμία να τα υπερνικήσουμε, αποσυρόμαστε στον κόσμο μας, όπου νιώθουμε πιο μεγάλοι, πιο σπουδαίοι, πιο ικανοί απ’ αυτό που είμαστε. Με την ανάλογη ανακούφιση.

«ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ!» Η φωνή του κυβερνήτη ήταν σαν λεπτός πάγος που έσπαζε. Φορούσε τη μεγάλη στολή του, με το λευκό πηλήκιο με το παχύ χρυσό σιρίτι τραβηγμένο στραβά πάνω από ένα παγερό γκρίζο μάτι. «Δεν θα τα καταφέρουμε, σερ. Πάει για καταιγίδα, αν με ρωτάτε». «Δεν σε ρωτάω, υποπλοίαρχε Μπεργκ», είπε ο κυβερνήτης. «Ανάψτε τους προβολείς! Ανεβάστε στις 8.500 στροφές! Θα περάσουμε!» Ο ρυθμικός χτύπος των κινητήρων αυξήθηκε: τα-ποκετα-ποκετα-ποκετα-ποκετα-ποκετα. Ο κυβερνήτης κοίταξε τον πάγο που σχηματιζόταν στο παράθυρο του πιλοτηρίου. Πήγε προς τα εκεί και γύρισε μια σειρά πολύπλοκους διακόπτες. «Ανάψτε τη βοηθητική Νο 8!» ξεφώνισε. «Ανάψτε τη βοηθητική Νο 8!» επανέλαβε ο υποπλοίαρχος Μπεργκ.
«Πλήρη ισχύ στον πυργίσκο Νο 3!» φώναξε ο κυβερνήτης. «Πλήρης ισχύς στον πυργίσκο Νο 3!» Οι άντρες του πληρώματος, σκυφτοί στις διάφορες εργασίες τους στο τεράστιο οκτακινητήριο υδροπλάνο του Ναυτικού, αλληλοκοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. «Ο Γέρος θα μας περάσει», είπαν ο ένας στον άλλο. «Ο Γέρος δεν φοβάται ούτε την κόλαση!»…
«Όχι τόσο γρήγορα! Οδηγείς πολύ γρήγορα!» είπε η κυρία Μίτυ. «Γιατί πας τόσο γρήγορα;»
«Χμμ;» είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. Κοίταξε τη γυναίκα του στο διπλανό κάθισμα με μια τρομαγμένη έκπληξη. Του φάνηκε εντελώς άγνωστη, σαν μια ξένη γυναίκα που του είχε φωνάξει μέσα από ένα πλήθος. «Είχες φτάσει τα πενήντα πέντε μίλια», είπε εκείνη. «Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να πηγαίνεις πάνω από σαράντα. Εσύ είχες φτάσει τα πενήντα πέντε». Ο Γουώλτερ Μίτυ συνέχισε να οδηγεί προς το Γουώτερμπερι σιωπηλά, καθώς ο βρυχηθμός του SN202 μέσα από τη χειρότερη θύελλα που είχε αντιμετωπίσει στα είκοσι χρόνια που ήταν πιλότος του Ναυτικού χανόταν στους μακρινούς, κρυφούς αεροδιαδρόμους του μυαλού του. «Είσαι νευρικός πάλι», είπε η κα Μίτυ, «είναι μια από τις μέρες σου. Καλύτερα να πας να σε δει ο Δρ Ρένσω». Ο Γουώλτερ Μίτυ σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο κτίριο όπου πήγαινε η γυναίκα του να φτιάξει τα μαλλιά της. «Να θυμηθείς να πάρεις εκείνα τα καλύμματα για τα παπούτσια ενώ θα χτενίζομαι», του είπε. «Δεν χρειάζομαι καλύμματα,» είπε ο Μίτυ. «Τα έχουμε συζητήσει αυτά», είπε εκείνη βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. «Δεν είσαι πια νέος». Εκείνος γκάζωσε λίγο τη μηχανή. «Γιατί δεν φοράς τα γάντια σου; Τα έχασες τα γάντια σου;» Ο Γουώλτερ Μίτυ έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε τα γάντια. Τα φόρεσε, αλλά όταν εκείνη γύρισε και μπήκε στο κτίριο και εκείνος είχε φτάσει σ’ ένα κόκκινο φανάρι, τα έβγαλε πάλι.
«Εμπρός, αδελφέ!» φώναξε ένας τροχονόμος καθώς το φανάρι άλλαξε, κι ο Μίτυ βιαστικά φόρεσε τα γάντια του και προχώρησε μπροστά. Οδήγησε άσκοπα στους δρόμους για λίγο, κι έπειτα πέρασε μπροστά από το νοσοκομείο πηγαίνοντας προς το πάρκινγκ.
[…] «Πρόκειται για τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη Γουέλινγκτον Μακμίλαν», είπε η όμορφη νοσοκόμα. «Αλήθεια;» είπε ο Γουώλτερ Μίτυ, βγάζοντας αργά τα γάντια του. «Ποιος έχει το περιστατικό;» «Ο Δρ Ρένσω και ο Δρ Μπένμποου, αλλά ήρθαν και δυο ειδικοί, ο Δρ Ρέμιγκτον από τη Νέα  Υόρκη και ο Δρ Πρίτσαρντ-Μίτφορντ από το Λονδίνο. Ήρθε αεροπορικώς». Μια πόρτα άνοιξε σε έναν μακρύ δροσερό διάδρομο, και βγήκε ο Δρ Ρένσω. Έδειχνε ανήσυχος και κουρασμένος. «Γεια σου, Μίτυ», είπε. «Βρήκαμε το διάβολό μας με τον Μακμίλαν, τον εκατομμυριούχο τραπεζίτη και στενό προσωπικό φίλο του Ρούσβελτ. Αποφράκτωση της πορώδους οδού. Τριτοπαθής. Θα ’θελα να του έριχνες μια ματιά». «Ευχαρίστως», είπε ο Μίτυ.
Στο χειρουργείο έγιναν ψιθυριστές συστάσεις:
«Δρ Ρέμιγκτον, ο Δρ Μίτυ. Δρ Πρίτσαρντ-Μίτφορντ, ο Δρ Μίτυ». «Διάβασα το βιβλίο σας για τη στρεπτοτρίχωση», είπε ο Πρίτσαρντ-Μίτφορντ σφίγγοντάς του το χέρι. «Έξοχη εργασία, σερ». «Ευχαριστώ», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. «Δεν ήξερα ότι βρίσκεσαι στις Ηνωμένες Πολιτείες, Μίτυ», γρύλλισε ο Ρέμιγκτον. «Κομίζουν γλαύκας εις Αθήνας, να φέρνουν τον Μίτφορντ και μένα εδώ για μια τριτοπαθή». «Είσαι πολύ ευγενικός», είπε ο Μίτυ. Μια τεράστια, πολύπλοκη μηχανή, συνδεδεμένη με το χειρουργικό τραπέζι, με πολλούς σωλήνες και καλώδια, άρχισε εκείνη τη στιγμή να κάνει ποκετα-ποκετα-ποκετα. «Η νέα μηχανή αναισθησίας δυσλειτουργεί!» ξεφώνισε ένας ειδικευόμενος.
«Δεν υπάρχει κανείς στις Ανατολικές πολιτείες που να ξέρει να τη φτιάξει!» «Ήρεμα, άνθρωπέ μου!» είπε ο Μίτυ με χαμηλή, ψύχραιμη φωνή. Όρμησε στη μηχανή, που τώρα έκανε ποκετα- ποκετα-κιπ-ποκετα-κιπ. Άρχισε να γυρίζει πολύ σιγά μια σειρά από γυαλιστερούς διακόπτες. «Δώστε μου ένα στυλό!» φώναξε. Κάποιος του έδωσε ένα στυλό. Εκείνος έβγαλε ένα χαλασμένο έμβολο από τη μηχανή και έβαλε το στυλό στη θέση του.
«Αυτό θα αντέξει για δέκα λεπτά», είπε. «Συνεχίστε την επέμβαση». Μια αδελφή πλησίασε βιαστικά και ψιθύρισε στον Ρένσω, και ο Μίτυ τον είδε να χλωμιάζει. «Ανέπτυξε χοροψία», είπε ο Ρένσω νευρικά. «Θα ήθελες να αναλάβεις, Μίτυ;» Ο Μίτυ τον κοίταξε, κοίταξε τη δειλή φιγούρα του Μπένμποου, ο οποίος έπινε, και τα σοβαρά, αβέβαια πρόσωπα των δυο μεγάλων ειδικών. «Αν το θέλετε», είπε. Του φόρεσαν μια λευκή μπλούζα, έβαλε μια μάσκα και λεπτά γάντια. Οι αδελφές έβαλαν στα χέρια του αστραφτερά…
«Κάνε πίσω, Μήτσο!! Πρόσεχε εκείνη την Μπούικ!» Ο Γουώλτερ Μίτυ πάτησε τα φρένα.
«Λάθος λωρίδα, Μήτσο», είπε ο παρκαδόρος κοιτάζοντας προσεκτικά τον Μίτυ. «Εε, ναι»,μουρμούρισε ο Μίτυ. Άρχισε προσεκτικά να κάνει όπισθεν στη λωρίδα που έγραφε «Μόνο Έξοδος». «Άφησέ το εκεί», είπε ο παρκαδόρος. «Θα το παρκάρω εγώ». Ο Μίτυ βγήκε από το αυτοκίνητο. «Χμ, καλύτερα να αφήσεις και το κλειδί». «Ω!» είπε ο Μίτυ, δίνοντας στον υπάλληλο το κλειδί της μηχανής. Ο παρκαδόρος πήδησε στο αυτοκίνητο, έκανε όπισθεν με μια αυθάδικη επιδεξιότητα, και το έβαλε εκεί που έπρεπε.
Είναι τόσο ψηλομύτες, σκέφθηκε ο Γουώλτερ Μίτυ περπατώντας στον κεντρικό δρόμο, νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Μια φορά είχε προσπαθήσει να βγάλει τις αλυσίδες του έξω από το Νιου Μίλφορντ, και τις είχε μπλέξει γύρω από τους άξονες. Χρειάσθηκε να έρθει κάποιος με αμάξι από το συνεργείο να τις ξεμπερδέψει, ένας νεαρός τεχνικός με ειρωνικό χαμόγελο. Από τότε η κα Μίτυ πάντα τον υποχρέωνε να πηγαίνει σε γκαράζ να του βγάζουν τις αλυσίδες. Την επόμενη φορά, σκέφθηκε, θα κρεμάσω το δεξί μου χέρι σε νάρθηκα και τότε δεν θα με ειρωνεύονται. Θα βάλω το δεξί μου μπράτσο σε νάρθηκα και θα δουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλω μόνος μου τις αλυσίδες. Κλότσησε τη λάσπη στο πεζοδρόμιο. «Καλύμματα», είπε στον εαυτό του, και άρχισε να ψάχνει για παπουτσάδικο.
Όταν ξαναβγήκε στο δρόμο, με τα καλύμματα των παπουτσιών σ’ ένα κουτί κάτω από τη μασχάλη του, ο Γουώλτερ Μίτυ άρχισε να αναρωτιέται ποιο ήταν το άλλο πράγμα που του είχε πει η γυναίκα του να πάρει. Του το είχε πει δυο φορές, πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους για το Γουώτερμπερι. Από μια πλευρά απεχθανόταν αυτές τις εβδομαδιαίες εξόδους στην πόλη − πάντα κάτι έκανε λάθος. Κλινέξ, σκέφθηκε, Σκουίμπ, ξυραφάκια; Όχι. Οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, σόδα φαγητού, σμυριδόπετρα, πρωτοβουλία και δημοψήφισμα; Τα παράτησε. Εκείνη όμως θα το θυμόταν.
«Πού είναι εκείνο το πώς-το-λένε;» θα ρωτούσε.
«Μη μου πεις ότι ξέχασες το πώς-το-λένε». Ένας μικρός εφημεριδοπώλης πέρασε φωνάζοντας κάτι για τη δίκη του Γουώτερμπερι. […] «Ίσως αυτό να φρεσκάρει τη μνήμη σου». Ο εισαγγελέας ξαφνικά έτεινε ένα βαρύ πιστόλι στην ήσυχη φιγούρα στο εδώλιο του μάρτυρα. «Το έχεις ξαναδεί;» Ο Γουώλτερ Μίτυ πήρε το όπλο και το εξέτασε με έμπειρο βλέμμα. «Αυτό είναι το δικό μου Γουέμπλεϋ-Βίκερς 50.80», είπε ήρεμα. Ένας ψίθυρος εντυπωσιασμού διέτρεξε την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο δικαστής χτύπησε την έδρα για ησυχία.
«Είσαι άριστος σκοπευτής με κάθε είδους πυροβόλο όπλο, πιστεύω;» είπε ο εισαγγελέας, με υπονοούμενο. «Ένσταση!» ξεφώνισε ο δικηγόρος του Μίτυ. «Έχουμε αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος δεν θα μπορούσε να έχει πυροβολήσει. Έχουμε αποδείξει ότι είχε το δεξί του χέρι σε νάρθηκα τη νύχτα της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου». Ο Μίτυ σήκωσε σύντομα το χέρι του και οι αντιμαχόμενοι δικηγόροι σώπασαν. «Με οποιαδήποτε γνωστή μάρκα όπλου», είπε ήρεμα, «θα μπορούσα να είχα σκοτώσει τον Γκρέγκορυ Φίτζχαρστ από τριακόσια πόδια με το αριστερό μου χέρι». Πανδαιμόνιο ξέσπασε στο δικαστήριο. Ένα γυναικείο ουρλιαχτό ξεχώρισε από τον σαματά, και ξαφνικά μια πανέμορφη μελαχρινή κοπέλα βρέθηκε στην αγκαλιά του Μίτυ. Ο εισαγγελέας τη χαστούκισε άγρια. Χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, ο Μίτυ του έδωσε μια γροθιά κατευθείαν στο σαγόνι. «Άθλιε σκύλε!»…
«Σκυλομπισκότα», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ.
Σταμάτησε να βαδίζει και τα κτίρια του Γουώτερμπερι ξεπρόβαλαν μέσα από το θολό δικαστήριο και τον περιτριγύρισαν ξανά. Μια περαστική γυναίκα γέλασε. «Είπε “Σκυλομπισκότα” στον εαυτό του», είπε στον σύντροφό της. Ο Γουώλτερ Μίτυ απομακρύνθηκε βιαστικά. Μπήκε σ’ ένα κατάστημα “Α&Ρ”, όχι στο πρώτο που συνάντησε αλλά σ’ ένα μικρότερο, πιο πέρα. «Θέλω κάτι μπισκότα για μικρόσωμα, νεαρά σκυλάκια», είπε στον υπάλληλο. «Κάποια συγκεκριμένη μάρκα, κύριε;» Ο μεγαλύτερος σκοπευτής του κόσμου σκέφθηκε για ένα λεπτό. «Γράφει “Το ζητούν τα κουτάβια” πάνω στο κουτί», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. Η γυναίκα του θα τελείωνε με το κομμωτήριο σε δεκαπέντε λεπτά, είδε ο Μίτυ κοιτάζοντας το ρολόι του, εκτός κι αν είχαν δυσκολία να της στεγνώσουν τα μαλλιά: μερικές φορές δυσκολεύονταν να τα στεγνώσουν. Δεν ήθελε να φτάνει πρώτη στο ξενοδοχείο, θα ήθελε εκείνος να είναι εκεί και να την περιμένει όπως συνήθως. Βρήκε στο χολ μια μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα που έβλεπε σε παράθυρο κι ακούμπησε τα καλύμματα των παπουτσιών και τα σκυλομπισκότα στο πάτωμα δίπλα της. Πήρε ένα παλιό τεύχος της «Ελευθερίας» και βυθίστηκε στο κάθισμα. «Μπορεί η Γερμανία να κατακτήσει τον κόσμο από τον αέρα;» Ο Γουώλτερ Μίτυ κοίταξε τις εικόνες που έδειχναν αεροπλάνα να βομβαρδίζουν και ερειπωμένους δρόμους. […] «Το κανονίδι έχει τρομοκρατήσει τον νεαρό Ράλεϊ, σερ», είπε ο σμηνίας. Ο σμηναγός Μίτυ τον κοίταξε μέσα από τα ανακατεμένα μαλλιά του. «Βάλ’ τον στο κρεβάτι», είπε κουρασμένα, «μαζί με τους άλλους. Θα πετάξω μόνος». «Μα δεν μπορείτε, σερ», είπε ανήσυχος ο σμηνίας. «Χρειάζονται δυο για να πιλοτάρουν αυτό το βομβαρδιστικό, και τα αντιαεροπορικά σφυροκοπούν τον αέρα. Η παρέα του Φον Ρίχτμαν περιπολεί από εδώ μέχρι το Σωλιέ».
«Κάποιος πρέπει να χτυπήσει εκείνη την αποθήκη πυρομαχικών», είπε ο Μίτυ. «Θα πάω ώς εκεί. Μια γουλιά μπράντι;» Έβαλε ένα ποτό για τον σμηνία και ένα για τον εαυτό του. Ο πόλεμος βροντούσε και σφύριζε γύρω από το χαράκωμα, και χτύπησε και την πόρτα. Ακούστηκε ένα σχίσιμο ξύλου και κομμάτια πετάχτηκαν μέσα στο δωμάτιο. «Κοντά έπεσε», είπε ο Μίτυ αδιάφορα. «Όλο και πιο κοντά πέφτουν», είπε ο σμηνίας. «Μια φορά μονάχα ζούμε, σμηνία», είπε ο σμηναγός Μίτυ, με το αδιόρατο, φευγαλέο χαμόγελό του. «Έτσι δεν είναι;» Έβαλε ακόμη ένα μπράντι και το κατέβασε με μια γουλιά. «Ποτέ δεν είδα άνθρωπο που να αντέχει το μπράντι όσο εσείς, σερ», είπε ο σμηνίας. «Συγγνώμη που το λέω, σερ». Ο σμηναγός Μίτυ σηκώθηκε και πέρασε το τεράστιο πιστόλι Γουέμπλεϋ-Βίκερς στη μέση του. «Είναι σαράντα χιλιόμετρα μέσα από κόλαση», είπε ο σμηνίας. Ο Μίτυ τελείωσε ακόμη ένα μπράντι. «Εξάλλου», είπε μαλακά, «μήπως είναι καλύτερα εδώ;» Το σφυροκόπημα των κανονιών αυξήθηκε. Ακούστηκε το ρα-τα-τα των πολυβόλων, κι από κάπου ήρθε εκείνο το απειλητικό ποκετα-ποκετα-ποκετα των καινούριων φλογοβόλων. Ο Γουώλτερ Μίτυ προχώρησε προς την πόρτα του χαρακώματος σιγο-τραγουδώντας ‘Κοντά στην ξανθιά μου’. Γύρισε και έγνεψε στον σμηνία. «Γεια χαρά!» είπε…
Κάτι τον χτύπησε στον ώμο. «Σε ψάχνω σε ολόκληρο το ξενοδοχείο», είπε η κα Μίτυ. «Γιατί πρέπει να κρύβεσαι σ’ αυτή την παλιά πολυθρόνα; Πώς θέλεις να σε βρω;» «Τα πράγματα στενεύουν», είπε αόριστα ο Γουώλτερ Μίτυ.
«Τι;» είπε η κα Μίτυ. «Πήρες εκείνα τα πώς-τα- λένε; Τα σκυλομπισκότα; Τι έχει αυτό το κουτί;»
«Καλύμματα παπουτσιών», είπε ο Μίτυ. «Δεν μπορούσες να τα φορέσεις στο κατάστημα;»
«Σκεφτόμουν», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ. «Σου περνάει ποτέ από το μυαλό ότι μερικές φορές σκέφτομαι;» Εκείνη τον κοίταξε. «Θα σου βάλω το θερμόμετρο όταν πάμε σπίτι», είπε.
Βγήκαν μέσα από τις περιστρεφόμενες πόρτες που έκαναν έναν αμυδρά χλευαστικό σφυριχτό ήχο όταν τις έσπρωχνες. Ήταν δυο τετράγωνα μέχρι το πάρκινγκ. Στο κατάστημα της γωνίας εκείνη είπε: «Περίμενέ με εδώ. Ξέχασα κάτι. Ούτε ένα λεπτό δεν θα κάνω». Έκανε περισσότερο από λεπτό. Ο Γουώλτερ Μίτυ άναψε τσιγάρο. Άρχισε να βρέχει, βροχή με χιονόνερο μαζί. Στάθηκε κολλητά στον τοίχο του καταστήματος, καπνίζοντας… Ίσιωσε τους ώμους του και ένωσε τα τακούνια του.
«Στο διάβολο το μαντήλι», είπε ο Γουώλτερ Μίτυ περιφρονητικά. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του και το πέταξε μακριά. Κι έπειτα, μ’ εκείνο το αχνό, φευγαλέο χαμόγελο να παίζει γύρω απ’ τα χείλη του, αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα: ορθός και ακίνητος, περήφανος και περιφρονητικός, Γουώλτερ Μίτυ ο Ακατάβλητος, αινιγματικός μέχρι το τέλος.

Μετάφραση: Αντώνης Παπαγιάννης
Από το περιοδικό 
ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
ΤΕΥΧΟΣ 67 2014
https://isth.gr/wp-content/uploads/2021/06/isth67.pdf

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Οι Καλικάντζαροι – Ανδρέας Καρκαβίτσας

— Ἔλα ’συχάστε, διαβολάκια!·
— Γιαννάκη Γιαννακάκη—κομμάτι κρεατάκι!…
Εἰς μεγάλην στενοχωρίαν εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκης, ὁ υἱὸς τοῦ κὺρ Νικόλα, τοῦ μυλωθροῦ. Ὅπου καὶ ἂν ἔστρεφε τὸ βλέμμα, ὅπου καὶ ἂν ἔτεινε τὴν χεῖρα, δὲν συνήντα παρὰ Καλικαντζάρους· μὲ τὸ βραχὺ ὡς καρύου ἀνάστημά των, τοὺς τραγίνους πόδας, τὴν μακρὰν γενειάδα, τὸν ὀξὺν πηχυαῖον σκοῦφον καὶ τοὺς μικκύλους ὡς κόκκον καρδάμου ὀφθαλμοὺς, πυρώδεις ἕνεκεν τῶν ὀρεκτικῶν διαθέσεων ὑπὸ τῶν ὁποίων εἶχον καταληφθῆ πρὸ τοῦ ψηνομένου κρέατος τοῦ Γιαννάκη. Καὶ ἔτρεχον ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, πέριξ καὶ τὸν περιεκύκλουν ἐν θορύβῳ, ὡς τὴν χωρικὴν αἱ ὄρνιθες κατὰ τὴν ὥραν τῆς τροφῆς καὶ ἐφώναζον ὅλοι ὁμοῦ, κινοῦντες πρὸς αὐτὸν τὰς χεῖρας.
— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομμάτι κρεατάκι!…
— Ἔλα· ’συχάστε, διαβολάκια· ἔλεγεν ὁ Γιαννάκης, θωπευτικῶς.
Καὶ ἔρριπτε πρὸς αὐτοὺς, ἐξάγων τῆς σούβλας, τεμάχιον τοῦ ψηνομένου κρέατος. Οἱ Καλικάντζαροι ἐπέπιπτον ἐπ’ αὐτοῦ, ὡς πεινασμένοι σκύλοι καὶ τὸ κρέας ἐγίνετο εὐθὺς ἀνάρπαστον καὶ ἐπανελάμβανον οἱ ἀδικηθέντες τὰς φωνάς των, τὰς δυσήχους πάντοτε καὶ ἀνυποφόρους. Ὅμως τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος ἓν πρὸς ἓν ὠλιγόστευον ἐνῷ ὁ Γιαννάκης ἐπείνα πάρα πολύ. Ὁ πατήρ του, ἀρρωστήσας, εἶχε φύγει ἀπὸ πρωΐας τοῦ μύλου καὶ ἔμεινεν αὐτὸς νὰ ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ τόσα ἀλέσματα τῶν χωρικῶν. Κάθε ὥραν φόρτωμα καὶ ἐκφόρτωμα τοῦ σίτου ἀπὸ τοῦ ζῴου εἰς τὴν σκάφην τοῦ μύλου καὶ ἀπ’ ἐκεῖ πάλιν τὸ ἄλευρον θερμὸν θερμὸν εἰς τὸν σάκκον· δὲν τῷ ἔμεινε στιγμὴ ἀναπαύσεως. Εἶχεν νυκτώσῃ ὅτε ἀπέπεμψε τὸν τελευταῖον πελάτην καὶ ἤδη ἤναψε πυρὰν εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἔψηνε τὸ κρέας του ἵνα φάγῃ. Ἔξαφνα ὅμως, ἐνῷ ὑπέθετεν ὅτι ἐτελείωσαν αἱ ἁμαρτίαι του, παρουσιάζοντο αὐτοὶ καὶ τὸν ἠνώχλουν καὶ ἤθελον παιχνίδια. Ἀλήθεια, μεγάλην ὄρεξιν θὰ εἶχον!.. Ἀλλὰ μήπως ἐκοπίασαν καὶ νὰ μὴν ἔχουν!.. Κάθηνται ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξηπλωμένοι εἰς τὰ σπήλαιά των, τρώγοντες ἀμερίμνως τὰς σαύρας καὶ τοὺς ὄφεις, τοὺς ὁποίους συλλαμβάνουν καὶ ἐξέρχονται τὴν νύκτα νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους. Καλὸ κι’ αὐτό!… Καὶ ὁ Γιαννάκης δὲν ἤξευρε τίνα τρόπον νὰ εὕρῃ νὰ τοὺς πείσῃ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ φάγῃ.
— Νὰ σᾶς ’πῶ, ρὲ παιδιά· εἶπεν αἴφνης πρὸς αὐτοὺς μειλιχίως.
— Νά μᾶς ’πῆ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!.. νὰ μᾶς ’πῇ ὁ ἄγουρος — ὁ κολοκυθομάγουλος!… ἐπανέλαβον οἱ Καλικάντζαροι ἐν χορῷ.
Καὶ συνήχθησαν ὅλοι πρὸς αὐτὸν, ἀναρριχώμενοι ἐπὶ τῶν γονάτων του, ἐπὶ τῶν ὤμων, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· ἄλλοι ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τοὺς μύστακας καὶ τὸ βραχὺ γένειον καὶ τὰ ὦτα, ὥστε τὸν ἐκάλυψαν διὰ μίαν στιγμὴν ὅλον, ὡς ἀνεκτικὸν γατάκι οἱ ποντικοί. Καὶ παπᾶς θὰ γένῃς Κῶστα; — ἔτσι τὤηφερ’ ἡ κατάρα· ἐσκέπτετο ὁ Γιαννάκης. Καθὼς εὑρέθη μόνος, καταμόναχος εἰς τὸν μύλον του, ὅλα ἔπρεπε νὰ τὰ ὑποφέρῃ· τίποτε δὲν ἠδύνατο νὰ κάμῃ. Ἔπειτα ἐγνώριζεν ἐκ παραδόσεως ὅτι οἱ Καλικάντζαροι τὰ Δωδεκάημερα, παραιτοῦντες τὸ δένδρον τὸ ὁποῖον πριονίζουν εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἐννοοῦν νὰ ἔλθουν εἰς τὸν κόσμον καὶ νὰ πειράζουν, φοβερὰ νὰ πειράζουν. Ἀλλ’ ὅ,τι ἔκαμαν ἔκαμαν· τὰ δωδεκάημερα ἔληγον αὔριον τὴν αὐγήν, θὰ ἠγίαζον τὰ νερὰ καὶ οἱ Καλικάντζαροι θὰ ἔφευγον νὰ κρυβῶσιν, ὡς οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἰδέαν παρηγορεῖτο ὁ νέος μυλωθρὸς δι’ ὅσα ὑπέφερεν ἀπόψε. Ἠπίως καὶ μὲ γλυκὺ χαμόγελο εἰς τὰ χείλη, ἀπεδίωκεν ἀπ’ ἐπάνω του τοὺς Καλικαντζάρους, μὴ θέλων νὰ δείξῃ καθόλου τὴν δυσαρέσκειάν του, ἐκ φόβου μὴ πάθῃ χειρότερα.
— Μὰ ’συχάστε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ! ἐψιθύριζε.
— Ἔλα λέγε…
— Καθῆστε πρῶτα χάμου…
Ἠκούσθη εὐθὺς ἓν φάπ! δυνατὸν φάπ!, ὡς νὰ διερράγη αἴφνης εἰς τὴν γῆν κἀμμία κύστις πλήρης ἀέρος καὶ ὅλοι οἱ Καλικάντζαροι εὑρέθησαν καθισμένοι πέριξ, ὅμοιοι πρὸς μικρὰ καρβουνάκια, κεχυμένα χαμαί. Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἀνέμενον περίεργοι τοὺς λόγους τοῦ Γιαννάκη, οὗτος σιωπηλὸς, μὲ ἦθος σοβαρὸν, ἀπέσυρε τὴν σούβλαν ἀπὸ τῆς πυρᾶς καὶ ἐξάγων ἕν ἕν τεμάχιον, ἔτρωγε βεβιασμένως, ὡσεὶ βουλιμιῶν.
— Ἔλα, θὰ μᾶς πῆς! εἶπον πολλοὶ Καλικάντζαροι, ἀνυπομονοῦντες.
— Μπρὲ θὰ μᾶς πῆς! προσέθηκε κἄπως θυμωδῶς καὶ ὁ Μπάμπακας.
Ὁ Μπάμπακας ἦτο γερόντιον μὲ γενειάδα λευκὴν καὶ μακρὰν, ὅσον δύο ὀργυιὲς καὶ ἀπὸ κάθε τρίχα της ἐκρέματο καὶ ἕνας μικρὸς Καλικάντζαρος, ὅπως εἰς τοὺς κλῶνας οἱ καρποὶ τοῦ φοίνικος. Εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει μακρὰν λεπτὴν ῥάβδον διὰ τῆς ὁποίας ἐπεβάλλετο εἰς τοὺς ἄλλους καὶ προεῖχεν ὁλοκλήρου τοῦ ὁμίλου. Τὸ γερόντιον ἤδη πλῆρες θυμοῦ διὰ τὴν σιωπὴν τοῦ Γιαννάκη, ἔνευσε πρὸς τοὺς Καλικαντζάρους, ὡς στρατηγὸς, διατάσσων τὴν διαρπαγὴν κυριευθείσης πόλεως. Εὐθὺς οὗτοι ὥρμησαν ἐπὶ τῆς σούβλας καὶ ἐσκόρπισαν κατὰ γῆς, λακπατοῦντες τὰ τεμάχια τοῦ κρέατος.
— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίτς!… ἐγρύλλισαν ὅλοι, εἰρωνικῶς προσβλέποντες τὸν Γιαννάκην.
Ὁ μυλωθρὸς εἶχε φάγει ὀλίγον καὶ ἂν δὲν εἶχε χορτασθῇ τελείως τοὐλάχιστον κἄτι συνεκράτησε τὴν πεῖνάν του. Ὥστε δὲν τὸν ἔμελλε καὶ τόσον διὰ τὸ κρέας. Θυμωθεὶς ὅμως πολὺ διὰ τὴν εἰρωνείαν μεθ’ ἧς τῷ ὡμίλουν, ἔλαβεν ἀνημμένον δαυλὸν καὶ ἔρριψεν αὐτὸν ἐν μέσῳ τοῦ ὁμίλου τῶν Καλικαντζάρων.
— Τρίτσι, τρίτς!… τρίτσι, τρίς!…
Καὶ ἐσκορπίσθησαν ὅλοι μακρὰν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ὡς ποίμνη προβάτων ὅταν πέσῃ μεταξὺ αὐτῶν λύκος. Διότι οἱ Καλικάντζαροι φοβοῦνται τὸ πῦρ ὅσον ὁ διάβολος τὰ ἱερὰ λόγια. Πρόσφατον παράδειγμα εἶχον οὗτοι τὴν γραῖαν ἥτις κατώρθωσε νὰ κλείσῃ πολλοὺς τούτων εἰς μικρὸν βυτίον καὶ νὰ τοὺς καύσῃ ἐκεῖ ὁλοζώντανους, ἐκδικουμένη τὴν ὕβριν ἦν ἔκαμον πρὸς τὴν θυγατέρα της.
Ὁ Γιαννάκης ἐν τούτοις ἐσυλλογίζετο ἤδη πῶς ν’ ἀπαλλαγῇ αὐτῶν ἐντελῶς. Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσῃ· αὔριον ἐξημέρωνε παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ ἔπρεπεν αὐτὸς ἤδη νὰ ἦνε εἰς τὴν οἰκίαν του, νὰ φέρῃ τὸ ἄλευρον ἵνα ζυμώσουν τὰ ψωμιά. Ἀλλὰ πῶς ν’ ἀποφύγῃ τοὺς Καλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι ἐκόλλησαν ὡσὰν τσιμπούρια ἐπ’ αὐτοῦ καὶ δὲν ἐνόουν νὰ τὸν παραιτήσουν καθόλου μέχρι τῆς αὐγῆς;…
— Παιδιὰ, χορεύουμε! ἐφώναξεν αἴφνης εὐθύμως, ἐγειρόμενος.
— Ναὶ, χορεύουμε· ἀπήντησαν ὅλοι μὲ προθυμίαν.
Καὶ ἤρχισαν νὰ κινῶσι τοὺς ἀραχνοειδεῖς πόδας των, ἄλλοι ν’ ἀνατείνωσι τὰς χεῖρας καὶ νὰ ἐκφέρωσι βραγχώδεις φωνὰς, ἄλλοι νὰ συρίζωσι καὶ ἕνας μικρὸς ἥρπασε ῥάκος πανίου ὅπερ εὗρε χαμαὶ καὶ τὸ ἀνεκίνει διὰ μανδῆλι δῆθεν.
— Μὰ ὄχι μέσα· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· ἔξω, ’ς τὸ φεγγαράκι νὰ βγοῦμε....
— Ναὶ, ἔξω· ἐπεκρότησαν ὅλοι.
Ἡ νὺξ εἶχεν ἀρκετὰ προχωρήσει. Οἱ ἀστερισμοὶ τῆς αὐγῆς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, προέβαλλον εἰς τὸν ὁρίζοντα φεγγοβόλοι· ὁ ἀὴρ, ὅστις ἀνεκίνει θορυβωδῶς τὰ δένδρα, εἶχε καθαρίσει παντὸς νέφους τὸν οὐρανὸν, ὁ ὁποῖος καταγάλανος κατηυγάζετο ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς σελήνης πέραν οἱ βουνοὶ διεκρίνοντο ὡς μελανοὶ ἐξ ἄνθρακος ὄγκοι, περικλείοντες πανταχόθεν τὴν πεδιάδα· τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων ἔστιλβον κατάμεστα τῆς νυκτερινῆς δρόσου.
Οἱ Καλικάντζαροι, ἔχοντες εἰς τὴν μέσην τὸν Γιαννάκην, ἐχόρευον ἤδη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μύλου. Αἱ βραγχναὶ φωναί των ἀντήχουν εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτὸς καὶ ἐμίγνυντο μὲ τὸ κἄπου κἄπου ἀκουόμενον λάλημα τοῦ κόκκυγος.
— Μωρέ παιδιὰ τ’ ἄλογο φρυμάζει· εἶπεν ὁ Γιαννάκης· γιὰ νὰ ἰδῶ μιὰ στιγμὴ κ’ ἔφθασα.
Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον. Οἱ Καλικάντζαροι ἐν τῇ ἀκατασχέτῳ εὐθυμίᾳ ἣν εἶχον πρὸς τὸν χορὸν δὲν ἐπρόσεξαν καθόλου εἰς τὴν φυγήν του. Ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον ἤρχοντο ἐμπρὸς καὶ ἐχόρευον ἐν δαιμονιώδει δίνῃ ὅλοι καὶ ἐτραγώδουν ἀπαύστως κ’ ἐκ περιτροπῆς!
— Χορεύ’ ἡ λάσπη κ’ ἡ σβουνιὰ
κ’ ἡ γιδοκακαρέντζα....
Χορεύει τὸ παληόσκουτο
μὲ τὴν παληανδρομίδα!…
— Μωρ’ ὁ μυλωνᾶς; εἶπέ τις αἴφνης.
— Ναὶ, ὁ μυλωνᾶς! ἐπανέλαβον ὅλοι.
Καὶ ἔσπευσαν εἰς τὸν μύλον, ἀνερευνῶντες παντοῦ, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ· ἀλλ’ ὁ Γιαννάκης δὲν ἐφαίνετο πουθενά.
— Ἔφυγε· εἶπον, προσβλέποντες ὁ εἷς τὸν ἄλλον ἐκστατικοί.
Τῷ ὄντι ὁ Γιαννάκης μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὸν μύλον, ἐφόρτωσεν ἐπὶ τοῦ ἵππου δύο σάκκους ἀλεύρου, ἔπεσε καὶ αὐτὸς εἰς τὸ μέσον, περιβληθεὶς ἕτερον σάκκον καὶ μαστίσας τὸν ἵππον ἔφυγε διὰ τῆς ὀπισθίας θύρας.
— Τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησαν τόρα μεταξύ των.
— Νὰ τὸν φτάσουμε.
Καὶ ἐχύθησαν ὅλοι, ὡς ἀνεμοστρόβιλος, πρὸς τὰ ἐμπρὸς, καταπατοῦντες τοῦ δρόμου τὸν βόρβορον ἐν συμμιγεῖ θορύβῳ καὶ ἀλαλητῷ, ὡς ἀγέλη θωῶν ὠρυομένων. Μετ’ ὀλίγον ἐπρόφθασαν τὸν ἵππον τοῦ Γιαννάκη, διευθυνομένον πρὸς τὸ χωρίον, ἀφανὲς ἀκόμη ἐκ τῆς ἀποστάσεως καὶ τοῦ σκότους. Ἐκύκλωσαν εὐθὺς τὸν ἵππον ὅλοι καὶ παρετήρησαν ἐδῶ ἐκεῖ διὰ τὸν Γιαννάκην.
— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε; ἔλεγον μεταξύ των, δυσανασχετοῦντες.
— Πίσω θά ’μεινε· εἶπεν ὁ Μπάμπακας φρυάττων.
Καὶ ἔτρεξαν ὅλοι ὀπίσω, μετὰ βοῆς πάντοτε, ὡς σμῆνος μελισσῶν, φυγὸν τῆς κυψέλης. Ἠρεύνησαν ὅλον τὸν δρόμον, εἰς τὰς τάφρους καὶ τοὺς βάτους, παντοῦ, ἔφθασαν μέχρι τοῦ μύλου ἀλλὰ πουθενὰ δὲν εὗρον τὸν μυλωθρόν. Ἐπέστρεψαν οὕτω δυσηρεστημένοι παρὰ τὸν ἵππον ὅστις ἐξηκολούθει πάντοτε ἡσύχως τὸν δρόμον του καὶ ἐπανέλαβεν τὰς ἐπ’ αὐτοῦ ἐρεύνας.
— Νὰ τὧνα πλευρὸ, νὰ καὶ τἄλλο, νὰ καὶ τ’ ἀπανογῶμι, μὰ ὁ μυλωνᾶς ποὖνε;
— Μωρὲ, μπροστὰ θὰ πάη! ἐφώνησε πάλιν ὁ Μπάμπακας.
Καὶ ἤδη ἐτράπησαν πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὁ Γιαννάκης ἐν τῷ σάκκῳ, ἂν καὶ φοβούμενος μὴ τὸν ἀνακαλύψωσιν, ἐγέλα μὲ τὴν ἀδημονίαν αὐτὴν τῶν Καλικαντζάρων καὶ ἀνακύπτων ὀλίγον τὴν κεφαλὴν, παρετήρει πρὸς τὰς ἐμπρὸς μή που ἀνακαλύψῃ τὸ χωρίον του. Αἴφνης αἱ λάμψεις τοῦ γλυκοχαράγματος ἔδειξαν αὐτὸ μακρὰν, ἀριστερά, εἰς τὸ τέρμα τοῦ δρόμου, μὲ τὰς πυκνὰς συκομωρέας του καὶ τὰ χαμηλὰ σπητάκια του, ὡς μίαν κηλίδα ἐν τῇ λευκαζούσῃ πεδιάδι.
— Ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καϋμένα!… ἐφώναξεν εὐθὺς μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του.
Οἱ Καλικάντζαροι ἔστρεψαν καὶ διέκρινον καὶ οὗτοι τὸ χωρίον. Κρύος τρόμος κατέλαβεν εὐθὺς ὅλους καὶ ἔμειναν ὅπου εὑρέθη ἕκαστος, ὡσεὶ καρφωμένοι. Αἴφνης ἠκούσθησαν ἀπὸ τοῦ χωρίου καὶ οἱ πετεινοὶ κράζοντες τὸ ἑωθινὸν, ἐμπνεύσαντες ἄλλον φόβον εἰς τοὺς Καλικαντζάρους.
— Πάμετε· εἶπε μετὰ πικρίας ὁ Μπάμπακας· δὲν εἶνε πιὰ δουλειὰ γιὰ τὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι μᾶς ’πέρασαν.
Καὶ ὑψώσας τὴν ῥάβδον του προηγεῖτο φεύγων ἐνῷ οἱ λοιποὶ τὸν ἠκολούθησαν ὄπισθεν, ὠρυόμενοι ἐν χορῷ:
— Φεύγετε νὰ φεύγουμε.
γιατ’ ἔφτασ’ ὁ ζουρλόπαπας
μὲ τὴν ἁγιαστήρα του
καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του.
Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς ἅγιασε
καὶ μᾶς ἐζεμάτισε!…
Καὶ ἀπεμακρύνοντο ὅλοι πρὸς τὴν δύσιν, ὡς μαῦραι σκιαὶ τῆς νυκτὸς, φεύγουσαι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας.

Ανδρέας Καρκαβίτσας
Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ
Εκδόσεις Εστία 1922

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Η ΑΡΚΑΔΙΑ – Ο ΑΡΚΑΔΙΚΟΣ ΕΡΜΗΣ – Ο ΠΑΝ – THADDEUS ZIELINSKI

Το έμβρυο του ερμητισμού πρέπει να το αναζητήσουμε στη χώρα, η οποία κατά την ομόφωνη μαρτυρία της αρχαιότητας ήταν και πατρίδα του ίδιου του Ερμή – στην Αρκαδία και μάλιστα σ’ εκείνη την περιοχή της όπου βρίσκεται το πιο ψηλό βουνό της – στην Κυλλήνη. Όσοι έτυχαν, ταξιδεύοντας προς την Κόρινθο και προς την Αθήνα, να πλεύσουν στον Κορινθιακό κόλπο, αυτόν το θαυμάσιο γαλάζιο ποταμό που περνάει μεταξύ των παράλληλων οροσειρών της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου,οπωσδήποτε θυμούνται την Κυλλήνη, που η χιονοσκέπαστη κορυφή της τόσο έντονα ξεχωρίζει απ’ όλη τη νότια γλύκα τής γύρω φύσης για τον ταξιδιώτη, από τη ζεστή αναπνοή της επιφάνειας της θάλασσας που διασχίζει το πλοίο του. Η Κυλλήνη είναι ο φρουρός της Αρκαδίας και ταυτόχρονα το σύμβολό της. Και πράγματι, εκείνη η ειδυλλιακή εικόνα της Αρκαδίας, που έγινε πασίγνωστη σε μας χάρη στα βουκολικά του 18ου αιώνα καθόλου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αρχαίοι τη γνώριζαν ως χώρα σκληρή, με παρατεταμένους χειμώνες, άφθονους σε χιόνια, με βουνά σκεπασμένα από πυκνά δάση βελανιδιών, όπου βρίσκουν καταφύγιο διάφορα άγρια θεριά, ιδιαίτερα αρκούδες. Στις τελευταίες η Αρκαδία οφείλει και τ’ όνομά της (από το άρκτος). Τα ποτάμια της Αρκαδίας μόνο στο δυτικό μέρος της έχουν κανονική έξοδο στη θάλασσα, ενώ στο ανατολικό που εξετάζουμε τώρα καταλήγουν στις εγκάρσιες οροσειρές, μέσα από τις οποίες σκάβουν αόρατο, υπόγειο δρόμο: είναι οι λεγόμενες καταβόθρες που προκαλούσαν προληπτικό φόβο στους κατοίκους της χώρας και κατά την αρχαιότητα και κατά τους νεώτερους χρόνους. Μερικές φορές, προτού εξαφανιστεί στην καταβόθρα, ο ποταμός δημιουργεί λίμνες. Μια απ’ αυτές είναι η περίφημη Στυμφαλία λίμνη στη ρίζα της Κυλλήνης. Εννοείται ότι οι καταβόθρες θεωρούνταν είσοδοι στον τρομερό Κάτω Κόσμο. Η Στυμφαλία θεωρείτο ένα πραγματικό πρόπυλο του Άδη. Κάποτε εδώ ζούσαν οι φοβερές Στυμφαλίδες όρνιθες που απήγαγαν τις ψυχές, ώσπου τις εξολόθρεψε με τα βέλη του ο ήρωας – ελευθερωτής Ηρακλής. Ακόμα πιο γνωστός ήταν άλλος ένας ποταμός στα περίχωρα της Κυλλήνης που έπεφτε στην άβυσσο από τον απόκρημνο τρομερό βράχο στον λαβύρινθο των άγριων βουνών. Γι’ αυτό και τον ονόμασαν Στύγα, νομίζοντας ότι το ρεύμα του πιο κάτω αποτελεί το στυγερό ποταμό του Κάτω Κόσμου, όπου οι σκιές πλέουν στην αιώνια απαρηγόρητη κατοικία τους. Το νερό του θεωρείτο θανατηφόρο για τους ανθρώπους και γι’ αυτό το χρησιμοποιούσαν – παρόμοια με τα μεσαιωνικά ordalia(1) – για τους πιο ιερούς και φοβερούς όρκους. Και ακόμα ένας άλλος θρύλος συσχετιζόταν με αυτό το νερό: έλεγαν ότι αυτό μπορεί  να διαλύει μέσα του διάφορα μέταλλα. Ως συνέπεια βλέπουμε – και ακριβώς σ’ αυτό συνίσταται η σημασία αυτού του θρύλου – ότι το νερό της Στύγας προκάλεσε ενδιαφέρον επίσης στους φυσιοδίφες – χημικούς. Στους νεώτερους καιρούς θέλησαν να δοκιμάσουν και την αξιοπιστία του. Ο περίφημος Νιμπούρ έχει υποθέσει ότι το νερό της Στύγας περιέχει θειώδη άλατα, όμως συμπαράσταση στην υπόθεσή του δεν βρήκε. Το 1813 ο Δανός αρχαιολόγος Broendstadt, επιθυμώντας να δώσει ριζική λύση σ’ αυτό το πρόβλημα, μετέφερε στην Κοπεγχάγη ένα σφιχτά κλεισμένο μπουκάλι στύγιο νερό, όμως το αποτέλεσμα της ανάλυσης ήταν απογοητευτικό: το νερό ήταν συνηθισμένο.
Παρακάτω ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί θεωρήσαμε σκόπιμο ν’ αναφερθούμε στις χημικές ιδιότητες του στύγιου νερού, τώρα, όμως, ας επιστρέψουμε στην περιγραφή που αρχίσαμε. Οι κάτοικοι «της Χώρα των Αρκούδων» δεν ήταν γεωργοί: μέχρι και την ιστορική εποχή τούς πείραζαν ότι τρέφονται με το φυσικό προϊόν των δασών τους – τα βελανίδια. Σιτάρι η σκληρή χώρα τους δεν παρήγαγε, οι πράσινες βουνοπλαγιές, αν δεν ήταν σκεπασμένες με δάση, χρησιμοποιούνταν για βοσκή. Οι Αρκάδες, όσοι δεν ζούσαν από το κυνήγι, ήταν βοσκοί. Η ζωή των βοσκών με τους ανοιχτούς χώρους της και τη απραξία ρέπει προς την ποίηση. Εκεί, στη χιονισμένη κορυφή της Κυλλήνης ο ουρανός αγγίζει τη γη, εκεί ο θεός του ουρανού Δίας γονιμοποίησε τη θεά Γη, την οποία οι Αρκάδες αποκαλούσαν απλώς «Μανούλα» - Μαία. Γιος του Δία και της Μαίας ήταν ο Κυλλήνιος Ερμής. Από τον Ερμή προέρχεται το κάθε ον, γι’ αυτό και τον λάτρευαν στην Κυλλήνη ως σύμβολο της δημιουργικής δύναμης της φύσης. Στην ουσία του ο Ερμής ήταν πανδεχής αρκαδικός θεός, όμως στις ιδέες περί αυτού το σημαντικότερο ήταν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθορίστηκαν από την ιδιότυπη καθημερινή ζωή των Αρκάδων. Ακριβώς γι’ αυτό ο Ερμής ήταν ο θεός-προστάτης της ποιμενικής ζωής. Τον παρουσίαζαν συνήθως ως τον πλέον επιθυμητό επισκέπτη των βοσκών, που τους φέρνει πίσω το παραστρατημένο πρόβατο (Ερμής Κριοφόρος)… Και όμως σ’ αυτή του την υπόσταση ο Ερμής αντιμετώπισε κάποιου είδους συναγωνισμό: οι γείτονες ακολουθούσαν με πολύ ζήλο τη λατρεία του Καρνείου Απόλλωνα, ο οποίος ως Νόμιος Απόλλωνας ήταν επίσης θεός των βοσκών. Οι Αρκάδες όμως δεν στενοχωρήθηκαν: ο θεός τους ήταν «καλύτερος». Και να, για να ενισχύσουν την πεποίθηση αυτή οι αοιδοί τους έπλασαν τον ύμνο για το πως ο Ερμής, ενώ ήταν ακόμα βρέφος, απήγαγε με επιτυχία από τον Απόλλωνα ολόκληρο κοπάδι αγελάδων. Με αυτή την πράξη το κύρος του θεού-συναγωνιστή κλονίστηκε παντελώς: και βέβαια, αν ο Απόλλωνας δεν κατάφερε να φυλάξει το κοπάδι του, ήταν ριψοκίνδυνο να του εμπιστευθούν τα δικά τους κοπάδια.
Μόλις τώρα αναφέρθηκα στους αοιδούς. Και πράγματι, υπήρχαν τέτοιοι στην Αρκαδία. Το τραγούδι είναι ο μοναδικός καρπός της ενατενιστικής ζωής. Τα μονότονα, μακρόσυρτα άσματά τους οι Αρκάδες βοσκοί τα συνόδευαν παίζοντας το πρωτόγονο έγχορδο όργανο, με ηχείο το καβούκι της κούφιας χελώνας (χέλυς). Είναι αυτονόητο ότι αυτό το όργανο έγινε δώρο του ίδιου του Ερμή, που κα’ αυτόν τον τρόπο πέτυχε και σε αυτή την περίπτωση να νικήσει τον Απόλλωνα. Όμως εννοείται ότι πιο σημαντικό από το παίξιμο στο έγχορδο όργανο ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του τραγουδιού, η τέχνη του να προσαρμόζονται οι λέξεις και οι σκέψεις στη μουσική, και αυτή την τέχνη χάρισε στον άνθρωπο ο Ερμής: γι’ αυτό και η τέχνη της «εξήγησης» (ερμηνεύειν) πήρε απ’ αυτόν το όνομά της, ενώ ο ίδιος ο θεός ως δωρητής και προστάτης του λόγου πήρε το τιμητικό επίθετο Λόγιος.
Αυτή ήταν η φροντίδα του Ερμή για τους λάτρεις του στη ζωή, που παρέμεινε, όμως, και μετά το θάνατο. Έχω μνημονεύσει ήδη τις μυστηριώδεις καταβόθρες της Αρκαδίας που προκαλούσαν στους ανθρώπους τη σκέψη για την άμεση γειτνίαση του κόσμου και των σκιών. Υπό της επίδραση αυτής της γειτνίασης έγινε κάτι ανεπανάληπτο στις θρησκείες των ελληνικών φυλών – υποτέθηκε ότι ο Ερμής συνοδεύει τις ψυχές και στον Κάτω Κόσμο σκίζοντας έτσι το παραπέτασμα που, για όλους τους άλλους θεούς και τους ανθρώπους, χωρίζει τον έναν κόσμο από τον άλλον. Ο Ερμής λατρευόταν γι’ αυτό και ως Ψυχοπομπός. Κατείχε τη χρυσή ράβδο, που ανάγκαζε τις ψυχές να τον ακολουθούν στους σκοτεινούς δρόμους εκεί, όπου κρύβεται η Στύγα, εκεί, όπου φεύγουν τα νερά της Στυμφαλίας λίμνης. Ναι, αυτή είναι η πανίσχυρη ράβδος! Αρκεί ν’ αγγίξει με αυτή ο Ερμής τον ξύπνιο, κι αυτός αμέσως βυθίζεται στον ύπνο: αρκεί ν’ αγγίξει τον κοιμούμενο κι αυτός αμέσως ξυπνάει. Πράγματι όντας μεσίτης μεταξύ των δύο κόσμων, κατέχει όλη αυτή τη μυστική δύναμη που κρύβεται στα έγκατα της γης, στην κατοικία του θανάτου και του ύπνου. Εξ ου και η θεώρηση του Ερμή ως θεού της γοητείας και της μαγείας. Ο αναγνώστης μαντεύει, βέβαια, ότι αυτή η χρυσή ράβδος του είναι ο πρόδρομος εκείνου του μαγικού ραβδιού που η επιτακτική του κίνηση έδινε δύναμη και υπόσταση στα ξόρκια όλων των μάγων και των γητευτών των μεταγενέστερων εποχών.
Να ποια ήταν με λίγα λόγια η σημασία του Ερμή στην πατρίδα του, την Αρκαδία. Είναι, όμως, γνωστό ότι η λατρεία του δεν περιορίστηκε σ’ αυτήν. Η Αρκαδία δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα τα παιδιά της. Μη έχοντας γι’ αυτά αρκετό ψωμί στην κυριολεξία, τα έστελνε έξω, σ’ όλες τις περιοχές του ελληνικού και του μη ελληνικού κόσμου. Ο οδοιπόρος ήταν στην αρχαιότητα – ιδιαίτερα στις πρώιμες εποχές της – πλάσμα λίγο πολύ χωρίς δικαιώματα. Στις πόλεις τον προστάτευε ο Ξένιος Δίας, στους δρόμους, όμως κανένας. Και να που οι Αρκάδες άρχισαν να προσεύχονται στον Ερμή τους για να τους «συνοδεύει» ευνοϊκά στις οδοιπορίες τους. Έτσι, λοιπόν, απέκτησε ο Ερμής άλλη μια σημασία ως θεός που παρέχει την ασφάλεια στους μεγάλους δρόμους, στις σχέσεις των ανθρώπων και μετέπειτα και των κρατών μεταξύ τους. Η χρυσή ράβδος του έγινε σύμβολο των ταξιδιών και του εμπορίου και κράτησε μέχρι σήμερα αυτή τη σημασία. Όμως τι ζωή ζούσαν αυτοί οι Αρκάδες; Τη ζωή των τυχοδιωκτών: ό,τι τους στέλνει ο θεός – ο ίδιος ο Ερμής, δηλαδή – είναι καλό γι’ αυτούς. Αν σήμερα χρειαστεί να διασκεδάσουν και να προκαλέσουν τη συμπόνια των ακροατών, θα τους ευλογήσει με το χάρισμα της ευγλωττίας. Αν αύριο χρειαστεί να πουλήσουν με κέρδος το πράγμα που αγόρασαν πάμφθηνα, θα ευνοήσει το εμπόριο ο Ερμής. Αν βρουν κάποτε κάτι καλό, το εύρημα το στέλνει ο Ερμής, εξ ου και το όνομά του – έρμαιον. Και αν η φτώχεια εξαναγκάζει σε κλοπή – ο Ερμής συγχωρεί τους κλέφτες. Κατεβαίνουμε σιγά-σιγά σ’ έναν εκχυδαϊσμένο κύκλο αντιλήψεων, μα τι να κάνουμε: οι Αρκάδες, τυχοδιώκτες εκτός των συνόρων της πατρίδας τους, δεν είχαν και την καλύτερη φήμη. Αυτό το γεγονός απεικονίζεται και στον πανελλήνιο Όλυμπο: εδώ η θέση του Ερμή είναι καθαρά υπηρεσιακή και αντιστοιχεί στη θέση των Αρκάδων λατρών του που έφυγαν από την πατρίδα τους και αναλάμβαναν περιφρονημένες δουλειές.
Αλλά και τι δεν διηγούνταν για τα δώρα του θεού τους οι Αρκάδες, άμα κατάφερναν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους με μια φούχτα χρυσό! Τότε και η αλήθεια έπαιρνε τη γεύση του παραμυθιού, ενώ ο Ερμής, ο δωρητής της ευγλωττίας και του πονηρού νου, δε ζητούσε καν να τηρούν αυστηρά την αλήθεια. Για τους πιο πετυχημένους τυχοδιώκτες κυκλοφορούσαν ολόκληροι κύκλοι θρύλων. Και πρώτα απ’ όλα για δύο απ’ αυτούς. Ο ένας ήταν ο γιος του Ερμή, ο πιο μεγάλος σ’ όλο τον κόσμο κλέφτης και απατεώνας Αυτόλυκος (Αυτό-λύκος, «ο ίδιος ο λύκος»). Ο Όμηρος λέει γι’ αυτόν: «όλους τους ανθρώπους ξεπέρασε στην τέχνη να κλέβει και να δίνει ψεύτικους όρκους, τους οποίους του συγχωρούσε ο Ερμής», δηλαδή του έδωσε μια για πάντα την άδεια να εκμεταλλεύεται για κακό το όνομά του στους όρκους. Μπορούμε μόνο να υποθέτουμε τι διηγήσεις κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν και για τις απατεωνιές του. Η παράδοση μάς διέσωσε μόνο ένα ίχνος που δείχνει ότι αυτός ήταν πατριάρχης όλων των αρχικλεφτών και στα δυτικο-ευρωπαϊκά και στα ρώσικα παραμύθια. Αυτό το ίχνος είναι η ιστορία για το πως απέκτησε την αντάξια σύντροφο της ζωής του στο πρόσωπο της Μήστρας (ένα προφανές όνομα από μήδομαι, η σημασία του οποίου είναι «έξυπνη») που ήξερε να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρείχε χρήματα στον πατέρα της: μετατρέπεται σε άλογο, ο πατέρας την πουλάει και αυτή επιστρέφει πίσω στην αληθινή μορφή της. Μια φορά η Μήστρα πουλήθηκε στον Αυτόλυκο, ο οποίος εννοείται, βγήκε πιο πονηρός από τον γέρο, αλλά και τον έκανε, ως ανταμοιβή, πεθερό του.
Ο άλλος ήρωας, ευνοούμενος του Ερμή, είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας… Αλλά αυτός ήταν ο βασιλιάς της Ιθάκης, θαλασσοπόρος, πορθητής της Τροίας – τι μπορεί να πει κανείς! Μάλιστα, έτσι ήταν και στο έπος του Ομήρου, ο οποίος – ίσως ύστερα από μερικές μεταμορφώσεις – δέχτηκε να εξευγενίσει την εικόνα αυτού του παλιού Αρκάδα περιπλανώμενου. Και το ότι ο Οδυσσέας ήταν αρχικά τέτοιος, το θυμούνταν πολύ καλά οι Αρκάδες, που τον θεωρούσαν ιδρυτή της πόλης του Φενεού, ο οποίος γειτονεύει με το βουνό Κυλλήνη και τη Στυμφαλία λίμνη. Ναι, αυτός ήταν ο πανάρχαιος ευνοούμενος του αρκαδικού Ερμή ή πιο σωστά ο ίδιος ο Ερμής, η γήινη υπόστασή του. Γι’ αυτό και ο Ερμής τον προστατεύει στην «Οδύσσεια», γι’ αυτό η μητέρα του, η Αντίκλεια, λέγεται η κόρη του Αυτόλυκου, γι’ αυτό και η κατάβαση του στον Κάτω Κόσμο, σύμφωνα με τον Αισχύλο, έλαβε χώρα στην καταβόθρα της Στυμφαλίας λίμνης. Προ πολλού ήδη έχουμε αρνηθεί την άποψη ότι ο Όμηρος παρασταίνει τις πιο παλιές μορφές των ελληνικών μύθων: ότι αυτοί πέρασαν στον Όμηρο από το χωνευτήρι του ιωνικού πολιτισμού στις μικρασιατικές αποικίες, ενώ οι αρχικές μορφές τους διατηρήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα, όντας δεμένες με τις λατρείες που τις έσωσαν από την λησμονιά και την παραμόρφωση.
Η παλιά μυθολογική ταύτιση του Οδυσσέα με τον Ερμή μάς βοηθάει να καταλάβουμε ένα παράδοξο που προβλημάτιζε τόσο τους αρχαίους όσο και τους νεώτερους μυθολόγους και μάλιστα τη γενεαλογία, κατά την οποία ο περίφημος αρκαδικός τραγόμορφος θεός Παν παρασταίνεται ως γιο του Ερμή και της Πηνελόπης. Ακόμα και με αυτό, όμως, η ουσία του παράξενου «θεού» δεν εξηγείται. Για να την καταλάβουμε πρέπει να βυθιστούμε στην απλοϊκή τραχύτητα των πρωτόγονων αντιλήψεων, όταν το θαυμάσιο ένστικτο των ζώων έκανε να τα θεωρούν όχι κατώτερα, αλλά ανώτερα πλάσματα σε σχέση με τον αδύναμο και απροστάτευτο άνθρωπο. Οι Αρκάδες βοσκοί, για τους οποίους οι κατσίκες ήταν οι τροφοί και οι ευεργέτισσες τους, φαντάζονταν το θεό τους ως τράγο. Νομίζω, μάλιστα ότι αυτή ήταν και η αρχική μορφή της αρκαδικής θρησκείας που προηγήθηκε και του ίδιου του ερμητισμού. Με την ενθρόνιση του τελευταίου ως μιας πιο προχωρημένης μορφής θρησκείας, εμφανίστηκε η ανάγκη να συσχετιστούν και οι δύο θεότητες μεταξύ τους και τότε η πιο φυσική λύση ήταν να γίνει ο Παν γιος του Ερμή. Ο παμπάλαιος ραψωδός, στον οποίο οφείλουμε ένα από τα αρχαιότερα τεκμήρια για τον Πάνα, ο συντάκτης του «Ομηρικού» ύμνου προς τιμή του, χωρίς να του λείπει το χιούμορ, έλυσε το πρόβλημά του: πολύ χαριτωμένα παρουσιάζει το φόβο της καημένης λεχούς με το που είδε το τραγοπόδαρο και το κερασφόρο μωρό της. Τράπηκε σε φυγή για να γλυτώσει, αλλά ο Ερμής δεν εξεπλάγη, τύλιξε το βρέφος σε δέρμα λαγού και ξεκίνησε για τον Όλυμπο για να μοιράσει με τους θεούς τη χαρά του. Και πράγματι, οι θεοί χάρηκαν και το βρέφος το «ονόμασαν Πάνα, διότι έχει ευφράνει τις καρδιές των πάντων». Στη μετάφραση, η λογική εξαφανίζεται: ο ραψωδός το κύρι όνομα Παν το εξηγεί με το «παν» - τα πάντα. Παρ’ ότι η ετυμολογία αυτή είναι αποτυχημένη (γεν. πτ. Πανός σίγουρα δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με την γεν. πτ. Παντός), αυτή έγινε πολύ δημοφιλής, όμως, οι πιο ερευνητικοί απόγονοι δεν ήσαν πλέον ικανοποιημένοι με την αφελή εξήγηση του Ομηρίδη-ραψωδού. Ο θεός των βοσκών και των κοπαδιών, ο θεός της άγριας φύσης θέλει, ασφαλώς, μια βαθύτερα νοηματική, μια πανθεϊκή ερμηνεία. Αυτόν άρχισαν να βλέπουν ως πάνθεο, ως αντιπροσώπευση της φύσης στο σύνολό της. Ως αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων δημιουργήθηκε ήδη την εποχή της πάλης του χριστιανισμού με την ειδωλολατρεία ο πασίγνωστος θρύλος για «το θάνατο του Μεγάλου Πάνα». Αλλά και ο θριαμβεύων χριστιανισμός δεν παρέδωσε στη λησμονιά τον ειδωλολατρικό «πάνθεο»: πιστός στην τάση του να μετατρέπει τις νικημένες θεότητες σε δαιμόνια ανήγαγε και το ζωόμορφο Πάνα σε πνεύμα του σκότους και του κακού. Οι αρχαιότερες εικόνες του διαβόλου αναμφίβολα πλησιάζουν το τραγοπόδαρο κερασφόρο τέρας, στη θέα του οποίου η ίδια του η μητέρα έφυγε τρέχοντας από την κλίνη της γέννας.
Αυτή ήταν η παράξενη μοίρα που περίμενε στο μέλλον την περίεργη θεότητα της Αρκαδίας.

_____________ 
1. Ordalia – μεσαιωνική λατινική λέξη (από το γερμ. Urteil «Κρίση», σύγκρ. αγγλ. Ordeal) η οποία έγινε όρος στις μελέτες επάνω στην ιστορία της θρησκείας και σημαίνει διάφορες δοκιμασίες στη διάρκεια «θείας δίκης». Βλ. π.χ. Σοφοκλή «Αντιγόνη», 264-265 – δοκιμασία «δια πυρός και σιδήρου». (Σημ. του μεταφραστή)


THADDEUS ZIELINSKI
ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ
και οι αρκαδικές απαρχές του
Μετάφραση OLEG TSYBENKO 
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ 2001

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Κισμέτ – Rainer Maria Rilke

Φαρδυκορμος και βαρύς, ο Κραλ ο δυνατός καθότανε στην άκρη του δρόμου με το αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων χωματόστρωμά του. Η Τζάνα καθόταν πάνω στις φτέρνες της, δίπλα του. Κρατούσε το παιδικό πρόσωπό της ανάμεσα στα ηλιοκαμένα χέρια της και περίμενε, με τα μάτια ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά, σιωπηλή. Κοίταζαν κ' οι δυο το φθινοπωριάτικο βράδυ. Μπροστά τους, στο άχρωμο και κακομοίρικο λιβάδι, ήταν σταματημένη η πράσινη καρότσα· ένα μάλλινο παρδαλόχρωμο ύφασμα κυμάτιζε απαλά πάνω από την πόρτα της. Ελαφρός, γαλαζωπός καπνός υψωνόταν από τη στενή τσίγκινη καπνοδόχο του και διαλυόταν στο ριγιλό αέρα. Πιο πέρα, πάνω στους χωματόλοφους που έμοιαζαν σάν μακρουλά, ομαλά κύματα, το άλογο της καρότσας, κουρασμένο, ήταν σαν να κορφολογούσε με μικρές, γρήγορες δαγκωματιές, το λίγο θερισμένο άχυρο που απόμενε. Από καιρό σε καιρό σταματούσε, σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε με τ’ αγαθά, υπομονετικά μάτια του, μέσα στο βράδυ, όπου άναβαν κι αλληλοχαιρετιούνταν τα μικρά παράθυρα του χωριού.
—Ναι, είπε ο Κραλ ο δυνατός, μ' ένα ύφος άγριας απόφασης. Εξαιτίας σου είναι εδώ.
Η Τζάνα δεν είπε τίποτα.
—Αλλιώς, τι θα 'ρχόταν να κάμει 'δω πέρα, ο Προκόπ; πρόσθεσε ο Κραλ, με κάποια ακαθόριστη διάθεση.
Η Τζάνα σήκωσε τους ώμους, ξερίζωσε με ζωηρή κίνηση κάμποσους μακρούς μίσχους ενός ασημένιου αγριόχορτου, και, ευθυμώντας, τα πήρε ανάμεσα στα λευκά και στιλπνά δόντια της. Σιωπηλή πάντα, έμοιαζε να μετρά τα φώτα του χωριού.
Η καμπάνα του εσπερινού σήμανε εκεί κάτω.
Το μικρό, ασθενικό σήμαντρο έβιαζε την κίνησή του, σαν να 'θελε να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο. Ο ήχος σταμάτησε απότομα, και θα 'λεγε κανείς πως στον αέρα είχε μείνει αιωρούμενο ένα παράπονο. Η μικρή Τσιγγάνα έριξε τα όμορφα μπράτσα της προς τα πίσω κι ακούμπησε στο χώμα. Άκουε το δισταχτικό τραγούδι των γρύλων και την κουρασμένη φωνή της αδερφής της που τραγουδούσε ένα νανούρισμα μέσα στην καρότσα.
Για μερικά λεπτά τέντωσαν κ' οι δυο τους το αυτί. Ύστερα, το παιδί άρχισε να κλαίει μέσα στην καρότσα, με μακρόσυρτους, απελπισμένους λυγμούς. Η Τζάνα γύρισε το κεφάλι προς τον Τσιγγάνο και του είπε, κοροϊδευτικά:
—Τι περιμένεις και δεν πας να βοηθήσεις τη γυναίκα σου, Κραλ; Το παιδί κλαίει.
Ο Κραλ φούχτωσε το χέρι του κοριτσιού:
—Για σένα ήρθε ο Προκόπ, μούγκρισε, γι' απάντηση.
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι με σκοτεινό ύφος.
—Το ξέρω.
Τότε, ο Κραλ ο δυνατός άρπαξε και το άλλο της χέρι και το πίεσε πάνω στο χώμα. Η Τζάνα ήταν σαν σταυρωμένη. Δάγκωσε τα χείλη της ίσαμε να ματώσουν, για να μη φωνάξει. Έσκυψε πάνω της απειλητικός. Η Τζάνα δεν έβλεπε τίποτα πια από το φθινοπωρινό βράδυ. Δεν έβλεπε παρά αυτόν μόνο, με τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. Ήταν τόσο μεγάλος, καθώς έσκυβε από πάνω της, που της έκρυψε την καρότσα, το χωριό και το φαρδύ, πελιδνό ουρανό. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκέφτηκε: «Κραλ σημαίνει βασιλιάς. Ναι, κ' είναι ένας βασιλιάς, πραγματικά».
Μα την ίδια στιγμή ένιωσε τον τσουχτερό πόνο στους καρπούς των χεριών της, σαν ντροπή. Αναπήδησε, λευτερώθηκε μ' ένα βίαιο τίναγμα από τα χέρια του κι ορθώθηκε μπροστά στον Κραλ, με μανιασμένα μάτια, που πετούσαν σπίθες.
—Τι θέλεις; ρώτησε υπόκωφα αυτός.
Η Τζάνα χαμογέλασε.
—Να χορέψω.
Σήκωσε τα όμορφα, λεπτού κοριτσιού, μπράτσα της και τα στριφογύρισε αργά κ' ελαφρά, κ' ήταν σάμπως τα μελαμψά χέρια της να μεταμορφώνονταν σε φτερούγες. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, πολύ βαθιά, αφήνοντας να κυματίζουν τα μαύρα και βαριά μαλλιά της, και χάρισε το αινιγματικό χαμόγελό της στο πρώτο άστρο που φάνηκε.
Τα γυμνά πόδια της, με τους λεπτούς αστραγάλους, σαν να 'ψαχναν να βρούνε το ρυθμό· μέσα στο νεανικό κορμί της υπήρχε μια λαχτάρα για λίκνισμα και χάδια, συνειδητής χαράς κι ακούσιας εγκατάλειψης, όπως θα πρέπει να νιώθουν τα λουλούδια με τους λεπτούς μίσχους, όταν τ' ακραγγίζει το βράδυ.
Ο Κραλ στεκόταν μπροστά της με τρεμάμενα γόνατα. Κοίταξε το χλομό μπρούντζο των γυμνών ώμων του κοριτσιού. Κι αόριστα ένιωθε: Η Τζάνα χορεύει τον έρωτα.
Κάθε πνοή του ανέμου που περνούσε μέσα από τα λιβάδια έμοιαζε να συγχέεται με τις κινήσεις της, σαν ένα ανάλαφρο χάδι, κι όλα τα λουλούδια έβλεπαν στο πρώτο τους όνειρο, ότι όμοια έγερναν και ταλαντεύονταν κι αυτά. Η Τζάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Κραλ κ' έσκυβε προς το μέρος του τόσο παράξενα, που τα μπράτσα του άντρα έμοιαζαν παραλυμένα από το άφωνο κοίταγμα. Στεκόταν εκεί σαν σκλάβος, ακούγοντας να χτυπά η καρδιά του.
Η Τζάνα τον ακράγγιζε σαν πνοή, κ' η φλόγα της τόσο κοντινής κίνησής της έφτανε σαν κύμα σ' αυτόν. Ύστερα, η Τζάνα απομακρύνθηκε, χαμογέλασε, με μιαν έκφραση νικητήριας υπερηφάνειας, και σκέφτηκε: «Δεν είναι, όσο να πεις, βασιλιάς».
Ο Τσιγγάνος συνερχόταν σιγά-σιγά και την ακολουθούσε σαν να 'ταν καμιά οπτασία του ονείρου του, πασπατευτά και κρυφά. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι έμπαινε κι ανακατευόταν στη λικνιστική κίνηση της Τζάνα. Ένα αλαφρό και κυματιστό τραγούδι που έμοιαζε να 'χει φωλιάσει απ' ώρα μέσα στο χορό της και που, βγαίνοντας, σαν μέσα από ένα μακρύ ύπνο, έμοιαζε ν' ανθίζει με όλο πιο πλούσιους και πιο ολοκληρωμένους ρυθμούς. Η χορεύτρια δίστασε. Όλες οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, πιο μαλακές, σαν να βρισκόταν σ' ενέδρα. Άθελά τους, τα μάτια τους στράφηκαν προς την ίδια κατεύθυνση κ' είδαν τον Προκόπ που ερχότανε. Η λεπτή σιλουέτα του νεανικού κορμιού του σχεδιαζόταν πάνω στο αργυρόγκριζο σούρουπο. Περπατούσε, σαν ασύνειδα, με ναρκωμένο βήμα, κι αντλούσε τους ήχους του γλυκού τραγουδιού του από ένα χωριάτικο φλάουτο. Τον είδαν να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Κραλ όρμησε προς το μέρος του κι άρπαξε το φλάουτο από τα χείλη του. Ο Προκόπ, μ’ ετοιμότητα πνεύματος, άδραξε με τ' αντρίκια χέρια του τα μπράτσα τού επιτιθέμενου, τα έσφιξε με δύναμη και δέχτηκε μ' ερωτηματικό μάτι το εχθρικό και φλογερό βλέμμα του Κραλ.
Οι δυο άντρες στέκονταν έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο. Γύρω τους απόλυτη σιωπή. Η πράσινη καρότσα έμοιαζε να κοιτάζει την περιοχή με την αβέβαιη λάμψη των φεγγιτών της, σάμπως με λυπημένα, γιομάτα αναμονή, μάτια.
Χωρίς να βγάλουν λέξη, οι δυο Τσιγγάνοι παράτησαν το σφίξιμο. Ο Κραλ με πεισματωμένο θυμό, κι ο νέος, αντίκρυ του, με μιαν απαλά ερωτηματική συγκατάθεση στα σκοτεινά μάτια του. Κάτω από τα βλέμματα των δυο αντρών, η Τζάνα είχε παραλύσει. Της φάνηκε πως έπρεπε να πάει στον Προκόπ, να τον αγκαλιάσει και να τον ρωτήσει: «Από πού έρχεται αυτό το τραγούδι;». Μα δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε πάλι στις φτέρνες της, στην άκρη του δρόμου, ακίνητη, σαν παιδί που κρυώνει, και σώπαινε. Τα χείλη της σώπαιναν. Τα μάτια της σώπαιναν.
Οι άντρες στάθηκαν κάμποσο έτσι, κ' ύστερα ο Κραλ έριξε στον άλλο ένα εχθρικό και προκλητικό βλέμμα κ' έφυγε. Ο Προκόπ έμοιαζε να διστάζει. Η Τζάνα είδε τα λυπημένα μάτια του νεαρού Τσιγγάνου να την αποχαιρετούν. Ρίγησε. Ύστερα, η λεπτή και λυγερή σιλουέτα άρχισε να σβήνει, ίσαμε που χάθηκε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Κραλ. Η Τζάνα άκουσε τα βήματα να χάνονται μέσα στα λιβάδια. Κράτησε την ανάσα της, τεντώνοντας τ’ αυτί μέσα στη νύχτα.
Μια ριπή ανέμου, ζεστή κ' ειρηνική, διέτρεξε τον κάμπο, σαν ανάσα κοιμισμένου παιδιού. Όλα ήταν φωτεινά κ' ήσυχα· κι από τη μεγάλη κείνη σιωπή αποσπούνταν οι ελαφροί ήχοι της ανήλικης νύχτας: το θρόισμα των γέρικων φιλυρών, μια αθώρητη νεροσυρμή, και το βαρύ πέσιμο ενός ώριμου μήλου μέσα στο φθινοπωριάτικο χορτάρι.


Rainer Maria Rilke
ΕΒΑΛΝΤ ΤΡΑΓΚΥ και άλλα διηγήματα
Μετάφραση ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E 1987


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Ένας Θεολόγος στο Θάνατο – Jorge Luis Borges

 
Οι άγγελοι μου έχουν πει πως, όταν πέθανε ο Μελάγχθων, του διέθεσαν στον άλλο κόσμο ένα σπίτι απατηλά πανομοιότυπο μ’ εκείνο που είχε στη Γη. (Το ίδιο συμβαίνει με όλους σχεδόν τους νεοφερμένους στην αιωνιότητα, και γι’ αυτό νομίζουν πως δεν είναι νεκροί. Τα έπιπλα ήταν ακριβώς τα ίδια: το τραπέζι, το γραφείο με τα συρτάρια του, η βιβλιοθήκη. Όταν ο Μελάγχθων ξύπνησε στη νέα του κατοικία, ξανάπιασε τις συγγραφικές του δραστηριότητες σαν να μην ήταν πτώμα, και συνέχισε να γράφει για πολλές μέρες περί της δια της πίστεως δικαιώσεως· κι ως συνήθως, ούτε λέξη περί φιλανθρωπίας. Οι άγγελοι πρόσεξαν αυτή την παράλειψη κι έστειλαν κάποιους για να τον ρωτήσουν. Ο Μελάγχθων τους είπε: «Έχω αποδείξει κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο ότι η ψυχή μπορεί να αποστεί της φιλανθρωπίας, κι ότι, για να γίνει δεκτή στους ουρανούς, η πίστη αρκεί». Αυτά τα ‘λεγε με έπαρση, χωρίς να ξέρει ότι είχε πεθάνει κι ότι η θέση του δεν ήταν στους ουρανούς. Όταν οι άγγελοι άκουσαν αυτά που τους είπε, τον εγκατέλειψαν. Μετά από λίγες εβδομάδες, τα έπιπλα άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο αχνά ώσπου έγιναν αόρατα, εκτός απ’ την καρέκλα, το τραπέζι, τα χαρτιά και το μελανοδοχείο. Συν τοις άλλοις, οι μεν τοίχοι του κελιού σκεπάστηκαν με ασβέστη, το δε πάτωμα, μ’ ένα κιτρινωπό βερνίκι. Όσο για τα ρούχα του, γίνονταν όλο και πιο φτωχικά. Πάντως, συνέχιζε να γράφει, αλλά επειδή επέμενε να είναι κατά της φιλανθρωπίας, μεταφέρθηκε σ’ ένα υπόγειο εργαστήρι, όπου υπήρχαν κι άλλοι θεολόγοι σαν και δαύτον. Έμεινε εκεί κλεισμένος πολλές μέρες, κι όταν άρχισε ν’ αμφιβάλλει για τη θέση του, τον άφησαν να γυρίσει. Τώρα τα ρούχα του ήταν από ακατέργαστο δέρμα, αλλά εκείνος προσπάθησε να φανταστεί πως όλα αυτά που είχε ζήσει ήταν μια παραίσθηση, οπότε συνέχισε να εξαίρει την πίστη και να υποτιμά τη φιλανθρωπία. Ένα βράδυ, ένιωσε ψύχρα. Τότε, έφερε ένα γύρο όλο το σπίτι και διαπίστωσε πως τα άλλα δωμάτια δεν αντιστοιχούσαν πια σ’ εκείνα της επί της γης κατοικίας του. Ένα απ’ αυτά ήταν γεμάτο με άγνωστα όργανα· ένα άλλο είχε συρρικνωθεί τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούσες ούτε να μπεις· ένα άλλο μπορεί να μην είχε αλλάξει, αλλά τώρα, τα παράθυρα κι οι πόρτες του έβγαζαν σε θεόρατους αμμόλοφους. Το δωμάτιο του βάθους ήταν γεμάτο ανθρώπους που τον λάτρευαν και που του επαναλάμβαναν ότι κανένας θεολόγος δεν ήταν τόσο σοφός όσο αυτός. Αυτή η λατρεία τον χαροποίησε, αλλά, επειδή αρκετοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είχαν πρόσωπο, ενώ μερικοί άλλοι έμοιαζαν με πεθαμένους, κατέληξε να τους αντιπαθήσει και να μην τους έχει εμπιστοσύνη. Τότε αποφάσισε να γράψει ένα εγκώμιο της φιλανθρωπίας, αλλά ό,τι έγραφε μια μέρα, το ‘βρισκε σβησμένο την επόμενη. Κι αυτό γιατί τα ‘γραφε χωρίς να τα πιστεύει. Δεχόταν πολλές επισκέψεις από ανθρώπους που είχαν μόλις πεθάνει, αλλά ντρεπόταν να τους δεχτεί σ’ ένα τόσο φτωχό σπίτι. Για να τους κάνει να πιστέψουν πως βρισκόταν στους ουρανούς, τα κανόνισε μ’ έναν μάγο απ’ αυτούς στο δωμάτιο του βάθους, κι αυτός τους εξαπατούσε με ομοιώματα γαλήνης και λαμπρότητας. Μόλις οι επισκέπτες έφευγαν (καμιά φορά, και λίγο πιο πριν), η φτώχεια κι ο ασβέστης έκαναν ξανά την εμφάνισή τους.
Τα τελευταία νέα από τον Μελάγχθωνα λένε πως ο μάγος κι ένας από τους απρόσωπους τον πήγαν στους αμμόλοφους, και τώρα είναι υπηρέτης των δαιμόνων.

Από το Arcania Coelestia του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ.

Jorge Luis Borges
Άπαντα Πεζά
[Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας (1935) «Και τα λοιπά»]
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2005

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Περί του τι σημαίνουν τα χρώματα Λευκό και Γαλάζιο – Francois Rabelais

Το άσπρο λοιπόν σημαίνει χαρά, ευτυχία κι ευφροσύνη και δεν είναι αβάσιμη αυτή η σημασία, αλλά σωστή και δίκαιη, πράγμα που μπορείτε να επιβεβαιώσετε, αν, εγκαταλείποντας τις προκαταλήψεις σας, θελήσετε ν’ αφουγκραστείτε αυτά που πρόκειται να σας εκθέσω τώρα.
Ο Αριστοτέλης λέει πως, αν θεωρήσουμε δύο πράγματα αντίθετα στο είδος τους, όπως καλό και κακό, αρετή και διαφθορά, κρύο και ζεστό, μαύρο και άσπρο, ηδονή και πόνο, χαρά και πένθος και ούτω καθεξής, και τα ζευγαρώσουμε έτσι ώστε το αντίθετο του ενός είδους ν’ αντιστοιχεί λογικά στο αντίθετο ενός άλλου, προκύπτει ότι το άλλο μέρος της αντίθεσης συνταιριάζεται με την έννοια που απόμεινε. Παράδειγμα: αρετή και διαφθορά είναι έννοιες αντίθετες σ’ ένα είδος. Το ίδιο είναι το καλό και το κακό. Αν ένα από τα αντίθετα του πρώτου είδους ταιριάζει στο ένα από το δεύτερο είδος, όπως η αρετή στο καλό, αφού είναι γνωστό πως η αρετή είναι καλή, το ίδιο θα ισχύσει και για τις δύο εναπομείνασες έννοιες, που είναι η διαφθορά και το κακό, γιατί η διαφθορά είναι κακή.
Αφού αυτός ο κανόνας της λογικής, έγινε κατανοητός, πάρτε ετούτα τα δύο αντίθετα: χαρά και λύπη, και στη συνέχεια το άσπρο και μαύρο, που από τη φύση τους είναι αντιθετικά. Αν λοιπόν είναι αποδεκτό ότι το μαύρο σημαίνει πένθος, δίκαια το λευκό θα σημαίνει χαρά.
Κι αυτή η σημασία δεν έχει επιβληθεί από ανθρώπινη αυθαιρεσία, αλλά έγινε αποδεκτή από κοινή παραδοχή, την οποία οι φιλόσοφοι ονομάζουν jus gentium, δηλαδή οικουμενικό δίκαιο ισχυρό για όλες τις χώρες.
Όπως καλώς γνωρίζετε, όλοι οι λαοί, όλα τα έθνη (εξαιρώ τους αρχαίους Συρακούσιους και μερικούς Αργείους που είχαν στραβό μυαλό), όλες οι γλώσσες, για να δηλώσουν και να εξωτερικεύσουν τη λύπη τους, φορούν ρούχα μαύρα και κάθε πένθος μεταφράζεται με το μαύρο. Αυτή η πανθομολογούμενη παραδοχή δεν έγινε δίχως η φύση να την αιτιολογήσει με κάποιο επιχείρημα ή κάποια εξήγηση, που ο καθένας να είναι σε θέση να καταλάβει αμέσως και μόνος του, δίχως να χρειάζεται να το διδαχθεί προκαταβολικά από κανέναν άλλο – πράγμα που ονομάζουμε φυσικό δίκαιο.
Για τους ίδιους λόγους, η φύση ώθησε όλον τον κόσμο να εννοεί με το λευκό χρώμα χαρά, γλέντι, ευτυχία, ηδονή κι απολαύσεις.
Σε καιρούς περασμένους, οι Θράκες και οι Κρήτες σημάδευαν τις καλότυχες και χαρωπές μέρες με άσπρες πέτρες, ενώ τις θλιβερές και κακότυχες με μαύρες.
Η νύχτα δεν είναι μήπως απαίσια, θλιβερή και μελαγχολική; Είναι μαύρη και σκοτεινή λόγω στέρησης. Το φεγγάρι δεν χαροποιεί όλη τη φύση; Είναι λευκότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Για να σας το αποδείξω, θα μπορούσα να σας παραπέμψω στο βιβλίο του Λαυρέντιου Βάλλα κατά του Μπάρτολου, η μαρτυρία όμως του Ευαγγελίου θα σας ικανοποιήσει: ο Ματθαίος λέει στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος: Vestimenta ejus facta sunt alba sicut lux, «τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (ΙΖ´ 2). Κι εκείνη η φωτεινή λευκότητα άφηνε να διαφαίνονται η ιδέα και η απεικόνιση των αιώνιων απολαύσεων για τους τρεις αποστόλους του. Γιατί με τη λάμψη του φωτός όλοι οι θνητοί αναγαλλιάζουν, όπως μαρτυρούν τα λόγια εκείνης της γριάς, που δίχως ένα δόντι στο στόμα της, έλεγε ακόμα: Bona lux! Γλυκό φως! Και ο Τωβίας (Τωβίτ. Ε´) απάντησε, όταν ο άγγελος Ραφαήλ τον χαιρέτησε, όταν πια είχε χάσει την όρασή του: «Ποια χαρά θα μπορούσα να έχω εγώ, που δε βλέπω το φως τ’ ουρανού;» Ντυμένοι με αυτό το ίδιο χρώμα, οι άγγελοι μαρτύρησαν τη χαρά όλης της οικουμένης για την Ανάσταση του Σωτήρα (Ιωάννης Κ´ 12 [: «δύο  αγγέλους εν λευκοίς καθεζόμενους»]) και την Ανάληψη του (Πράξεις των Αποστόλων, Α´ 10 [: «και ιδού άνδρες περειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή»]). Με παρόμοια ενδυμασία είδε ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ντυμένους τους πιστούς στην επουράνια και μακάρια Ιερουσαλήμ (Αποκάλυψη Δ´, 4 [:«πρεσβυτέρους περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς»] και Ζ´ 13[: «οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς»]).
Διαβάστε την ιστορία της αρχαιότητας, τόσο την ελληνική όσο και την ρωμαϊκή. Θα βρείτε ότι η πόλη Άλβα (πρώτο αχνάρι της Ρώμης) οικοδομήθηκε και πήρε το όνομά της, επειδή εκεί βρέθηκε μια λευκή γουρούνα.
Θα μάθετε πως όταν είχε βγει ψήφισμα ότι ο στρατηγός που είχε καταγάγει νίκη σε βάρος των εχθρών όφειλε να εισέλθει εν θριάμβω στη Ρώμη, έμπαινε ανεβασμένος σ’ ένα άρμα που έσερναν λευκά άλογα. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον που έμπαινε επευφημούμενος. Γιατί κανένα σημάδι ούτε χρώμα άλλο από το λευκό δεν μπορούσε να εκφράσει με μεγαλύτερη βεβαιότητα τη χαρά της άφιξής τους.
Θα μάθετε πως ο Περικλής, στρατηγός των Αθηναίων, αποφάσισε πως εκείνο το σώμα των στρατιωτών του που θα τραβούσε στην τύχη ασπροφάσουλα θα περνούσε όλη τη μέρα με χαροκόπια, διασκεδάσεις και ξεκούραση την ώρα που οι υπόλοιποι θα πολεμούσαν. Χιλιάδες άλλα παραδείγματα και παραθέματα θα μπορούσα να σας αναφέρω σχετικά άλλα δεν είναι εδώ ο τόπος.
Εφόσον θα έχετε καταλάβει αυτό, θα μπορείτε να λύσετε ένα πρόβλημα που ο Αλέξανδρος Αφροδισεύς θεώρησε άλυτο: «Γιατί ο λέων, που με την κραυγή και τον βρυχηθμό του κατατρομάζει όλα τα ζώα, το μόνο που φοβάται και σέβεται είναι ο λευκός πετεινός; Γιατί (όπως λέει ο Πρόκλος στο βιβλίο του De Sacrificio et Magia) η παρουσία των αρετών του ήλιου, οργάνου όπου εναποθηκεύεται όλο το γήινο και το κοσμικό φως, έχει μεγαλύτερη σημασία κι επίδραση στον άσπρο κόκορα απ’ ότι στο λιοντάρι, τόσο εξαιτίας του χρώματός του, όσο κι εξαιτίας των ειδικών ιδιοτήτων και χαρακτηρισμών του. Ακόμα καλύτερα, λέει πως συχνά εμφανίστηκαν διάβολοι, που έχοντας πάρει τη μορφή λεόντων εξαφανίστηκαν μεμιάς, όταν βρέθηκαν μπροστά σε λευκό κόκορα.
Αυτή είναι η εξήγηση, γιατί οι Γαλάτες, δηλαδή οι Γάλλοι (που ονομάστηκαν έτσι γιατί είναι από φυσικού τους λευκοί σαν το γάλα – όπως λένε οι Έλληνες) φέρουν πρόθυμα λευκά φτερά στα καπέλα τους. Είναι πράγματι από τη φύση τους ευχάριστοι, άδολοι, ευπροσήγοροι και πολυαγαπημένοι και διάλεξαν για σύμβολο και λάβαρο τους το λουλούδι που ξεπερνάει όλα τ’ άλλα σε λευκότητα τον κρίνο.
Αν ρωτάτε πως από το λευκό χρώμα η φύση μας δίνει να καταλάβουμε χαρά κι ευφροσύνη, θα σας απαντήσω πως αυτό συμβαίνει κατ’ αναλογία και φυσική ταυτότητα. Γιατί – όπως το λευκό τεμαχίζει και διαχέει εξωτερικά την όραση, διαλύοντας εμφανώς τα οπτικά πνεύματα, σύμφωνα με τη γνώμη του Αριστοτέλη στο έργο του Προβλήματα, και την άποψη των προοπτικολόγων (πράγμα που βλέπετε από την εμπειρία σας, όταν περνάτε βουνά σκεπασμένα με χιόνι, οπότε παραπονιόσαστε ότι δεν μπορείτε να δείτε καλά, όπως ο Ξενοφών γράφει πως συνέβη στους ανθρώπους του κι ο Γαληνός εκθέτει δια μακρών στον δέκατο βιβλίο του έργου του Περί των Μελών του Σώματος και της Λειτουργίας τους) – κατά τον ίδιο τρόπο η καρδιά, υπό την επήρεια μιας πρωτόγονης χαράς διαχέεται στο εσωτερικό του σώματος και υφίσταται μια προφανή διάλυση των ζωικών πνευμάτων. Αυτή η διάλυση είναι δυνατό να ενταθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε η καρδιά αποστερείται της τροφοδοσίας της και, κατά συνέπεια, η ζωή σβήνει από τέτοια υπερβάλλουσα χαρά, όπως λέει ο Γαληνός στο δωδέκατο βιβλίο της Μεθόδου, στο πέμπτο βιβλίο Περί της Έδρας των Συναισθημάτων, στο δεύτερο βιβλίο Περί των Αιτίων των Συμπτωμάτων. Κατά τις μαρτυρίες του Μάρκου Τούλλιου [Κικέρωνα] στο πρώτο βιβλίο των Τουσκουλανών Διατριβών, του Βέρριου, του Αριστοτέλη, του Τίτου Λίβιου (που αναφέρει παρόμοια περίπτωση μετά τη μάχη των Καννών), του Πλίνιου (στο έβδομο βιβλίο και στα επόμενα), αυτό θα πρέπει να έτυχε παλιά στον Διαγόρα τον Ρόδιο, στον Χίλωνα, στον Σοφοκλή, στον Διονύσιο, τύραννο των Συρακουσών, στον Φιλιππίδη, στον Φιλήμονα, στον Πολυκράτη, στον Φιλιστίωνα, στον Μάρκο Γιουβέντιο και σε άλλους που πέθαναν από χαρά. Κι όπως λέει ο Αβίκεννας (στο δεύτερο βιβλίου τού Κανόνα και στο έργο του Περί των Δυνάμεων της Καρδιάς) σχετικά με τη ζαφορά, η οποία τόση απόλαυση φέρνει στην καρδιά, ώστε την αποστερεί από ζωή, λόγω άμετρης διάλυσης και διαστολής, αν πάρει κανείς υπερβολική δόση. Συμβουλευτείτε σχετικά τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα, στο πρώτο βιβλίο των Προβλημάτων, κεφάλαιο δεκαεννιά. Όπερ έδει δείξαι.
Μια στιγμή όμως! Εισέρχομαι βαθύτερα σ’ αυτό το θέμα απ’ ότι καθόρισα στην αρχή, θα μαζέψω λοιπόν τα πανιά εδώ και θα βάλω στην άκρη τα υπόλοιπα για ένα βιβλίο ολοκληρωτικά αφιερωμένο σε αυτή την υπόθεση. Θα πω μόνο με μια λέξη πως το γαλάζιο σημαίνει σίγουρα τον ουρανό κι επουράνια πράγματα, κατά τον ίδιο τρόπο όπου το λευκό σημαίνει χαρά κι ευχαρίστηση.


Francois Rabelais
ΓΑΡΓΑΝΤΟΥΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑΓΚΡΥΕΛ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ 2018