.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ – Albert Camus

Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλάει αδιάκοπα ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού απ' όπου η πέτρα, με το βάρος της, ξανάπεφτε. Είχαν σκεφτεί, κάπως δικαιολογημένα, πως δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία απ' τη χωρίς όφελος κι ελπίδα εργασία.
Εάν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο ήσυχος κι ο συνετότερος των θνητών. Μια άλλη, όμως, παράδοση τον παρουσιάζει σαν ληστή. Δε βλέπω εδώ καμιά διαφορά. Οι γνώμες διαφέρουν πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να γίνει ο χωρίς κέρδος εργάτης του Άδη. Κατ' αρχάς του καταλογίζουν κάποια αστοχασιά με τους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Η Αίγινα, κόρη του Ασωπού, αρπάχτηκε από τον Δία. Ο πατέρας ταράχτηκε απ' την απαγωγή και απευθύνθηκε στον Σίσυφο. Αυτός, που ήξερε για την αρπαγή, υποσχέθηκε στον Ασωπό να τον βοηθήσει, με τον όρο πως θα έδινε νερό στον Ακροκόρινθο. Για τους ουράνιους κεραυνούς, θα δεχτεί την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος αλυσόδεσε το Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε να ανεχτεί το θέαμα της έρημης και σιωπηλής αυτοκρατορίας του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε το Θάνατο από τα χέρια του νικητού του.
Λένε ακόμα πως όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος θέλησε να δοκιμάσει ανόητα την αγάπη της γυναίκας του. Τη διέταξε ν' αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος ξαναβρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, θυμωμένος εξ αιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξανάδε την όψη αυτού του κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε να γυρίσει στην καταχθόνια σκιά. Οι προσκλήσεις, οι θυμοί κι οι συμβουλές δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια αφέθηκε στην καμπύλη του κόλπου, στη λάμψη της θάλασσας και στα χαμόγελα της γης.
Χρειαζόταν η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε να πιάσει τον θρασύ από το σβέρκο και, αποσπώντας τον απ' τις χαρές του, τον ξανάφερε με τη βία στον Άδη όπου ο βράχος του ήταν έτοιμος.
Έχουμε ήδη καταλάβει πως ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Τα πάθη του τον συνιστούν περισσότερο απ' το μαρτύριο του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή του στοίχισαν αυτό το ανείπωτο μαρτύριο, να δίνει όλο του το είναι χωρίς ανταμοιβή. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη. Δε μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχνονται για να τους ζωογονεί η φαντασία. Σ' αυτόν βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού ν' ανασηκώσει την πελώρια πέτρα, να τη γυρίσει και να την κάνει ν' αναρριχηθεί σε μια πλαγιά που έχει ανεβοκατέβει εκατό φορές. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το κολλημένο πάνω στην πέτρα μάγουλο, τον ώμο που δέχεται το λασπωμένο όγκο, το πόδι που τον στηρίζει, τη διαστολή των μυώνων, την ανθρώπινη σιγουριά δυο χεριών γεμάτων γη. Στο έπακρο αυτής της τρομερής προσπάθειας, της μετρημένης με το χωρίς ουρανό διάστημα και το χωρίς βάθος χρόνο, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος τότε, κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν το χαμηλό κόσμο απ' όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.
Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ' ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο. Αυτή η ώρα που είναι σαν μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια απ' τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά - σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.
Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωας του έχει συνείδηση. Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής τους: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκή η κατάβαση του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριο του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.

Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά. Αυτή η φράση δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι ακόμα τον Σίσυφο να ξαναπηγαίνει προς το
βράχο του και τον πόνο ν' αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης μένουνε τόσο δυνατά στη μνήμη, όταν η επιθυμία της ευτυχίας γίνεται τόσο έντονη, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται όλη η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, γίνεται βράχος ο ίδιος. Η αμέτρητη λύπη είναι ανυπόφορη. Είναι οι νύχτες μας στη Γεσθημανή. Μα οι αβάσταχτες αλήθειες καταστρέφουν όταν μαθαίνονται. Έτσι, στην αρχή, ο Οιδίπους υπακούει στο πεπρωμένο που αγνοεί. Η τραγωδία του αρχίζει από τη στιγμή που μαθαίνει. Αλλά τότε, τυφλός κι απελπισμένος, γνωρίζει ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ' αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι ενός κοριτσιού και μια μεγαλόστομη φράση αντηχεί: "Παρά τις τόσες δοκιμασίες, τα γερατειά και το μεγαλείο της ψυχής μου, μου δίνουν το δικαίωμα να κρίνω πως όλα είναι καλά". Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, σαν τον Κιρίλωφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον τύπο της παράλογης νίκης. Η αρχαία σύνεση συναντιέται με το σύγχρονο ηρωισμό.
Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο αν δεν επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο ευτυχίας. "Ε, πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;" Όμως, ένας κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Θα ήταν σφάλμα να πει κανείς πως η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από την ανακάλυψη του παράλογου. Συμβαίνει το ίδιο συχνά, το συναίσθημα του παράλογου να γεννιέται από την ευτυχία. "Κρίνω πως όλα είναι καλά", λέει ο Οιδίπους, κι αυτή η φράση είναι ιερή. Αντηχεί στο βάρβαρο και περιορισμένο από τον ανθρώπινο κόσμο. Δείχνει πως τίποτα δεν είναι, δεν ήταν εξαντλημένο. Διώχνει απ' αυτό τον κόσμο ένα θεό που μπήκε μ' απληστία και με τη γεύση των ανώφελων πόνων. Από το πεπρωμένο δημιουργεί μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει οπωσδήποτε να ρυθμιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους.
Όλη η βουβή χαρά του Σίσυφου βρίσκεται εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος είναι η πραγματικότητά του. Όμοια, ο παράλογος άνθρωπος όταν μελετάει το μαρτύριο του, κάνει όλα τα είδωλα να βουβαθούν. Στο ξαφνικά παραδομένο στη σιωπή του σύμπαν, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητες και μυστικές επικλήσεις, προσκλήσεις προς όλα τα πρόσωπα, αποτελούν την αναγκαία επιστροφή και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του θα είναι πια αδιάκοπος. Εάν υπάρχει ένα προσωπικό πεπρωμένο, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή εξαιρετικής τύχης ή το πολύ να υπάρχει μια, εκείνη που κρίνεται σαν μοιραία κι αξιοκαταφρόνητη. Όσο για τις υπόλοιπες, ο άνθρωπος ξέρει πως είναι κύριος της ζωής του. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος ξαναγυρίζει στη ζωή του, ο Σίσυφος - πηγαίνοντας πάλι προς το βράχο του - μελετάει αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που γίνεται πεπρωμένο του, φτιαγμένο από τον ίδιο, απλό κάτω απ' το βλέμμα της μνήμης και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεισμένος για την εντελώς ανθρώπινη προέλευση όλων των ανθρώπινων, τυφλός που ποθεί να δει και ξέρει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, βρίσκεται πάντα σε πορεία. Ο βράχος γυρίζει ακόμα.
Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.


Albert Camus
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ
δοκίμιο πάνω στο παράλογο

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Αύριο θα είναι πια πολύ αργά – JOHN GRIBBIN

Θα ήταν σφάλμα να μείνει κανείς με την εντύπωση ότι το μόνο πρόβλημα από την αφαίμαξη του όζοντος είναι η αύξη­ση των περιστατικών του καρκίνου του δέρματος στους αν­θρώπους με λευκή επιδερμίδα. Αυτή είναι μόνον μία από τις πολλές επιπτώσεις του προβλήματος. Ανέφερα ήδη προηγουμένως τις περιβαλλοντολογικές και κλιματολογικές συ­νέπειες. Σήμερα οι βιολόγοι, με το δεδομένο της τρύπας του όζοντος της Ανταρκτικής, προβληματίζονται γύρω από τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει για το φυτοπλαγκτόν της επιφάνειας του ωκεανού η αυξημένη έκθεσή του στις υπεριώδεις ακτινοβολίες του Ήλιου στη νότια πολική ζώνη. Ο Σαϊέντ Ελ Σαϊέντ και οι συνάδελφοι του, από το πανεπιστή­μιο του Τέξας Α & Μ, ανακάλυψαν ότι η αυξημένη έκθεση στις υπεριώδεις ακτινοβολίες μειώνει τη δραστηριότητα του φυτοπλαγκτόν. Βέβαια, μια γνωστή φωνή θα μπορούσε
να παρατηρήσει πάνω σ' αυτό: «Άμα έχεις δει ένα φυτο­πλαγκτόν είναι σαν να τα έχεις δει όλα!». Αλλά το φυτοπλαγ­κτόν αντιπροσωπεύει τη βάση της αλυσίδας διατροφής, που από αυτήν εξαρτώνται τα ψάρια, τα μαλάκια και τα οστρακό­δερμα. Τι μας ενδιαφέρουν όμως τα ψάρια (και οι πιγκουί­νοι); Στην εφημερίδα Γκάρντιαν, στις 27 Νοεμβρίου 1987, διάβασα μιαν ανάλογη περίπτωση.
Πολλές αφρικάνικες χώρες, προκειμένου να καταπολε­μήσουν τη μύγα τσε-τσε, που προκαλεί ασθένεια του ύπνου, αποψίλωσαν ολόκληρες δασικές και ελώδεις περιοχές και τις παράδωσαν στις αγροκαλλιέργειες και την κτηνοτροφία. Με την ενέργεια αυτή. τα άγρια ζώα που δεν προσβάλλονται από την ασθένεια του ύπνου, όπως οι αντιλόπες, οι ζέβρες, οι βούβαλοι και πολλά άλλα, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν σε περιορισμένες δασικές εκτάσεις, ενώ οι ζώνες που αποψιλώθηκαν καταστρέφονται σήμερα από την υπερβολική βόσκηση και το σφυροκόπημα των οπλών των κατοικίδιων βοοειδών, και μεταμορφώνονται σε έρημους. «Αυτό είναι έ­να από τα χειρότερα πράγματα που συμβαίνουν σήμερα στην Αφρική», δήλωσε ο Ραούλ ντι Τουά, από το υπουργείο Δρυμών και Άγριων Ζώων της Ζιμπάμπουε. Βλέπουμε λοι­πόν, μια φοβερής έκτασης καταστροφή να πλήττει το κύριο σώμα της Γαίας, μακριά από τα πολικά της άκρα, εξαιτίας της καλοπροαίρετης πρόθεσης για την καταπολέμηση της μύγας τσε-τσε. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να προβλέψει τις γενικότερες συνέπειες που θα έχει η προσβολή του φυτοπλαγκτόν της Ανταρκτικής από τις αυξημένες υπεριώδεις ακτινοβολίες, με το δεδομένο μάλιστα, ότι το φυτοπλαγκτόν, σαν βάση της ωκεάνιας αλυσίδας διατροφής, είναι πο­λύ πιο σημαντικό για τη Γαία από τις μύγες.
Η όλη υπόθεση της τρύπας του ουρανού και των συνε­πειών της για την ανθρωπότητα δεν τελειώνει εδώ. Αξίζει τον κόπο όμως να τελειώσουμε την αφήγηση αυτού του μέ­ρους της όλης ιστορίας με δυο αποσπάσματα από τα κείμενα των πρωτοπόρων ερευνητών του προβλήματος. Ο Τζο Φάρμαν που ανακάλυψε την τρύπα του όζοντος, γράφει στο άρ­θρο του που δημοσίευσε στο περιοδικό Νιου Σάιεντιστ, στις 12 Νοεμβρίου 1987, ότι «κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει στο παρελθόν τις αφαιμάξεις του όζοντος. Το μάθημα που μας διδάσκει το πάθημα είναι ολοφάνερο: η όλη πολιτική της παραγωγής των CFC βασίστηκε πάνω στη λανθασμένη αντίληψη ότι γνωρίζουμε απόλυτα τις διαδικασίες ελέγχου του στρώματος του όζοντος. Αλλά μέσα στα τελευταία χρό­νια αποδείχθηκε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα». Και ο Σέρι Ρόουλαντ, μιλώντας στο Τσάπελ Χιλ, στις 11 Μαρτίου 1987, υπογράμμισε ότι, «δεν έχει κανένα νόημα μια διεθνής συμ­φωνία που να καλύπτει μόνο τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, αν στον υπόλοιπο κόσμο συνεχι­στεί η αυξημένη παραγωγή και έκλυση προϊόντων CFC στην ατμόσφαιρα. Αν ο στόχος μας είναι να αποφύγουμε την αύ­ξηση της συγκέντρωσης των οργανοχλώριων στην ατμό­σφαιρα, που είναι ήδη υπεύθυνη για το άνοιγμα της τρύπας του όζοντος πάνω στην Ανταρκτική, τότε θα πρέπει να υιο­θετήσουμε μια γενική περικοπή όλων των χρήσεων κατά 95%, σε παγκόσμια κλίμακα και χωρίς καμίαν εξαίρεση».
Όπως παρατηρεί ακόμη ο Φάρμαν, η συνθήκη του Μόν­τρεαλ μας καταδίκασε σε μιαν αύξηση του χλωρίου της στρατόσφαιρας, που θα τριπλασιαστεί μέχρι το 2020, σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα — ή θα δεκαπλασιαστεί σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε στη στρατόσφαιρα πριν αρχίσει να διαδίδεται η χρήση των CFC στον κόσμο. Και ο Ρόουλαντ συμπεραίνει ότι ακόμη κι αν γίνει κά­ποιο θαύμα και σταματήσουν αμέσως όλες οι εκλύσεις από σήμερα, η αφαίμαξη του όζοντος θα συνεχίσει να αυξάνεται κατά τα επόμενα είκοσι χρόνια, εξαιτίας της μεγάλης διάρ­κειας ζωής των CFC στην ατμόσφαιρα. Εφόσον η διάρκεια ζωής αυτών των προϊόντων φτάνει τα 120 χρόνια, αυτό ση­μαίνει από όλα τα μόρια των CFC που υπήρχαν κατά το 1987 στην ατμόσφαιρα, το 90% θα εξακολουθεί να υπάρχει κατά το έτος 2000, το 39% κατά το έτος 2100 και το 7% κατά το έτος 2300. Η βλάβη που έχουμε προκαλέσει ήδη στο στρώμα του όζοντος θα έχει συνέπειες για μας, για τα εγγόνια και τα δισέγγονα μας, κατά τους δυο επόμενους αιώνες.

JOHN GRIBBIN
TO ΟΖΟΝ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΕΙΛΗ 
ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Μετάφραση ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΟΡΑ 1988

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Το σκαθάρι και ο θάνατος – Carlos Castaneda



...Την άλλη μέρα προχώρησα βαθύτερα στα ανατολικά βουνά. Αργά το απόγευμα, έφτασα σ’ ένα πιο ψηλό επίπεδο οροπέδιο. Για μια στιγμή νόμισα πως είχα ξανάρθει εκεί. Κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να προσανατολιστώ, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αναγνωρίσω κανένα από τα γύρω βουνά. Αφού διάλεξα προσεχτικά ένα κατάλληλο μέρος στην άκρη μιας γυμνής βραχώδους περιοχής, κάθισα να ξεκουραστώ. Ένιωθα πολύ ζεστά και γαλήνια εκεί. Άνοιξα την νεροκολοκύθα μου για να φάω κάτι, αλλά ήταν αδειανή. Ήπια λίγο νερό. Ήταν ζεστό και μπαγιάτικο. Σκέφτηκα πως δεν μου έμενε τίποτε άλλο να κάνω από το να γυρίσω στο σπίτι του Δον Χουάν και άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν θα ‘πρεπε να πάρω το δρόμο της επιστροφής αμέσως. Ξάπλωσα μπρούμυτα κι ακούμπησα το κεφάλι στο μπράτσο μου. Δεν ένιωθα άνετα και χρειάστηκε ν’ αλλάξω θέση πολλές φορές ώσπου τέλος βρέθηκα να κοιτάζω τη δύση. Ο ήλιος είχε ήδη κατέβει χαμηλά. Τα μάτια μου ήταν κουρασμένα. Κοίταξα στο έδαφος μπροστά μου και είδα ένα μεγάλο μαύρο σκαθάρι. Είχε προβάλλει πίσω από μια πέτρα κι έσπρωχνε ένα βώλο κοπριάς δύο φορές μεγαλύτερο από τον δικό του όγκο. Παρακολούθησα τις κινήσεις του για πολλή ώρα. Το έντομο δεν φαινόταν να νοιάζεται για την παρουσία μου και συνέχισε να σπρώχνει το φορτίο του πάνω από πέτρες, ρίζες, ρωγμές κι ανωμαλίες του εδάφους. Απ’ ό,τι μπορούσα να ξέρω το έντομο δεν είχε επίγνωση της παρουσίας μου, αλλά ξαφνικά μου πέρασε η σκέψη ότι δεν μπορούσα να είμαι εντελώς βέβαιος γι’ αυτό. Η σκέψη αυτή προκάλεσε μια σειρά από λογικές εκτιμήσεις σχετικά με τη φύση του κόσμου των εντόμων σε αντίθεση με τον δικό μας. Το σκαθάρι κι εγώ βρισκόμαστε στον ίδιο κόσμο, αλλά ο κόσμος αυτός δεν ήταν προφανώς όμοιος και για τους δυό μας. Απορροφήθηκα να το  παρακολουθώ και θαύμαζα την τεράστια δύναμη που του ήταν αναγκαία για να σέρνει το φορτίο του πάνω απ’ τις πέτρες και τα κοιλώματα του εδάφους.
Παρακολούθησα το έντομο για πολλή ώρα και ξαφνικά αντιλήφθηκα τη σιωπή που βασίλευε γύρω μου. Μονάχα ο αέρας σφύριζε απαλά μέσα από τα φύλα και τα κλαδιά του θαμνότοπου. Σήκωσα το κεφάλι μου και γυρίζοντας προς τ’ αριστερά, μ’ ένα γρήγορο και ενστικτώδη τρόπο, το μάτι μου συνέλαβε μια αχνή σκιά, κάτι σαν κυμάτισμα πάνω σε μια πέτρα λίγα μέτρα μακρυά μου. Στην αρχή δεν έδωσα προσοχή, αλλά κατόπιν συνειδητοποίησα πως το κυμάτισμα βρισκόταν στ’ αριστερά μου. Γύρισα πάλι προς το μέρος του απότομα και διέκρινα καθαρά μια σκιά πάνω στην πέτρα. Είχα την παράξενη εντύπωση πως η σκιά γλίστρησε αμέσως προς τα κάτω και πως το χώμα την απορρόφησε όπως απορροφάει το στυπόχαρτο μια σταλαγματιά μελάνη. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη μου. Μου πέρασε η σκέψη ότι αυτός που παρακολουθούσε εμένα και το σκαθάρι ήταν ο θάνατος. 
Έστρεψα πάλι το βλέμμα προς το έντομο, αλλά δεν μπόρεσα να το βρω. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είχε φτάσει στον προορισμό του και είχε αφήσει το φορτίο του να γλιστρήσει μέσα σε κάποια τρύπα του εδάφους που ήταν η φωλιά του. Ακούμπησα το σαγόνι μου πάνω σε μια λεία πέτρα.
Ξαφνικά το σκαθάρι πρόβαλε από μια βαθειά τρύπα και σταμάτησε λίγους πόντους μακρύτερα από το πρόσωπό μου. Φαινόταν να με κοιτάζει και για μια στιγμή ένιωσα ότι είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, πιθανόν με τον τρόπου που είχα αντιληφθεί κι εγώ την παρουσία του θανάτου μου. Ανατρίχιασα. Το σκαθάρι κι εγώ δεν είμαστε και τόσο διαφορετικοί τελικά. Ο θάνατος, σαν σκιά μας παρακολουθούσε και τους δύο πίσω από ένα βράχο. Με κατέλαβε μια χαρούμενη έξαψη. Το σκαθάρι κι εγώ είμαστε ίδιοι. Κανένας μας δεν ήταν καλύτερος από τον άλλο. Ο θάνατός μας μάς εξίσωνε.
Ο ενθουσιασμός και η χαρά  με κατέκλυσαν τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω. Ο Δον Χουάν είχε δίκιο. Είχε δίκιο σε όλα. Ζούσα σε ένα πολύ μυστηριώδη κόσμο κι όπως όλοι οι άνθρωποι ήμουν κι εγώ ένα μυστήριο ον· κι όμως δεν ήμουν σημαντικότερος από ένα σκαθάρι…

Carlos Castaneda
Ταξίδι στο Ιξτλάν
Μετάφραση Άγγελος Μαστοράκης
Εκδόσεις Καστανιώτη 1978  


Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν – Κ. Π. Καβάφης



Η καλώς διωργανισμένη και πλουσία έκθεσις κοραλλίων κοκκινοχρόων, μελάνων και λευκών ήτις τω 1883 εφείλκυσε την προσοχήν των κατοίκων του Λονδίνου, παρεκίνησε τους ειδήμονας να δημοσιεύσωσι κριτικάς τής εκθέσεως περιγραφάς εν ταις εφημερίσιν – εν αις κυρίως επαινείτο η συλλογή τής Λαίδης Βραίσσεϊ – και εκτενείς διατριβάς επί της φύσεως του κοραλλίου. Ολίγιστοι όμως των ειδημόνων τούτων εφαίνοντο γιγνώσκοντες ότι το κοράλλιον εκτός τής αξίας αυτού ως λίθος σπάνιος και πολύτιμος, έχει και ετέραν αξίαν, μυθολογικήν· συμπέρασμα σαφώς αποδειχθέν υπό του γνωστού Γουσταύου Οππέρτ εν τω επί του Τευτονικού «Γράαλ» έργω αυτού, εις ο παραπέμπω τον αναγνώστην. 
Πρώτος ο Οβίδιος, εν ταις Μεταμορφώσεσι, διηγείται ότι του Περσέως φονεύσαντος την Μέδουσαν το επί της όχθης ρεύσαν αυτής αίμα εσχημάτισε κοράλλιον κατέχον αρετάς θεραπευτικάς. Θεραπευτικαί ιδιότητες επίσης αποδίδονται των κοραλλίω εν τω Ορφικώ ποιήματι των επιγραφομένω «Λιθική»· ως και εν μεταγενεστέρα «Λιθική», συνταχθείση περί τα 1100 μ.Χ. υπό Μαρβοδίου, επισκόπου Ρεννών, εν η φημίζεται ο πολύτιμος ούτος λίθος ως πανάκειον αποδεδειγμένης αξίας.
Ο μέγας άραψ φυσιολόγος Αβικέννης, ο περί τα 1000 μ.Χ. ακμάσας, μετεχειρίζετο το κοράλλιον εν ταις ιατρικαίς αυτού συνταγαις· και εν τω «Κατόπτρω της Φύσεως» (Speculum naturale), εκδοθέντι εν Στρασβούργω τω 1473, αφού επαναλαμβάνωνται τα υπό του Οβιδίου, Ορφικού ποιητού, και Μαρβοδίου λεγόμενα, μανθάνομεν ότι το κοράλλιον έχει την ιδιότητα τού αποδιώκειν τα απαίσια πνεύματα, διότι αι διακλαδώσεις αυτού σχηματίζουσι συχνάκις σταυρόν:

Quia fequenta parvoram ejus extensio modum crucis habet.

Δυτικός τις συγγραφεύς τού Μεσαιώνος – αγνοών, ως φαίνεται, την παραγωγήν τής λέξεως «κοράλλιον» εκ του ελληνικού ρήματος «κορέω» (στολίζω) και «αλς» (θάλασσα) – υποστηρίζει τας υπερφυσικάς αρετάς τού λίθου δι’ ιδιαιτέρας ετυμολογίας τής ονομασίας αυτού καθ’ ην πηγάζει εκ του λατινικού ουσιαστικού «cor» και του ρήματος «alere», άπερ δηλούσιν: η τροφή της καρδίας:

Qvaeritur, unde suum sint maeta coralia nomen!
Nempe quod his hominis cor aluisse datum.

Έτεροι ύμνουν την θεραπευτικήν επιρροήν ην ο λίθος ούτος εξήσκει επί των ασθενειών τού στομάχου, της αιμορραγίας, της οφθαλμίας, και του σεληνιασμού· αν και κατά τον αρχιεπίσκοπον Κύπρου Επιφάνιον τα τελευταία δύο νοσήματα ιατρεύοντο ου μόνον υπό του κοραλλίου, αλλά και υπό του τοπαζίου και ιάσπεως.
Παλαιός Γερμανός ποιητής περιορίζει την θεραπευτικήν ενέργειαν τού κοραλλίου εις τας εν παρθενία βιωσάσας γυναίκας· προσθέτει δε ότι έχει την ιδιότητα του αυξάνειν την ρώμην τών ανδρών. Τέλος, λατινικόν σύγγραμμα επιγραφόμενον «Μεταλλικόν Μουσείον» ρητώς λέγον ότι «το κοράλλιον αντιπροσωπεύει το αίμα του Χριστού» αποδίδει αυτώ πάσαν θεραπευτικήν και προφυλακτικήν δύναμιν.
Εν τη «Καταιγίδι» τού Σακεσπήρου το πνεύμα Αριήλ, εν στροφαίς πολλής λυρικής ωραιότητος, βεβαιοί τον Φερδινάνδον ότι ο πατήρ του επνίγη και ότι βυθισθέντος του σώματός του εις τα βάθη τής θαλάσσης τα οστά του μετατράπησαν εις κοράλλιον:

Of his bones is coral made

Παρά τισι μωαμεθανικοίς λαοίς τής μεσημβρινής Ρωσίας επικρατεί το έθος τού ενταφιάζειν τούς αποθανόντας συν ικανή ποσότητι κοραλλίου.

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Κωνσταντινούπολις» το 1886)

Κ. Π. Καβάφη
Άπαντα Ποιήματα και Πεζά
Εκδόσεις Πάπυρος 1995


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ∆ΥΟ ΖΩΕΣ - Ambrose Bierce

Αυτή είναι η αλλόκοτη ιστορία του Ντέιβιντ Ουίλιαµ Ντακ, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Ο Ντακ είναι ένας γέρος που ζει στην Ορόρα, στο Ιλινόις, αλλά τον σέβονται σε όλη την χώρα. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν «Νεκρό Ντακ».
«Το Φθινόπωρο του 1866 ήµουν οπλίτης στο ∆έκατο Όγδοο Σύνταγµα Πεζικού. Ο Λόχος µου είχε έδρα το Οχυρό Φιλ Κέρνι, υπό τις διαταγές του Συνταγµατάρχη Κάρινγκτον. Η περιοχή συνδέθηκε λίγο ως πολύ µε την ιστορία του φρουρίου, ειδικά µετά την σφαγή από τους Σιου ογδόντα ενός οπλιτών και αξιωµατικών. ∆εν γλίτωσε κανείς. Έµειναν όλοι εκεί και πολέµησαν, παραβαίνοντας τις διαταγές του διοικητή τους, του γενναίου αλλά ριψοκίνδυνου Συνταγµατάρχη Φέτερµαν. Όταν έγινε αυτό, εγώ προσπαθούσα να παραδώσω σπουδαίες διαταγές στο Οχυρό Σ. Φ. Σµίθ, στο Μπιγκ Χορν. Το τόπος ήταν γεµάτος Ινδιάνους αγριεμένους. Μιλιούνια παντού. Γι’ αυτό ταξίδευα πάντα νύχτα και κρυβόµουν όσο καλύτερα µπορούσε πριν ξηµερώσει. Για να µην τραβάω την προσοχή τους, ταξίδευα πεζός, µε µιαν αυτόµατη καραµπίνα και προµήθειες για τρεις µέρες στο γυλιό µου.
»Την δεύτερη µέρα, ξεχώρισα ανάµεσα στα βράχια ένα στενό ένα στενό πέρασµα. Ήταν ακόµη σκοτεινά, και µου φάνηκε καλή κρυψώνα για την µέρα. Ήταν γεµάτο µεγάλα βράχια που είχαν κυλήσει από τις πλαγιές. Στην βάση ενός βράχου φύτρωναν κάτι θάµνα. Έστρωσα εκεί και το έριξα στον ύπνο. Μου φάνηκε πως δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω τα µάτια µου, παρόλο που είχε µεσηµεριάσει ήδη, όταν µε ξύπνησε µια τουφεκιά. Η σφαίρα χτύπησε στο βράχο, ακριβώς πάνω από το κεφάλι µου. Με ανακάλυψε µια οµάδα Ινδιάνων, και τώρα µε είχαν περικυκλώσει για τα καλά. Την τουφεκιά την είχε ρίξει ένας από αυτούς, αλλά δεν ήξερε σηµάδι. Βρισκόταν ψηλά πάνω στον λόφο. Ο καπνός του όπλου του τον πρόδωσε, κι έτσι πετάχτηκα όρθιος πριν προλάβει να κατέβει την πλαγιά. Έσκυψα κι άρχισα να τρέχω ανάµεσα στους θάµνους κάνοντας ελιγµούς, ενώ γύρω µου οι σφαίρες των αόρατων εχθρών έπεφταν βροχή. Τα τσακάλια δεν µε κυνήγησαν, πράγµα που µου φάνηκε παράξενο, γιατί από τα ίχνη µου θα είχαν ήδη καταλάβει πως ήµουν µόνος. ∆εν άργησα να καταλάβω τον λόγο της απραξίας τους. Καµιά κατοσταριά µέτρα πιο κάτω αναγκάστηκα να σταµατήσω το τρέξιµο. Το φαράγγι, που µου είχε φανεί για πέρασµα µέσα στην νύχτα, σταµατούσε στο κοίλωµα ενός σχεδόν οριζόντιου και εντελώς γυµνού βράχου. Είχα πιαστεί σαν τον ποντικό στην φάκα. ∆εν χρειαζόταν να µε κυνηγήσουν. Απλά να περιµένουν.
»Και περίµεναν. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, καραδοκούσαν στην κορυφή του λόφου, πίσω από τα θεριεµένα δέντρα. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, µε την πλάτη κολληµένη στον βράχο, περίµενα την πείνα, την δίψα, κι απελπιζόµουν πως κανείς δεν θα µε γλίτωνε, κι έριχνα καταπάνω τους, όπου έβλεπα καπνό από όπλο, και µου έριχναν κι αυτοί. Φυσικά, την νύχτα δεν τολµούσα να κλείσω τα µάτια. Η αγρύπνια ήταν το µεγαλύτερο µαρτύριο.
»Θυµάµαι το πρωί της τρίτης µέρας, που ήξερα πως θα ήταν η τελευταία µου. Θυµάµαι, κάπως ακαθόριστα, πως πάνω στην απελπισία µου άρχισα να παραληρώ. Πετάχτηκα ακάλυπτος κι άρχισα να ρίχνω στα τυφλά. ∆εν θυµάµαι τίποτε άλλο από εκείνη την µάχη.
»Το επόµενο πράγµα που κατάφερα να φέρω στο µυαλό µου ήταν ένα ποτάµι. Σύρθηκα από το νερό στην όχθη του, καθώς έπεφτε η νύχτα. Ήµουν ολόγυµνος και δεν ήξερα που βρισκόµουν. Ταξίδευα όλη-νύχτα νότια. Κρύωνα, τα πόδια µου µε πονούσαν. Χάραζε όταν βρέθηκα µπροστά στο Οχυρό Σ. Φ. Σµιθ, στον προορισµό µου, αλλά χωρίς τα έγγραφα που θα έπρεπε να τους φέρω. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο Ουίλιαµ Μπρίσκο, ένας Λοχίας που τον γνώριζα καλά. Φαντάζεσαι την έκπληξή του όταν µε είδε σ’ αυτήν την κατάσταση; Την δική µου να δεις, όταν µε ρώτησε ποιος διάολος ήµουν.
‘Ο Ντέιβ Ντακ’ απάντησα. ‘Ποιος άλλος;’
»Με κοίταξε σαν νυχτοπούλι.
‘Θα ’θελες’ είπε, και παρατήρησα πως τραβήχτηκε λίγο. «Τι τρέχει;» πρόσθεσε.
»Του εξήγησα τι µου συνέβη την προηγουµένη. Με άκουσε προσεκτικά, συνεχίζοντας να µε καρφώνει µε το βλέµµα του. Ύστερα είπε: ‘Φιλαράκο µου, αν είσαι ο Ντέιβ Ντακ, τότε οφείλω να σε πληροφορήσω πως σε έθαψα πριν από δύο µήνες. Βγήκα µε µια µικρή περίπολο και βρήκαµε το πτώµα σου κόσκινο από τις σφαίρες, µε το κεφάλι φρεσκογδαρµένο, και ολίγον τι ακρωτηριασµένο, εκεί που λες πως σε πλάκωσαν οι Ινδιάνοι. Λυπάµαι. Έλα στην σκηνή µου να σου δείξω τα ρούχα σου και µερικά γράµµατα που κουβαλούσες. Τα έγγραφα τα έχει ο ∆ιοικητής’.
»Πραγµατικά, µε πήγε στην σκηνή του, µου έδειξε τα ρούχα που φορούσα και τα γράµµατα που είχα στην τσέπη µου. ∆εν έκανε κανένα σχόλιο. Ύστερα, µε πήγε στον ∆ιοικητή, ο οποίος άκουσε την ιστορία µου, και διέταξε ψυχρά τον Μπρίσκο να µε βάλει στο κρατητήριο. Καθώς µε πήγαινε εκεί, του είπα:
‘Μπιλ Μπρίσκο, είσαι σίγουρος πως έθαψες το πτώµα που φορούσε αυτά τα ρούχα;»
‘Σιγουρότατος’ απάντησε. ‘Ήταν ο Ντέιβ Ντακ, εντάξει; Όλοι τον γνωρίζαμε. Γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω είναι ν’ αφήσεις τα παραμύθια, παλιοαπατεώνα, και να πεις ποιος είσαι’.
‘Και τι δεν θα ’δινα να μάθω’ είπα εγώ.
»Μια βδομάδα αργότερα, δραπέτευσα από το κρατητήριο, κι απομακρύνθηκα όσο περισσότερο μπορούσα. ∆υο φορές έψαξα να βρω εκείνο το μέρος που πέρασα τα πάνδεινα. ∆εν κατάφερα τίποτε».
Ambrose Bierce
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Για το Σύντομον του Βίου [Κεφάλαια 8 & 9] - Σενέκας


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 
Συχνά απορώ όταν βλέπω κάποιους να ζητούν το χρόνο των άλλων και αυτούς που οι άλλοι τους ζητούν το χρόνο τους να είναι επιεικείς. Και οι δυο καρφώνουν το βλέμμα στην αναζήτηση του χρόνου, και όχι σε αυτούς ή στον ίδιο το χρόνο. Σαν να είναι τίποτε αυτό που τους ζητούν και τίποτε αυτό που τους δίνεται. Οι άνθρωποι είναι επιπόλαιοι με το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο, αλλά κάνουν σαν να μη το βλέπουν επειδή είναι κάτι άυλο, επειδή δεν το αντιλαμβάνεται η ματιά τους, και γι’ αυτόν το λόγο θεωρείται κάτι φτηνό - ούτε καν, θεωρείται κάτι που σχεδόν δεν έχει καθόλου αξία. Οι άνθρωποι συγκεντρώνουν μεγάλα αποθέματα από συντάξεις και επιδόματα, με αντάλλαγμα εργασία ή υπηρεσίες ή προσπάθεια. Αλλά κανείς δεν δίνει αξία στο χρόνο. Όλοι τον χρησιμοποιούν αφειδώλευτα, σαν να μην κοστίζει τίποτε. Αλλά κοιτάξτε πώς οι ίδιοι άνθρωποι πέφτουν στα πόδια των γιατρών αν αρρωστήσουν και δουν τον κίνδυνο του θανάτου να τους πλησιάζει, δείτε πόσο έτοιμοι είναι αν απειληθούν με θανατική ποινή να δαπανήσουν όλα τα υπάρχοντά τους προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή! Τόσο ευμετάβλητα είναι τα συναισθήματά τους. Αλλά, αν ο καθένας γνώριζε τα χρόνια ζωής που του απομένουν, όπως γνωρίζει τα χρόνια που έζησε, πόσο θα αναστατώνονταν όσοι θα έβλεπαν ότι τους απομένουν λίγα χρόνια, με πόση οικονομία θα τα ζούσαν! Και πάλι όμως, είναι εύκολο να διαθέσουν ένα ποσό το οποίο είναι εξασφαλισμένο, όσο μικρό και αν είναι αυτό. Αλλά πρέπει κάποιος να δια-φυλάξει πιο προσεκτικά αυτό το οποίο δεν ξέρει πότε τελειώνει. Παρά ταύτα δεν υπάρχει λόγος να υποθέσεις ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πόσο πολύτιμο αγαθό είναι ο χρόνος. Έτσι, όσοι αγαπούν με μεγάλη αφοσίωση, συνηθίζουν να λένε ότι είναι έτοιμοι να δώσουν κάποια από τα χρόνια τους στον αγαπημένο τους. Και όντως τα προσφέρουν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Αλλά το αποτέλεσμα της προσφοράς τους είναι ότι και οι ίδιοι υποφέρουν από την απώλεια, χωρίς επιπλέον να αυξάνουν τα χρόνια ζωής των αγαπημένων τους. Αλλά το κυριότερο που αγνοούν είναι ότι υποφέρουν από αυτή την απώλεια. Έτσι, είναι αβάσταχτο να φεύγει κάτι που είναι χαμένο χωρίς να έχει κανείς αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Και όμως κανείς δεν θα φέρει πίσω τα χρόνια, κανείς δεν θα παραχωρήσει περισσότερα. Η ζωή θα εξακολουθήσει το δρόμο της, και ούτε θα γυρίσει πίσω ούτε θα διορθώσει την πορεία της. Θα παραμείνει αθόρυβη, δεν θα σου θυμίσει πόσο γρήγορα περνά. Σιωπηλή θα συνεχίσει να γλιστρά. Δεν θα γίνει πιο μεγάλη, επειδή θα το προστάζει ένας βασιλιάς ή θα το χειροκροτήσει το κοινό. Όπως άρχισε την πρώτη μέρα, έτσι θα συνεχίσει. Δεν θα στρίψει πουθενά, δεν θα καθυστερήσει πουθενά. Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Είχες απορροφηθεί, η ζωή πέρναγε βιαστικά. Εν τω μεταξύ, ο θάνατος θα φτάσει στην πόρτα σου, και για αυτόν, εκών άκων, πρέπει να βρεις χρόνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 
Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε πιο ανόητο από την άποψη αυτών που καυχώνται για την προνοητικότητα τους. Μένουν εξαντλητικά απασχολημένοι προκειμένου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να ζήσουν καλύτερα. Περνούν τη ζωή τους με το να ετοιμάζονται να ζήσουν! Βρίσκουν το νόημα της ζωής με το βλέμμα σε ένα απώτατο μέλλον. Και όμως, η αναβολή είναι η μεγαλύτερη σπατάλη ζωής. Τους στερεί από την κάθε μέρα, τους στερεί το τώρα με την υπόσχεση ενός μετά. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη ζωή είναι η προσμονή, που εξαρτάται από το αύριο και σπαταλά το σήμερα. Τακτοποιείς ό,τι είναι στα χέρια της Τύχης και αφήνεις να περνά ό,τι βρίσκεται στο δικό σου χέρι. Πού κοιτάζεις άραγε; Πού αποσκοπείς; Όλα όσα πρόκειται να συμβούν, βρίσκονται στην αβεβαιότητα. Ζήσε τη ζωή σου αμέσως! Δες πώς κραυγάζουν οι μεγαλύτεροι ποιητές και, σαν από θεία έμπνευση, τραγουδούν το σωτήριο άσμα: 

Η ευτυχέστερη μέρα της ταπεινής 
ζωής των θνητών 
είναι πάντα αυτή που πρώτη 
γοργοδιαβαίνει. 

«Γιατί καθυστερείς;» λέει. «Γιατί είσαι νωθρός; Αν δεν αδράξεις τη μέρα, αυτή ξεγλιστρά». Ακόμη και αν την αδράξεις, συνεχίζει να ξεγλιστρά. Παρά ταύτα πρέπει να ανταγωνίζεσαι με τον ίδιο το χρόνο πόσο γρήγορα τον χρησιμοποιείς, όπως όταν πρέπει να πιεις γρήγορα από ένα χείμαρρο που ορμά χωρίς να ξεχειλίζει πάντα. Και επίσης, ο ποιητής το διατυπώνει αξιοθαύμαστα για να απορρίψει τη μομφή για την ατέρμονη καθυστέρηση, μιλώντας όχι «για την καλύτερη εποχή», αλλά «για την καλύτερη μέρα». Γιατί, όσο άπληστος και να είσαι, αφήνεις μπροστά σου μήνες και χρόνια να περνούν, ασυλλόγιστα και αργά, παρ’ ότι ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα; Ο ποιητής σού μιλά για τη μέρα, γι’ αυτή τη μέρα που πετά και χάνεται. Υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι για τους άτυχους θνητούς, ήτοι για ανθρώπους που είναι απασχολημένοι σε διάφορα, η ευτυχής ημέρα δεν είναι η πρώτη που φεύγει; Τα γηρατειά τούς εκπλήσσουν, ενώ το μυαλό τους είναι ακόμη παιδιάστικο, και φτάνουν σε αυτά ανέτοιμοι και άοπλοι, αφού δεν έχουν προετοιμαστεί για αυτά. Πέφτουν πάνω τους ξαφνικά και αναπάντεχα, δεν παρατήρησαν ότι έρχονταν όλο και πιο κοντά μέρα με τη μέρα. Όπως η συζήτηση ή το διάβασμα ή η βαθιά ενασχόληση με κάποια ζητήματα σαγηνεύουν, αποσπούν την προσοχή του ταξιδιώτη, και διαπιστώνει ότι έχει φτάσει το τέλος του ταξιδιού του πριν καταλάβει ότι πλησίαζε, ακριβώς έτσι συμβαίνει και με το ατέρμονο και τόσο γρήγορο ταξίδι της ζωής, το οποίο κάνουμε με την ίδια μακαριότητα είτε κοιμόμαστε είτε είμαστε ξύπνιοι. Όσοι είναι αφηρημένοι, το αντιλαμβάνονται μόλις τελειώνει.

Σενέκας
Για το Σύντομον του Βίου
Μετάφραση Ελένη Παπαντωνίου
Εκδόσεις το Ποντίκι 2009