Ο Κριλ-Λαλ κοίταξε το λαμπρό γαλαζοπράσινο κόσμο που απλωνόταν κάτω από τα πόδια του, γαλήνιος κι αδιάφορος μέσα στις μυριάδες των άστρων. Είχε την εντύπωση ότι αρκούσε ν' απλώσει το χέρι του μέσα από την αδιόρατη στερεοθόνη του διαστημοπλοίου, για να τον αγγίξει. Ήταν τόσο κοντά – αλλά γι' αυτόν θα ήταν το ίδιο κι αν βρισκόταν στην άλλη άκρη του Γαλαξία. Ήξερε ότι ποτέ δεν θα πατούσε στο χώμα του. Ποτέ δεν θα γνώριζε τα πλάσματα που τον κατοικούσαν. Και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο πλανήτης ήταν ένας παράδεισος για τη ζωή. Απέραντα δάση, ποτάμια, λίμνες, ωκεανοί. Ένας νέος κόσμος που δεν είχε εξαντληθεί σαν τον Κού-αντ, το δικό του μακρινό κόσμο.
Θα ήταν ένα τέλειο καταφύγιο για ένα φυγάδα, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά... αν είχε ενεργήσει πιο γρήγορα. Δυστυχώς οι ανακαλύψεις του που τον έκαναν κάποτε τόσο περήφανο, θα γίνονταν και η αιτία του θανάτου του. Το σκάφος με τους ανθρώπους της Αιώνιας Παράδοσης τον είχε ακολουθήσει μέσα από χιλιάδες χρόνια φωτός, από ήλιο σε ήλιο κι από πλανήτη σε πλανήτη κι ήξερε ότι ήταν έτοιμο να τον ακολουθήσει ακόμη και στο χάος ανάμεσα στους γαλαξίες. Και το σκάφος εκείνο το είχε φτιάξει αυτός. Οι συσκευές και τα όργανα που είχαν βοηθήσει τους διώκτες του να τον ακολουθήσουν από τη μια άκρη του σύμπαντος ως την άλλη, είχαν γίνει με τα δικά του σχέδια. Ήταν ειρωνικό, μπορεί, αλλά δε μετάνιωνε γι' αυτό. Ήξερε πολύ καλά ότι τα ίδια αυτά θα γκρέμιζαν αργότερα το πανίσχυρο οικοδόμημα της Αιώνιας Παράδοσης.
Ίσως να είχε κουραστεί. Ίσως να είχε καταλάβει πόσο μάταιο θα ήταν να συνεχίσει τη φυγή... ίσως να ένιωθε ότι ο θάνατός του θα ήταν η πρώτη σπίθα της φωτιάς, που μέσα της θ' αναγεννιόταν ο κόσμος του – ήξερε όμως ότι δεν ήθελε να συνεχίσει. Εδώ, δίπλα σ' αυτό τον άγνωστο κόσμο θα συναντούσε τους διώκτες και τη μοίρα του.
Κοίταξε τις στερεοθόνες και τα προειδοποιητικά όργανα ολόγυρα στη μικρή καμπίνα. Δε θα χρειαζόταν να περιμένει πολύ. Το σκάφος με τους ανθρώπους της Αιώνιας Παράδοσης δε θ' αργούσε στο ραντεβού του. Αναρωτήθηκε αν ο Πλανέταρχος της Αιώνιας Παράδοσης είχε καταλάβει ότι και γι' αυτούς αυτό θα ήταν η αρχή του τέλους. Γιατί όχι; Ο Πλανέταρχος δεν ήταν κουτός, όσο τυφλωμένος κι αν ήταν μες στο φανατισμό του, όσο πανίσχυρος κι αν ένιωθε, με τη δύναμη που κρατούσε στα χέρια του.
«Όλοι οι θεοί πεθαίνουν κάποτε, Πλανέταρχε», μουρμούρισε στη σιωπηλή καμπίνα, «κι αυτό ήταν κάτι που δεν το κατάλαβες ποτέ».
Ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του κι άφησε το μυαλό του να γυρίσει πίσω, στην εποχή που ξεκινούσε με τόσο ενθουσιασμό και με τόσο μεγάλη άγνοια της πραγματικότητας. Είχε σπουδάσει στο Κολλέγιο της Μεγάλης Παράδοσης κι είχε δεχτεί τα συγχαρητήρια – με μεγάλη υπερηφάνεια τότε – από τον ίδιο τον Πλανέταρχο του Κού-αντ.
«Είμαι περήφανος για σένα, Κρί-Λάλ», είχε πει με τη γνωστή αγέρωχη φωνή του. «Είσαι ένα φωτεινό παράδειγμα για κάθε φοιτητή της Μεγάλης Παράδοσης και για κάθε κάτοικο του Κού-αντ. Είναι άνθρωποι σαν και σένα που ζουν για πάντα στις ιερές παραδόσεις της φυλής. Θα υπάρχει μια θέση για σένα στο Ιερατείο της Μεγάλης Παράδοσης».
Σχεδόν είχε δεχτεί τότε. Δεν ήταν πολλοί εκείνοι που μπορούσαν να δουλέψουν στην Αιώνια Παράδοση. Η θρησκευτική κεντρική κυβέρνηση του Κού-αντ είχε τεράστια δύναμη κι όποιος εργαζόταν γι' αυτήν δεν είχε να δίνει λόγο σε κανέναν – εκτός από τους ανωτέρους του. Για τα δισεκατομμύρια των κατοίκων του Κού-αντ θα ήταν άνθρωπος της Αιώνιας Παράδοσης κι ο λόγος του θα ήταν νόμος για κείνους. Διαφορετικά – κάποια πρωινή ώρα θα τον επισκέπτονταν οι μαυροντυμένοι Επιτηρητές και κανείς δεν θα ξανάκουγε ποτέ να γίνεται λόγος γι' αυτόν.
Το κακό ήταν ότι δε συμπαθούσε την παράδοση κι η παράδοση ήταν η μόνη και πανίσχυρη θρησκεία του πλανήτη του. Η παράδοση ήταν το παν. Ήταν ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, τα παραδοσιακά ήθη, οι παραδοσιακές επιστήμες, ο παραδοσιακός όδηγός για το τι ήταν και τι δεν ήταν επιτρεπτό και νόμιμο. Και βέβαια, ήταν η παράδοση της απόλυτης δύναμης. Μιας δύναμης που αντιδρούσε σε κάθε αλλαγή. Ναι, η κυβέρνηση της Αιώνιας Παράδοσης ήταν ένας φυσικός νόμος για τον Κού-αντ κι ο Πλανέταρχος της Αιώνιας Παράδοσης ήταν ο θεός που διεύθυνε τους φυσικούς νόμους.
Αντίθετα, ο Κρίλ-Λάλ προτίμησε να κάνει κάτι να βοηθήσει τον πλανήτη του, τον Κού-αντ.
Ήταν ένας εξαντλημένος κόσμος, γεμάτος εξαντλημένους ανθρώπους. Μετά από χιλιάδες χρόνια στερήσεων και χιλιάδες χρόνια απολυταρχικής κυβέρνησης, κάθε νεοτεριστικό πνεύμα είχε σβήσει – ή είχε εξοντωθεί. Ο πλανήτης βάδιζε σίγουρα σ' ένα δρόμο που οδηγούσε σ' έναν αργό αλλά σίγουρο θάνατο από μαρασμό. Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι κι αυτός ο κάποιος θα ήταν ο Κρίλ-Λάλ. Ήταν ένας από τους λίγους επιστήμονες που δεν ταύτιζε τη σκέψη του με τα δόγματα της Αιώνιας Παράδοσης. Κι έτσι, δεν άργησε να δει που βρισκόταν η σωτηρία του πλανήτη.
Ο μόνος δρόμος διαφυγής από την αποτελμάτωση βρισκόταν στ' άστρα. Εκεί θα βρίσκονταν νέες πατρίδες για τα δισεκατομμύρια στόματα του Κού-αντ, που καμιά παράδοση δεν μπορούσε να γεμίσει. Κι ακόμη – κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό – εκεί, μακριά από την παράδοση, ίσως η φυλή ξανάβρισκε τη χαμένη της αξιοπρέπεια.
Πριν ακόμη το καταλάβει, ο Κρίλ-Λαλ είχε γίνει αιρετικός κι επαναστάτης.
Όταν συγκέντρωσε γύρω του τους ελάχιστους ανθρώπους που μπορούσαν να σκεφτούν για λογαριασμό τους – παλιοί συμμαθητές του σχεδόν όλοι – κανείς δε φανταζόταν ότι τα πράγματα θα έφταναν τόσο μακριά. Όταν όμως ανακάλυψαν τον πρώτο κινητήρα βαρυτικής απορρόφησης που θα μπορούσε να τους μεταφέρει στα άστρα, είχαν καταλάβει κιόλας ότι η ζωή τους είχε γίνει μια ιδιότητα με αμφίβολη διάρκεια. Αν γινόταν γνωστό το παραμικρό, οι μαυροντυμένοι Επιτηρητές δε θα περίμεναν τις μικρές πρωινές ώρες για να τους χτυπήσουν την πόρτα. Θα δρούσαν κερανοβόλα.
Ναι, είναι αλήθεια ότι, απορροφημένοι στην έρευνα, είχαν ξεχάσει την πραγματικότητα. Είχαν ξεχάσει τι σήμαινε η ανακάλυψή τους για την πανάρχαιη κυβέρνηση της Αιώνιας Παράδοσης. Έτσι κι οι άνθρωποι ανακάλυπταν ότι μπορούσαν να βρουν άλλους κόσμους, μακριά από τη στέρηση, την καταπίεση και το συνεχή φόβο του θανάτου, τίποτα δε θα μπορούσε να τους συγκρατήσει. Καμιά μητρόπολη δε θα μπορούσε να ελέγξει τέτοιες αποικίες και καμιά ανθρωπότητα με τόσους ανοιχτούς ορίζοντες μπροστά της δε θ'ανεχόταν το στυγνό συντηρητισμό και το βαρύ χέρι της Αιώνιας Παράδοσης. Όταν έβλεπαν τι είχαν χάσει τόσες χιλιάδες χρόνια τώρα, τα δισεκατομμύρια σκυμμένα κεφάλια θα σηκώνονταν. Κανείς δε θα μπορούσε τότε να σώσει την Αιώνια Παράδοση.
Δούλεψαν σαν μανιακοί για λίγα χρόνια, με κάθε μυστικότητα που είναι δυνατή σ' έναν κόσμο γεμάτο από φοβισμένα και πεινασμένα πλάσματα. Ήξεραν ότι η προδοσία ήταν θέμα χρόνου κι ήθελαν να είναι έτοιμοι. Όταν ετοιμαζόταν ένα μικρό αστρόπλοιο, στελνόταν κομμάτι-κομμάτι σε κάποια μακρινή κρυψώνα του πλανήτη τους. Το σχέδιο ήταν να δείξουν στον κόσμο τι είχαν πετύχει, έστω κι αν η Αιώνια Παράδοση αντιδρούσε αστραπιαία. Οπωσδήποτε μερικοί θα ξέφευγαν και θα προλάβαιναν να βροντοφωνήσουν την αλήθεια. Κι ήξεραν ότι οι σκλάβοι θα ξυπνούσαν όταν έβλεπαν μια πόρτα ανοιχτή στον τοίχο της φυλακής τους. Μπορεί όχι αμέσως. Μπορεί να περνούσαν δεκαετίες ή κι αιώνες, αλλά θα ξυπνούσαν. Η Αιώνια Παράδοση μπορεί να προλάβαινε να κλείσει προσωρινά την πόρτα της φυλακής, αλλά όχι για πολύ. Αν οι συμπατριώτες τους μάθαιναν την αλήθεια, θα έμπαιναν στο δρόμο της τελικής απελευθέρωσης από τα δεσμά της Αιώνιας Παράδοσης κι από τα δεσμά της ακόμη χειρότερης σκλαβιάς εκείνων που δε βλέπουν την ύπαρξή τους να οδηγεί πουθενά.
Όλα ήταν σχεδόν έτοιμα κι ο Κρίλ-Λάλ κι οι συνεργάτες του ήταν έτοιμοι για τη μεγάλη στιγμή. Με το κλειδί στο χέρι ήταν έτοιμοι ν' ανοίξουν τις πόρτες προς τα άστρα. Κι η προδοσία, που όλοι ήξεραν ότι ήταν αναπόφευκτη, έγινε.
Ο Τολ-Νάρ ήταν παλιός συνεργάτης κι έμπιστο πρόσωπο, αλλά είχε μερικές γνωστές κι άγνωστες αδυναμίες. Ήταν γνωστό ότι αγαπούσε τα χρήματα, αλλά ήταν άγνωστο ότι αντιπαθούσε και ζήλευε τον Κρίλ-Λάλ. Έτσι, τα πράγματα ακολούθησαν το φυσικό δρόμο τους κι ο Τόλ-Νάρ ανέβηκε τα σκαλιά και πέρασε την πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του Αρχισεβάσμιου Επιτηρητή.
Ήταν ένα ανθρωποκυνηγητό χωρίς κανένα προηγούμενο στον πλανήτη, που είχε ξεχάσει ότι κάποτε είχε δική του γνώμη. Λίγα από τ' αστρόπλοια έπεσαν από τις λίγες πρώτες ώρες στα χέρια των Επιτηρητών, αλλά ο Κρίλ-Λάλ είχε σχεδιάσει καλά. Ο Τόλ-Νάρ δεν ήξερε όλες τις θέσεις που είχαν κρύψει τα σκάφη και σύντομα αυτά θα εμφανίζονταν στον ουρανό του Κού-αντ, προαναγγέλοντας μια νέα εποχή. Η κυβέρνηση της Αιώνιας Παράδοσης κι οι Επιτηρητές δεν το ήξεραν, αλλά το τέλος είχε αρχίσει γι' αυτούς. Έπρεπε όμως να δοθεί χρόνος, πολύτιμος χρόνος για να σηκωθούν τα υπόλοιπα αστρόπλοια, πριν φτάσουν σ' αυτά τα λαγωνικά του Αρχισεβάσμιου Επιτηρητή.
Ο Κρίλ-Λάλ κατάλαβε αμέσως ότι ήταν δική του δουλειά αυτή. Ήταν ο μόνος που βρισκόταν κοντά σ' ένα από τα αστρόπλοια που δεν είχαν πέσει στα χέρια των αρχών. Λίγες ώρες αργότερα το πρώτο από τα κομψά σκάφη, που κουβαλούσαν όλες τις ελπίδες της σωτηρίας της φυλής του, σηκωνόταν στον ουρανό του Κού-αντ.
Είναι αλήθεια ότι δεν περίμενε τόσο γρήγορη αντίδραση. Δεν είχε ακόμη απομακρυνθεί από την ατμόσφαιρα του πλανήτη κι ήταν έτοιμος να θέσει σε λειτουργία τους κινητήρες βαρυτικής απορρόφησης, όταν άλλο ένα αστρόπλοιο σηκώθηκε πίσω του. Στην αρχή φαντάστηκε ότι θα ήταν κάποιος από τους συντρόφους του, αλλά γρήγορα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Η ψυχρή φωνή που τον κάλεσε από το μεγάφωνο να παραδοθεί ανήκε στον Αρχισεβάσμιο Επιτηρητή. Με τη βία, με λεφτά – ποιος ξέρει; - είχαν αναγκάσει τον Τόλ-Νάρ να οδηγήσει ένα από τα σκάφη που είχαν πέσει στα χέρια τους πίσω από το σκάφος του Κρίλ-Λάλ. Το δυσάρεστο ήταν ότι πρόκειτο για ένα από τα λίγα αστρόπλοια που είχαν προλάβει να εξοπλίσουν. Το δικό του διέθετε σαν μοναδικό όπλο τη φυγή. Χωρίς δεύτερη σκέψη έστρεψε το σκάφος προς τα άστρα και πίεσε το μοχλό της λειτουργίας του κινητήρα βαρυτικής απορρόφησης. Τ' άστρα γύρω του έσβησαν, καθώς το σκάφος χανόταν από το σύμπαν του χώρου και του χρόνου. Γύρω του δεν υπήρχε τίποτα – εκτός από ένα σκάφος παρόμοιο με το δικό του. Στο χώρο αυτό, που δεν ήταν φτιαγμένος για κανένα ζωντανό πλάσμα, δεν κινδύνευε, αλλά ήξερε ότι κάποτε θα έπρεπε να βγει πάλι στο σύμπαν των άστρων και τότε οι άλλοι θα τον εξαέρωναν με την πρώτη ευκαιρία.
Πίσω του μερικές δεκάδες κομψά σκάφη σηκώνονταν ένα-ένα στον ουρανό του πλανήτη για να στραφούν αμέσως προς το τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα που στέγαζε την Αιώνια Παράδοση. Το πρώτο τελεσίγραφο ήταν έτοιμο. Αλλά ο κυνηγημένος κι οι κυνηγοί ήταν σ' ένα άλλο σύμπαν και ποτέ δεν έμαθαν την αλήθεια.
Ο Αρχισεβάσμιος Επιτηρητής είχε φαίνεται πάρει πολύ προσωπικά την υπόθεση. Από ήλιο σε ήλιο κι από πλανήτη σε πλανήτη το σκάφος του ήταν πίσω από τον Κρίλ-Λάλ, σαν να τους έδενε κάποια αόρατη κλωστή. Στις σύντομες εξόδους τους στο γνωστό σύμπαν – και πριν πλησιάσει σε απόσταση βολής – προσπαθούσε άλλοτε να καλοπιάσει κι άλλοτε να φοβίσει τον Κρίλ-Λάλ και να τον κάνει να γυρίσει πίσω. Η ψυχρή φωνή του ανθρώπου που ήταν σίγουρος για όλα και δεν αμφέβαλλε για τίποτε ακουγόταν τότε στο μεγάφωνο του θαλάμου του σκάφους. Κάποτε-κάποτε γινόταν αρκετά άνθρωπος κι η φωνή του έδειχνε θυμό ή ειρωνία.
«Τι προσπαθείς να κάνεις, γελοίο ανθρωπάκι; Δε νομίζεις ότι σου πέφτει μεγάλος ο ρόλος του Μεσσία; Έχω πολύ υπομονή Κρίλ-Λάλ. Θα σου μάθω εγώ τι περιμένει ένα σωτήρα. Εσένα ποιος θα σε σώσει Κρίλ-Λάλ;
Ο Κρίλ-Λάλ δεν έδωσε ποτέ καμιά απάντηση. Δεν ήθελε να παίξει το ρόλο του Μεσσία. Ήθελε μόνο να ξαναδώσει στη φυλή του τη χαμένη της αξιοπρέπεια. Να τη μάθει να σκέπτεται για λογαριασμό της κι όχι να υπακούει στις εντολές της παράδοσης. Ήθελε να την ξυπνήσει από τον προαιώνιο ύπνο της και να την κάνει ν' ανοίξει τα μάτια της στο σύμπαν. Ήξερε – ήξερε ότι δεν είχε νόημα να προσπαθεί να εξηγήσει τον σκοπό του. Αν τον ονόμαζαν Μεσσία ή σωτήρα δεν ήταν δικό του πρόβλημα. Η δική του δουλειά είχε τελειώσει. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, έστω κι αν κάποιος του έλεγε ότι κάποτε οι συμπατριώτες του θα τον θεωρούσαν θεό και θα σήκωναν ναούς στ' όνομά του. Όχι δε θ' ανησυχούσε. Ήξερε ότι όλοι οι θεοί πεθαίνουν κάποτε, όταν τελειώσει ο ρόλος τους.
*
* *
Ένα φως άρχισε ν' αναβοσβήνει γοργά στο ταμπλώ ελέγχου μπροστά του και διέκοψε τις αναμνήσεις του. Το σκάφος με τον Αρχισεβάσμιο Επιτηρητή φαινόταν κιόλας σε μια στερεοθόνη και μεγάλωνε γοργά. Ήταν έτοιμος και το μόνο που θα ήθελε θα ήταν να είχε να προλάβει να μάθει κάτι για τον όμορφο πρασινογάλαζο κόσμο κάτω από τα πόδια του. Αλλά δε θα τον γνώριζε ποτέ.
Για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε εγκαταλείψει τα πάντα πίσω του τον Κού-αντ, πήρε στα χέρια του το μικρόφωνο και κάλεσε το σκάφος που τον είχε ακολουθήσει σ' ολόκληρο το Γαλαξία.
«Τι θέλεις Κρίλ-Λάλ; Αν περιμένεις οίκτο, δεν είναι κάτι που θα το βρεις εδώ. Είναι αργά γι' αυτό». Η γνωστή ψυχρή φωνή γέμισε το γνωστό θαλαμίσκο.
«Το ξέρω», απάντησε κουρασμένα. «Θέλω μόνο να σου πω ότι δε σου κρατώ κακία Επιτηρητή. Ποτέ δεν είχες δικές σου σκέψεις. Δεν είσαι υπεύθυνος και πάντα θ' ακολουθείς την παράδοση. Επιτηρητή, δεν ξέρεις καν τι κάνεις...».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, όταν μια γλώσσα ασπρογάλαζης φωτιάς, που έκρυβε μέσα της όλη τη δεσμευμένη μανία ενός αιχμάλωτου ήλιου, τινάχτηκε από το άλλο σκάφος και πλημμύρισε τον ουρανό γύρω από το σκάφος του Κρίλ-Λάλ. Το μικρό σκάφος έλαμψε για μια σχεδόν ανύπαρκτη στιγμή σαν ένας μικρός απόκοσμος ήλιος και χάθηκε, αφήνοντας πίσω του ένα θαυμαστό σύνεφο από αμέτρητα λαμπερά σημεία. Το άλλο σκάφος έμεινε για λίγο και μετά χάθηκε πίσω στο άλλο σύμπαν, γυρίζοντας πίσω να συναντήση τη δική του μοίρα.
Όταν ο λαμπρός δορυφόρος του πλανήτη πρόβαλε στον ουρανό, το μικρό φωτεινό σύννεφο έλαμπε ακόμη, σαν άλλος ένας μικρός ήλιος. Θα συνέχιζε να λάμπει μερικές εβδομάδες, πριν διαλυθεί στο χάος η τρομακτική ενέργεια που είχε εξαπολυθεί πάνω του. Θα έμενε εκεί για λίγο καιρό, μοναδική ανάμνηση μιας ιστορίας που είχε τελειώσει.
*
* *
Στο ζεστό αρωματισμένο βράδυ ο σοφός σήκωσε τα μάτια όλο ελπίδα στον ουρανό κι έμεινε σαν κεραυνόπληκτος. «Γκασπάρ, Μελχιόρ, το άστρο! Το άστρο!» φώναξε ο Βαλτάσαρ.
Την άλλη μέρα κι οι τρεις μαζί πήραν το μακρινό δρόμο για τη Βηθλεέμ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Φ. ΠΑΤΣΟΥΡΗ 1979
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7