Η παγωνιά το
μυστικό της έργο
τελεί απόψε
σιωπηλά – κανένας
άνεμος δεν φυσά.
Η κουκουβάγια
κραύγασε δυνατά
– και να τη πάλι!
το ίδιο δυνατά.
Όλοι στο σπίτι
πήγαν να
κοιμηθούν, αφήνοντάς με
στη μοναξιά
εκείνη που αρμόζει
σε σκέψεις πιο
στρυφνές. Και μόνο πλάι μου
γαλήνια στην
κούνια του κοιμάται
το νεογέννητο
παιδί μου. Πόσο
ήσυχα είναι!
Τόσο που ταράζεται
με την αλλόκοτη
σιγή ο λογισμός
κι αδημονεί.
Θάλασσα, λόφος, δάσος,
η πολυάνθρωπη
πολίχνη! Θάλασσα,
λόφος και δάσος
και μαζί τους όλο
το αναρίθμητο
σινάφι της ζωής
ανήκουστο σαν
όνειρο! Και η λεπτή
γαλάζια φλόγα
ούτε που σαλεύει
στη χαμηλή
φωτιά. Μόνο η άχνα*
που έπαιζε στη
σχάρα παίζει ακόμη
και μόνο αυτή
δεν ησυχάζει. Κι όπως
κοιτώ, σκέφτομαι
πως η κίνησή της,
μέσα στην τέλεια
σιωπή της φύσης,
υφαίνει μια
θαμπή αλληλεγγύη
μ' εμένα που
αναπνέω και της δίνω
σχήμα συντρόφου,
που το μόλις αισθητό
κυμάτισμα και
τις ιδιοτροπίες του
το πνεύμα που
αδρανεί τα ερμηνεύει
κατά το κέφι
του, γυρεύοντας παντού
καθρέφτισμα
και ηχώ του εαυτού του,
και κάνει άθυρμα
τη σκέψη.
Κι όμως,
πόσες φορές
θυμάμαι, στο σχολείο,
όταν ο νους μου
πίστευε και ήταν
γεμάτος
προμηνύματα, αχ, πόσες,
πόσες φορές δεν
κοίταζα τη σχάρα
να δω τον ξένο
αυτόν να κυματίζει.
Πόσες
φορές με βλέφαρα ορθάνοιχτα
δεν
είχα κιόλας τρυφερά ονειρευτεί
το
μέρος που γεννήθηκα με το ψηλό
παλιό
καμπαναριό που οι καμπάνες του,
του
φτωχικού σπιτιού η μόνη μουσική,
απ'
το πρωί χτυπούσαν ως το βράδυ,
όλη
τη μέρα της γιορτής, τόσο γλυκά
που
μ' αναστάτωναν, με κατοικούσαν,
και
με κυρίευε μια ξέφρενη χαρά,
γιατί
στ' αυτιά μου έφταναν σαν ήχοι
έναρθροι
και χρησμοί του μέλλοντός μου.
Έτσι
κοιτούσα, κι όσα ονειρευόμουν
φέρναν
τον ύπνο απαλά, κι ο ύπνος
παρέτεινε
τα όνειρά μου. Κι έτσι
το
άλλο πρωί και πάλι βυθιζόμουν,
καθώς
με δέος έβλεπα το βλοσυρό
πρόσωπο
του παιδαγωγού και κάρφωνα
το
βλέμμα μου μπροστά μου στις σελίδες
που
χόρευαν, κάνοντας ότι μελετώ.
Εκτός
κι αν λίγο άνοιγε η πόρτα
κι
έριχνα μια κλεφτή ματιά κι ακόμα
σκιρτούσε
η καρδιά μου γιατί έλπιζα
να
δω το πρόσωπο του ξένου,
κάποιον
από
την πόλη, φίλο, θεία, είτε
την
αδερφή μου, πιο αγαπημένη,
τη
σύντροφο των παιχνιδιών μου όταν
μας
έντυναν του δυό με τα ίδια ρούχα!
Αγαπημένο
βρέφος, που κοιμάσαι
στο
πλάι μου, την τρυφερή σου ανάσα
ακούω
μέσα στη βαθιά γαλήνη,
κι
αναπληρώνει τα διάσπαρτα κενά
και
τα μικρά διαλείμματα της σκέψης.
Βρέφος
μου τόσο όμορφο, η καρδιά μου,
καθώς
την ώρα ετούτη σε κοιτάζω,
γεμίζει
αγαλλίαση και σκέφτομαι
ότι
εσύ θα μάθεις άλλα πράγματα,
σε
άλλους τόπους εντελώς, κι άλλα θα δεις.
Γιατί
εγώ μεγάλωσα στην πόλη,
κλεισμένος
μέσα σε αχνόφωτες στοές,
και
τίποτα δεν έβλεπα ωραίο
μόνο
τον ουρανό ψηλά και τ' άστρα.
Όμως
εσύ σαν αεράκι θα γυρνάς
σε
λίμνες και σε αμμουδιές, κάτω απ' τους
βράχους
πανάρχαιων
βουνών κι από τα σύννεφα
που
εικονίζουν με τον όγκο τους βουνά,
βράχους
και λίμνες κι αμμουδιές. Κι έτσι
εσύ
τα
σχήματα θα βλέπεις τα υπέροχα,
κι
έτσι θ' ακούς τους ήχους που προφέρει
στη
γλώσσα των αιώνων ο Θεός σου,
εκείνος
που ανέκαθεν διδάσκει
αυτόν
στα πάντα και τα πάντα εν αυτώ.
Ο
μέγας δάσκαλος της οικουμένης!
Το
πνεύμα σου στα χέρια του θα πλάσει
και
δίνοντάς του θα το μάθει να ζητά.
Όλες
λοιπόν οι εποχές για σένα
θα
'ναι γλυκές, είτε το καλοκαίρι
ντύνει
τη γη παντού με πρασινάδα,
είτε
στους κλώνους της μηλιάς, ανάμεσα
σε
τούφες χιόνι κάθεται η τσίχλα
και
κελαηδεί, ενώ η αχυρένια
στέγη
καπνίζει στάζοντας στον ήλιο.
Είτε
στα χάσματα της καταιγίδας
θ'
ακούς αργά να πέφτουν οι σταγόνες
από
το γείσωμα, είτε το μυστικό
έργο
της παγωνιάς θα τις κρεμάει
σε
σιωπηλούς κρυστάλλους που θα λάμπουν
ήσυχα
προς το ήσυχο φεγγάρι.
_______________
*Σε όλα τα μέρη
του βασιλείου την άχνα αυτή την ονομάζουν
ο ξένος και λένε ότι προοιωνίζεται την
άφιξη απόντος φίλου. [σημείωση του
Κόλεριτζ]
[Φεβρουάριος
1798]
S.T.
COLERIDGE
ΠΑΓΩΝΙΑ
ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΑΨΑΛΗ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ
ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ ΣΕ ΚΡΙΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΓΡΑ 2002