.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Τα στάδια επίτευξης του Μεγάλου Έργου – Pierre Piobb



Οι αρχαίοι ήταν πεπεισμένοι, και δικαίως ότι δια να επιτευχθή το Μέγα Έργον έπρεπε να μιμηθή τις τους τρόπους της Φύσεως, «ο τύπος ή το υπόδειγμα της ερμητικής τέχνης, δεν είναι άλλο από αυτήν ταύτην την Φύσιν», λέγει ο Pernety. Η συνταγή λοιπόν του Μεγάλου Έργου έπρεπε να αντιγραφή από την εξέλιξιν της Φύσεως, διότι εν τελική αναλύσει μεταστοιχείωσις ενός σώματος εις εν έτερον, ισοδυναμεί προς προώθησιν τούτου εκ του ενός σταδίου εξελίξεως εις έτερον.
Κατά τον ίδιον τον Pernety, η εξέλιξις αύτη επιτελείται δια των ακολούθων επτά σταδίων:
1)Πυράκτωσις (Calcination)
2)Σήψις (Putrefaction)
3)Διάλυσις (Solution)
4)Απόσταξις (Distillation)
5)Συναίρεσις (Congestion)
6)Εξάχνωσις (Sublimation)
7)Συμπύκνωσις (Coagulation)
Είναι παλαιοί όροι απαιτούντες μικράς τινας εξηγήσεις.
Η Πυράκτωσις ωρίζετο ως η «κάθαρσις ή κονιοποίησις των σωμάτων μέσω του εξωτέρου πυρός όπερ αποσυνδέει τα τμήματα διαχωρίζον ή εξατμίζον το υγρόν όπερ τα συνδέει», (Pernety, Dict. Mythohermetique, art. Calcination). Οι αρχαίοι συγγραφείς μεγάλως διήγειρον την προσοχήν των πειραματιστών προς αποφυγήν συνταυτίσεως του φιλοσοφικού λεγομένου πυρός, με το σύνηθες πυρ. Έλεγον ότι έπρεπε να γίνη χρήσις ενός υγρού πυρός. Χρησιμοποιούμεν και σήμερον ακόμη εν ανάλογον πυρ, υπό το όνομα «ατμόλουτρον». Αλλά δεν γνωρίζομεν πλέον ειμή εν είδος τοιούτου πυρός, βοηθεία ζέοντος ύδατος. Ενώ το υγρόν πυρ των σοφών ήτο εν είδος ατμόλουτρου χρησιμοποιούντος όμως το πόντειον ύδωρ (eau pontique). Ο όρος ούτος υπονοεί τον υδράργυρον των σοφών. Είναι εν των πολυαρίθμων συνωνύμων τα οποία χρησιμοποιούν τα αρχαία συγγράμματα προκειμένου περί της ουσίας ταύτης. Ο υδράργυρος των σοφών, πολύ απέχει από τον συνήθη μεταλλικόν υδράργυρον. Επί του σημείου τούτου σήμερον συμφωνούν όλοι οι ερευνηταί. Εν τούτοις οι αλχημισταί έδιδον τόσας σημασίας εις τον όρον υδράργυρος, ώστε να είναι πολύ δύσκολον να αντιληφθώμεν τι ηννόουν δια του φιλοσοφικού υδραργύρου. Ούτω π.χ. έλεγον συνηθέστατα mercurius a natura coagulatus δια κάθε στερεόν μέταλλον, ενώ ως γνωστόν ο μεταλλικός υδράργυρος εις την συνήθη θερμοκρασίαν είναι υγρός.
Ίσως λοιπόν το πόντειον τούτο ύδωρ – το οποίον δεν πρέπει να συγχέωμεν με το οξύτατον όξος λεγόμενον ωσαύτως πόντειον ύδωρ (πιθανώς το θειικόν ή νιτρικόν οξύ) – ήτο μια κολλοειδής διάλυσις, η οποία είχε την ιδιότητα να ανάγη τα σώματα εις τας πρώτας αυτών αρχάς – δηλ. να εκλύει αυτομάτως τα συστατικά των ατόμων, ικανότης η οποία απεδίδετο εις το Πόντειον τούτο ύδωρ.
Εκείνο το οποίον θα μας έκαμε να πιστεύσωμεν τούτο, είναι ότι το ειδικόν τούτο πυρ το οποίον εθέρμαινε το ατμόλουτρον, εκαλείτο άλλως φιλοσοφικόν πυρ. Απεκάλουν ούτω «το ουράνιον πυρ το πανταχού διαδεδομένον», το οποίον «τα πάντα παράγει και τα πάντα καταστρέφει», «το οποίον αποκαθαίρει τας ακαθαρσίας του ύδατος», «το μεταβάλλον την φύσιν του ύδατος», όπερ «ζωοποιεί και φωτίζει το σώμα όταν μίγνυται μετ' αυτού» (Pernety: Dict. Mythohermetique , art. Feu Philoshophique). Ο νεώτερος ηλεκτρισμός θα ισοδυναμεί τότε προς το πυρ τούτο. Διότι πράγματι εάν υπό το όνομα ηλεκτρισμός, εννοούμεν γενικόν τι φαινόμενον, εύρηται ούτος διακεχυμένος πανταχού, παράγει το παν διότι το ενδοατομικόν ρεύμα προξενεί την ευστάθειαν της ύλης, καταστρέφει τα πάντα, διότι δια την ιδίαν αιτίαν αφεταιριώνει την ύλην καθαίρει τας ακαθαρσίας του ύδατος διότι το αποστειρώνει, του μεταβάλλει ωσαύτως την φύσιν τη βοηθεία της ηλεκτρολύσεως, ζωογονεί το σώμα δια του φαραδισμού και του αρσονβαλισμού: εν τούτοις δεν το φωτίζει επί του παρόντος, μολονότι κατέστησαν ιχθείς τελείως διαφανείς δι' εισαγωγής εντός του σώματος των ενός λαμπτήρος πυρακτώσεως, και δυνάμεθα την σήμερον να διακρίνωμεν τον ανθρώπινον σκελετόν δια μέσου των σαρκών βοηθεία της ραδιοσκοπίας.
Εάν σκεφθώμεν ότι σήμερον λαμβάνομεν δια του ηλεκτρισμού σχετικώς ευκόλως κολλοειδή διαλύμματα, δυνάμεθα ευκόλως να σκεφθώμεν ότι το πόντειον εκείνο ύδωρ ήτο ανάλογον παρασκεύασμα. Αφ' ετέρου αποδίδομεν σήμερον εις τα κολλοειδή μέταλλα ικανότητας πραγματικών μεταλλικών φυραμάτων. Αλλ' η ζύμωσις των μετάλλων διεδραμάτιζε σπουδαίον ρόλον εν τη Αλχημεία. Έδει απαραιτήτως η προς μετουσίωσιν ουσία πρώτον να υποστή ζύμωσιν. Τούτο ήτο εν των κυριωτέρων μυστικών του μαγιστερίου, ήτοι του Μεγάλου Έργου.
Εν συνόψει η πυράκτωσις ήτις καθαίρει και κονιοποιεί εν σώμα δια του υγρού πυρός των φιλοσόφων περιορίζεται εις την παρασκευήν κολλοειδούς τινος παρασκευάσματος του εν λόγω σώματος εν τω οποίω τα μόρια ευρίσκονται ούτως ειπείν εν διαστάσει, εν «κονιοποιήσει» και δια της κατεργασίας ταύτης επιτυγχάνεται η κάθαρσις. Ετελείτο πιθανώς δια διοχετεύσεως ενός ρεύματος δια μέσου διαλύσεως ήδη κολλοειδούς (ποντείου ύδατος), δια του οποίου παρήγετο το υγρόν εκείνο πυρ.
Αλλ' εις το σημείον τούτο τίθεται εν ερώτημα. Οι αλχημισταί εγνώριζον τον ηλεκτρισμόν; Θα μοι επιτραπή να μην απαντήσω, διότι τα ανεξέλεγκτα αποτελέσματα τα οποία λέγουσιν ότι ούτοι επέτυχον δεν εμελετήθησαν αρκούντως δια να, δυνηθώμεν να απαντήσωμεν καταφατικώς ή αρνητικώς. Αι αποτυχίαι εν τούτοις των «Souffleurs», οι οποίοι ηρκέσθησαν εις την χρησιμοποίησιν του κοινού πυρός, αφήνει τουλάχιστον να σκεφθώμεν ότι οι αρχαίοι είχον ιδέαν τινα περί της ηλεκτρικής ενεργείας.

Η ζύμωσις κατά τους συγγραφείς «φθείρει την παλαιάν φύσιν και την μορφήν του ζυμουμένου σώματος, το μετατρέπει εις νέον τι σώμα, δια του οποίου γεννάται ύστερον εις τελείως νέος καρπός». Εθεωρείτο ως η προπαρασκευαστική εργασία της τρίτης φάσεως του Μεγάλου Έργου της «διαλύσεως» ήτοι της μετατροπής του υγρού ριζικού (humide radica) εις εν υγρόν σώμα, προκαλουμένης δια «κεκρυμμένου πτητικού πνεύματος εν τω πρωταρχικό ύδατι». Το υγρόν τούτο σταθερόν ριζικόν ωρίζετο ιδιαιτέρως «ως ο σπόρος και η βάσις των μετάλλων».
Είδομεν ότι η πυράκτωσις απεσκόπει τον διαχωρισμόν και την απελευθέρωσιν του υγρού όπερ συνδέει τα μέρη ενός σώματος. Δυνάμεθα επομένως να σκεφθώμεν ότι το υγρόν τούτο – αναμφιβόλως αντιστοιχούν προς το στοιχείον ύδωρ – δεν είναι άλλο από τον ενδοατομικόν αιθέρα εν τω οποίω κινούνται τα ηλεκτρόνια.
Οι αλχημισταί έδιδον διάφορα ονόματα εις το υγρόν τούτο ριζικόν. Ήτο δι' αυτούς η έμμηνος ροή (menstrue), ήτοι το γενετικόν μέσον (milieu), θεωρούμενον ως παθητικόν, επομένως θήλυ, αποτελούν την ουσίαν την ικανήν να δεχθή παντός είδους μορφάς οπόθεν προέρχεται ο υδραργυρος των φιλοσόφων. Δεν δυνάμεθα άλλως να τον εκλάβωμεν ειμή ως τον αιθέρα εκ του οποίου, συμφώνως προς τας συγχρόνους αντιλήψεις, σχηματίζονται τα μικρότατα υλικά σωμάτια και εξ αυτών όλα τα σώματα, ακόμη και εκείνο – που πρέπει ακόμη να ανακαλυφθή – το οποίον απαντάται και με το όνομα Φιλοσοφικός Ερμής ή υδράργυρος.
Το θείον των φιλοσόφων είναι ο σπόρος όστις δρα επί του άλατος ή της ύλης ή του υγρού ριζικού, βαθεία και τη μεσολαβέσει του υδραργύρου. Οι Αλχημισταί επίστευον ότι εμιμούντο την φύσιν κατά την ζωικήν γένεσιν. Μετά της θηλείας φύσεως, συνεζεύγνυον εν άρρεν σπέρμα, οπότε ελάμβανε χώραν μια γονιμοποίησις ή ζύμωσις, είχον παρατηρήσει ότι ουδέν μεταμορφούται εν τη φύσει άνευ της μεσολαβήσεως του φαινομένου της ζυμώσεως ή της σήψεως. Γνωρίζομεν όμως ότι από της εποχής του Παστέρ, το φαινόμενον της σήψεως, είναι είδος ζυμώσεως, αποδίδεται δε αύτη εις μικροοργανισμούς καλουμένους φυράματα.
Κατά τας ιδέας των, ο αιθήρ (άλας, υγρόν ριζικόν) έδει να έλθη εις ζύμωσιν (ή σήψιν) δι' ενεργού τινος αρχής (θείου) περιλαμβανομένης εντός μικρού τινος υλικού σωματίου (υδραργύρου).
Κατά τον ορισμόν το θείον είναι «εκείνο το οποίον είναι ικανόν να προκαλέση την σύζευξιν των μερών των σωμάτων». Δέον αναμφιβόλως τότε, να διακρίνωμεν εν αυτώ και κυρίως ενδοατομικήν ενέργειαν εις την οποίαν αποδίδεται σήμερον η χημική συγγένεια και έλξις των σωμάτων και των μορίων του σώματος. Αντιλαμβάνεσθε ήδι τινι τρόπω το θείον τούτο θα ηδύνατο να περιληφθή εντός του υδραργύρου.
Η διάλυσις μετέτρεπε τον ενδοατομικόν αιθέρα (σταθερώς υγρόν ριζικόν) εις εν ρευστόν σώμα δηλ. πολύ λεπτόν και ανάλογον προς τον μεσοπλανητικόν αιθέρα, τον οποίον δυνάμεθα να εκλάβωμεν ως τι ημιυλικόν σώμα, βοηθεία του «πτητικού πνεύματος του κεκρυμμένου εν τω πρωταρχικό ύδατι». Το ύδωρ τούτο αποκαλείται υδραργυρικόν ύδωρ διότι περιλαμβάνει τον υδράργυρον των φιλοσόφων, είναι δε το πόντειον ύδωρ.
Επρόκειτο λοιπόν να επιτευχθή εκείνο όπερ ο G. Le Bon αποκαλεί αφεταιρίωσιν της ύλης, ήτοι εν ημιυλικόν σώμα, δια της δράσεως της χημικής ενεργείας ενός κολλοειδούς σώματος. Τουλάχιστον τοιουτοτρόπως δυνάμεθα να θεωρήσωμεν την διάλυσιν των φιλοσόφων.
Μια ατομική ζύμωσις ή σήψις έδει να επακολουθήση, ήτις είχεν ως αποτέλεσμα την μεταμόρφωσιν της φύσεως του σώματος. Το τελευταίον τούτο ευρίσκετο εις την κατάστασιν εύρηται το γλεύκος κατά την διάρκειαν της ζυμώσεως: δεν είναι ούτε οπός σταφυλής, αλλά δεν είναι ακόμη ούτε οίνος: ζυμούται.
Απωτέρα εργασία μετά την ζύμωσιν ήτο η απόσταξις. Κατά την περίοδον ταύτην λέγουν οι φιλόσοφοι το σώμα καθίσταται το ανδρόγυνον Rebis συνεπεία της συναιρέσεως. Εκάλουν ούτω την επακολουθούσαν της αποστάξεως διεργασίαν, κατά την οποίαν το σώμα ηνούτο μετά των συνθετικών αρχών πάσης υλικής ουσίας, παρισταμένων υπό του άλατος (αιθέρος) του θείου (ενδοατομικής ενεργείας) και του υδραργύρου (σωματίου καθαυτό υλικού). Ελάμβανε τότε χώραν εν είδος ανασυνθέσεως της ύλης.

Το μαγιστέριον συνεπληρούτο δια της εξαχνώσεως και της συμπυκνώσεως. Κατά τους συγγραφείς αι δύο αύται κατεργασίαι ήσαν πολύ απλαί δια τους κατόχους του μυστικού, πλην πολύ δύσκολοι δια τους άλλους. Δυνάμεθα πλήρως να δικαιολογήσωμεν την βεβαίωσιν των ταύτην, αν και είναι λυπηρόν ότι συνεκαλύφθησαν με τοιούτον μυστήριον.
Το μέγα έργον περιελάμβανε τρία στάδια. Το πρώτον στάδιον συνίστατο εις την παρασκευήν του Rebis. Το δεύτερον ήτο η παρασκευή του ελιξηρίου ή του φιλοσοφικού λίθου. Το τρίτον στάδιον εκαλείτο βαφή, συνώνυμον της μεταστοιχειώσεως.
Το Rebis εάν δεν κατειργάζετο δεόντως, είχε τάσιν να επαναλαμβάνη την προτέραν κατάστασιν της πυρακτώσεως. Εχρειάζετο επομένως να τω δοθή ο κατάλληλος χωρισμός δυνάμει του οποίου θα επετυγχάνετο η περαιτέρω εξέλιξις. Έπρεπε, κατά την αλχημικήν έκφρασιν, να τω δοθή η «εμψυχούσα αρχή». Το ελιξήριον είχε τον προορισμόν τούτον.
Τότε ηδύνατο ο αλχημιστής να προχωρήση εις την εξάχνωσιν. Ήτο αύτη, κατά τα κείμενα, μια πράξις ανάλογος προς την απόσταξιν.
Το Rebis είναι ήδη εν πράγμα αποκατεστημένον επί άλλων βάσεων, εν τούτοις δεν φαίνεται αλλοιωθέν κατά τα συστατικά του στοιχεία: τα σωμάτια εξ ων απετελείτο ανεσυνετέθησαν βεβαίως και κατέστησαν διάφορα εκείνων εξ ων το πρώτον απετελείτο, πλην ομοιάζουν εισέτι προς άλληλα, θα απαιτηθή επομένως νέα ζύμωσις.
Η ερμητική ζύμωσις είναι το συμπλήρωμα της εξαχνώσεως. Είναι η μυστικωτέρα πράξις της αλχημείας. Τελείται δια του ελιξηρίου. Εάν δεν κατέχωμεν τούτο, είναι απολύτως αδύνατος. Δια τούτο η παρασκευή του ελιξηρίου, ή άλλως καλουμένη παρασκευή του φιλοσοφικού λίθου, κατέχει τα πρωτεία παρά τοις αρχαίοις συγγραφεύσι. Προ παντός πρέπει να ευρεθή ο μετουσιώνων παράγων ούτος.
Όταν το Rebis επεξεργασθή δια του ελιξηρίου και τα συστατικά του σωμάτια μετατραπούν εις άλλα, δέον να προβώμεν εις την χρώσιν (teinture) του σώματος. Διότι εν Rebis ζυμωθέν είναι εν σώμα εξελιχθέν, αλλά δεν έχει ακόμη αποκτήσει την σταθερότητα. Πρέπει να σταθεροποιηθή εις εν ωρισμένον στάδιον εξελίξεως. Η σταθεροποιός ουσία είναι η χρώσις ή η βαφή των φιλοσόφων. Και η τελευταία κατεργασία ήτις συνίσταται εις την συγκέντρωσιν του τεχνιτώς παρασκευασθέντος σώματος, καλείται συμπύκνωσις.
Οι συγγραφείς ωμίλησαν κυρίως περί της μεταλλικής βαφής και εμελέτησαν κυρίως την του χρυσού, διότι εθεώρουν το μέταλλον τούτο ως το πλέον εξηλιγμένον εκ των ανοργάνων σωμάτων. Η βαφή αύτη είναι ακόμη περισσότερον μυστηριώδης από την φιλοσοφικήν λίθον. Ήτο ίσως η αύτη ουσία; Τινές το επίστευσαν, άλλοι το εβεβαίωσαν. Άλλοι όμως θεωρούν τα δύο ταύτα πράγματα ως διαφορετικάς ουσίας.
Οι σοβαρώτεροι των αλχημιστών διατείνονται ότι είναι αύτη θείον εν εξάρσει. Η έξαρσις δε αύτη θα ήτο εν τελική αναλύσει ανάλογος εργασία προς την επίτευξιν αυτού τούτου του Μεγάλου Έργου. Θα έπρεπε λοιπόν να χειρισθή τις το θείον ακριβώς όπως το προς μεταστοιχείωσιν σώμα. Εάν όμως δια του όρου θείον αντιλαμβανώμεθα την ενδοατομικήν ενέργειαν, δεν αντιλαμβανόμεθα πως πρέπει τις να εργασθή επί του προκειμένου.
Το Μεγάλον Έργον είναι απλούν εν τω συνόλω του, πλην όμως είναι τριπλούν εν ταις εφαρμογαίς του. Εν μέγα έργον επιτελείται κατά την μεταστοιχείωσιν. Αύτη όμως δια να γίνη χρειάζεται εν ελιξήριον και μιαν βαφήν. Δια να λάβωμεν το ελιξήριον εκτελούμεν ακόμη εν Μεγάλον Έργον και δια την απόκτησιν της βαφής ακόμη εν τρίτον Μεγάλον Έργον. Υπάρχουν λοιπόν τρία μαγιστέρια: το μαγιστέριον του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου βαθμού.
Δεν θα έπρεπε εν τούτοις να νομισθή ότι αι επτά ανωτέρω διεργασίαι του Μεγάλου Έργου δύνανται να επιτελεσθούν χωριστά ή διαδοχικώς. Όλοι οι συγγραφείς τονίζουν ότι αι διεργασίαι αύται δέον να θεωρηθούν ως τα διάφορα στάδια μιας και μόνης επεξεργασίας της πρώτης ουσίας. Η ανάγκη απλώς της αναλύσεως και κριτικής ηνάγκασεν αυτούς να χωρίσουν τοιουτοτρόπως την ενιαίαν πράξιν της μεταστοιχειώσεως. «Γνωθι ότι όλαι αι κατεργασίαι όπως η σήψις, η διάλυσις, η συμπύκνωσις, η βάπτισις και η στερέωσις συγκεντρούνται όλαι εις την εξάχνωσιν, ήτις τελείται εντός ενός και μόνον δοχείου, και ουχί εις περισσότερα και εντός μιάς ημέρας» λέγει ο Arnaud de Villeneuve.
Και ο Lilium συμπεραίνει ακόμη απλούστερα λέγων: «το μαγιστέριον ημών τελείται δι' ενός μόνον πράγματος, δια μιας οδού και δια μιας κατεργασίας».



PIERRE PIOBB
ΑΛΧΗΜΙΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΙ – Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Οι σκέψεις του Διαβόλου – S.T. Coleridge


I

Απ' το κρεββάτι του πετάχτηκε τη χαραυγή
ο Διάβολος μεσ' απ' το θειάφι και βγήκε περιοδεία,
στο νοικοκυρεμένο χτηματάκι του τη γη,
να δει τι γίνονται τα ζώα του, πως πάνε από υγεία.

ΙΙ

Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει,
ανεβοκατεβαίνει λόφους, περνάει κάμπους, λαγκαδιές,
και δωσ' του πίσω-μπρος τινάζει τη μακριά ουρά του
και τον αέρα σκίζει
σαν αρχοντάνθρωπος που ολοένα το μπαστούνι του
στριφογυρίζει.

ΙΙΙ

Κι ο Διάβολος πως ήτανε ντυμένος;
Ω! φόραγε τα κυριακάτικά του:
γιλέκο κατακόκκινο και κοντοβράκια θαλασσιά,
κι από μια τρύπα τους που έχασκε ξεπρόβαλε η ουρά του.

IV

Είδε ένα δικαστή που εσκότωνε μια οχιά
δίπλα στον αχυρώνα του, πάνω σ' ένα βουνό κοπριά.
Κι ο Διάβολος κρυφογέλασε, γιατί άξαφνα στο νου του
ζωντάνεψε η μορφή του Κάιν και του Άβελ, του αδελφού του.

V

Ένας φαρμακοποιός καλπάζοντας σε κάτασπρο πουλάρι
από μπροστά του πέρασε τραβώντας στον προορισμό του,
κι ο Διάβολος συλλγίστηκε τον παλιό σύντροφό του
το Θάνατο, της Αποκάλυψης τον καβαλάρη.

VI

Είδε ένα αγροτόσπιτο με απλόχωρο, διπλό αμαξιστάσι,
εξοχικό κονάκι γι' άρχοντες από μεγάλο τζάκι.
Κι ο Διάβολος εκάγχασε, γιατί το κρίμου που γι' αυτό
και την ψυχή του δίνει
είναι η υπεροψία που υποκρίνεται την ταπεινοφροσύνη.

VII

Στο μαγαζί ενός πλούσιου βιβλιοπώλη έριξε μια κρυφή ματιά,
«Ω!», φώναξε, «εμείς οι δύο το ίδιο βγάλαμε σχολειό.
Μήπως κι εγώ δεν κούρνιασα, με σχήμα κορμοράνου, μια φορά
πάνω στου Δέντρου της Γνώσης τα ψηλότερα κλαδιά;».

VIII

Το ρέμα και οι άνεμοι κατέβαζαν το ποτάμι,
ένα γουρούνι με μεγάλη ορμή.
Κι ο Διάβολος που το 'βλεπε να κόβει το λαιμό του
βυθίστηκε σε βαθειά συλλογή: «Για δες», είπε χαμογελώντας,
«περνάει της Αγγλίας η εμπορική ακμή!».

IX

Διασχίζοντας τα λειβάδια κοντά στα «Κρύα Λουτρά»
πήρε το μάτι του μια αποθήκη ερημική,
κι ο Διάβολος εχάρηκε. Να κάτι που δεν το 'χε σκεφτεί
πως κι οι δικές του φυλακές στην Κόλαση θέλαν επισκευή.

Χ

Είδε ένα δεσμοφύλακα που ίσαμε να μετρήσεις τρία
τις αλυσίδες φόρεσε σε κάποιον ταραξία
«Τι επιδέξεια», θαύμασε, «κουνάει τα δάχτυλά του
αυτός που αφοσιώνεται με πάθος στη δουλειά του».

ΧΙ

Τον ίδιο δεσμοφύλακα τον είδε πάλι κάποιου κατάδικου
τα σίδερα να βγάζει
αργά-αργά και δίχως την παραμικρή σπουδή,
κι ο νους του πήγε στους ατέλειωτους καυγάδες
είναι σωστό ή όχι το δουλεμπόριο να καταργηθεί;

ΧΙΙ

Καθώς περνούσε από μια σύναξη μεθοδιστών
είδε μια γνωριμία του παλιά.-
που κράταγε στο χέρι της ένα ιερό κλειδί,
κι ο Διάβολος χαιρέτησε με υπόκλιση βαθειά.

ΧΙΙΙ

Μα εκείνή ακατάδεχτη δεν του 'δωσε σημασία
είπε μονάχα: «Άπαγε. Εγώ είμαι η θρησκεία».
Κι ευθύς γυρνώντας στου Κυρίου _______ τη μεριά
σαν λιγωμένη περιστέρα τον σαΐτεψε με μια λοξή ματιά.

XIV

Είδε έναν υπουργό
(από 'κείνους που συμπαθούσε)
να μπαίνει μέσα στη Βουλή
και πίσω του η πλειοψηφία ακολουθούσε.

XV

Ο Διάβολος δεν άφησε την ευκαιρία να χαθεί.
Σαν πολυδιαβασμένος κληρικός μνημόνεψε από τη Γένεση
μια περικοπή:
«και από πάντων – των επί της γης – ερπετών
δύο-δύο εισήλθον προς Νώε εις την Κιβωτόν».

XVI

Έγδυσε τους φτωχούς,
και μοίρασε στους πλούσιους,
κι ενός Σκωτσέζου έσφιξε το χέρι δυνατά,
χωρίς να φοβηθεί μήπως κολλήσει ________

XVII

Όμως του στρατηγού _________ το φλογοκόκκινο
κεφάλι
μόλις τ' αντίκρυσε τον έπιασε μεγάλη ταραχή,
γιατί ο Διάβολος γελάστηκε, στραβά το είχε πάρει
νομίζοντας πως άρπαξε φωτιά όλη η γη.


S.T. COLERIDGE
ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ – ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ 2004


Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

ΣΑΒΑΝΑ-ΛΑ-ΜΑΡ* - Thomas De Quincey



Ο Θεός έπληξε τη Σαβάνα-λα-μαρ και με σεισμό τη βούλιαξε, μέσα σε μια νύχτα, με τους πύργους της όλους ορθούς και τον πληθυσμό της να κοιμάται, από τα στέρεα θεμέλια της ακτής στον κοραλλένιο βυθό του Ωκεανού. Και ο Θεός είπε: «Σαβάνωσα την Πομπηία και την έκρυψα από τους ανθρώπους δεκαεφτά αιώνες. Θα σαβανώσω αυτή την πόλη, αλλά δεν θα την κρύψω. Θα είναι για τους ανθρώπους μνημείο του μυστηριώδους θυμού μου, καθηλωμένο για τις μέλλουσες γενεές μέσα σ' ένα γαλάζιο φως, γιατί θα τη διαφυλάξω στο εσωτερικό ενός κρυστάλλινου θόλου των τροπικών μου θαλασσών». Η πόλη αυτή, λοιπόν, σαν ένα επιβλητικό ιστιοφόρο, με όλα του τα άρμενα σε ετοιμότητα, με τις κυματιστές ταινίες του στον αέρα και το παλάγκο στην εντέλεια, μοιάζει σα να πλέει στα αθόρυβα βάθη του ωκεανού. Και συχνά, σε ώρες αρυτίδωτης γαλήνης, διαπερνώντας με το μάτι το διάφανο περιβάλλον του νερού που απλώνεται τώρα σαν ένα σκίαστρο από αέρα πάνω από τον σιωπηλό καταυλισμό, ναυτικοί απ' όλα τα κλίματα βλέπουν κάτω τις αυλές και τις πλατείες της, μετρούν τις εξώπορτες και τα βέλη των εκκλησιών της. Είναι ένα εκτεταμένο κοιμητήρι εδώ και χρόνια πολλά. Αλλά στις μεγάλες άπνοιες, που επί εβδομάδες ναρκώνουν τα τροπικά πλάτη, γοητεύει το μάτι με την παραισθησιακή αποκάλυψη ανθρώπινης ζωής συντηρημένης σε υποβρύχια άσυλα, προφυλαγμένης από τις καταιγίδες που τυραννούν τη δική μας ατμόσφαιρα.

Κατά κει, σαγηνεμένοι από τα χαριτωμένα βαθυγάλανα βάθη, από τις ειρηνικές ανθρώπινες κατοικίες, τις έξω από κάθε κακό, από τους φωτεινούς μαρμάρινους βωμούς που κοιμούνται μέσα σε μια αιώνια αγιότητα, συχνά στα όνειρα, εγώ και ο Σκοτεινός Διερμηνέας, διασχίσαμε το νερένιο πέπλο που μας χώριζε από τους δρόμους της. Κοιτάξαμε τα καμπαναριά, όπου οι κρεμαστές καμπάνες περίμεναν του κάκου το κάλεσμα για να ξυπνήσουν οι γαμήλιες κωδωνοκρουσίες. Μαζί αγγίξαμε τα ισχυρά πλήκτρα του εκκλησιαστικού οργάνου που δεν εκβάλλει ψαλμούς ευφροσύνης, για ν' ακούσει ο ουρανός, ούτε νεκρώσιμες λειτουργίες, για ν' ακούσει η ανθρώπινη θλίψη. Μαζί ερευνήσαμε τα σιωπηρά παιδικά δωμάτια όπου όλα τα παιδιά κοιμούνται εδώ και πέντε γενιές. «Περιμένουν την ουράνια αυγή», ψιθύριζε ο Διερμηνέας στον εαυτό του. «και όταν έρθει, οι καμπάνες και τα εκκλησιαστικά όργανα θα εκβάλουν έναν ψαλμό ευφροσύνης που οι ήχοι του παραδείσου θα επαναλάβουν». Και ύστερα γυρίζοντας προς εμένα έλεγε: «Είναι θλιβερό, είναι αξιοθρήνητο. Αλλά μικρότερη συμφορά δεν θα αρκούσε στο Θεό, για το σκοπό του. Άκου: Βάλε μέσα σε μια ρωμαϊκή κλεψύδρα εκατό σταγόνες νερό. Άφησέ τις να τρέξουν όπως την άμμο σ' ένα αμμόμετρο. Επειδή κάθε σταγόνα αντιστοιχεί προς το ένα εκατοστό του δευτερολέπτου, η αναλογία του χρόνου μιας σταγόνας προς την ώρα είναι: ένα προς τριακόσιες εξήντα χιλιάδες. Τώρα, μέτρα τις σταγόνες καθώς κυλούν και όταν περνά η πεντηκοστή απ' τις εκατό πρόσεξε! Δεν είναι σαράντα εννέα, διότι έχουν ήδη εξαφανιστεί, και δεν είναι πενήντα, διότι πρόκειται ακόμα να περάσουν. Βλέπεις, λοιπόν, πόσο στενό, πόσο ανυπολόγιστα στενό είναι το πραγματικό, το τρέχον παρόν! Από το χρόνο που ονομάζουμε παρόν μόλις το ένα εκατοστό δεν ανήκει είτε στο παρελθόν που έχει περάσει είτε στο μέλλον που βρίσκεται καθ' οδόν. Έχει πεθάνει ή δεν έχει γεννηθεί. Υπήρξε ή δεν υπάρχει. Όμως κι αυτή η κατά προσέγγιση αλήθεια είναι απείρως ψεύτικη. Διότι αν υποδιαιρέσεις και πάλι τη μοναχική εκείνη σταγόνα, που μόνη αντιπροσωπεύει το παρόν, σε μια νέα σειρά παρόμοιων κλασμάτων, τότε θα βρεις ότι η αναλογία του τρέχοντος παρόντος, που συλλαμβάνεται, ως προς την ώρα είναι ένα προς τριάντα έξι εκατομμύρια. Έτσι, με άπειρες υποδιαιρέσεις το αληθινό, το πράγματι παρόν μέσα στο οποίο και μόνο ζούμε και χαιρόμαστε, θα εξαφανιστεί σ' ένα μόριο του μορίου και θα είναι αντιληπτό μόνο από μια ουράνια όραση. Για το λόγο αυτό, το παρόν, το μόνο που ανήκει στον άνθρωπο, παρέχει λιγότερο έδαφος για να σταθεί από το ισχνότερο νήμα που έγνεσε ποτέ από μέσα της αράχνη. Για το λόγο αυτό, επίσης, αυτή η τόσο ανυπόστατη σκιά της στενότερης σεληνιακής ακτίνας είναι πιο φευγαλέα απ' όσο μπορεί να μετρήσει η γεωμετρία ή να συλλάβει η σκέψη αγγέλου. Ο παρών χρόνος συμπτύσσεται σε μαθηματικό σημείο. Αλλά ακόμα και το σημείο αυτό εξαφανίζεται χίλιες φορές πριν αντιληφθούμε τη γέννησή του. Στο παρόν το παν είναι πεπερασμένο, αλλά ταυτόχρονα το πεπερασμένο αυτό είναι άπειρο στην ταχύτητα της φυγής του προς το θάνατο. Αλλά στο Θεό δεν υπάρχει τίποτα το πεπερασμένο. Αλλά στο Θεό δεν υπάρχει τίποτα το φευγαλέο. Αλλά στο Θεό τίποτα δεν μπορεί να τείνει προς το θάνατο. Επομένως, για το Θεό δεν υπάρχει παρόν. Το μέλλον είναι το παρόν του Θεού και για το μέλλον θυσιάζει το ανθρώπινο παρόν. Να γιατί ενεργεί με το σεισμό. Να γιατί ενεργεί με την οδύνη. Ω, τι βαθύ το όργωμα του σεισμού! Ω, τι βαθύ (κι εδώ η φωνή του φούσκωνε σαν ένα σάνκτους που αναπέμπει η χορωδία μιας μητρόπολης), τι βαθύ είναι το όργωμα της οδύνης! Αλλά συχνά, για τη γεωργία του Θεού τίποτ' άλλο δεν θα επαρκούσε. Για μια νύχτα σεισμού, χτίζει για τον άνθρωπο ευχάριστες κατοικίες για χίλια χρόνια. Από τον πόνο ενός παιδιού αποκομίζει πλούσια πνευματική σοδειά που αλλιώς δεν θα είχε υπάρξει. Με άροτρα λιγότερο άσπλαχνα, το δύστροπο έδαφος δεν επρόκειτο να κινηθεί. Το ένα χρειάζεται για τη γή, τον πλανήτη μας – για την ίδια τη γη ως κατοικητήριο του ανθρώπου. Αλλά το άλλο χρειάζεται ακόμα πιο συχνά ως το ισχυρότερο μέσο του Θεού. «ναι, (και με κοίταζε με ύφος ιερατικό) «είναι απαραίτητο για τα μυστηριώδη παιδιά της γής!»


_______________
*Παραθαλάσσια πόλη της Ιαμαϊκής, που καταστράφηκε από κυκλώνα το 1780. Στην Ιαμαϊκή πέθανε ο αδελφός του Ντ. Κ. Ρίτσαρντ.


THOMAS DE QUINCEY
SUSPIRIA DE PROFUNDIS
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ 1987




Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Ο ΙΓΚΙΤΟΥΡ Ή Η ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΕΛΒΕΝΟΝ – STEPHANE MALLARME


Παλιά σπουδή

[ΕΙΣΑΓΩΓΗ]

Όταν οι πνοές των προγόνων θέλουν να φυσήξουν το κερί, (που ίσως εξαιτίας του υφίστανται στο μαγικό βιβλίο τα γράμματα) – λέει «Όχι ακόμα!»
Στο τέλος, όταν οι θόρυβοι θα 'χουν εξαφανιστεί, θα βγάλει ο ίδιος μιαν απόδειξη για κάτι το μεγάλο (μήτε άστρα; το τυχαίο εκμηδενίστηκε;) από το απλό γεγονός ότι μπορεί να προκαλέσει τη σκιά φυσώντας πάνω στο φως.
Έπειτα – καθώς θα έχει μιλήσει σύμφωνα με το απόλυτο – που αρνιέται την αθανασία, το απολυτο θα υπάρχει απέξω – φεγγάρι, από πάνω στο χρόνο: Και τις κουρτίνες θ' ανασηκώσει, απέναντι.

Ο Ίγκιτουρ, μικρό παιδί, διαβάζει στους προγόνους του το μάθημά του.

4 ΜΕΡΗ

[ΕΝΔΕΙΞΗ]

1.Το μεσονύχτι
2.Η σκάλα
3.Το ρίξιμο απ' τα ζάρια
4.Ο ύπνος απάνω στις στάχτες, μετά το φύσημα του κεριού.

Περίπου τα ακόλουθα:
Σημαίνουν Μεσάνυχτα – το Μεσονύχτι που πρέπει να ρίξουμε τα ζάρια. Ο Ίγκιτουρ κατεβαίνει τις σκάλες, του ανθρωπίνου πνεύματος, πάει στο βάθος των πραγμάτων: Καθώς είναι «απόλυτο». Τάφοι – στάχτες, (ούτε αίσθημα, μήτε πνεύμα) ουδετερότητα. Απαγγέλλει την πρόρρηση και τελεί την χειρονομία. Αδιαφορία. Σφυρίγματα στη σκάλα. «Κάματε λάθος» ουδεμία συγκίνηση. Το άπειρο προέρχεται από το τυχαίο, που αρνηθήκατε. Σεις μαθηματικοί ξεψυχήσατε – ο εαυτός μου απόλυτο μελλούμενο. Θα 'πρεπε να περατώνεται σε άπειρο. Μονάχα λόγος και χειρονομία. Σχετικά μ' ό,τι σας λέω, για να εξηγήσω τη ζωή μου. Τίποτα δεν θ' απομείνει από σας – το άπειρο ξεφεύγει επιτέλους απ' την οικογένεια, που μαζί του υπόφερε, – αρχαίο διάστημα – κανένα τυχαίο. Είχε δίκαιο να τ' αρνηθεί, – τη ζωή του – για να μπορέσει να γίνει αυτός απόλυτο. Αυτό θα συνέβαινε στο χώρο των συνδυασμών του Άπειρου αντίκρυ με τ' Απόλυτο. Αναγκαίο – αντλεί την Ιδέα. Τρέλα ωφέλιμη. Μια από τις πράξεις του σύμπαντος συντελέστηκε εδώ. Άλλο τίποτα, η αναπνοή απόμεινε, τέλος του λόγου και της χειρονομίας ενωμένων – φυσά το κερί του είναι, που μ' αυτό τα πάντα έγιναν. Απόδειξη.
(Εμβάθυνε σε όλα αυτά)

Ι.

ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ

Βέβαια υφίσταται μια παρουσία του Μεσονυχτιού. Η ώρα δε χάθηκε σε καθρέφτη, δε χώθηκε σε παραπετάσματα, αναπλάθοντας με την αδειανή της ηχηρότητα κάποια επίπλωση. Θυμούμαι το χρυσάφι της που πήγαινε να μοιάξει κόσμημα τίποτα ονείρου, πλούσια κι ανωφέλευτη επιβίωση, μόνο που στο θαλασσινό κι αστρικό σύμπλοκο κάποιας χρυσοχοϊκής διαβαζόταν το άπειρο τυχαίο των συζεύξεων.
Αποκαλύπτοντας τα μεσάνυχτα, ποτέ τότε παρόμοιο δε φανέρωσε συνταίριαγμα, γιατί νάτην η μοναδική που δημιούργησε ώρα. Όπου και θάλασσα και αστερισμοί ξεχωρίζουν απ' τ' Άπειρο, παραμένοντας, στην εξωτερικότητα, αμοιβαία μηδέν, για να εναποθέσουν την ουσία, στην ώρα την ενιαία, να κάμει το απόλυτο παρόν των πραγμάτων.
Και η παρουσία του Μεσονυχτιού παραμένει στ' όραμα του χρόνου όπου η μυστηριώδης επίπλωση καθηλώνει αόριστη μια δόνηση σκέψης, θραύσμα φωτεινό της επιστροφής και του αρχικού των κυμάτων της απλώματος, ενώ ακινητοποιείται (σε όριο κινητό) η προηγούμενη απ' την πτώση της ώρας θέση σε γαλήνη ναρκωτική του εγώ καθαρού μακρόχρονα ονειρεμένου. Που ο χρόνος του όμως αποσυνετέθηκε σε παραπετάσματα όπου απαω στάθμευσε, συμπληρώνοντάς τα με την αίγλη της, μποδισμένη η δόνηση, μέσα σε λήθη, σαν κόμη που λιποθυμεί, τριγύρω στο φωτισμένο πρόσωπο του μυστηρίου, με μάτια τίποτα όμοια ο καθρέφτης, του φιλοξενούμενου, του στερημένου κάθε σημασία όσο και παρουσία.
Είναι τ' όνειρο το καθαρό ενός Μεσονυχτιού εξαφανισμένο στον εαυτό του, που τη Λάμψη του την αναγνώρισαν, μονάχο που στους κόλπους παραμένει της βυθισμένης συμπλήρωσής του στη σκιά, και την στειρότητά του συνοψίζει στην ωχρότητα ενός βιβλίου ανοιχτού που επιδεικνύεται στο τραπέζι. Σελίς και διάκοσμος της Νύχτας συνηθισμένα, μόνο που ακόμα υφίσταται η σιωπή ενός λόγου που πρόφερε αρχαίου, όπου, επιστρέφοντας, τούτο το Μεσονύχτι αναπλάθει τη σκιά του τελειωμένη και εκμηδενισμένη με τα λόγια αυτά: Υπήρξα η ώρα που οφείλει να με κάμει καθαρό.
Νεκρή από καιρό, τέτοια καθρεφτίζεται μια αρχαία ιδέα στη λάμψη της χίμαιρας που μέσα της το όνειρο της εξέπνευσε, και αναγνωρίζει στην απρομνημόνευτη τον εαυτό της κενή χειρονομία που την ίδια προσκαλεί, για να περατώσει του πολικού ονείρου αυτού τον ανταγωνισμό, να πάει, και με τη λάμψη μαζί τη χιμαιρική και το κείμενο ξανά κλειστό, στο χάος της αμβλωμένης σκιάς και του λόγου που συγχωρεί τα Μεσάνυχτα.
Ανώφελο, της επίπλωσης που συμπληρωμένη θα σωριαστεί σ' ερέβη όπως τα παραπετάσματα, που βάρυναν κιόλας στο σταθερό όλων των ημερών σχήμα, ενώ, αυτενέργητη αναλαμπή, από την ίδια της γεννημένη την προβολή στης σκοτίδας το καθρέφτισμα, σπινθηρίζει η καθάρια του διαμαντιού φωτιά στο ρολόγι, μοναδική επιβίωση και κόσμημα της αιώνιας Νύχτας, διατυπώνεται η ώρα σ' αυτήν την ηχώ, στο κατώφλι θυρόφυλλων που με την πράξη του της Νύχτας άνοιξαν: «Χαίρε που υπήρξα, νύχτα, ό ίδιος σου τάφος, που, η επιζώσα όμως σκιά, θα μεταμορφωθεί σε αιωνιότητα».

ΙΙ.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΗΝ ΚΑΜΑΡΗ ΚΑΙ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ

(Αντί να κατέβει καβαλώντας στην καγκελλαριά)

Σαν εξαφανίστηκε η σκιά στο σκοτάδι, η Νύχτα απόμεινε με μια αμφίβολη αίσθηση εκκρεμούς που πάει να φταστεί και να ξεψυχήσει στον εαυτό του. Μα ό,τι λάμπει και πάει, εκπνέοντας στον εαυτό του, να αποσβεστεί, ο εαυτός της αντιλαμβάνεται να το σηκώνει ακόμα. Λοιπόν, αυτηνής είναι δίχως αμφιβολία ο χτύπος που είχε ακουστεί και ο θόρυβός του ο ολοκληρωτικός που ανεπιστρεπτί κατάπεσε στερημένος στο παρελθόν του.
Αν από τη μια το διφορούμενο έληξε, από την άλλη μια κίνηση διαρκεί, πιο επίμονη, σημαδεμένη μ' ένα διπλό χτύπημα, που δεν προσεγγίζει πια η όχι ακόμη την έννοιά της, κι ένα της τωρινό ψαύσιμο, κατώπς πρέπει να γίνεται, συγκεχυμένα γεμίζει το διφορούμενο ή την παύση του: σάμπως η ολοκληρωτική πτώση που στάθηκε το μοναδικό βρόντημα των πυλών του τάφου, να μην έσβηνε ανεπιστρεπτί τον φιλοξενούμενο. Και στην αβεβαιότητα που προέρχεται πιθανόν από την καταφατική διατύπωση, που με του εντάφιου κενού επεκτείνεται την αναπόληση το σκόνταμα, όπου η λάμψη συγχέεται, της πτώσης ένα όραμα παρουσιάζεται των θυρόφυλλων που διακόπηκε, σάμπως ο εαυτός του να 'ταν ο ίδιος, που προικισμένος τη μεταίωρη κίνηση, πάνω του την γύριζε στην επακόλουθη ιλιγγιώδη σπείρα. Και επ' αόριστο θα 'πρεπε ν' αφίσταται, αν μια κατάθλιψη αυξάνουσα, βάρος βαθμιαίο απ' ό,τι δεν αντιλαμβανόμασταν, παρ' όλο που ήταν εξηγημένο γενικά, δεν υπέθετε βεβαία την απόδραση σ' ένα ενδιάμεσο, την παύση. Ή, όταν το χτύπημα ξεψύχησε, και αυτές αφομοιώθηκαν, τίποτα πράγματι δεν ακούστηκε πια: παρά μόνο παράλογων ο χτύπος φτερών κάποιου φιλοξενούμενου που η νύχτα τον τρόμαξε τον χτύπησε στον βαρύ του ύπνο η λάμψη και εξακολουθεί την απροσδιόριστή του φυγή.
Γιατί, το μέρος τούτο που άγγισε το λαχάνιασμα, δεν ήταν κάποια του εγώ αμφιβολία στερνή, που σάλευε τα φτερά της περνώντας κατά τύχη, παρά η συνεχής και οικεία μιας ανώτερης ηλικίας προσεπαφή, που πνεύματα πάρα πολλά επιμελήθηκαν να συλλέξουν όλη από τους αιώνες τη σκόνη στον τάφο της, για να καθρεφτιστούν σ' ένα εγώ καθαρό, και υποψία καμιά να μη διαβεί απάνω στην αραχνένια κλωστή – ώστε η ύστατη να καθρεφτιστεί στον ίδιο τον εαυτό της σκιά, και μέσα στο πλήθος ν' αναγνωριστεί τις εμφανίσεις της που συμπεριλαμβάνονται στο μαργαρώδες άστρο του νεφελώματος της γνώσης των που κρατά το 'να χέρι, και τ' άλλο τον τόμο τους με τον χρυσό σπινθήρα στο θυρεό του κλείστρου. Τον τόμο από τις νύχτες τους. Τέτοια, βλέποντας τον εαυτό της, τώρα, για να βλέπεται, καθαρή, τούτη, η Σκιά, με τη στερνή της μορφή που ποδοπατεί, πίσω της, πλαγιασμένη και ξαπλωμένη, κι ύστερα εμπροστά της, σε ένα πηγάδι, η έκταση από τα κοιτάσματα της σκιάς, που αποδίδεται στην καθραή νύχτα, απ' όλες τις όμοιές της που παρουσιάστηκαν νύχτες, για πάντα μ' αυτές χωρισμένα κοιτάσματα, που σίγουρα δεν τα γνώρισαν – που, το ξέρω, δεν είναι παρά η παράλογη του θορύβου προέκταση του κλεισίματος της πύλης του τάφου που θυμίζει την πύλη του του πηγαδιού εκείνου η είσοδος.
Τούτη τη φορά, δε χωρεί αμφιβολία πια. Η βεβαιότητα καθρεφτίζεται στ' ολοφάνερο: άδικα, αναπόληση ενός ψέματος, που στάθηκε η συνέπειά του, ακόμα τ' όραμα παρουσιαζόταν ενός τόπου, όπως θα 'πρεπε να 'ταν, για παράδειγμα, το προσδοκώμενο ενδιάμεσο, στ' αλήθεια, έχοντας, για πλάγια τοιχώματα τη διπλή των θυροφύλλων αντίθεση, και για αντικρινά εμπροστά και πίσω, τ' άνοιγμα τίποτα αμφιβολίας που με την επέκταση του θόρυβου των θυροφύλλων μεταδίδεται, όπου κρύβεται το πτέρωμα, και από το εξερευνημένο διχασμένη διφορούμενο, η τέλεια συμμετρία από τα προβλεπόμενα πορίσματα διέψευδε την αλήθεια της. Δε χωρούσε να γελαστείς ήταν η συνείδηση του εγώ (που το ίδιο το παράλογο θα της χρησίμευε ως χώρος) η ευτυχία του.
Παρουσιάζεται εξίσου στη μια και στην άλλη όψη των λαμπερών και αιωνίων τοιχωμάτων δικό της μη κρατώντας παρά την οπάλινη στο 'να χέρι λάμψη της γνώσης της και στ' άλλο τον τόμο της, τον τόμο από τις νύχτες της που είναι τώρα κλειστός: παρελθόν και μέλλον που τέλεια και τελειωμένα εξουσιάζει η σκιά καθαρή φτάνοντας στον κολοφώνα του εγώ, απέξω τους. Ενώ μπροστά και πίσω επεκτείνεται το εξερευνημένο ψέμα του άπειρου, ερέβη όλων μου των οπτασιών συγκεντρωμένων, τώρα που ο χρόνος έληξε και πια δεν τις μοιράζει, ξαναπεσμένες σε βαρύν ύπνο, ατόφιο, (τότε που πρωτακούστηκε ο θόρυβος) που στ' άδειο του μέσα ακούω της ίδιας μου της καρδιάς τους παλμούς.
Δε μ' αρέσει ο θόρυβος αυτός: αυτή της βεβαιότητάς μου η τελειότητα μ' ενοχλεί: όλα παραείναι φωτεινά, η λάμψη μαις απόδρασης την επιθυμία φανερώνει. Όλα λάμπουν πολύ, θα μ' άρεσε να επιστρέψω στη Σκιά μου, την προϋπάρχουσα και άπλαστη, και με τη σκέψη ν' απεκδυθώ τη μεταμφίεση που η ανάγκη μου επέβαλε, να κατοικήσω αυτής της φυλής την καρδιά (που εδωνά ακούω να χτυπά) μοναδικό του επαμφοτερισμού απομεινάρι.
Στ' αλήθεια, στην ανησυχαστική και ωραία τούτη συμμετρία της κατασκευής του ονείρου μου, ποιο από τα δυό να εκλέξω ανοίγματα, μια και μέλλον πια δεν υπάρχει που το ένα απ' αυτά να το αντιπροσωπεύει; Και τα δυό οριστικώς ισοδύναμα, τάχα δεν αποτελούν τη σκέψη μου; Πρέπει ακόμα να φοβούμαι το τυχαίο, τον προαιώνιο αυτόν εχθρό που με διαμοίρασε σε δημιουργημένα ερέβη και χρόνο, ειρηνεμένα και τα δυο εδώ στον ίδιο ύπνο; Και τάχα, με το τέλος του χρόνου, που είχε ως συνέπεια το αυτό για τα ερέβη, εκείνο το ίδιο δεν εκμηδενίστηκε;

(Ψίθυρος)

Πράγματι, η πρώτη π' ανταμώνουμε μοιάζει με την σπείρα την προηγούμενη: ο ίδιος ρυθμικά κοφτός θόρυβος, και το ίδιο το ψαύσιμο: όμως καθώς το παν έλαβε τέλος, τίποτε πια να με τρομάξει δε μπορεί: ο τρόμος μου που με μορφή πουλιού προέτρεξε είναι πολύ μακριά: τάχα από την οπτασία του τι υπήρξα δεν αντικαταστάθηκε; και μ' αρέσει τώρα να το σκέφτομαι, τ' όνειρό μου για να μπορέσω να βγάλω απ' αυτήν την αμφίεση.
Τάχα τούτη η ρυθμική τμήση ο θόρυβος, δεν ήταν από το προχώρημα του ανθρώπου μου που στη σπείρα τώρα συνεχίζεται, και το ψαύσιμο, της διφυίας του το αβέβαιο ψαύσιμο; Τελοςπάντων δεν είναι η τριχωρή κοιλιά ενός κατωτέρου μου φιλοξενούμενου, που η αμφιβολία στη λάμψη της προσέκρουσε, κι αυτός μ' ένα φτεροκόπημα ξέφυγε, αλλά μιας ανώτερης ή βελουδένια φυλής προτομή που το φως την τσαλακώνει, και ανασαίνει μέσα σε ατμόσφαιρα αποπνικτική, από ένα πλάσμα που δεν έχει η σκέψη του εαυτού της συνείδηση, του τελευταίου προσώπου μου, που έν' αραχνένιο πτύχωμα το χώρισε από το πλάσμα του, και το ίδιο δεν γνωρίζεται: και, τώρα που για πάντα ξεχώρισε η διφυία του, και π' ούτε πια ακούω το θόρυβο του προχωρήματός του δια μέσου του, δια μέσου του θα ξεχαστώ, και θα διαλυθώ στο εγώ μου.
Το χτύπημά του τρικλίζει ξανά όπως πριν αποκτήσει τη συνείδηση του εαυτού του: ήταν η τμήση η ρυθμική του μέτρου μου που η θύμησή της μεγαλωμένη μου ξανάρθε από τον θόρυβο του χρόνου στο διάδρομο της πύλης του τάφου μου, και από την παραίσθηση: και, το ίδιο που στ' αλήθεια υπήρξε κλειστή, το ίδιο τώρα πρέπει ν' ανοίξει για να μπορέσει να εξηγηθεί τ' όνειρό μου.

[Εγκαταλείπει την κάμαρη]

Σήμανε η ώρα μου να φύγω, η καθαρότητα του κρύσταλου θ' αποκατασταθεί, δίχως αυτό το πλάσμα, του εαυτού μου όραμα – μαζί του όμως θα πάρει το φως! – η νύχτα! Πάνω στ' άδεια τα έπιπλα, ξεψύχησε τ' Όνειρο μέσα σε τούτη τη γυαλένια φιάλη, καθαρότητα – που περιέχει την ουσία από το Μηδέν.

ΙΙΙ.

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΓΚΙΤΟΥΡ

[ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ]

Φυλή μου άκουσε πριν μου σβύσεις το κερί – της ζωής μου που θα σου κάμω τον απολογισμό – Εδωνά: νεύρωση, ανία, (ή Απόλυτο!)

[Ώρες κενές: καθαρά αρνητικές]

Έζησα πάντα προσηλωμένη την ψυχή μου στο ρολόγι. Βέβαια, το παν έκαμα ώστε ο χρόνος που σημαίνονταν να 'μενε παρών μέσα στην κάμαρη, και να γινόταν για μένα η τροφή και η ζωή – τις κουρτίνες πάχυνα, και καθώς, για να μην αμφιβάλλω στον εαυτό μου είμουν υποχρεωμένος αντίκρυ σε τούτον να καθήσω τον καθρέφτη, μ' ακρίβεια περισυνέλεξα τα πιο ελάχιστα μόρια του χρόνου μέσα σε ολοένα παχυνόμενα υφάσματα. – Πολλές φορές μου 'καμε μεγάλο καλό το ρολόγι.

(Τούτο πριν να ολοκληρωθεί η Ιδέα του; Πράγματι, πετάχτηκε απ' τη φυλή του έξω του χρόνου ο Ίγκιτουρ).

Ιδού ο Ίγκιτουρ εν συνόψει, απ' όταν ολοκληρώθηκε η Ιδέα του: – Το παρελθόν που περιλαμβάνει η φυλή του απάνω του βαραίνει με την αίσθηση του πεπερασμένου, τούτη την ανία καθιζαίνει η ώρα από το εκκρεμές σε βαρύ χρόνο, αποπνιχτικό, και της συντελείας του μέλλοντος, η αναμονή του, καθαρόν σχηματίζουν χρόνο, ή ανία, που η αρρώστεια την κάνει του ιδεώδους ασταθή: τούτ' η ανία, μη μπορώντας να υπάρχει, μετατρέπεται στα στοιχεία της, μέσα σε λίγο, όλα τα κλειστά έπιπλα, και γεμάτα με το μυστικό τους. Και ο Ίγκιτουρ καθώς απειλείται από το μαρτύριο να υπάρχει αιώνια, που το προαισθάνεται αόριστα, ψάχνοντας μες στον καθρέφτη, που 'γινε ανία, τον εαυτό του, και βλέποντας να είναι ακαθόριστος, και έτοιμος σα να 'ταν να λιποθυμήσει μες στο χρόνο να εξαφανιστεί, αναπολώντας τον εαυτό του ύστερα. Ύστερα όταν απ' όλη τούτη την ανία, χρόνο, ξαναέγινε ο ίδιος, βλέποντας εκεί μέσα τον εαυτό του να τον περιβάλλει αραιότητα, απουσία ατμόσφαιρας, και να στρεβλώνουν μέσα στο κενό τις χίμαιρες τους τα έπιπλα, και αδιόρατα ν' αναρριγούν οι κουρτίνες, ανήσυχες. Τότε, ανοίγει τα έπιπλα, το μυστήριό τους ν' αδειάσουν, το άγνωστο, τη σιωπή τους, τη μνήμη τους, εντυπώσεις και ικανότητες ανθρώπινες, – και σαν νομίσει ότι ξανάγινε ο ίδιος, προσηλώνει με την ψυχή του το ρολόγι, που η ώρα του εξαφανίζεται στον καθρέφτη, ή πάει και κρύβεται στις κουρτίνες, παραγέμισμα επιπλέον δίχως ούτε στην ανία να τον αφήνει που επικαλείται και ονειρεύεται. Ανήμπορος από την ανία.

Χωρίζεται από τον ακαθόριστο χρόνο και υπάρχει! Και σαν άλλοτε δεν πρόκειται με μια δόνηση τεφρή να σταθεί ο χρόνος τούτος πάνω στους ατόφιους εβένους που οι χίμαιρές τους με μια καταθλιπτική αίσθηση πεπερασμένου κλείναν τα χείλη, και, στα βεβαρυμένα και κορεσμένα μη μπορώντας πια παραπετάσματα να χωρέσει, με ανία να γεμίσει έναν καθρέφτη όπου, πνευστιώντας και παθαίνοντας ασφυξία, ικέτευα ένα ακαθόριστο να παραμείνω πρόσωπο που μέσα εντελώς χάνονταν στον συγκεχυμένο καθρέφτη. Ίσαμε που επιτέλους, μια στιγμή τραβώντας τα χέρια από τα μάτια μου όπου τα είχε βάλει για να μη το δω να εξα, μέσα σε μια αίσθηση τρομαχτική αιωνιότητας η φρίκη. Και σαν πάλι άνοιξα στο βάθος του καθρέφτη τα μάτια, το πλάσμα έβλεπα της φρίκης, της φρίκης το φάντασμα που από λίγο λίγο απορροφούσε ό,τι ακόμα έμενε μέσα στον καθρέφτη πόνος και αίσθημα, με τα ύστατα τρέφοντας τη φρίκη του ρίγη από τις χίμαιρες και των παραπετασμάτων την αστάθεια, και να σχηματίζεται αραιώνοντας ίσαμε μιαν ανήκουστη καθαρότητα τον καθρέφτη, – ώσπου, σταθερά, να ξεχωρίσει από τ' απόλυτα καθαρό κρύσταλο, σάμπως σχηματισμένο στον πάγο του, – ώσπου τα έπιπλα επιτέλους, με τα στοιχειά τους που 'χαν υποκύψει μαζί με τις συσπάσεις των δακτυλίων τους, να έχουν πεθάνει σε στάση σοβαρότητας και απομόνωσης, μέσα στην απούσα ατμόσφαιρα τις σκληρές τους προβάλλοντας γραμμές, μαρμαρωμένα στη στερνή τους προσπάθεια τα στοιχειά, και διακόπτοντας οι κουρτίνες την ανησυχία τους να καταπέσουν, σε στάση που διαπαντός θα όφειλαν να κρατήσουν.

IV.

ΤΟ ΡΙΞΙΜΟ ΑΠ' ΤΑ ΖΑΡΙΑ

(ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ)

[ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ]

Εν συντόμω σε πράξη που παίζει ρόλο το τυχαίο, το τυχαίο κάθε φορά θα εκπληρώσει την ιδέα του καταφάσκοντας ή αρνούμενο τον εαυτό του. Άρνηση και κατάφαση άντικρυ στην ύπαρξή του πέφτουν έξω. Περιέχει το Παράλογο – το υποθέτει, αλλά σε κατάσταση λανθάνουσα κι εμποδίζει την ύπαρξή του: κι αυτό είναι που επιτρέπει στο Άπειρο να υπάρχει.

Το Κεράτιο* είναι το Κέρατο του ίππου – του μονόκερου.

Όμως η πράξη ολοκληρώνεται.
Τότε το εγώ του εκδηλώνεται με τ' ότι ξαναπαίρνει την Τρέλα: παραδέχεται την Πράξη, και, εκούσια, ξαναπαίρνει την Ιδέα, σαν Ιδέα: και η Πράξη (όποια κι αν είναι η δύναμη που την οδήγησε) μια και αρνήθηκε το τυχαίο, συνεπάγεται μ' αυτό πως στάθηκε η Ιδέα αναγκαία.

-Τότε αντιλαμβάνεται ότι τρέλα, βέβαια, είναι απόλυτα να την παραδεχτείς: σύγχρονα όμως μπορεί να πει, ότι με το γεγονός τούτης της τρέλας, έχοντας αρνηθεί το τυχαίο, η τρέλα τούτη στάθηκε αναγκαία. Σε τί; (Κανείς δεν το ξέρει, είναι απομονωμένο απ' την ανθρωπότητα).

Το παν επί του προκειμένου είναι ότι η φυλή του στάθηκε καθαρή: ότι την καθαρότητά της την αφαίρεσε από το Απόλυτο, για να 'ναι αυτή, και απ' αυτό δίχως ν' αφήσει παρά μόνο μιαν Ιδέα, που καταλήγει κι αυτή στην Ανάγκη: και πως όσο για την Πράξη, είναι τέλεια παράλογη έξω από κίνηση (προσωπική) που επιστρέφει στο Άπειρο: αλλά ότι το Άπειρο επιτέλους ορίστηκε.

ΣΚΗΝΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ, ΠΑΛΙΟΣ ΙΓΚΙΤΟΥΡ

Ένα ρίξιμο απ' τα ζάρια που εκπληρώνει μια πρόρρηση, απ' όπου εξαρτήθηκε η ζωή μιας φυλής. «Μη σφυράτε» στους ανέμους, στους ίσκιους – αν πρόκειται, ως ηθοποιός, να κάμω το κόλπο μου εξάρες – με κανέναν τρόπο δε χωρεί τυχαίο.
Απαγγέλλει την πρόρρηση , που κατά βάθος την κοροϊδεύει. Εγένετο τρέλα.

Ο Ίγκιτουρ απλώς αναταράσσει τα ζάρια – κίνηση, πριν να πάει ν' ανταμώσει τις στάχτες, μόρια των προγόνων του: η κίνηση που υπάρχει μέσα του συγχωρείται. Καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ο επαμφοτερισμός.
Κλείνει το βιβλίο – φυσά το κερί, – με την πνοή του που περιείχε το τυχαίο: και, σταυρώνοντας τα χέρια, πλαγιάζει πάνω στις στάχτες των προγόνων του.
Σταυρώνοντας τα χέρια – χάθηκε το Απόλυτο, σε καθαρότητα της φυλής του, (γιατί αλλιώς δε μπορεί να γίνει μια και παύει ο θόρυβος).
Πανάρχαια φυλή, κατάπεσε ο χρόνος της που βάραινε, υπερβολικός, στο παρελθόν, και που γεμάτη τυχαίο δεν έζησε, τότε, παρά με το μέλλον της μόνο. – Έχοντας τούτο το τυχαίο αρνηθεί χάρις σ' έναν αναχρονισμό, ένα πλάσμα, ύστατη ενσάρκωση αυτής της φυλής, – που, χάρις στο παράλογο, νιώθει μέσα του την ύπαρξη του Απόλυτου, έχει, ξεμοναχιασμένο, ξεχάσει τον ανθρώπινο λόγο στο βιβλίο το μαγικό, και τη σκέψη σ' ένα φέγγος, το 'να την άρνηση εξαγγέλλοντας, φωτίζοντας τ' άλλο τ' όνειρο που μέσα σ' αυτό βρίσκεται. Το πλάσμα που, πιστεύοντας την ύπαρξη του μόνου Απόλυτου, φαντάζεται ότι βρίσκεται παντού μέσα σ' όνειρο (δρα σύμφωνα με το Απόλυτο) θεωρεί την πράξη ανώφελη, γιατί υπάρχει και δεν υπάρχει τυχαίο – το ανάγει το τυχαίο στο Άπειρο – που, λέγει, κάπου πρέπει να υπάρχει.

V.

ΠΛΑΓΙΑΖΕΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ

ή τα ζάρια τυχαίο που απορροφήθηκε

Πάνω στις στάχτες των άστρων, τις αδιαχώριστες της οικογένειας, το πλάσμα το φτωχό, ήταν πλαγιασμένο, αφού ήπιε από το μηδέν τη σταλαγματιά που λείπει στη θάλασσα. (Η άδεια φιάλη, τρέλα, αυτό όλο μένει απ' τον πύργο;) Φεύγοντας το Μηδέν μένει ο πύργος της καθαρότητας.



__________________
*Κεράτιο είναι το χωνί που ρίχνουν τα ζάρια.



ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΛΑΡΜΕ – Ν.Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

1.Ίγκιτουρ σημαίνει λατινικά: δηλαδή, το αρχαίο ελληνικό ουν. Το πρόσωπο του Μαλλαρμικού μύθου κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, έχει όνομα παραπλήσιο με το «Ούτις» του Ομηρικού Οδυσσέα. Επιπλέον αμετάφραστη η λατινική λέξη καθώς βρίσκεται στην αρχή ενός τραγουδιού που αναμέλπουν γηθόμενοι οι φοιτητές gaudeamus igirur, ειδικά στη Γερμανία, υπαινίσσεται τους ψυχικούς αγώνες της νεότητας, ό,τι χαρακτηρίζεται ως περίοδος Sturm und Drang στο άτομο αλλά και στην ιστορία της εξέλιξης και διαμόρφωσης του γερμανικού πνεύματος που και ως φιλοσοφία, με τον Χέγκελ κορύφωμά της, και ως μουσική ιδιαίτερα, με τον Βάγκνερ, άσκησαν ουσιαστική επίδραση στο ευρωπαϊκό πνεύμα ολόκληρου του 19ου αιώνα.

2....παίζοντας, διαρκώς παίζοντας πάνω στις διπλές και τριπλές σημασίες, που χαρίζουν στις λέξεις του σπάνια ακτινοβολία,...

Παραδείγματα από το κείμενο του αφηγήματος που μεταφράσαμε: η λέξη volume = τόμος, σημαίνει και τον όγκο. Η λέξη glace = καθρέφτης σημαίνει και τον πάγο, υποβάλλοντας φυσικά την έννοια του ψύχους. Η λέξη (cette) fois = (τούτη τη) φορά ακούγεται όπως η λέξη foi = πίστη. Η λέξη puits = πηγάδι, ακούγεται όπως η λέξη puis = ύστερα. Η λέξη douze = οι εξάρες στα ζάρια, θυμίζει άμεσα τα μεσάνυχτα. Η λέξη souffle = πνοή, συνδέεται στενότατα με τη λέξη souffler = φυσώ. Η λέξη indivises = αδιαχώριστες, θυμιζει τη λέξη devices = έμβλημα, γνωμικό. Η λέξη folie = τρέλα, έχει τα ίδια γράμματα με τη λέξη fiole = φιάλη. Η λέξη conjoction = σύζευξη, λέγεται ειδικά επί των συναντήσεων των αστέρων. Η λέξη age = ηλικία, σημαίνει και την εποχή.



STEPHANE MALLARME
Ο ΙΓΚΙΤΟΥΡ Ή Η ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΕΛΒΕΝΟΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ 1983
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΟΧΛΙΑΣ, ΤΕΥΧΟΣ 18, ΙΟΥΝΙΟΣ 1947