Οι αρχαίοι ήταν
πεπεισμένοι, και δικαίως ότι δια να
επιτευχθή το Μέγα Έργον έπρεπε να μιμηθή
τις τους τρόπους της Φύσεως, «ο τύπος ή
το υπόδειγμα της ερμητικής τέχνης, δεν
είναι άλλο από αυτήν ταύτην την Φύσιν»,
λέγει ο Pernety. Η συνταγή λοιπόν του Μεγάλου
Έργου έπρεπε να αντιγραφή από την
εξέλιξιν της Φύσεως, διότι εν τελική
αναλύσει μεταστοιχείωσις ενός σώματος
εις εν έτερον, ισοδυναμεί προς προώθησιν
τούτου εκ του ενός σταδίου εξελίξεως
εις έτερον.
Κατά τον ίδιον
τον Pernety, η εξέλιξις αύτη επιτελείται
δια των ακολούθων επτά σταδίων:
1)Πυράκτωσις
(Calcination)
2)Σήψις
(Putrefaction)
3)Διάλυσις
(Solution)
4)Απόσταξις
(Distillation)
5)Συναίρεσις
(Congestion)
6)Εξάχνωσις
(Sublimation)
7)Συμπύκνωσις
(Coagulation)
Είναι παλαιοί
όροι απαιτούντες μικράς τινας εξηγήσεις.
Η Πυράκτωσις
ωρίζετο ως η «κάθαρσις ή κονιοποίησις
των σωμάτων μέσω του εξωτέρου πυρός
όπερ αποσυνδέει τα τμήματα διαχωρίζον
ή εξατμίζον το υγρόν όπερ τα συνδέει»,
(Pernety, Dict. Mythohermetique, art. Calcination). Οι αρχαίοι
συγγραφείς μεγάλως διήγειρον την
προσοχήν των πειραματιστών προς αποφυγήν
συνταυτίσεως του φιλοσοφικού
λεγομένου πυρός,
με το σύνηθες πυρ. Έλεγον ότι έπρεπε να
γίνη χρήσις ενός υγρού πυρός.
Χρησιμοποιούμεν και σήμερον ακόμη εν
ανάλογον πυρ, υπό το όνομα «ατμόλουτρον».
Αλλά δεν γνωρίζομεν πλέον ειμή εν είδος
τοιούτου πυρός, βοηθεία ζέοντος ύδατος.
Ενώ το υγρόν πυρ των σοφών
ήτο εν είδος ατμόλουτρου χρησιμοποιούντος
όμως το πόντειον ύδωρ
(eau pontique). Ο όρος ούτος υπονοεί τον
υδράργυρον των σοφών.
Είναι εν των πολυαρίθμων συνωνύμων τα
οποία χρησιμοποιούν τα αρχαία συγγράμματα
προκειμένου περί της ουσίας ταύτης. Ο
υδράργυρος των σοφών, πολύ απέχει από
τον συνήθη μεταλλικόν υδράργυρον. Επί
του σημείου τούτου σήμερον συμφωνούν
όλοι οι ερευνηταί. Εν τούτοις οι αλχημισταί
έδιδον τόσας σημασίας εις τον όρον
υδράργυρος, ώστε να είναι πολύ δύσκολον
να αντιληφθώμεν τι ηννόουν δια του
φιλοσοφικού υδραργύρου. Ούτω π.χ. έλεγον
συνηθέστατα mercurius a natura coagulatus δια κάθε
στερεόν μέταλλον, ενώ ως γνωστόν ο
μεταλλικός υδράργυρος εις την συνήθη
θερμοκρασίαν είναι υγρός.
Ίσως
λοιπόν το πόντειον τούτο ύδωρ – το
οποίον δεν πρέπει να συγχέωμεν με το
οξύτατον όξος λεγόμενον
ωσαύτως πόντειον ύδωρ (πιθανώς το θειικόν
ή νιτρικόν οξύ) – ήτο μια κολλοειδής
διάλυσις, η οποία είχε την ιδιότητα να
ανάγη τα σώματα εις τας πρώτας αυτών
αρχάς – δηλ. να εκλύει αυτομάτως τα
συστατικά των ατόμων, ικανότης η οποία
απεδίδετο εις το Πόντειον τούτο ύδωρ.
Εκείνο
το οποίον θα μας έκαμε να πιστεύσωμεν
τούτο, είναι ότι το ειδικόν τούτο πυρ
το οποίον εθέρμαινε το ατμόλουτρον,
εκαλείτο άλλως φιλοσοφικόν πυρ.
Απεκάλουν ούτω «το ουράνιον πυρ το
πανταχού διαδεδομένον», το οποίον «τα
πάντα παράγει και τα πάντα καταστρέφει»,
«το οποίον αποκαθαίρει τας ακαθαρσίας
του ύδατος», «το μεταβάλλον την φύσιν
του ύδατος», όπερ «ζωοποιεί και φωτίζει
το σώμα όταν μίγνυται μετ' αυτού»
(Pernety: Dict. Mythohermetique , art. Feu Philoshophique). Ο
νεώτερος ηλεκτρισμός θα ισοδυναμεί
τότε προς το πυρ τούτο. Διότι πράγματι
εάν υπό το όνομα ηλεκτρισμός, εννοούμεν
γενικόν τι φαινόμενον, εύρηται ούτος
διακεχυμένος πανταχού, παράγει το παν
διότι το ενδοατομικόν ρεύμα προξενεί
την ευστάθειαν της ύλης, καταστρέφει
τα πάντα, διότι δια την ιδίαν αιτίαν
αφεταιριώνει την ύλην καθαίρει τας
ακαθαρσίας του ύδατος διότι το
αποστειρώνει, του μεταβάλλει ωσαύτως
την φύσιν τη βοηθεία της ηλεκτρολύσεως,
ζωογονεί το σώμα δια του φαραδισμού και
του αρσονβαλισμού: εν τούτοις δεν το
φωτίζει επί του παρόντος, μολονότι
κατέστησαν ιχθείς τελείως διαφανείς
δι' εισαγωγής εντός του σώματος των ενός
λαμπτήρος πυρακτώσεως, και δυνάμεθα
την σήμερον να διακρίνωμεν τον ανθρώπινον
σκελετόν δια μέσου των σαρκών βοηθεία
της ραδιοσκοπίας.
Εάν
σκεφθώμεν ότι σήμερον λαμβάνομεν δια
του ηλεκτρισμού σχετικώς ευκόλως
κολλοειδή διαλύμματα, δυνάμεθα ευκόλως
να σκεφθώμεν ότι το πόντειον
εκείνο ύδωρ
ήτο ανάλογον παρασκεύασμα. Αφ' ετέρου
αποδίδομεν σήμερον εις τα κολλοειδή
μέταλλα ικανότητας πραγματικών μεταλλικών
φυραμάτων. Αλλ' η ζύμωσις των μετάλλων
διεδραμάτιζε σπουδαίον ρόλον εν τη
Αλχημεία. Έδει απαραιτήτως η προς
μετουσίωσιν ουσία πρώτον να υποστή
ζύμωσιν. Τούτο ήτο εν των κυριωτέρων
μυστικών του μαγιστερίου,
ήτοι του Μεγάλου Έργου.
Εν
συνόψει η πυράκτωσις
ήτις καθαίρει και κονιοποιεί εν σώμα
δια του υγρού πυρός των φιλοσόφων
περιορίζεται εις την παρασκευήν
κολλοειδούς τινος παρασκευάσματος του
εν λόγω σώματος εν τω οποίω τα μόρια
ευρίσκονται ούτως ειπείν εν διαστάσει,
εν «κονιοποιήσει» και δια της κατεργασίας
ταύτης επιτυγχάνεται η κάθαρσις. Ετελείτο
πιθανώς δια διοχετεύσεως ενός ρεύματος
δια μέσου διαλύσεως ήδη κολλοειδούς
(ποντείου ύδατος), δια του οποίου παρήγετο
το υγρόν εκείνο πυρ.
Αλλ'
εις το σημείον τούτο τίθεται εν ερώτημα.
Οι αλχημισταί εγνώριζον τον ηλεκτρισμόν;
Θα μοι επιτραπή να μην απαντήσω, διότι
τα ανεξέλεγκτα αποτελέσματα τα οποία
λέγουσιν ότι ούτοι επέτυχον δεν
εμελετήθησαν αρκούντως δια να, δυνηθώμεν
να απαντήσωμεν καταφατικώς ή αρνητικώς.
Αι αποτυχίαι εν τούτοις των «Souffleurs», οι
οποίοι ηρκέσθησαν εις την χρησιμοποίησιν
του κοινού πυρός, αφήνει τουλάχιστον
να σκεφθώμεν ότι οι αρχαίοι είχον ιδέαν
τινα περί της ηλεκτρικής ενεργείας.
Η
ζύμωσις κατά
τους συγγραφείς «φθείρει την παλαιάν
φύσιν και την μορφήν του ζυμουμένου
σώματος, το μετατρέπει εις νέον τι σώμα,
δια του οποίου γεννάται ύστερον εις
τελείως νέος καρπός». Εθεωρείτο ως η
προπαρασκευαστική εργασία της τρίτης
φάσεως του Μεγάλου Έργου της «διαλύσεως»
ήτοι της μετατροπής του υγρού ριζικού
(humide radica) εις εν υγρόν σώμα, προκαλουμένης
δια «κεκρυμμένου πτητικού πνεύματος
εν τω πρωταρχικό ύδατι». Το υγρόν
τούτο σταθερόν ριζικόν
ωρίζετο ιδιαιτέρως «ως ο σπόρος και η
βάσις των μετάλλων».
Είδομεν
ότι η πυράκτωσις απεσκόπει τον διαχωρισμόν
και την απελευθέρωσιν του υγρού όπερ
συνδέει τα μέρη ενός σώματος. Δυνάμεθα
επομένως να σκεφθώμεν ότι το υγρόν
τούτο – αναμφιβόλως αντιστοιχούν προς
το στοιχείον ύδωρ
– δεν είναι άλλο από τον ενδοατομικόν
αιθέρα εν τω οποίω κινούνται τα ηλεκτρόνια.
Οι
αλχημισταί έδιδον διάφορα ονόματα εις
το υγρόν τούτο
ριζικόν. Ήτο
δι' αυτούς η έμμηνος ροή
(menstrue), ήτοι το γενετικόν μέσον (milieu),
θεωρούμενον ως παθητικόν, επομένως
θήλυ, αποτελούν την ουσίαν την
ικανήν να δεχθή παντός είδους μορφάς
οπόθεν προέρχεται ο υδραργυρος
των φιλοσόφων. Δεν
δυνάμεθα άλλως να τον εκλάβωμεν ειμή
ως τον αιθέρα εκ του οποίου, συμφώνως
προς τας συγχρόνους αντιλήψεις,
σχηματίζονται τα μικρότατα υλικά σωμάτια
και εξ αυτών όλα τα σώματα, ακόμη και
εκείνο – που πρέπει ακόμη να ανακαλυφθή
– το οποίον απαντάται και με το όνομα
Φιλοσοφικός Ερμής ή υδράργυρος.
Το
θείον των φιλοσόφων
είναι ο σπόρος
όστις δρα επί του άλατος ή
της ύλης ή
του υγρού ριζικού,
βαθεία και τη μεσολαβέσει του υδραργύρου.
Οι Αλχημισταί επίστευον ότι εμιμούντο
την φύσιν κατά την ζωικήν γένεσιν. Μετά
της θηλείας φύσεως, συνεζεύγνυον εν
άρρεν σπέρμα,
οπότε ελάμβανε χώραν μια γονιμοποίησις
ή ζύμωσις, είχον παρατηρήσει ότι ουδέν
μεταμορφούται εν τη φύσει άνευ της
μεσολαβήσεως του φαινομένου της ζυμώσεως
ή της σήψεως. Γνωρίζομεν όμως ότι από
της εποχής του Παστέρ, το φαινόμενον
της σήψεως, είναι είδος ζυμώσεως,
αποδίδεται δε αύτη εις μικροοργανισμούς
καλουμένους φυράματα.
Κατά
τας ιδέας των, ο αιθήρ (άλας, υγρόν
ριζικόν) έδει να έλθη εις ζύμωσιν (ή
σήψιν) δι' ενεργού τινος αρχής (θείου)
περιλαμβανομένης εντός μικρού τινος
υλικού σωματίου (υδραργύρου).
Κατά
τον ορισμόν το θείον είναι «εκείνο το
οποίον είναι ικανόν να προκαλέση την
σύζευξιν των μερών των σωμάτων». Δέον
αναμφιβόλως τότε, να διακρίνωμεν εν
αυτώ και κυρίως ενδοατομικήν ενέργειαν
εις την οποίαν αποδίδεται σήμερον η
χημική συγγένεια και έλξις των σωμάτων
και των μορίων του σώματος. Αντιλαμβάνεσθε
ήδι τινι τρόπω το θείον τούτο θα ηδύνατο
να περιληφθή εντός του υδραργύρου.
Η
διάλυσις
μετέτρεπε τον ενδοατομικόν αιθέρα
(σταθερώς υγρόν ριζικόν) εις εν ρευστόν
σώμα δηλ. πολύ λεπτόν και ανάλογον προς
τον μεσοπλανητικόν αιθέρα, τον οποίον
δυνάμεθα να εκλάβωμεν ως τι ημιυλικόν
σώμα, βοηθεία του «πτητικού πνεύματος
του κεκρυμμένου εν τω πρωταρχικό ύδατι».
Το ύδωρ τούτο αποκαλείται υδραργυρικόν
ύδωρ διότι
περιλαμβάνει τον υδράργυρον των
φιλοσόφων, είναι δε το πόντειον ύδωρ.
Επρόκειτο
λοιπόν να επιτευχθή εκείνο όπερ ο G. Le
Bon αποκαλεί αφεταιρίωσιν της ύλης, ήτοι
εν ημιυλικόν σώμα, δια της δράσεως της
χημικής ενεργείας ενός κολλοειδούς
σώματος. Τουλάχιστον τοιουτοτρόπως
δυνάμεθα να θεωρήσωμεν την διάλυσιν
των φιλοσόφων.
Μια
ατομική ζύμωσις ή σήψις έδει να
επακολουθήση, ήτις είχεν ως αποτέλεσμα
την μεταμόρφωσιν της φύσεως του σώματος.
Το τελευταίον τούτο ευρίσκετο εις την
κατάστασιν εύρηται το γλεύκος κατά την
διάρκειαν της ζυμώσεως: δεν είναι ούτε
οπός σταφυλής, αλλά δεν είναι ακόμη ούτε
οίνος: ζυμούται.
Απωτέρα
εργασία μετά την ζύμωσιν ήτο η απόσταξις.
Κατά την περίοδον ταύτην λέγουν οι
φιλόσοφοι το σώμα καθίσταται το ανδρόγυνον
Rebis συνεπεία της
συναιρέσεως.
Εκάλουν ούτω την επακολουθούσαν της
αποστάξεως διεργασίαν, κατά την οποίαν
το σώμα ηνούτο μετά των συνθετικών αρχών
πάσης υλικής ουσίας, παρισταμένων υπό
του άλατος (αιθέρος)
του θείου
(ενδοατομικής ενεργείας) και του
υδραργύρου
(σωματίου καθαυτό υλικού). Ελάμβανε τότε
χώραν εν είδος ανασυνθέσεως της ύλης.
Το
μαγιστέριον συνεπληρούτο δια της
εξαχνώσεως και
της συμπυκνώσεως.
Κατά τους συγγραφείς αι δύο αύται
κατεργασίαι ήσαν πολύ απλαί δια τους
κατόχους του μυστικού, πλην πολύ δύσκολοι
δια τους άλλους. Δυνάμεθα πλήρως να
δικαιολογήσωμεν την βεβαίωσιν των
ταύτην, αν και είναι λυπηρόν ότι
συνεκαλύφθησαν με τοιούτον μυστήριον.
Το
μέγα έργον περιελάμβανε τρία στάδια.
Το πρώτον στάδιον συνίστατο εις την
παρασκευήν του Rebis. Το δεύτερον ήτο η
παρασκευή του ελιξηρίου
ή του φιλοσοφικού λίθου.
Το τρίτον στάδιον εκαλείτο βαφή,
συνώνυμον της μεταστοιχειώσεως.
Το
Rebis εάν δεν κατειργάζετο δεόντως, είχε
τάσιν να επαναλαμβάνη την προτέραν
κατάστασιν της πυρακτώσεως. Εχρειάζετο
επομένως να τω δοθή ο κατάλληλος χωρισμός
δυνάμει του οποίου θα επετυγχάνετο η
περαιτέρω εξέλιξις. Έπρεπε, κατά την
αλχημικήν έκφρασιν, να τω δοθή η «εμψυχούσα
αρχή». Το ελιξήριον
είχε τον προορισμόν τούτον.
Τότε
ηδύνατο ο αλχημιστής να προχωρήση εις
την εξάχνωσιν.
Ήτο αύτη, κατά τα κείμενα, μια πράξις
ανάλογος προς την απόσταξιν.
Το
Rebis είναι ήδη εν πράγμα αποκατεστημένον
επί άλλων βάσεων, εν τούτοις δεν φαίνεται
αλλοιωθέν κατά τα συστατικά του στοιχεία:
τα σωμάτια εξ ων απετελείτο ανεσυνετέθησαν
βεβαίως και κατέστησαν διάφορα εκείνων
εξ ων το πρώτον απετελείτο, πλην ομοιάζουν
εισέτι προς άλληλα, θα απαιτηθή επομένως
νέα ζύμωσις.
Η
ερμητική ζύμωσις
είναι το συμπλήρωμα της εξαχνώσεως.
Είναι η μυστικωτέρα πράξις της αλχημείας.
Τελείται δια του ελιξηρίου.
Εάν δεν κατέχωμεν τούτο, είναι απολύτως
αδύνατος. Δια τούτο η παρασκευή του
ελιξηρίου, ή άλλως καλουμένη παρασκευή
του φιλοσοφικού λίθου, κατέχει τα πρωτεία
παρά τοις αρχαίοις συγγραφεύσι. Προ
παντός πρέπει να ευρεθή ο μετουσιώνων
παράγων ούτος.
Όταν
το Rebis επεξεργασθή δια του ελιξηρίου
και τα συστατικά του σωμάτια μετατραπούν
εις άλλα, δέον να προβώμεν εις την χρώσιν
(teinture) του σώματος. Διότι εν Rebis ζυμωθέν
είναι εν σώμα εξελιχθέν, αλλά δεν έχει
ακόμη αποκτήσει την σταθερότητα. Πρέπει
να σταθεροποιηθή εις εν ωρισμένον
στάδιον εξελίξεως. Η σταθεροποιός ουσία
είναι η χρώσις
ή η βαφή των
φιλοσόφων.
Και η τελευταία κατεργασία ήτις συνίσταται
εις την συγκέντρωσιν του τεχνιτώς
παρασκευασθέντος σώματος, καλείται
συμπύκνωσις.
Οι
συγγραφείς ωμίλησαν κυρίως περί της
μεταλλικής βαφής
και εμελέτησαν κυρίως την του χρυσού,
διότι εθεώρουν το μέταλλον τούτο ως το
πλέον εξηλιγμένον εκ των ανοργάνων
σωμάτων. Η βαφή
αύτη είναι ακόμη περισσότερον μυστηριώδης
από την φιλοσοφικήν λίθον.
Ήτο ίσως η αύτη ουσία; Τινές το επίστευσαν,
άλλοι το εβεβαίωσαν. Άλλοι όμως θεωρούν
τα δύο ταύτα πράγματα ως διαφορετικάς
ουσίας.
Οι
σοβαρώτεροι των αλχημιστών διατείνονται
ότι είναι αύτη θείον εν εξάρσει.
Η έξαρσις δε αύτη θα ήτο εν τελική
αναλύσει ανάλογος εργασία προς την
επίτευξιν αυτού τούτου του Μεγάλου
Έργου. Θα έπρεπε λοιπόν να χειρισθή τις
το θείον ακριβώς όπως το προς μεταστοιχείωσιν
σώμα. Εάν όμως δια του όρου θείον
αντιλαμβανώμεθα την ενδοατομικήν
ενέργειαν, δεν αντιλαμβανόμεθα πως
πρέπει τις να εργασθή επί του προκειμένου.
Το
Μεγάλον Έργον είναι απλούν εν τω συνόλω
του, πλην όμως είναι τριπλούν εν ταις
εφαρμογαίς του. Εν μέγα έργον επιτελείται
κατά την μεταστοιχείωσιν. Αύτη όμως δια
να γίνη χρειάζεται εν ελιξήριον
και μιαν βαφήν.
Δια να λάβωμεν το ελιξήριον εκτελούμεν
ακόμη εν Μεγάλον Έργον και δια την
απόκτησιν της βαφής ακόμη εν τρίτον
Μεγάλον Έργον. Υπάρχουν λοιπόν τρία
μαγιστέρια: το μαγιστέριον του πρώτου,
του δεύτερου
και του τρίτου βαθμού.
Δεν
θα έπρεπε εν τούτοις να νομισθή ότι αι
επτά ανωτέρω διεργασίαι του Μεγάλου
Έργου δύνανται να επιτελεσθούν χωριστά
ή διαδοχικώς. Όλοι οι συγγραφείς τονίζουν
ότι αι διεργασίαι αύται δέον να θεωρηθούν
ως τα διάφορα στάδια μιας και μόνης
επεξεργασίας της πρώτης ουσίας. Η ανάγκη
απλώς της αναλύσεως και κριτικής
ηνάγκασεν αυτούς να χωρίσουν τοιουτοτρόπως
την ενιαίαν πράξιν της μεταστοιχειώσεως.
«Γνωθι ότι όλαι αι κατεργασίαι όπως η
σήψις, η διάλυσις, η συμπύκνωσις, η
βάπτισις και η στερέωσις συγκεντρούνται
όλαι εις την εξάχνωσιν, ήτις τελείται
εντός ενός και μόνον δοχείου, και ουχί
εις περισσότερα και εντός μιάς ημέρας»
λέγει ο Arnaud de Villeneuve.
Και
ο Lilium συμπεραίνει ακόμη απλούστερα
λέγων: «το μαγιστέριον ημών τελείται
δι' ενός μόνον πράγματος, δια μιας οδού
και δια μιας κατεργασίας».
PIERRE PIOBB
ΑΛΧΗΜΙΚΑΙ
ΕΡΕΥΝΑΙ – Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΜΕΛΗ