I
Απ' το κρεββάτι του
πετάχτηκε τη χαραυγή
ο Διάβολος μεσ' απ' το
θειάφι και βγήκε περιοδεία,
στο νοικοκυρεμένο
χτηματάκι του τη γη,
να δει τι γίνονται τα
ζώα του, πως πάνε από υγεία.
ΙΙ
Δρόμο παίρνει και δρόμο
αφήνει,
ανεβοκατεβαίνει λόφους,
περνάει κάμπους, λαγκαδιές,
και δωσ' του πίσω-μπρος
τινάζει τη μακριά ουρά του
και τον αέρα σκίζει
σαν αρχοντάνθρωπος που
ολοένα το μπαστούνι του
στριφογυρίζει.
ΙΙΙ
Κι ο Διάβολος πως ήτανε
ντυμένος;
Ω! φόραγε τα κυριακάτικά
του:
γιλέκο κατακόκκινο και
κοντοβράκια θαλασσιά,
κι από μια τρύπα τους
που έχασκε ξεπρόβαλε η ουρά του.
IV
Είδε ένα δικαστή που
εσκότωνε μια οχιά
δίπλα στον αχυρώνα του,
πάνω σ' ένα βουνό κοπριά.
Κι ο Διάβολος κρυφογέλασε,
γιατί άξαφνα στο νου του
ζωντάνεψε η μορφή του
Κάιν και του Άβελ, του αδελφού του.
V
Ένας φαρμακοποιός
καλπάζοντας σε κάτασπρο πουλάρι
από μπροστά του πέρασε
τραβώντας στον προορισμό του,
κι ο Διάβολος συλλγίστηκε
τον παλιό σύντροφό του
το Θάνατο, της Αποκάλυψης
τον καβαλάρη.
VI
Είδε ένα αγροτόσπιτο
με απλόχωρο, διπλό αμαξιστάσι,
εξοχικό κονάκι γι'
άρχοντες από μεγάλο τζάκι.
Κι ο Διάβολος εκάγχασε,
γιατί το κρίμου που γι' αυτό
και την ψυχή του δίνει
είναι η υπεροψία που
υποκρίνεται την ταπεινοφροσύνη.
VII
Στο μαγαζί ενός πλούσιου
βιβλιοπώλη έριξε μια κρυφή ματιά,
«Ω!», φώναξε, «εμείς οι
δύο το ίδιο βγάλαμε σχολειό.
Μήπως κι εγώ δεν
κούρνιασα, με σχήμα κορμοράνου, μια φορά
πάνω στου Δέντρου της
Γνώσης τα ψηλότερα κλαδιά;».
VIII
Το ρέμα και οι άνεμοι
κατέβαζαν το ποτάμι,
ένα γουρούνι με μεγάλη
ορμή.
Κι ο Διάβολος που το
'βλεπε να κόβει το λαιμό του
βυθίστηκε σε βαθειά
συλλογή: «Για δες», είπε χαμογελώντας,
«περνάει της Αγγλίας
η εμπορική ακμή!».
IX
Διασχίζοντας τα λειβάδια
κοντά στα «Κρύα Λουτρά»
πήρε το μάτι του μια
αποθήκη ερημική,
κι ο Διάβολος εχάρηκε.
Να κάτι που δεν το 'χε σκεφτεί
πως κι οι δικές του
φυλακές στην Κόλαση θέλαν επισκευή.
Χ
Είδε ένα δεσμοφύλακα
που ίσαμε να μετρήσεις τρία
τις αλυσίδες φόρεσε σε
κάποιον ταραξία
«Τι επιδέξεια», θαύμασε,
«κουνάει τα δάχτυλά του
αυτός που αφοσιώνεται
με πάθος στη δουλειά του».
ΧΙ
Τον ίδιο δεσμοφύλακα
τον είδε πάλι κάποιου κατάδικου
τα σίδερα να βγάζει
αργά-αργά και δίχως την
παραμικρή σπουδή,
κι ο νους του πήγε στους
ατέλειωτους καυγάδες
είναι σωστό ή όχι το
δουλεμπόριο να καταργηθεί;
ΧΙΙ
Καθώς περνούσε από μια
σύναξη μεθοδιστών
είδε μια γνωριμία του
παλιά.-
που κράταγε στο χέρι
της ένα ιερό κλειδί,
κι ο Διάβολος χαιρέτησε
με υπόκλιση βαθειά.
ΧΙΙΙ
Μα εκείνή ακατάδεχτη
δεν του 'δωσε σημασία
είπε μονάχα: «Άπαγε.
Εγώ είμαι η θρησκεία».
Κι ευθύς γυρνώντας στου
Κυρίου _______ τη μεριά
σαν λιγωμένη περιστέρα
τον σαΐτεψε με μια λοξή ματιά.
XIV
Είδε έναν υπουργό
(από 'κείνους που
συμπαθούσε)
να μπαίνει μέσα στη
Βουλή
και πίσω του η πλειοψηφία
ακολουθούσε.
XV
Ο Διάβολος δεν άφησε
την ευκαιρία να χαθεί.
Σαν πολυδιαβασμένος
κληρικός μνημόνεψε από τη Γένεση
μια περικοπή:
«και από πάντων – των
επί της γης – ερπετών
δύο-δύο εισήλθον προς
Νώε εις την Κιβωτόν».
XVI
Έγδυσε τους φτωχούς,
και μοίρασε στους
πλούσιους,
κι ενός Σκωτσέζου έσφιξε
το χέρι δυνατά,
χωρίς να φοβηθεί μήπως
κολλήσει ________
XVII
Όμως του στρατηγού
_________ το φλογοκόκκινο
κεφάλι
μόλις τ' αντίκρυσε τον
έπιασε μεγάλη ταραχή,
γιατί ο Διάβολος
γελάστηκε, στραβά το είχε πάρει
νομίζοντας πως άρπαξε
φωτιά όλη η γη.
S.T. COLERIDGE
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΪΝ – ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΣΤΙΓΜΗ 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου