Πρώτη
Ένας
άγγελος ήρθε σε μένα και λέει: «Ω
αξιολύπητε ανόητε νεαρέ! Ω φρικτή! Ω
τρομερή κατάσταση! Σκέψου το καυτό,
φλεγόμενο μπουντρούμι που ετοιμάζεις
για τον εαυτό σου εις τον αιώνα των
αιώνων, στο οποίο οδηγείσαι με τόση
ορμή».
Απάντησα:
«ίσως θα ήσουν πρόθυμος να μου δείξεις
την αιώνια μοίρα μου, και μετά να σκεφτούμε
μαζί πάνω σ' αυτή, και να δούμε αν η μοίρα
σου ή η δικιά μου είναι προτιμότερη».
Έτσι
με οδήγησε μέσα από ένα σταύλο και μέσα
από μια εκκλησία, και κάτω, στον υπόγειο
θάλαμο της εκκλησίας, που στο τέλος του
υπήρχε ένας μύλος. Περάσαμε μέσα από το
μύλο, και φτάσαμε σε μια σπηλιά. Ψηλαφώντας
και με κόπο κατεβαίναμε την περιελισσόμενη
σπηλιά, ώσπου ένα κενό, άπειρο σαν ένας
υποχθόνιος ουρανός, φάνηκε κάτω από
μας, και κρατηθήκαμε από τις ρίζες των
δέντρων, και κρεμαστήκαμε πάνω από αυτή
την απεραντοσύνη. Αλλά είπα: «αν θες
ριχνόμαστε σε τούτο το κενό, και βλέπουμε
αν η πρόνοια φτάνει μέχρις εδώ: και αν
εσύ δεν θέλεις, θα το κάνω εγώ». Αλλά
απάντησε: «Μη παραπαίρνεις θάρρος νεαρέ:
αλλά και από δω όπου βρισκόμαστε κοίτα
τη μοίρα σου που σύντομα θα εμφανιστεί
όταν περάσει το σκοτάδι».
Έτσι
έμεινα μαζί του, καθισμένος στη
συνεστραμμένη ρίζα μιας βελανιδιάς:
αυτός ήταν κρεμασμένος μέσα σ' ένα
μανιτάρι που κρεμόταν με το κεφάλι προς
τα κάτω μες στην άβυσσο.
Σιγά-σιγά
αρχίσαμε να βλέπουμε την απέραντη
Άβυσσο, φλεγόμενη σαν τον καπνό μιας
πόλης που καίγεται. Κάτω από μας, σε μια
τεράστια απόσταση, ήταν ο ήλιος, μαύρος
αλλά λαμπερός: γύρω ήταν φλογισμένα
μονοπάτια που πάνω τους στριφογυρνούσαν
πελώριες αράχνες έρποντας πίσω απ' τα
θηράματά τους που πέταγαν, ή μάλλον
κολυμπούσαν, μες στο ατελείωτο βάθος,
με τις πιο τρομακτικές μορφές ζώων που
βγήκαν μέσα από τη σήψη. Και ο αέρας ήταν
γεμάτος από αυτά, και φαινόταν πως αυτά
ανήκαν στη σύστασή του. Αυτά είναι
Διάβολοι και ονομάζονται Δυνάμεις του
αέρα. Ρώτησα τώρα τον σύντροφό μου ποια
ήταν η αιώνια μοίρα μου. Απάντησε:
«Ανάμεσα στις μαύρες και λευκές αράχνες».
Μα
τώρα, ανάμεσα από τις μαύρες και λευκές
αράχνες, ένα σύννεφο φωτιάς πετάχτηκε
και κύλησε μέσα στα βάθη, μαυρίζοντάς
τα όλα κάτω, έτσι που ο βυθός εκείνων
των βαθών έγινε μαύρος σαν θάλασσα, και
κύλησε με τρομερό θόρυβο. Κάτω από μας
δεν υπήρχε πια τίποτε ορατό παρά μονάχα
μια μαύρη θύελλα, ώσπου κοιτάζοντας
προς τ' ανατολικά ανάμεσα απ' τα σύννεφα
κι από τα κύματα είδαμε ένα καταρράκτη
από αίμα αναμιγμένο με φωτιά, κι όχι
πολύ μακριά από μας παρουσιάστηκε και
βυθίστηκε ξανά η φολιδωτή κουλούρα ενός
τερατόμορφου ερπετού. Τέλος, στην
ανατολή, σε απόσταση τριών περίπου
μοιρών, ξεπρόβαλε πάνω απ' τα κύματα μια
πύρινη βουνοκορφή: σιγά σιγά υψώθηκε
σαν μια κορυφογραμμή από χρυσούς βράχους,
ώσπου διακρίναμε δυό σφαίρες από πορφυρή
φωτιά, που απ' αυτές η θάλασσα τραβιόταν
μέσα σε σύννεφα καπνού. Κι είδαμε τώρα
πως αυτό ήταν το κεφάλι του Λεβιάθαν.
Το μέτωπό του ήταν χωρισμένο σε λουρίδες
πράσινες και πορφυρές όπως αυτές στο
μέτωπο μιας τίγρης. Αμέσως μετά είδαμε
το στόμα του και κόκκινα βράγχια
κρεμόντουσαν πάνω από τα αφρισμένα
σάλια, δίνοντας μιαν ελαφρή απόχρωση
στο μαύρο βάθος με αχτίδες από αίμα
προχωρώντας καταπάνω μας με όλη την
παραφορά μιας ύπαρξης πνευματικής.
Ο
φίλος μου ο Άγγελος από τη θέση του
σκαρφάλωσε στο μύλο. Έμεινα μόνος, και
τότε εκείνο το φαινόμενο δεν υπήρχε
πια: αντίθετα, βρέθηκα καθισμένος σε
μια ευχάριστη ακροποταμιά με φεγγαρόφωτο,
ακούγοντας έναν αρπιστή, που 'λεγε με
την άρπα ένα τραγούδι, και το θέμα του
ήταν: «Ο άνθρωπος που τη γνώμη του ποτέ
δεν την αλλάζει είναι σαν το νερό το
στάσιμο, και θρέφει ερπετά του νου».
Αλλά
σηκώθηκα κι έψαξα για το μύλο. Και κει
βρήκα τον Άγγελο μου που, έκπληκτος, με
ρώτησε πως γλύτωσα.
Απάντησα:
«Όλα όσα είδαμε οφείλονται στη μεταφυσική
σου. Γιατί εσύ όταν έφυγες, βρέθηκα εγώ
σε μια όχθη με φεγγαρόφωτο, ακούγοντας
έναν αρπιστή. Μα τώρα που είδαμε την
αιώνια μοίρα μου, να σου δείξω τη δικιά
σου;» Γέλασε με την πρότασή μου, μα με
τη βία ξαφνικά τον άρπαξα στα χέρια μου,
και πέταξα κατά τη δύση μες απ' τη νύχτα,
ώσπου υψωθήκαμε πάνω απ τη σκιά της γης.
Και τότε ρίχτηκα μαζί του κατευθείαν
μέσα στο σώμα του ήλιου. Εδώ ντύθηκα
μαζί του κατευθείαν μέσα στο σώμα του
ήλιου. Εδώ ντύθηκα μες στα λευκά, και
παίρνοντας στο χέρι μου του Σβέντεμποργκ
τους τόμους, βούλιαξα μακριά απ' τον
ολόλαμπρο τόπο, και πέρασα όλους τους
πλανήτες ώσπου φτάσαμε στον Κρόνο. Εδώ
στάθηκα να ξαποστάσω, κι ύστερα πήδηξα
μες στο κενό ανάμεσα στον πλανήτη Κρόνο
και στους απλανείς.
«Εδώ»
είπα «είναι η μοίρα σου, μέσα σ' αυτό το
χώρο, αν μπορεί να ονομαστεί αυτό χώρος».
Γρήγορα είδαμε το σταύλο και την εκκλησία,
και τον οδήγησα μπροστά στο Άγιο Βήμα
και άνοιξα τη Βίβλο, και ιδού! Ήταν ένα
λαγούμι, που μέσα του κατέβηκα σπρώχνοντας
τον Άγγελο μπροστά μου. Σε λίγο είδαμε
εφτά σπίτια από τούβλα: Μπήκαμε σε ένα:
μέσα σ' αυτό υπήρχαν ακρκετές μαϊμούδες,
χιμπαντζήδες και όλα αυτού του είδους
αλυσόδετα από τη μέση, χασκογελώντας
και αρπάζοντας το ένα το άλλο, μα
συγκρατούμενα απ' τη βραχύτητα των
αλυσίδων τους. Εντούτοις είδα πως μερικές
φορές πληθαίνανε, και τότε οι αδύνατοι
πιάνονταν από τους δυνατούς που με
χαμόγελα πλατιά π' άφηναν να φανούν τα
δόντια τους, πρώτα ζευγάρωναν μ' αυτά,
κι έπειτα τα 'τρωγαν αποσπώντας πρώτα
ένα μέλος και μετά ένα άλλο, ώσπου το
σώμα απόμενε ένας ανήμπορος κορμός. Κι
αυτόν, μετά από χασκόγελα κι από φιλήματα
που έδειχναν τάχα τρυφερότητα, τον
καταβρόχθιζαν επίσης. Κι εδώ κι εκεί
είδα κάποιους λαίμαργα να ξεκολλούν τη
σάρκα και από τη δική τους την ουρά.
Καθώς
η δυσωδία μας ενοχλούσε και τους δύο
φοβερά, πήγαμε στο μύλο, κι εγώ είχα στο
χέρι μου το σκελετό ενός σώματος, που
μες στο μύλο έγιναν τα Αναλυτικά του
Αριστοτέλη.
Έτσι
ο Άγγελος είπε: «η φαντασία σου με
παραπλάνησε, και θα 'πρεπε να ντρέπεσαι».
Εγώ
απάντησα: «ο ένας παραπλάνησε τον άλλο,
και δεν ήταν παρά χρόνος χαμένος να
συζητώ με σένα που τα έργα σου είναι
μόνο Αναλυτικά».
Πάντοτε
εύρισκα πως οι Άγγελοι έχουν τη ματαιοδοξία
να μιλούν για τους εαυτούς των σαν να
είναι οι μόνοι σοφοί: αυτό το κάνουν με
μιαν αναίδεια γεμάτη πεποίθηση που
είναι αποτέλεσμα της συστηματικής
λογικής σκέψης τους.
Έτσι
και ο Σβέντεμποργκ καυχιέται πως ό,τι
γράφει είναι καινουργιο. Αν και δεν
είναι παρά τα Περιεχόμενα ή οι Πίνακες
ήδη εκδοθέντων βιβλίων.
Ένας
άνθρωπος κουβάλαγε από πανηγύρι σε
πανηγύρι μια μαϊμού για να τη δείχνει,
και επειδή ήταν λιγάκι πιο σοφός απ' τη
μαϊμού, το πήρε πάνω του, και θεώρησε
τον εαυτό του πολύ σοφότερο από εφτά
ανθρώπους. Έτσι και με τον Σβέντεμποργκ:
δείχνει την ανοησία των εκκλησιών, κι
αποκαλύπτει τους υποκριτές, ώσπου
φαντάζεται πως όλοι είναι θρήσκοι, και
πως αυτός είναι ο μόνος πάνω στη γη που
έσπασε ποτέ ένα δίχτυ.
Τώρα
ακούτε κάτι που είναι ολοφάνερο γεγονός:
ο Σβέντεμποργκ δεν έγραψε ούτε μια
καινούργια αλήθεια. Τώρα ακούστε ένα
άλλο: έγραψε όλες τις παλιές πλάνες.
Και
τώρα ακούστε το γιατί. Συζητούσε με
Αγγέλους, που όλοι τους είναι θρήσκοι,
και δεν συζητούσε με Διαβόλους , που
όλοι τους μισούν τη θρησκεία. Γιατί ήταν
ανίκανος να κάνει κάτι τέτοιο εξαιτίας
των επηρμένων του αντιλήψεων.
Έτσι,
τα κείμενα του Σβέντεμποργκ είναι μια
ανακεφαλαίωση όλων των επιπόλαιων
γνωμών και μια ανάλυση των περισσότερο
σεβαστών, μα τίποτε παραπάνω.
Και
τώρα ένα άλλο ολοφάνερο γεγονός. Κάθε
άνθρωπος που έχει το χάρισμα να εκτελεί
μηχανικά μπορεί, από τα γραπτά του
Παράκελσου ή του Γιάκομπ Μπαίμε, να
φτιάξει δέκα χιλιάδες τόμους, ίσης αξίας
με αυτούς του Σβέντεμποργκ, και από
εκείνα του Δάντη ή του Σαίξπηρ, τόμους
αναρίθμητους.
Μα
όταν έχει κάνει κάτι τέτοιο, ας μη λέει
πως γνωρίζει περισσότερα από το δάσκαλό
του, γιατί κρατάει μοναχά ένα κερί μες
στο ηλιόφως.
Δεύτερη
Κάποτε είδα έναν
Διάβολο μέσα σε μια φλόγα φωτιάς, που
υψωνόταν μπροστά σε έναν Άγγελο που
καθόταν πάνω σε ένα σύννεφο, και ο
Διάβολος άφησε από τα χείλη του να βγουν
αυτά τα λόγια:
«Η λατρεία του Θεού
είναι: Να τιμάς τα χαρίσματά του στους
άλλους ανθρώπους, τον καθένα σύμφωνα
με το πνεύμα του, και να αγαπάς τους
σημαντικότερους ανθρώπους περισσότερο:
εκείνοι που φθονούν ή συκοφαντούν τους
σπουδαίους ανθρώπους μισούν το Θεό.
Γιατί δεν υπάρχει άλλος Θεός».
Ο Άγγελος, ακούγοντας
αυτά, μελάνιασε σχεδόν αλλά αυτοκυριαρχώντας
έγινε κίτρινος, και τέλος άσπρος,
ροδοκόκκινος και χαμογελαστός, και τότε
απάντησε:
«Ειδωλολάτρη εσύ,
ο Θεός δεν είναι Ένας; και δεν έγινε
ορατός στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού;
κι ο Ιησούς Χριστός δεν επικύρωσε το
νόμο των δέκα εντολών; και δεν είναι
όλοι οι άλλοι άνθρωποι ανόητοι αμαρτωλοί
κι ασήμαντοι;
Ο Διάβολος απάντησε:
«ακόμη κι αν κοπανίσεις τον μωρό μες
στο γουδί μαζί με το στάρι, η μωρία δεν
πρόκειται να βγει απ' αυτόν. Αν ο Ιησούς
Χριστός είναι ο σπουδαιότερος άνθρωπος,
πρέπει και να τον αγαπάς στον μέγιστο
βαθμό. Τώρα άκου πως επικύρωσε το νόμο
των δέκα εντολών. Μήπως δεν περιγέλασε
το Σάββατο των Εβραίων, περιγελώντας
έτσι και το Θεό του Σαββάτου; δεν
δολοφόνησε εκείνους που δολοφονήθηκαν
εξαιτίας του; μήπως δεν έστρεψε το νόμο
μακριά από τη μοιχαλίδα; δεν έκλεψε το
μόχθο των άλλων για να συντηρηθεί; δεν
ψευδομαρτύρησε όταν παρέλειψε το μέρος
της υπεράσπισής του μπροστά στον Πιλάτο;
δεν αισθάνθηκε επιθυμία όταν προσευχήθηκε
για τους μαθητές του και όταν τους έχωσε
εντολή να τινάζουν τη σκόνη από τα πόδια
τους μπροστά σε κείνους που αρνήθηκαν
να τους προσφέρουν κατάλυμα; Στο λέω,
καμιά αρετή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς
την παράβαση αυτών των δέκα εντολών. Ο
Ιησούς ήταν όλος αρετή, και ενεργούσε
ακολουθώντας τις παρορμήσεις του, και
όχι κανόνες.
Και αφού μίλησε
έτσι, κοίταξα τον Άγγελο, που τέντωσε
τα χέρια του, αγκαλιάζοντας τη φλόγα
της φωτιάς: και κάηκε εντελώς, και
ξαναφάνηκε σαν Προφήτης Ηλίας.
Σημείωση.
Αυτός ο Άγγελος, που τώρα έγινε Διάβολος,
είναι προσωπικός μου φίλος: συχνά
διαβάζουμε μαζί τη Βίβλο με την υποχθόνια
ή διαβολική της σημασία, που θα τη
γνωρίσει ο κόσμος εάν φερθεί σωστά.
Έχω
στην κατοχή μου επίσης της Κόλασης τη
Βίβλο, που θα την αποκτήσει ο κόσμος
είτε το θέλει είτε όχι.
Ένας
Νόμος για το Λιοντάρι και το Βόδι είναι
Καταπίεση.
WILLIAM
BLAKE
ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ
[ΟΙ
ΓΑΜΟΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1986