Εισήλθατε
εδώ εν μέσω ζόφου (ερέβους), βαδίσατε
στην σκιά, και είστε ενδεδυμένοι πένθιμα.
Θρηνήστε μαζί μας την θλιβερή κατάσταση
του Ανθρωπίνου γένους σε αυτή την κοιλάδα
των δακρύων! Τις δυστυχίες των ανθρώπων
και τις αγωνίες των εθνών! Το σκότος της
συγχυσμένης ψυχής που συνθλίβεται από
την αμφιβολία, και το φόβο του μελλούμενου!
Δεν
υπάρχει ανθρώπινη ψυχή που ορισμένες
φορές να μην θλίβεται. Δεν υπάρχει
ευγενική ψυχή που κάποιες φορές να μην
απελπίζεται. Ίσως δεν υπάρχει κανείς –
από όλους εκείνους που δεν σκέπτονται
κάτι περισσότερο από τις ανάγκες και
τα ενδιαφέροντα του σώματός τους – που
κάποιες φορές να μην αιφνιδιάζεται και
να μην τρομοκρατείται από τα φοβερά
ερωτήματα – αισθανόμενος σαν να είναι
ένοχος επειδή δεν απάντησε σε αυτά –
τα οποία ψιθυρίζονται στα εσώτατα βάθη
του. Κάποιος Δαίμονας φαίνεται να τον
βασανίζει με αμφιβολίες και να επιζητεί
να τον συνθλίψει με την απελπισία,
ρωτώντας τον εάν είναι βέβαιος ότι οι
πεποιθήσεις του είναι αληθείς και η
πίστη του καλά εδραιωμένη. Εάν είναι
πραγματικά βέβαιος ότι ένας Θεός Άπειρης
Αγάπης και Ευεργεσίας κυβερνά το Σύμπαν,
ή οτι υπάρχει μόνον κάποια πανίσχυρη
ανελέητη Μοίρα και σιδηρά Ανάγκη, που
είναι κρυμμένη στο αδιαπέραστο σκότος
και στην οποία οι άνθρωποι – με τα βάσανα
και τις θλίψεις τους, τις ελπίδες και
τις χαρές τους, τις φιλοδοξίες και τις
πράξεις τους – είναι αδιάφοροι ή δεν
είναι γι' αυτήν σημαντικότεροι από τα
μόρια της σκόνης που χορεύουν στο φως
του ήλιου. Ή ότι υπάρχει ένα Ον που
διασκεδάζει με την απίστευτη ματαιοδοξία
και ανοησία, τις αγωνίες και τις συσπάσεις
των ασήμαντων εντόμων που αποτελούν
την Ανθρωπότητα και που αυτή η ανθρωπότητα
επιπόλαια φαντάζεται ότι ομοιάζει με
τον Παντοδύναμο. «Τι είμαστε εμείς;»
ερωτά ο Πειράζων. «Δεν είμαστε παρα
μαριονέτες σ' ένα θέατρο. Ω! Παντοδύναμο
πεπρωμένο, τράβα τα νήματά μας απαλά.
Χόρεψέ μας με επιείκεια στη δυστυχισμένη
μικρή μας σκηνή».
«Δεν
είναι», ψιθυρίζει ο Δαίμονας, «παρά
μόνον η υπέρμετρη ματαιοδοξία του
ανθρώπου που τώρα τον κάνει να θεωρεί
τον εαυτό του ότι είναι όμοιος προς τον
Θεό σε νόηση, συναισθήματα και πάθη,
όπως ήταν εκείνη η ιδέα που στην αρχή
τον έκανε να πιστέψει – έχοντας την
σωματική μορφή και τα όργανά του – ότι
είναι η πραγματική εικόνα της Θεότητας;
Δεν είναι ο Θεός του, αλλά απλά η δική
του σκιά που προβάλλεται σ' ένα γιγαντιαίο
σχήμα επάνω στα σύννεφα; Δεν δημιουργεί
για τον εαυτό του έναν Θεό κατ' εικόνα
και ομοίωση του, απλά και μόνο προσθέτοντας
απεριόριστη έκταση στις δικές του
ικανότητες, δυνάμεις και πάθη;»
Η
Φωνή, που δεν παραμένει πάντοτε σιωπηρή,
ψιθυρίζει, «Ποιος ικανοποίησε ποτέ
πλήρως τον εαυτό του θέτοντας ερωτήματα
σχετικά με τη φύση του; Ποιος απέδειξε
ποτέ στον εαυτό του – με μια τέτοια
πειστικότητα, η οποία ανήγαγε την πίστη
σε βεβαίοτητα – ότι ήταν ένα αθάνατο
πνεύμα που κατοικούσε πρόσκαιρα μόνον
στον οίκο ή στο περίβλημα του σώματός
του, και ότι θα ζει για πάντα, αφού το
σώμα του θα έχει αποσυντεθεί; ποιος
απέδειξε ποτέ, ή μπορεί ποτέ να αποδείξει,
ότι η διάνοια του Ανθρώπου διαφέρει από
εκείνη των ευφυέστερων ζώων σε κάτι
άλλο, παρά μόνο σε βαθμό;
Ποιος
έχει κάνει κάτι περισσότερο από το να
πει ανοησίες και ασυναρτησίες για να
εξηγήσει την διαφορά μεταξύ των ενστίκτων
του σκύλου και την λογική του Ανθρώπου;
Το άλογο, ο σκύλος, ο ελέφαντας
συνειδητοποιούν εξίσου την ταυτότητά
τους, όπως και εμείς. Σκέπτονται,
ονειρεύονται, θυμούνται, διαφωνούν με
τον εαυτό τους, συλλαμβάνουν, σχεδιάζουν
και εξαγουν συμπεράσματα
(λογίζονται). Μήπως δεν είναι η διάνοια
και η νοημοσύνη του ανθρώπου, παρά μόνον
η διάνοια ενός ζώου σε υψηλότερο βαθμό
ή σε μεγαλύτερη ποσότητα (larger quantity);»
Στην πραγματική
εξήγηση μιας απλής σκέψης ενός σκύλου
μπορεί να συμπυκνωθεί ολόκληρη η
μεταφυσική.
Και
με ακόμη τρομερότερη χροιά, η Φωνή
συνεχίζει να ρωτά: Με ποιο τρόπο, οι
μάζες των ανθρώπων, το τεράστιο πλήθος
του ανθρωπίνου γένους, έχουν αποδείξει
πως είναι είτε σοφότεροι είτε καλύτεροι
από τα ζώα, όταν στα μάτια των ζώων λάμπει
μια ανώτερη διάνοια απ' ότι στα
δικά τους βλακώδη,
και χωρίς νοημοσύνη μάτια; Με ποιον
τρόπο έχουν αποδείξει οι άνθρωποι πως
είναι άξιοι ή πως τους αρμόζει μια
αθάνατη ζωή; Θ αποτελούσε αυτό την
επιβράβευση κάποιας αξίας για την μεγάλη
πλειοψηφία; Παρουσίαζουν επάνω στην γη
κάποια ικανότητα προς βελτίωση, ότι
έχουν την δυνατότητα για μια κατάσταση
ύπαρξης κατά την οποία, δεν θα γονυπετούσαν
στην ισχύ – όπως τα σκυλιά που φοβούνται
το μαστίγιο – ή πως δεν θα καταπιέζονταν
από αδυναμίες που θα τους καθιστούσαν
ανίσχυρους;
Θα
ήταν δυνατόν να ζήσουν σε μια κατάσταση
όπου δεν θα μπορούσαν να μισούν, να
κατηγορούν, να βασανίζουν, να εξολοθρεύουν,
ούτε και να εμπορεύονται, να κερδοσκοπούν,
να παγιδεύουν τους εύπιστους και να
κλέβουν αυτούς που τους εμπιστεύονται,
να χρησιμοποιούν τα χρήματα των άλλων
για να πλουτίζουν και με το να θεωρούν
τον εαυτό τους ενάρετο ξεφυσούν για τα
ελαττώματα των άλλων, ευχαριστώντας
τον Θεό που δεν είναι σαν τους άλλους
(αμαρτωλούς) ανθρώπους; Πόση αξία θα
είχε για την πλειοψηφία των ανθρώπων
ένας Παράδεισος, όταν σε Αυτόν δεν θα
μπορούσαν να ψεύδονται και να δυσφημούν,
ούτε και θα μπορούσαν να ασκούν ποταπές
δραστηριότητες ώστε να κερδίζουν
χρήματα;
Με
λύπη κοιτάζουμε γύρω μας και διαβάζουμε
τα σκοτεινά και θλιβερά αρχεία των
παλαιών, νεκρών και σαθρών εποχών.
Περισσότεροι από 18 αιώνες πέρασαν μέσα
στο φασματικό πεδίο του Παρελθόντος,
από τότε που ο Χριστός διδάσκοντας την
Θρησκεία της Αγάπης εσταυρώθη, ώστε
αυτή να καταστεί Θρησκεία του Μίσους.
Και οι Διδασκαλίες Του, ακόμη και τώρα
δεν γίνονται ούτε καν συμβολικά δεκτές
ως αληθείς από το ένα τέταρτο της
ανθρωπότητας. Πόσα αμέτρητα πλήθη
ανθρωπίνων όντων δεν έχουν ζήσει και
πεθάνει από τον θάνατό Του, μέσα σε μια
πλήρη έλλειψη πίστεως όλων εκείνων που
εμείς θεωρούμε ουσιώδη για την Λύτρωση;
Πόσες χιλιάδες μυριάδες ψυχές από την
εποχή του σκότους της ειδωλολατρικής
προκαταλήψεως δεν έχουν κατέλθει
υλοβαρείς και αδιαπέραστες, επάνω στη
γη, και στη συνέχεια ανήλθαν (χωρίς καμία
αλλαγή) προς τον αιώνιο Θρόνο του Θεού
για να κριθούν από Αυτόν;
Η
Θρησκεία της Αγάπης, για δεκαεφτά μακρούς
αιώνες απεδείχθη ότι ήταν όμοια με την
Θρησκεία του Μίσους, της απιστίας, των
Διώξεων, χειρότερη από τον Μωαμεθανισμό,
τον άκαμπτο ανταγωνιστή του. Αιρέσεις
αναπτύχθηκαν προτού ακόμη πεθάνουν οι
Απόστολοι. Ο Θεός μισούσε τους
Νικολαΐτες(1), ενώ ο Άγιος Ιωάννης στην
Πάτμο διακήρυττε την επερχόμενη οργή
Του. Οι θρησκευτικές ομάδες φιλονικούσαν
και η κάθε μια όταν αποκτούσε δύναμη
καταδίωκε τις άλλες, μέχρι που το έδαφος
ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου είχε
εμποτιστεί με το αίμα, είχε λιπανθεί
από τις σάρκες και είχε γίνει λευκό από
τα οστά Μαρτύρων. Και ο ανθρώπινος νους
πιέστηκε στα όριά του για να ανακαλύψει
νέους τρόπους δια των οποίων τα
βασανιστήρια και ο πόνος θα διαρκούσαν
για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και θα
ήταν περισσότερο έντονα.
«Με
ποιο δικαίωμα;» ψιθυρίζει η Φωνή, «ο
άνθρωπος φροντίζει μόνο τα δικά του
συμφέροντα, αυτό το άγριο, ανελέητο και
επιθετικό ζώο, που οι δυστυχίες και οι
σπασμοί των άλλων – του άθλιου είδους
του – του δημιουργούν τα πιο χαροποιά
αισθήματα, ενώ την πλειοψηφία των
ανθρώπων την ενδιαφέρει μόνον να τρώει,
να κοιμάται, να ντύνεται και να βυθίζεται
σε αισθησιακές απολαύσεις, και που οι
καλύτεροι από αυτούς φιλονικούν, μισούν,
φθονούν εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων; Με
ποιο δικαίωμα προσπαθεί να αυταπατάται
πιστεύοντας ότι δεν
είναι ένα ζώο, όπως είναι ο λύκος, η ύαινα
και η τίγρης, αλλά θεωρεί τον εαυτό του
ευγενέστερο, ένα πνεύμα που έχει προορισμό
να γίνει αθάνατο, ένα σπινθήρα του
πρωταρχικού Φωτός, Πυρός και Λόγου, τα
οποία είναι ο Θεός; Ποια άλλη αθανασία
παρά μόνον του εγωισμού, θα μπορούσε να
έχει αυτό το πλάσμα; Είναι ικανό για
τίποτε άλλο; Δεν θα πρέπει η αθανασία
να αρχίζει εδώ
στην γη και δεν αποτελεί η ζωή
ένα μέρος της; Πως μπορεί ο θάνατος να
αλλάξει την βασική φύση αυτής της χυδαίας
ψυχής;
Γιατί
να μην έχουν και τα άλλα ζώα, που ελάχιστα
μοιάζουν με τους ανθρώπους στην ακολασία,
στην αγριότητα, στην ωμότητα και στην
δίψα για αίμα, το ίδιο δικαίωμα, όπως
έχει ο άνθρωπος – να αναμένει μια
ανάσταση και μια αιωνιότητα υπάρξεως
ή έναν Παράδεισο της Αγάπης;
Ο
κόσμος βελτιώνεται.
Ο άνθρωπος σταματά να διώκει όταν οι
διωκόμενοι γίνουν πολυπληθείς και
δυνατοί και δεν υποτάσσονται πλέον
στους διώκτες. Αφού τελείωσε αυτή η πηγή
ευχαρίστησης και διασκέδασης, οι άνθρωποι
ασκούν την εφευρετικότητα της ωμότητάς
τους στα ζώακαι στα άλλα όντα που θεωρούν
υποδεέστερά τους. Να τους αφαιρεί την
ζωή που τους έδωσε ο Θεός, και αυτό, όχι
μόνο επειδή θα πρέπει να φάει την σάρκα
τους για να τραφεί, αλλά μόνο για την
ικανοποίηση μιας αχαλίνωτης ωμότητας,
είναι μια αποδεκτή εργασία και διασκέδαση
του ανθρώπου, αυτού του ίδιου που
υπερηφανεύεται ότι είναι ο Επικεφαλής
της Δημιουργίας και μόνο λίγο χαμηλότερα
από τους Αγγέλους. Εάν δεν μπορεί πλέον
να χρησιμοποιήσει τον τροχό των
βασανιστηρίων, την αγχόνη, τις πυρακτωμένες
λαβίδες και τους πασσάλους της πυράς,
μπορεί να μισεί, να διαστρεβλώνει με
ψεύδη και να χαίρεται με την σκέψη ότι
μετά θάνατον, όταν θα απολαμβάνει την
πολυτέλεια και τις αισθησιακές ομορφιές
του Παραδείσου, θα βλέπει με ευχαρίστηση
την αγωνία και τους σπασμούς εκείνων
που «δικαίως» καταδικάστηκαν, επειδή
τόλμησαν να έχουν γνώμη διαφορετική
από την δική του, σε θέματα που ήταν πέρα
από την κατανόηση και αυτών αλλά και
εκείνου.
Όταν
οι στρατιές των δεσποτικών αρχόντων
σταματούν να σφαγιάζουν και να
καταστρεφουν, την θέση τους την παίρνουν
οι στρατιές της «Ελευθερίας», και το
μαύρο και το άσπρο αναμεμειγμένα σφάζουν,
καίνε και αρπάζουν. Κάθε εποχή επαναλαμβάνει
τα εγκλήματα και τις αδικίες των
προηγουμένων, και ακόμη οι πόλεμοι
μαίνονται ανεξέλεγκτοι μετατρέποντας
τις εύφορες περιοχές σε ερήμους, ενώ ο
Θεός δοξάζεται στις Εκκλησίες για τις
αιμοσταγείς σφαγές, και οι ανελέητοι
καταστροφείς έχοντας στα χέρια τους
την λεία των αρπαγών τους, στέφονται με
δάφνες και εξυμνούνται.
Από
το σύνολο του ανθρωπίνου γένους, ούτε
ένας στους δέκα χιλιάδες δεν έχει κάποιες
βλέψεις, πέρα από τις καθημερινές ανάγκες
που μοιάζουν με εκείνες της ποταπής
ζωής ενός ζώου. Σε αυτή την εποχή, όπως
και σε όλες τις προηγούμενες, όλοι οι
άνθρωποι πλην ελαχίστων, στις περισσότερες
χώρες, γεννιούνται για να γίνουν σχεδόν
υποζύγια, εργαζόμενοι πλάι-πλάι με το
άλογο και το βόδι. Τελείως αδαείς, ακόμη
και στις «πολιτισμένες χώρες» σκέπτονται
και συμπεραίνουν, όπως τα ζώα στο πλευρό
των οποίων μοχθούν. Γι' αυτούς ο Θεός
στα δεκαεννέα εικοστά του χριστιανικού
κόσμου είναι ο Μπελ (Βηλ), ο Μολώχ, ο Ζευς
ή στην καλύτερη περίπτωση ο Όσιρις, ο
Μίθρας, ή ο Αντονάι (Αδωνάι), ή οποιοδήποτε
άλλο όνομα που λατρευόταν στις παλιές
Παγανιστικές εορτές και τα τελετουργικά
τους. Είναι το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός,
που λατρεύεται ως ο Πατήρ, μέσα στο
Χριστιανικό Ναό που ήταν κάποτε
Ειδωλολατρικός. Είναι το Άγαλμα της
Ουρανίου Αφροδίτης, που έγινε η Παρθένος
Μαρία. Βασικά οι άνθρωποι δεν πιστεύουν
βαθιά στην καρδιά τους ότι ο Θεός είναι
δίκαιος ή ελεήμων. Φοβούνται και κρύβονται
από τους κεραυνούς Του και τρέμουν την
οργή Του. Οι περισσότεροι νομίζουν
πως πιστεύουν ότι υπάρχει μια άλλη ζωή,
μια κρίση και τιμωρία για το αμάρτημα.
Παρόλα αυτά διώκουν ως Απίστους και
Αθέους εκείνου που δεν πιστεύουν στην
δική τους φανταστική πίστη, και που
παρόλα αυτά δεν την πιστεύουν ως
πραγματική, επειδή
κάτι τέτοιο (το να πιστεύει δηλαδή
κάποιος σε διαφορετική θρησκεία από
αυτούς) τους είναι ακατανόητο, διότι
ζουν μέσα στην άγνοια και στη διανοητική
πενία. Για την μεγάλη πλειοψηφία του
ανθρωπίνου γένους, ο Θεός δεν είναι παρά
η αντανακλώμενη μέσα στο απεριόριστο
διάστημα μορφή, του Ένθρονου γήινου
Τυράννου, μόνο που είναι ισχυρότερος,
περισσότερο μυστηριώδης και πλέον
αμείλικτος. Για να βασανίσει την
ανθρωπότητα, ο Δεσπότης χρειάζεται
μόνον να υπάρχει,
αυτό είναι που ο κοινός νους κάθε εποχής,
φαντάστηκε ως τον Θεό.
__________________
1.«αλλά
τούτο έχεις, ότι μισείς τα έργα των
Νικολαϊτών, α καγώ μισώ» Αποκάλυψις,
Β', 6.
Νικολαΐτες(1ος
αιών). Γνωστικοι που έδρασαν στην Πέργαμο,
την Έφεσο και την Θυάτειρα της Μ. Ασίας.
Επικεφαλής τους ήταν ο Εθνικός μάντης
Βαλαάμ. Ο βίος τους ήταν ακόλαστος και
έκλυτος γιατί πίστευαν πως φθείροντας
με αυτόν τον τρόπο την σάρκα προσέγγιζαν
το Θείον. (Σ.τ.επ.)
ALBERT
PIKE
ΑΡΧΕΣ
ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΕΚΤΟΝΩΝ
ΤΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ
ΤΥΠΟΥ
ΡΟΔΟΣΤΑΥΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΣΤΥΛΙΟ
CHAPTER
OF ROSE-CROIX
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ι. ΜΟΥΡΙΚΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΕΚΔΟΣΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΦΕΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ 2002