Η
αρχαιότητα της Μυστικής Δοξασίας μπορεί
να γίνει καλύτερα αντιληπτή, όταν φανεί
σε ποιο σημείο της ιστορίας τα Μυστήρια
είχαν ήδη υποβαθμιστεί, αφού είχαν
υποταχθεί στην προσωπική φιλοδοξία του
δεσπότη-κυβερνήτη και του πανούργου
ιερατείου. Αυτά τα βαθιά φιλοσοφικά και
επιστημονικά διαμορφωμένα θρησκευτικά
δράματα, στα οποία αναπαριστάνονταν οι
μεγαλύτερες αλήθειες του Απόκρυφου ή
Πνευματικού Σύμπαντος και η κρυμμένη
κληρονομιά της γνώσης, είχαν γίνει
αντικείμενο καταδίωξης πολυ πριν από
τις μέρες της ακμής του Πλάτωνα και του
Πυθαγόρα. Ωστόσο, οι πρωταρχικές
αποκαλύψεις που δόθηκαν στην Ανθρωπότητα,
δεν πέθαναν μαζί με τα Μυστήρια.
Διατηρούνται ακόμη σαν κληρονομιά για
τις μελλοντικές και περισσότερο
πνευματικές γενιές.
Στην
Αποκαλυμμένη Ίσιδα,
έχει ήδη αναφερθεί ότι και από την εποχή
του Αριστοτέλη τα μεγάλα Μυστήρια είχαν
χάσει το αρχικό μεγαλείο και τη σοβαρότητά
τους. Οι τελετές τους είχαν αχρηστευθεί
και ως ένα μεγάλο βαθμό είχαν υποβαθμιστεί
σε απλά ιερατικά θεάματα ή είχαν γίνει
θρησκευτικές μιμήσεις. Είναι περιττό
να αναφέρουμε πότε εμφανίστηκαν για
πρώτη φορά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα,
αφού υπάρχει μια αξεδιάλυτη χρονολογική
σύγχυση, τουλάχιστον μέχρι την εποχή
του Αριστοτέλη. Αρκεί να πούμε ότι στην
Αίγυπτο τα Μυστήρια ήταν γνωστά από την
εποχή του Μήνη και ότι οι Έλληνες τα
πήραν μόνο όταν τα έφερε ο Ορφέας από
την Ινδία. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Ήταν
η γραφή γνωστή πριν από τον Πανίνι;»,
αναφέρεται ότι οι Παντού είχαν αποκτήσει
παγκόσμια κυριαρχία και δίδασκαν τα
«θυσιαστικά» Μυστήρια σε άλλες φυλές
από το 3300 π.Χ. Πράγματι, όταν ο Ορφέας, ο
γιος του Απόλλωνα ή Ήλιου, δέχθηκε από
τον πατέρα του τη φόρμιγγα
– την επτάχορδη λύρα, σύμβολο του
επταπλού μυστηρίου της Μύησης – τα
Μυστήρια ήταν ήδη πανάρχαια στην Κεντρική
Ασία και την Ινδία. Σύμφωνα με τον
Ηρόδοτο, ο Ορφέας είναι πολύ αρχαιότερος
του Ομήρου και του Ησίοδου. Έτσι, ακόμη
και στις μέρες του Αριστοτέλη, ελάχιστοι
ήταν οι αληθινοί Μύστες που είχαν μείνει
στην Ευρώπη, ακόμη και στην Αίγυπτο. Οι
κληρονόμοι εκείνων που αφανίστηκαν από
τα κατακτητικά ξίφη διαφόρων εισβολέων
της αρχαίας Αιγύπτου, είχαν και οι ίδιοι
εξαφανιστεί με τη σειρά τους. Όπως πριν
από 8000 ή 9000 χρόνια το ρεύμα της γνώσης
κυλούσε αργά από τα οροπέδια της Κεντρικής
Ασίας στην Ινδία και προς την Ευρώπη
και τη Βόρεια Αφρική, έτσι 500 χρόνια
περίπου π.Χ. άρχισε να κυλάει πίσω προς
την παλιά του πατρίδα και τόπο γέννησης.
Στη διάρκεια των επόμενων δύο χιλιάδων
χρόνων, η γνώση της ύπαρξης των μεγάλων
Μυστών είχε σχεδόν χαθεί στην Ευρώπη.
Ωστόσο, σε μερικά μυστικά μέρη, τα
Μυστήρια εξακολουθούσαν να τελούνται
με όλη την πρωταρχική τους αγνότητα.
Ο «Ήλιος της Δικαιοσύνης» εξακολουθούσε
να ρίχνει το φως του στο νυχτερινό
ουρανό. Ενώ το
σκοτάδι είχε καλύψει το πρόσωπο ενός
αμαθή κόσμου, το αιώνιο φως άναβε μέσα
στα Άδυτα τις νύχτες της Μύησης. Τα
αληθινά
Μυστήρια δεν έγιναν ποτέ γνωστά. Η
Ελευσίνα και η Άγρα για τα πλήθη, ο Θεός
Ευβουλεύς,
«της καλής συμβουλής», η μεγάλη Ορφική
θεότητα για το νεόφυτο.
Ποιος
ήταν άραγε αυτός ο μυστηριώδης Θεός,
τον οποίο πολλοί ερευνητές συγχέουν με
τον Ήλιο; Όποιος έχει κάποια ιδέα για
την αρχαία αιγυπτιακή εξωτερική πίστη,
ξέρει πολύ καλά ότι για τα πλήθη ο Όσιρις
ήταν ο Ήλιος στον Ουρανό, «ο Ουράνιος
Βασιλιάς», ο Ρο-Ιμφαμπ. Οι Έλληνες
ονόμαζαν τον Ήλιο «Οφθαλμό του Διός»,
όπως ο σύγχρονος ορθόδοξος Πάρσης έχει
τον «Οφθαλμό του Ορμούζ». Ονομαζόταν,
επίσης, «Παντεπόπτης Θεός» (πολυόφθαλμος),
«Θεός Σωτήρας» και «αίτιον της σωτηρίας».
Διαβάστε τον πάπυρο του Παφέρονμες στο
Βερολίνο, καθώς και τη στήλη, όπως
αποδόθηκε από τον Μαριέτ-Μπεΐ:
Δόξα
σε σένα, ω Ήλιε, θείο τέκνο!... οι ακτίνες
σου χαρίζουν ζωή στους αγνούς και σε
όσους είναι έτοιμοι... Οι Θεοί [οι «Υιοί
του Θεού»] που σε πλησιάζουν τρέμουν
από αγαλλίαση και δέος... Εσύ είσαι ο
πρωτογεννημένος, ο Υιός του Θεού, ο
Λόγος.
Η Εκκλησία αναγνώρισε
σε αυτούς τους όρους και είδε σε αυτές
τις εκφράσεις των μυητικών τελετών και
τα προφητικά λόγια των Παγανιστικών
Χρησμών προφητείες για την έλευση του
Χριστού. Η αλήθεια είναι πως αναφέρονταν
για κάθε άξιο Μυημένο. Αρκετές από τις
εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν στα
ιερατικά κείμενα και ιερογλυφικά,
χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας,
βρίσκονται τώρα στους ύμνους και τις
προσευχές των χριστιανικών εκκλησιών.
Δύσκολα η Εκκλησία θα παραδεχόταν κάτι
τέτοιο, μια και μέσα στους αιώνες επήλθε
καταστροφή των πανάρχαιων χειρογράφων.
Αναμφίβολα η Χριστιανοσύνη είχε τους
δικούς της μεγάλους Ενορατικούς και
Προφήτες, όπως κάθε άλλη θρησκεία. Τα
επιχειρήματά τους όμως δεν ενισχύονται
περισσότερο με το να αρνούνται τους
προκατόχους τους.
Ακούστε τι λέει ο
Πλάτωνας:
Γνώριζε,
λοιπόν, Γλαύκε, πως όταν μιλάω για τη
δημιουργία του αγαθού, εννοώ τον Ήλιο.
Ο Γιος βρίσκεται σε τέλεια αναλογία με
τον Πατέρα του.
Ο Ιάμβλιχος αποκαλεί
τον Ήλιο «εικόνα της θείας διάνοιας ή
Σοφίας». Ο Ευσέβιος επαναλαμβάνοντας
τα λόγια του Φίλωνα, ονομάζει τον
ανατέλλοντα Ήλιο (ανατολή) Αρχάγγελο,
αρχαιότερο από όλους, προσθέτοντας ότι
ο Αρχάγγελος που είναι πολυώνυμος
(έχει πολλά ονόματα) είναι ο Λόγος ή
Χριστός. Η λέξη Sol (Ήλιος) προέρχεται από
τη λέξη solus, ο Ένας ή ο «Μόνος» και το
ελληνικό του όνομα Ήλιος σημαίνει ο
«Ύψιστος» και έτσι το σύμβολο γίνεται
κατανοητό. Παρ' όλα αυτά οι αρχαίοι
έκαναν μια διάκριση ανάμεσα στον Ήλιο
και στο πρωτότυπό του.
Ο Σωκράτης χαιρετούσε
τον ανατέλλοντα Ήλιο, όπως, ακόμη και
στις μέρες μας, κάνει ένας αληθινός
Πάρσης ή Ζωροαστριστής. Ο Όμηρος και ο
Ευριπίδης, όπως και ο Πλάτωνας, αναφέρουν
μερικές φορές το Δία-Λόγο, τη «Λέξη» ή
τον Ήλιο. Ωστόσο οι Χριστιανοί ισχυρίζονται
ότι αφού το μαντείο όταν ρωτήθηκε για
το Θεό Ιάω απάντησε: «Είναι ο Ήλιος»,
επομένως:
Ο Γιεχοβά των Ιουδαίων ήταν πολύ
γνωστός στους Παγανιστές και τους
Έλληνες.
Και ο «Ιάω είναι ο
δικός μας Γιεχοβά». Το πρώτο μέρος της
πρότασης φαίνεται ότι δεν έχει καμιά
σχέση με το δεύτερο. Πολύ λιγότερο δεν
μπορεί κανείς να θεωρήσει το συμπέρασμα
σαν σωστό. Αλλά αν υπάρχει τόση ανάγκη
να αποδειχτεί η ταυτότητα, εμείς δε
διαφωνούμε καθολου. Μόνο που σε μια
τέτοια περίπτωση, ο Γιεχοβά θα είναι
επίσης ο Βάκχος. Είναι πολύ περίεργο
που οι σύγχρονοι χριστιανοί μελετητές
εξαρτώνται από τις πίστεις των Ιουδαίων
– που ήταν Σαβαΐτες και λάτρεις του
Ήλιου, όπως ο όχλος της Χαλδαίας – και
με αυτό τον τρόπο δεν καταφέρνουν να
δουν ότι ο μετέπειτα Γιεχοβά δεν είναι
παρά μια ιουδαϊκή ανάπτυξη του Για-βά,
ή του Ιαώ των Φοινίκων. Με λίγα λόγια,
πρόκειται για το μυστικό όνομα ενός
Μυστηριακού Θεού, ενός από τους πολλούς
Κάβειρους. Παρ' όλο που ήταν ο «Ύψιστος
Θεός» για ένα μικρό έθνος, ποτέ δεν
θεωρήθηκε σαν τέτοιος από τους Μυημένους
που τελούσαν τα Μυστήρια. Για αυτούς
δεν ήταν παρά ένα Πλανητικό Πνεύμα
προσκολημμένο στον ορατό Ήλιο, ο οποίος
είναι το κεντρικό Άστρο και όχι ο
κεντρικός πνευματικός Ήλιος.
Και είπεν αυτώ ο Άγγελος Κυρίου, [στον
Μανωά] «εις τι τούτο ερωτάς, το όνομά
μου και αυτό εστίν θαυμαστόν».
Όπως και αν έχει το
πράγμα, δύσκολα μπορεί να απορριφθεί η
ταυτότητα του Γιεχοβά του όρους Σινά
με το Θεό Βάκχο και ο τελευταίος – όπως
ήδη αναφέραμε στην Αποκαλυμμένη Ίσιδα
– είναι ο Διόνυσος. Όπου λατρευόταν ο
Βάκχος υπήρχε μια παράδοση για την πόλη
Νύσα και ένα σπήλαιο όπου ανατρεφόταν.
Έξω από την Ελλάδα, ο Βάκχος ήταν ο
πανίσχυρος «Ζαγρέας, ο ανώτερος των
Θεών», στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν
ο Ορφέας, ο ιδρυτής των Μυστηρίων. Τώρα,
λοιπόν, αν δε γίνεται αποδεκτό ότι ο
Μωυσής ήταν ένας μυημένος ιερέας, ένας
Μύστης, οι πράξεις του οποίου αναφέρονται
αλληγορικά, τότε θα πρέπει να γίνει
δεκτό ότι λάτρευε το Βάκχο μαζί με τους
Ισραηλίτες.
Και ωκοδόμησεν ο Μωυσής θυσιαστήριον,
και εκάλεσεν το όνομα αυτού Γιεχοβά
Νισσί [ ή Ιαώ-νισί, ή πάλι Διόνυσο].
Για να ενισχύσουμε
αυτό τον ισχυρισμό πρέπει να θυμηθούμε
ότι ο τόπους που γεννήθηκε ο Όσιρις, ο
Αιγύπτιος Ζαγρέας ή Βάκχος, ήταν το όρος
Σινά, το οποίο από τους Αιγυπτίους
ονομάζεται Νίσα. Το χάλκινο φίδι ήταν
ένα ναχάς,
και ο μήνας του ιουδαϊκού Πάσχα ονομάζεται
Νισάν.
H. P. BLAVATSKY
ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΑΚΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1989