.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

ΜΟΡΕΛΛΑ – EDGAR ALLAN POE


Αυτό καθ’ αυτό μεθ’ αυτού αιεί ον
(Πλάτωνος, Συμπόσιον)

Είχα ένα αίσθημα βαθιάς και παράξενης τρυφερότητας για τη φίλη μου Μορέλλα. Την είχα γνωρίσει τυχαία πριν πολλά χρόνια, κι από την πρώτη στιγμή άναψε στην ψυχή μου μια φλόγα που ποτέ πρωτύτερα δεν είχα νιώσει. Μα δεν ήταν φλόγα ερωτική, και μου βασάνιζε οδυνηρά το μυαλό η πεποίθηση που σχημάτισα σιγά σιγά, πως δεν μπορούσα να προσδιορίσω το νόημά της ή να ρυθμίσω την ακαθόριστη έντασή της.
Ωστόσο μας ένωσαν οι δεσμοί του γάμου. Εγώ δεν μίλησα ούτε σκέφτηκα ποτέ γι’ αγάπη. Εκείνη όμως απόφευγε τις κοινωνικές σχέσεις, προσηλώθηκε σ’ εμένα και μόνο, και μου έδωσε την ευτυχία. Είναι μια ευτυχία να πλανιέται η σκέψη σου. Είναι μια ευτυχία να ονειροπολείς.
Η Μορέλλα είχε βαθιά μόρφωση. Στη ζωή μου, τα χαρίσματά της δεν ήταν απ’ τα συνηθισμένα, η δύναμη της διανόησής της ήταν τεράστια. Αυτό το ‘χα αντιληφτεί, και σε πολλά ζητήματα έγινα μαθητής της. Ωστόσο δεν άργησα να παρατηρήσω πως μου έδινε να διαβάσω μερικά από εκείνα τα μεταφυσικά συγγράμματα, που θεωρούνται τα ρεφούτζια της παλαιότερης γερμανικής φιλολογίας. Αυτά τα συγγράμματα δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήταν το αγαπημένο και μόνιμο αντικείμενο της μελέτης της – και με τον καιρό είχαν γίνει και το δικό μου αντικείμενο μελέτης, ίσως από συνήθεια ή ακολουθώντας το παράδειγμά της.
Σε όλα’ αυτά, αν δεν λαθεύομαι, η κρίση μου έπαιζε μικρό ρόλο. Οι πεποιθήσεις μου – εκτός αν δεν ξέρω τον εαυτό μου - δεν ήταν καθόλου ιδεαλιστικές, και κανένα ίχνος από τις μυστικοπάθειες που διάβαζα δεν μπορούσε να βρεθεί, εκτός αν κάνω μεγάλο λάθος, είτε στις σκέψεις μου είτε στις πράξεις μου. Βέβαιος γι’ αυτό, αφηνόμουν σιωπηλά στην καθοδήγηση της γυναίκας μου, και την ακολουθούσα αδείλιαστα στο λαβύρινθο των σπουδών της. Και τότε – τότε, καθώς έσκυβα πάνω σε σελίδες γεμάτες μυστικοπάθεια, ένιωθα ν’ ανάβει μέσα μου ένα πνεύμα μυστικισμού, φτάνει ν’ ακουμπούσε η Μορέλλα το κρύο χέρι της πάνω στο δικό μου και να ξέθαβε, σκαλίζοντας μέσα στις στάχτες μιας πεθαμένης φιλοσοφίας, κάποια σιγανά, αλλόκοτα λόγια, που το παράξενο νόημά τους αποτυπώθηκε στη θύμησή μου:

Παναγία!
Τους οφθαλμούς σου στρέψε απαλά
Πάνω σε μιας αμαρτωλής θυσία,
στην ταπεινή αγάπη και ικεσία,
από τον άγιο θρόνο σου ψηλά.

Μαρία! Τον ύμνο μου πάντα τονίζω
το κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ!
Στη χαρά, στη λύπη, στο φως, στο σκοτάδι,
μητέρα του Θεού, σ’ εσένα ελπίζω!

Όταν οι ώρες περνούν και διαβαίνουν
κι ούτε ένα σύννεφο τον ουρανό δεν ισκιάζει,
η ψυχή μου εσένα λαχταράει και κράζει
κι οι σκέψεις μου πάντα σ’ εσέν’ ανεβαίνουν.

Τώρα που σκοτεινή βροντά καταιγίδα
στα περασμένα πάνω και στα τωρινά,
κάνε το μέλλον μου να λάμπει φωτεινά
με τη γλυκιά, τη δική σου ελπίδα.

Και τότε, ώρες ολόκληρες καθόμουν στο πλευρό της, ακούγοντας τη μουσική της φωνής της, ώσπου στο τέλος η μελωδία έπαιρνε μιαν απόχρωση τρόμου, ένας ίσκιος τύλιγε την ψυχή μου, χλώμιαζα κι αναρριγούσα μέσα μου σ’ αυτούς τους απόκοσμους τόνους. Κι έτσι, η χαρά μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε φρίκη, κι η μεγαλύτερη ομορφιά στην πιο αποτρόπαιη ασκήμια.
Είναι περιττό να αναφέρω ακριβόλογα το χαρακτήρα που είχαν αυτές οι μελέτες, που πήγαζαν από τα βιβλία που προανέφερα, κι αποτέλεσαν, για τόσο μεγάλο διάστημα, το μοναδικό σχεδόν θέμα συνομιλίας μεταξύ της Μορέλλας κι εμένα. Όσοι έχουν μελετήσει θεολογική φιλοσοφία – όπως θα μπορούσε να προσδιοριστεί – θ’ αντιληφτούν αμέσως αυτό το χαραχτήρα, κι όσοι δεν έχουν μελετήσει δεν θα καταλάβαιναν οπωσδήποτε μεγάλα πράγματα.
Ο αχαλίνωτος πανθεϊσμός του Φίχτε, η τροποποιημένη παλιγγενεσία του Πυθαγόρα, και πάνω απ’ όλα το δόγμα περί Οντότητος, όπως προβάλλεται από τον Σέλλιγκ, ήταν τα συνηθισμένα θέματα που παρουσίαζαν το μεγαλύτερο θέλγητρο για την ευφάνταστη Μορέλλα. Αυτή η οντότητα, που λέγεται ατομική, νομίζω πως προσδιορίζεται πολύ ορθά από τον κ. Λοκ, με τον ορισμό «ενσυνείδητο ον». Αφού με τη λέξη «άτομο» εννοούμε ένα ον λογικό, και αφού το ενσυνείδητο συνοδεύει πάντα τη σκέψη, αυτό είναι που κάνει όλους μας να είμαστε αυτό που λέμε ο εαυτός μας, ξεχωρίζοντας μας από τα άλλα σκεπτόμενα όντα και δίνοντάς μας την ατομική μας οντότητα. Αλλά το αξίωμα της ατομικότητας, της οντότητας, που χάνεται ή δεν χάνεται για πάντα με το θάνατο, ήταν ανέκαθεν για μένα ένα ζήτημα που με απασχολούσε εντατικά – όχι μόνο για τις περίπλοκες και συναρπαστικές του συνέπειες, αλλά και για τον επίμονο και ταραγμένο τρόπο που μιλούσε γι’ αυτές η Μορέλλα.
Ήρθε όμως ο καιρός που το μυστήριο αυτής της νοοτροπίας της γυναίκας μου με βάραινε σαν εφιάλτης. Δεν μπορούσα πια να υποφέρω να μ’ αγγίζουν τα χλωμά της δάχτυλα, ούτε το σιγανό μουσικό τόνο της ομιλίας της, ούτε τη λάμψη των μελαγχολικών ματιών της. Και το ‘ξερε κι ίδια, μα δεν παραπονιότανε. Φαινότανε να ‘χει αντιληφτεί αυτή την αδυναμία μου ή την ιδιοτροπία μου, αλλά χαμογελούσε και το ‘λεγε πεπρωμένο. Επίσης φαινότανε να ‘χει αντιληφτεί κάποια αιτία – άγνωστη σε μένα – αυτής της βαθμιαίας αποξένωσης μου, αλλά δεν έκανε καμιά σχετική νύξη.
Μα ωστόσο ήταν γυναίκα, κι έφθινε μέρα με τη μέρα. Με τον καιρό, η κόκκινη βούλα εγκαταστάθηκε μόνιμα πάνω στα μάγουλά της, και φούσκωσαν οι γαλάζιες φλέβες πάνω στο χλωμό της μέτωπο. Για μια στιγμή τη συμπονούσα, τη λυπόμουνα, αλλά αμέσως έπειτα αντίκριζα τη γεμάτη νόημα ματιά της, και τότε η ψυχή μου αρρώσταινε και ζαλιζότανε όπως ζαλίζεται κανείς όταν κοιτάζει από ψηλά κάποια σκοτεινή κι απύθμενη άβυσσο.
Είναι ανάγκη να πω καθόλου πως ανυπομονούσα και τρωγόμουνα πότε θα ‘ρχότανε η στιγμή να πεθάνει η Μορέλλα; Αλλά η ψυχή της που τρεμόσβηνε δεν εννοούσε να παρατήσει το χωματένιο της περίβλημα, και περνούσανε στενόχωρα οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, ώσπου τα τυραννισμένα νεύρα μου με κυριάρχησαν κι έγινα έξω φρενών γι’ αυτή την αργοπορία, και καταριόμουνα στέλνοντας στο διάβολο τις μέρες και τις ώρες και τις πικρές στιγμές που λες και μάκραιναν, όλο μάκραιναν, όσο έφευγε η ζωή της, σαν ίσκιοι στο βασίλεμα της μέρας.
Αλλά ένα φθινοπωρινό βραδινό, που οι άνεμοι ησυχάζανε στα ουράνια, η Μορέλλα με κάλεσε πλάι στο κρεβάτι της. Μια καταχνιά σκέπαζε τη γη, μια θερμή λάμψη απλωνότανε πάνω στα νερά, κι ανάμεσα στα χρυσαφένια φύλλα του Οχτώβρη, μες στο δάσος, ένα ουράνιο τόξο σίγουρα είχε πέσει από το στερέωμα.
-Σήμερα είναι μια σημαδιακή μέρα, είπε καθώς πλησίασα. Απ’ όλες τις μέρες, σήμερα είναι η μέρα για να ζήσει κανείς ή να πεθάνει. Είναι μια όμορφη μέρα για τα τέκνα της γης και της ζωής – αχ, και πιο όμορφη ακόμη για τις θυγατέρες τ’ ουρανού και του θανάτου!
Τη φίλησα στο μέτωπο. Εκείνη συνέχισε:
-Πεθαίνω, κι όμως θα ζήσω.
-Μορέλλα!
-Ποτέ δεν είχαν ξημερώσει οι μέρες που θα μπορούσες να μ’ είχες αγαπήσει. Όμς, αυτή που απεχθανόσουν στη ζωή, στο θάνατο θα τη λατρεύεις.
-Μορέλλα!
-Σ’ το ξαναλέω πως πεθαίνω. Μέσα μου όμως υπάρχει ένα εχέγγυο εκείνης της αγάπης – αχ, της τόσο λίγης! – που είχες νιώσει για μένα, τη Μορέλλα. Κι όταν θα φύγει η ψυχή μου, της Μορέλλας. Αλλά οι μέρες σου θα ‘ναι μέρες θλίψης – εκείνης της θλίψης που κρατάει περισσότερο απ’ όλες, όλες, όπως το κυπαρίσσι είναι το πιο μακρόζωο απ’ όλα τα δέντρα. Γιατί οι ώρες της ευτυχίας σου έχουν τελειώσει, και η χαρά δεν έρχεται δυό φορές στη ζωή, όπως τα ρόδα που ανθίζουν δυό φορές το χρόνο. Δεν θα παίξεις πια, λοιπόν, με το Χρόνο, αλλά αγνοώντας τα μύρτινα στεφάνια του συμπόσιου και το χυμό του σταφυλιού, θα τριγυρνάς με το σάβανό σου εδώ στη γη, όπως οι Μουσουλμάνοι στη Μέκκα.
-Μορέλλα! Έβαλα μια φωνή. Μορέλλα! Πως το ξέρεις αυτό;
Μα εκείνη γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη πάνω στο προσκεφάλι, κι αφού τρεμούλιασε ανάλαφρα, ξεψύχησε, κι εγώ δεν άκουσα πια τη φωνή της.
Ωστόσο, όπως είχε πει, το παιδί της που πεθαίνοντας έφερε στον κόσμο, που πρωτοανάσανε όταν η μητέρα του έπαψε ν’ ανασαίνει, το παιδί της, μια κόρη, έζησε. Το πνεύμα και το ανάστημά της είχαν μια παράξενη ανάπτυξη, και ήταν το πανομοιότυπο εκείνης που είχε φύγει, και την αγάπησα με μιαν αγάπη πιο θερμή απ’ ό,τι πίστευα πως θα μπορούσα να νιώσω για οποιονδήποτε παρεπίδημο της γης.
Αλλά ο ουρανός αυτής της αγνής αγάπης δεν άργησε να σκοτεινιάσει και να τον σκεπάσουν μαύρα σύννεφα φρίκης και αγωνίας. Είπα πως το ανάστημα και το πνεύμα του παιδιού είχαν μια παράξενη ανάπτυξη. Ήταν πράγματι παράξενη η σωματική της ανάπτυξη – αλλά τρομερές, ω, τι τρομερές οι σκέψεις που αναδεύονταν μες στο μυαλό μου όσο παρακολουθούσα τη διανοητική της ανάπτυξη. Μπορούσε μήπως να ‘ταν διαφορετικά όταν ανακάλυπτα καθημερινά στις ιδέες του παιδιού τη δύναμη και της ιδιότητες της ενήλικης γυναίκας; Όταν τα διδάγματα της πείρας έβγαιναν απ’ τα χείλια ενός παιδιού; Όταν ώρα με την ώρα έβλεπα τη σοφία και τις συγκινήσεις της ώριμης ηλικίας να λαμποκοπούν μέσα στα μεγάλα στοχαστικά της μάτια; Όταν όλ’ αυτά αποκαλύφτηκαν στις τρομαγμένες μου αισθήσεις, όταν δεν μπορούσα πια να τα κρύψω από τον εαυτό μου, ούτε να τα διώξω από την αντίληψή μου, που έτρεμε ανακαλύπτοντάς τα, είναι παράξενο πως γεννήθηκαν στο μυαλό μου τρομερές και συγκλονιστικές υποψίες, ή πως η σκέψη στράφηκε κατάπληχτη στις εξωφρενικές και συναρπαστικές θεωρίες της ενταφιασμένης Μορέλλας; Απομάκρυνα από την περιέργεια του κόσμου ένα ον που η μοίρα με υποχρέωνε να λατρεύω, και μέσα στην αυστηρή απομόνωση του σπιτιού μου παρακολουθούσα με αγωνία την αγαπημένη μου.
Και όσο κυλούσαν τα χρόνια, και κοίταζα μέρα με τη μέρα το αγνό, το γλυκό, το γεμάτο νόημα πρόσωπό της, και αναγάλλιαζα για τη σωματική της διάπλαση που ωρίμαζε, μέρα με τη μέρα ανακάλυπτα κάποια καινούρια ομοιότητα με τη μητέρα της, τη μελαγχολική και πεθαμένη. Και ώρα με την ώρα γίνονταν πιο έντονες αυτές οι ομοιότητες, πιο γεμάτες, πιο καθορισμένες, πιο καταπληκτικές, πιο τρομερές.
Πως το χαμόγελό της έμοιαζε με το χαμόγελο της μητέρας της, αυτό μπορούσα να το υποφέρω – αλλά ανατρίχιαζα βλέποντας την απόλυτη ταυτότητα, την ίδια οντότητα. Πως τα μάτια της έμοιαζαν με τα μάτια της Μορέλλας, μπορούσα να το δεχτώ – αλλά κι αυτά κοίταζαν τα βάθια της ψυχής μου με την ένταση και το νόημα που κοίταζε η Μορέλλα. Και το σχήμα του ψηλού της μέτωπου, και στα κατσαρά των μεταξένιων της μαλλιών, και στα χλωμά της δάχτυλα, που τα ‘χωνε μέσα κει, και στο μελαγχολικό μουσικό τόνο της ομιλίας, και πάνω απ’ όλα – ω, πάνω απ’ όλα, στις φράσεις και τις εκφράσεις της πεθαμένης πάνω στα χείλια της αγαπημένης και της ζωντανής, έβρισκα τροφή για σκέψεις που με τυραννούσανε ίδιο σαράκι που δεν θα πέθαινε ποτέ.
Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια της ζωής της, κι ακόμα η κόρη μου έμενε δίχως όνομα στη γη. «Παιδί μου» και «αγάπη μου» ήταν τα συνηθισμένα ονόματα που της έδινε η στοργή ενός πατέρα, και η αυστηρή απομόνωσή της απόκλειε συνομιλίες με άλλους. Το όνομα της Μορέλλας πέθανε, όταν είχε πεθάνει κι η ίδια. Ποτέ δεν μίλησα στην κόρη για τη μητέρα – μου ήταν αδύνατον να της μιλήσω. Στο σύντομο διάστημα της ζωής της, δεν είχε δεχτεί εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, εκτός από τις περιορισμένες εντυπώσεις, που είχαν σχέση με τις καθημερινές μικροανάγκες. Τέλος όμως, η τελετή για τη βάφτισή της έφερε στο μυαλό μου – στην άβουλη και ταραγμένη κατάσταση που βρισκότανε – μια προσωρινή λύτρωση από την τρομερή μου μοίρα.
Μπροστά στην κολυμπήθρα δίστασα για το όνομα που θα της έδινα. Πολλά ονόματα σοφίας και ομορφιάς, του παλιού και του σημερινού καιρού, από τη δική μου πατρίδα όσο κι από ξένες χώρες, μου έρχονταν κοπαδιαστά στα χείλια, μαζί με πολλά άλλα που σήμαιναν ευγένεια, ευτυχία, καλοσύνη. Τι μ’ έκανε τότε να ταράξω τη μνήμη της θαμμένης νεκρής; Ποιος δαίμονας μ’ έσπρωξε να προφέρω εκείνο το όνομα, που η θύμησή του και μόνο έκανε το αίμα να ξεχυθεί ορμητικό από τα μηνίγγια στην καρδιά; Ποιο πονηρό πνεύμα μίλησε από τα τρίσβαθα της ψυχής μου, όταν στο μισοσκόταδο των θόλων και μες στη σιγαλιά της νύχτας ψιθύρισα στο αυτί του ιερέα τις συλλαβές: Μορέλλα; Ποιο πνεύμα σατανικό έκανε να συσπαστούν τα χαραχτηριστικά του παιδιού μου, και τα σκέπασε με το χρώμα του θανάτου, όταν ανασκιρτώντας σ’ αυτό το ψιθύρισμα, που σχεδόν δεν ακούστηκε, σήκωσε τα γυάλινα μάτια της από τη γη στον ουρανό, και πέφτοντας αναίσθητη πάνω στις μαύρες πλάκες του προγονικού μου παρεκκλησιού, αποκρίθηκε! –Είμ’ εδώ!
Καθαρά, ήρεμα, ψυχροί, έπεσαν αυτοί οι απλοί ήχοι στ’ αυτιά μου, και εκεί, ίδιο αναλυτό μολύβι, κύλησαν σφυριχτά μες στο μυαλό μου. Χρόνια, χρόνια και χρόνια μπορεί να περάσουν, αλλά ποτέ η θύμηση εκείνου του καιρού. Η αλήθεια είναι πως τα λουλούδια και το κρασί δεν μου έμειναν άγνωστα – μα ωστόσο ο υοσκίαμος και το κυπαρίσσι σκοτείνιαζαν τη ζωή μου νύχτα μέρα. Δεν λογάριαζα ούτε χρόνο ούτε τόπο, και τ’ αστέρια της μοίρας μου έσβηναν από τον ουρανό, η γη σκοτείνιασε, και τα πλάσματά της περνούσαν δίπλα μου σαν ίσκιοι, κι ανάμεσά τους ξεχώριζαν μονάχα τη Μορέλλα. Οι άνεμοι του ουρανού ένα μονάχα ήχο αναστενάζανε στ’ αυτιά μου, και τα κυματάκια της ακρογιαλιάς ψιθυρίζανε παντοτινά: Μορέλλα.
Πέθανε. Και με τα ίδια μου τα χέρια την έφερα στον τάφο. Και το γέλιο μου αντήχησε μακρόσυρτο και πικρό, όταν δεν βρήκα κανένα ίχνος της πρώτης, στην κρύπτη όπου απόθεσα τη δεύτερη Μορέλλα.


Edgar Allan Poe
Αλλόκοτες Ιστορίες
Μετάφραση Κοσμάς Πολίτης
Εκδόσεις Γράμματα 1979


Δεν υπάρχουν σχόλια: