.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Η Οδός των Τεσσάρων Ανέμων – Robert W. Chambers


«Μισόκλεισε τα μάτια σου,
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος
Και από την κοιμισμένη σου καρδιά
Εξόρισε για πάντα τις σκέψεις του θανάτου.

»Εξυμνώ τη φύση,
Τ’ αστέρια της νύχτας, τα δάκρυα της αυγής,
Τον ήλιο που δύει στο μακρινό ορίζοντα,
Τον ουρανό που μιλάει στην καρδιά σου για τη
Μεταθανάτια ζωή!»

Το ζώο κοντοστάθηκε στο κατώφλι, αβέβαιο, άγρυπνο, έτοιμο να τραπεί σε φυγή αν χρειαζόταν. Ο Σέβερν άφησε την παλέτα του και άπλωσε το χέρι του για να το καλωσορίσει. Η γάτα παρέμεινε ακίνητη, με τα κίτρινα μάτια της καρφωμένα πάνω του.
«Έλα μέσα ψιψίνα», της είπε με τη χαμηλή, χαϊδευτική φωνή του.
Αυτή κούνησε αναποφάσιστα την άκρη της αδύνατης ουράς της.
«Έλα μέσα», της είπε ξανά.
Η φωνή του της φάνηκε προφανώς καθησυχαστική, διότι θρονιάστηκε αργά στα τέσσερά της πόδια, χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του, κι έχωσε την ουρά κάτω από τα κάτισχνα σκέλια της.
Εκείνος σηκώθηκε από το καβαλέτο του χαμογελώντας.
Η γάτα τον περιεργάστηκε ήρεμα και όταν την πλησίασε τον κοίταξε, καθώς έσκυβε από πάνω της, χωρίς να ζαρώσει φοβισμένα τα μάτια της ακολούθησαν το χέρι του ώσπου άγγιξε το κεφάλι της. Τότε έβγαλε ένα τραχύ νιαούρισμα.
Ο Σέβερν συνήθιζε εδώ και πολύ καιρό να κουβεντιάζει με ζώα, πιθανόν επειδή ζούσε ολομόναχος΄ και τώρα είπε, «Τι τρέχει ψιψίνα;»
Τα μάτια της αναζήτησαν συνεσταλμένα τα δικά του.
«Κατάλαβα», της είπε τρυφερά, «θα το έχεις αμέσως».
Με ήρεμες κινήσεις ανέλαβε τα καθήκοντα του οικοδεσπότη, ξέπλυνε ένα πιατάκι, το γέμισε με το γάλα που είχε απομείνει στο μπουκάλι που ήταν πάνω στο περβάζι του παράθυρου και, αφού γονάτισε, θρυμμάτισε ένα ψωμάκι μες στην παλάμη του.
Το ζώο σηκώθηκε και πλησίασε αργά προς το πιατάκι.
Ο Σέβερν ανακάτεψε τα ψίχουλα και το γάλα με τη λαβή μιας σπάτουλας και, όταν η γάτα έχωσε τη μύτη της στο φαϊ, έκανε ένα βήμα πίσω. Την κοίταξε σιωπηλός. Το πιατάκι αντηχούσε που και που στο πλακόστρωτο πάτωμα, καθώς εκείνη άγγιζε το χείλος του για να πιάσει κάποιο κομματάκι. Όταν έφαγε επιτέλους όλο το ψωμί, η πορφυρή γλώσσα της πλανήθηκε σε όλα τα σημεία που δεν είχε γλύψει, ώσπου το πιατάκι έλαμψε σαν γυαλισμένο μάρμαρο. Τότε ανακάθισε, του γύρισε αδιάφορα την πλάτη και άρχισε να νίβεται με ιεροτελεστία.
«Συνέχισε της είπε ο Σέβερν με ενδιαφέρον, «το έχεις ανάγκη».
Εκείνη τέντωσε το ένα της αυτί, μα δε γύρισε ούτε σταμάτησε την τουαλέτα της. Καθώς έφευγε σιγά σιγά η βρόμα, ο Σέβερν παρατήρησε ότι η φύση την είχε προορίσει για άσπρη γάτα. Η γούνα της είχε μαδήσει σε διάφορα σημεία, από κάποια αρρώστια ή από τις συγκυρίες του πολέμου, η ουρά της ήταν κοκαλιάρικη και στη ράχη της ξεχώριζε η σπονδυλική της στήλη. Το ζωηρό γλείψιμο ωστόσο άρχισε να αναδεικνύει τα όποια θέλγητρά της κι αυτός την περίμενε να τελειώσει για να της ξαναπιάσει την κουβέντα. Όταν έκλεισε επιτέλους τα μάτια της και μάζεψε τα μπροστινά της πόδια κάτω από το στήθος της, άρχισε να της λέει πάλι πολύ τρυφερά: «Πες μου τα βάσανά σου, ψιψίνα».
Ακούγοντας τη φωνή του έβγαλε ένα τραχύ λαρυγγώδη ήχο κι εκείνος κατάλαβε ότι προσπαθούσε να γουργουρίσει. Έσκυψε για να της τρίψει το μάγουλο κι η γάτα νιαούρισε ξανά, ένα φιλικό, ερωτηματικό νιάου, στο οποίο εκείνος απάντησε: «Μα βέβαια, είσαι πολύ πιο όμορφη τώρα και όταν ξαναβγεί το φτέρωμά σου θα είσαι ένα ωραιότατο πουλί». Εκείνη σηκώθηκε ιδιαίτερα κολακευμένη κι άρχισε να βαδίζει γύρω απ’ τα πόδια του, έχωνε το κεφάλι της ανάμεσά τους, έκανε σχόλια που φανέρωναν την ευχαρίστησή της κι αυτός της απαντούσε με ευγενική σοβαρότητα.
«Λοιπόν, τι σ’ έστειλε εδώ», της είπε, «εδώ, στην Οδό των Τεσσάρων Ανέμων και πέντε ορόφους πάνω απ’ το δρόμο, στην πόρτα που θα ήσουν καλοδεχούμενη; Τι σε εμπόδισε να το βάλεις στα πόδια όπως συλλογιζόσουν, όταν στράφηκα από τον καμβά μου και αντίκρυσα τα κίτρινα μάτια σου; Είσαι γάτα της Λατινικής Συνοικίας, όπως είμαι κι εγώ άνθρωπος της Λατινικής Συνοικίας; Και γιατί φοράς γύρω απ’ το λαιμό σου μια ροζ λουλουδάτη καλτσοδέτα;» Η γάτα είχε ανέβει στα γόνατά του και τώρα καθόταν εκεί γουργουρίζοντας, ενώ εκείνος χάιδευε το αραιό τρίχωμά της.
«Με συγχωρείς αν είμαι αδιάκριτος», συνέχισε με αργό, ήρεμο τόνο για να εναρμονιστεί με το γουργούρισμά της, «μα δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ γι’ αυτήν τη ροζ καλτσοδέτα με τα παράξενα σχέδια των λουλουδιών, που κλείνει με ασημένια πόρπη. Διότι η πόρπη είναι ασημένια΄ βλέπω την καινούργια σφραγίδα στην άκρη, όπως ορίζει ο νόμος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Λοιπόν, γιατί έχεις αυτήν την καλτσοδέτα από ροζ μετάξι, με το λεπτοδουλεμένο κέντημα, γιατί έχεις αυτήν τη μεταξωτή καλτσοδέτα με την ασημένια πόρπη γύρω από το λαιμό σου που είναι τόσο αδύνατος από την πείνα; Θα είμαι αδιάκριτος άμα ρωτήσω αν η ιδιοκτήτριά της είναι και δική σου; Είναι κάποια ηλικιωμένη κυρία που ζει με τις αναμνήσεις της νεανικής ματαιοδοξίας της, που σε λατρεύει, που σου έχει υπερβολική αδυναμία και σε στολίζει με τα προσωπικά είδη της ενδυμασίας της; Αυτό υποδηλώνει η περιφέρεια της καλτσοδέτας, επειδή ο λαιμός σου είναι αδύνατος και σου ταιριάζει. Από την άλλη όμως προσέχω – λίγα είναι τα πράγματα που διαφεύγουν της προσοχής μου – ότι η καλτσοδέτα μπορεί να ανοίξει κι άλλο. Το αποδεικνύουν αυτά τα ασημένια καψούλια, που απ’ ό,τι βλέπω είναι πέντε. Και τώρα παρατηρώ ότι το πέμπτο καψούλι είναι φθαρμένο, λες και η γλωττίδα της πόρπης ήταν συνήθως περασμένη εκεί. Αυτό μάλλον δείχνει πως είναι παχουλή γυναίκα.
Η γάτα κουλούριασε τα δάχτυλα των ποδιών της με ικανοποίηση. Έξω στο δρόμο επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Εκείνος συνέχισε να μουρμουρίζει: «Γιατί να σε στολίσει η κυρά σου με κάτι που της είναι απόλυτα απαραίτητο όλη την ώρα; Έστω, την περισσότερη ώρα. Πως έτυχε να φορέσεις αυτό το στολίδι από μετάξι και ασήμι στο λαιμό σου; Ήταν καπρίτσιο της στιγμής, όταν, πριν χάσεις το πυκνό σου τρίχωμα, μπήκες τραγουδώντας στην κρεβατοκάμαρά της να της ευχηθείς καλημέρα; Μα φυσικά, εκείνη ανακάθισε ανάμεσα στα μαξιλάρια, με τις μπούκλες να χύνονται στους ώμους της, κι εσύ πήδησες πάνω στο κρεβάτι γουργουρίζοντας: «Καλημέρα κυρά μου». Α, είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει κανείς», είπε μ’ ένα χασμουρητό κι ακούμπησε το κεφάλι του στην πλάτη της καρέκλας. Η γάτα συνέχισε να γουργουρίζει, ενώ έσφιγγε και χαλάρωνε τα μαλακά της πέλματα πάνω στο γόνατό του.
«Να σου μιλήσω γι’ αυτήν, γάτα; Είναι πολύ όμορφη, η κυρά σου», μουρμούρισε νυσταγμένα, «και τα μαλλιά της είναι βαριά σαν λαμπερό χρυσάφι. Θα μπορούσα να την ζωγραφισω – όχι σε καμβά – αφού θα χρειαζόμουν σκιές, τόνους, αποχρώσεις και χρώματα πιο λαμπρά κι από το πιο λαμπρό ουράνιο τόξο. Μόνο με κλειστά μάτια θα μπορούσα να την ζωγραφίσω, επειδή μονάχα στα όνειρα μπορούν να βρεθούν χρώματα σαν αυτά που χρειάζομαι. Για τα μάτια της, θα πρέπει να έχω το γαλανό των ουρανών που δεν τους σκιάζει ούτε ένα σύννεφο, των ουρανών μιας ονειροχώρας. Για τα χείλη της, ρόδα από τα παλάτια της χώρας του ύπνου και για το μέτωπό της χιονοθύελλες από βουνά που ορθώνονται σαν φανταστικές πυραμίδες ως τα φεγγάρια, α, πολύ ψηλότερα από το δικό μας φεγγάρι, τα κρυστάλλινα φεγγάρια της ονειροχώρας. Είναι… πολύ… όμορφη, η κυρά σου».
Οι λέξεις έσβησαν στα χείλη του και τα βλέφαρά του έκλεισαν.
Η γάτα είχε επίσης αποκοιμηθεί, το μάγουλό της ακουμπούσε στο μαδημένο της λαγόνι, οι πατούσες της ήταν ακίνητες και χαλαρές.

ΙΙ

«Ευτυχώς», είπε ο Σέβερν καθώς ανακαθόταν και τεντωνόταν, «που πέρασε η ώρα του δείπνου, διότι δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω για βραδινό, παρά μόνο ό,τι μπορώ να αγοράσω με ένα ασημένιο φράγκο».
Η γάτα σηκώθηκε πάνω στο γόνατό του, καμπούριασε τη ράχη της, χασμουρήθηκε και τον κοίταξε.
«Τι θα ήθελες; Ψητό κοτόπουλο και σαλάτα; Όχι; Μήπως προτιμάς βοδινό; Μα φυσικά – θα προσπαθήσω να πάρω κι ένα αυγό και λίγο άσπρο ψωμί. Και τώρα τι θα πιούμε; Γάλα για σένα; Ωραία. Θα πάρω και λίγο νερό, είναι φρέσκο, από το δάσος», κι έδειξε τον κουβά στο νεροχύτη.
Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε από το δωμάτιο. Η γάτα τον ακολούθησε ως την πόρτα και, όταν αυτός την έκλεισε, ξάπλωσε στο πάτωμα, μύρισε τις χαραμάδες και ανασήκωνε το αυτί της κάθε φορά που ακουγόταν κάποιο τρίξιμο από το ετοιμόρροπο παλιό κτίριο.
Η κάτω πόρτα άνοιξε κι έκλεισε. Η γάτα φάνηκε σκεφτική, για μια στιγμή αβέβαιη, και τέντωσε τα αυτιά της νευρικά κι ανυπόμονα. Σε λίγο σηκώθηκε τινάζοντας την ουρά της και βάλθηκε να κάνει μιαν αθόρυβη περιήγηση στο εργαστήρι. Φτάνοντας σε ένα δοχείο με νέφτι φτερνίστηκε και οπισθοχώρησε βιαστικά ως το τραπέζι. Σε λίγο ανέβηκε πάνω του και, αφού ικανοποίησε την περιέργειά της σχετικά με μια κυλινδρική μάζα από κόκκινο κερί για προσχέδια, γύρισε στην πόρτα, κάθισε με τα μάτια στραμμένα στη χαραμάδα μπροστά από το κατώφλι, κι άρχισε ένα σιγανό, θλιβερό νιαούρισμα.
Όταν επέστρεψε ο Σέβερν, φαινόταν ανήσυχος, μα η γάτα άρχισε να βαδίζει γύρω του, χαρούμενη και χαδιάρα, να τρίβει το αδύνατο κορμί της στα πόδια του, να σπρώχνει με νάζι το κεφάλι της στο χέρι του και να γουργουρίζει ώσπου η φωνή της έγινε οξεία σαν σκούξιμο.
Εκείνος ακούμπησε στο τραπέζι ένα κομμάτι κρέας, τυλιγμένο σε καφέ χαρτί, και με ένα σουγιά το έκοψε σε μικρά κομματάκια. Το γάλα το πήρε από ένα μπουκάλι που κάποτε περιείχε φάρμακο και το άδειασε στο πιατάκι δίπλα στο τζάκι.
Η γάτα κουλουριάστηκε μπροστά του κι άρχισε να γουργουρίζει, ενώ ταυτόχρονα έπινε με τη γλώσσα της.
Αυτός έβρασε το αυγό του και το έφαγε με μια φέτα ψωμί, κοιτάζοντας τη γάτα που έτρωγε το κομματιασμένο κρέας. Όταν τελείωσε, γέμισε και ήπιε ένα φλυτζάνι νερό από τον κουβά στο νεροχύτη, ύστερα κάθισε, την πήρε στα γόνατά του κι αυτή κουλουριάστηκε αμέσως και ξεκίνησε την τουαλέτα της. Ο Σέβερν άρχισε πάλι να της μιλάει και κάθε τόσο την άγγιζε χαϊδευτικά για να δώσει έμφαση στα λόγια του.
«Ανακάλυψα που μένει η κυρά σου, γάτα. Δεν είναι πολύ μακριά – μένει εδώ, κάτω από την ίδια στέγη που στάζει, αλλά στη βόρεια πτέρυγα που νόμιζα πως ήταν ακατοίκητη. Μου το είπε ο θυρωρός. Έτυχε να είναι σχεδόν ξεμέθυστος σήμερα το βράδυ. Ο κρεοπώλης στην οδό Ντε Σεν, όπου αγόρασα το κρέας σου σε ξέρει, και ο γερο-Καμπάν ο φούρναρης σε αναγνώρισε με περιττό σαρκασμό. Μου είπαν άσχημες ιστορίες για την κυρά σου, αλλά δεν τις πιστεύω. Λένε πως είναι αργόσχολη, ματαιόδοξη και αγαπά τις ηδονές΄ λένε πως είναι άμυαλη κι απερίσκεπτη. Ο μικρός γλύπτης του ισογείου αγόραζε ψωμάκια από τον γερο-Καμπάν κι απόψε μου μίλησε για πρώτη φορά, αν και πάντα χαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο. Μου είπε πως ήταν πολύ καλή και πολύ όμορφη. Την έχει δει μόνο μια φορά και δε γνωρίζει το όνομά της. Τον ευχαρίστησα΄ δεν ξέρω γιατί τον ευχαρίστησα τόσο θερμά. Ο Καμπάν είπε, «Σ’ αυτήν την καταραμένη Οδό των Τεσσάρων Ανέμων, οι τέσσερις άνεμοι φέρνουν όλα τα διαβολικά πράγματα». Ο γλύπτης σάστισε, όταν όμως βγήκε έξω με τα ψωμάκια του, μου είπε, «Είμαι σίγουρος, Μεσιέ, πως δεν έχει μόνο περισσή ομορφιά, αλλά και καλοσύνη»».
Η γάτα είχε τελειώσει την τουαλέτα της, πήδησε απαλά στο πάτωμα, πήγε στην πόρτα και μύρισε. Εκείνος γονάτισε δίπλα της, ξεκούμπωσε την καλτσοδέτα και την κράτησε για μια στιγμή στα χέρια του. Έπειτα από λίγο είπε: «Πάνω στην ασημένια πόρπη, κάτω από το κούμπωμα, είναι χαραγμένο ένα όνομα. Είναι ωραίο όνομα, Σίλβια Ελβέν. Το Σίλβια είναι γυναικείο όνομα, Ελβέν είναι το όνομα μιας πόλης. Στο Παρίσι και ιδίως σ’ αυτήν τη συνοικία, στην Οδό των Τεσσάρων Ανέμων, τα ονόματα σβήνουν και ξεχνιούνται όπως αλλάζουν οι μόδες με τις εποχές. Την γνωρίζω τη μικρή πόλη του Ελβέν, αφού εκεί συνάντησα τη Μοίρα πρόσωπο με πρόσωπο και η Μοίρα ήταν σκληρή. Το ξέρεις όμως ότι στο Ελβέν η Μοίρα είχε άλλο όνομα κι αυτό το όνομα ήταν Σίλβια;»
Ο Σέβερν ξαναπέρασε την καλτσοδέτα στη θέση της, σηκώθηκε και κοίταξε τη γάτα που ήταν κουλουριασμένη μπροστά στην κλειστή πόρτα.
«Το όνομα Ελβέν με μαγεύει. Μου φέρνει στο νου λιβάδια και διάφανα ποτάμια. Το όνομα Σίλβια με ενοχλεί σαν άρωμα από νεκρά λουλούδια».
Η γάτα νιαούρισε.
«Ναι, ναι», την καθησύχασε, «θα σε πάω πίσω. Η Σίλβια σου δεν είναι η δική μου Σίλβια΄ ο κόσμος είναι μεγάλος και το Ελβέν δεν είναι άγνωστο. Παρ’ όλα αυτά, μες στα σκοτάδια και τη βρομιά των φτωχογειτονιών του Παρισιού, μες στις θλιβερές σκιές τούτου του παμπάλαιου σπιτιού, αυτά τα ονόματα με ευχαριστούν πολύ».
Την σήκωσε στην αγκαλιά του και διέσχισε τους σιωπηλούς διαδρόμους ώσπου έφτασε στη σκάλα. Κατέβηκε τους πέντε ορόφους, βγήκε στη φεγγαρόλουστη αυλή, προσπέρασε την καμαρούλα του μικρού γλύπτη, ξαναμπήκε στο κτίριο από την πύλη της βόρειας πτέρυγας, ανέβηκε τα σαρακοφαγωμένα σκαλιά και συνέχισε να προχωρεί ώσπου έφτασε σε μια κλειστή πόρτα. Αφού χτύπησε αρκετές φορές, κάτι κουνήθηκε πίσω από την πόρτα, η πόρτα άνοιξε κι αυτός μπήκε μέσα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Καθώς διέσχιζε το κατώφλι, η γάτα πήδησε από την αγκαλιά του και χάθηκε στις σκιές. Εκείνος αφουγκράστηκε, μα δεν άκουσε τίποτα. Η σιωπή ήταν καταθλιπτική και άναψε ένα σπίρτο. Δίπλα του υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι ένα κερί με επίχρυσο κηροπήγιο. Το άναψε και κοίταξε γύρω του. Η κάμαρα ήταν τεράστια, οι ταπετσαρίες πνιγμένες στο κέντημα. Πάνω από το τζάκι δέσποζε μια σκαλιστή κορνίζα, γκρίζα από τις στάχτες που είχαν αφήσει οι σβησμένες φωτιές. Σε μιαν εσοχή δίπλα στα παράθυρα υπήρχε ένα κρεβάτι΄ τα κλινοσκεπάσματα, απαλά και φίνα σαν δαντέλα, σέρνονταν στο γυαλισμένο πάτωμα. Σήκωσε το κερί πάνω από το κεφάλι του. Στα πόδια του βρισκόταν πεσμένο ένα μαντήλι. Ήταν ελαφρώς αρωματισμένο. Στράφηκε προς τα παράθυρα. Μπροστά υτους βρισκόταν ένας καναπές και πάνω του ήταν άτακτα πεταμένα μια μεταξωτή ρόμπα, ένας σωρός από ενδύματα που έμοιαζαν δαντελένια, λευκά και λεπτεπίλεπτα σαν ιστός αράχνης, μακριά τσαλακωμένα γάντια και κάτω, στο πάτωμα, οι κάλτσες, τα μικρά μυτερά παπούτσια και μια καλτσοδέτα από ροζ μετάξι, με παράξενα λουλουδάτα σχέδια και ασημένια πόρπη. Γεμάτος απορία, έκανε ένα βήμα μπροστά και άνοιξε τις κουρτίνες του κρεβατιού. Η φλόγα του κεριού που κρατούσε φούντωσε για μια στιγμή΄ μετά τα μάτια του συνάντησαν δυο άλλα μάτια, ορθάνοιχτα, χαμογελαστά, και η φλόγα έριξε τη λάμψη της σε μαλλιά βαριά σαν χρυσάφι.
Ήταν χλομή, μα όχι όσο αυτός. Το βλέμμα της ήταν γαλήνιο σαν μικρού παιδιού΄ εκείνος όμως απόμεινε να την κοιτάζει, τρέμοντας από την κορφή ως τα νύχια, ενώ η φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε στο χέρι του.
Στο τέλος ψιθύρισε: «Σίλβια, εγώ είμαι».
Και πάλι της είπε, «Εγώ είμαι».
Τότε κατάλαβε πως ήταν νεκρή και την φίλησε στο στόμα. Και τις ατέλειωτες ώρες της αγρύπνιας η γάτα γουργούριζε ολονυχτίς στα γόνατά του, έσφιγγε και χαλάρωνε τα μαλακά της πέλματα, ώσπου το χλομό φως της αυγής φώτισε τον ουρανό πάνω από την Οδό των Τεσσάρων Ανέμων.

ROBERT W. CHAMBERS
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΒΑΚΥ ΤΟΜΠΡΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: