.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ουράνια Αρχέτυπα Περιοχών, Ναών και Πόλεων – Mircea Eliade


Σύμφωνα με τις δοξασίες των κατοίκων της Μεσοποταμίας, ο Τίγρης έχει το πρότυπό του στο άστρο Anunit και ο Ευφράτης στο άστρο του Χελιδονιού. Ένα σουμερικό κείμενο μιλά για τον «τόπο της δημιουργίας των θεών» που βρίσκεται «η [θεότητα των] κοπαδιών και των σιτηρών». Για τους ουραλο-αλταϊκούς λαούς, τα βουνά, με τον ίδιο τρόπο, έχουν ένα ιδανικό πρότυπο στον ουρανό. Στην Αίγυπτο τόποι και περιοχές έπαιρναν ονόματα ουράνιων «περιοχών»: στην αρχή ήταν γνωστές οι ουράνιες περιοχές και στη συνέχεια ταυτίστηκαν με τη γήινη γεωγραφία.
Στην Ιρανική κοσμολογία της ζερβανικής παράδοσης, «κάθε επίγειο φαινόμενο, είτε αφηρημένο, είτε συγκεκριμένο, αντιστοιχεί σε ένα ουράνιο, υπερβατικό, αόρατο τέλος, σε μια «ιδέα» με την πλατωνική σημασία. Κάθε πράγμα, κάθε κίνηση παρουσιάζεται με διπλή όψη: εκείνη του menok και εκείνη του getik. Υπάρχει ένας ορατός ουρανός: επομένως, υπάρχει και ένας menok ουρανός, που είναι αόρατος (Bundahism, κεφ. Ι). Η γη μας αντιστοιχεί σε μια ουράνια γη. Κάθε αρετή, που πραγματοποιείται εδώ κάτω, στην getah, έχει ένα ουράνιο αντίστοιχο, που αποτελεί την αληθινή πραγματικότητα… Το έτος, η προσευχή… με λίγα λόγια, ό,τι εκδηλώνεται στην getah, είναι ταυτόχρονα menok. Η δημιουργία είναι διπλή. Από την κοσμογονική άποψη η κοσμική σκηνή, που ονομάζεται menok, προηγείται ττηςσκηνής getik(1).
Ο ναός ειδικά – ο κατ’ εξοχήν ιερός χώρος – έχει ένα ουράνιο πρωτότυπο. Στο Όρος Σινά, ο Γιαχβέ δείχνει στον Μωυσή τη «μορφή» του θυσιαστηρίου που θα οικοδομήσει για εκείνον ο Μωυσής: «Θα τα φτιάξετε όλα σύμφωνα με το σχέδιο της σκηνής και με τα πρότυπα όλων των σκευών της, που εγώ θα σου δείξω… Πρόσεξε να γίνουν όλα σύμφωνα με το σχέδιο που σου έδειξα εδώ πάνω στο βουνό» (Εξοδ. 25:9,40). Και όταν ο Δαβίδ δίνει στο γιο του Σολομώντα το σχέδιο για τα οικοδομήματα του ναού, για τη σκηνή και για όλα τα σκεύη τους, τον βεβαιώνει ότι «Όλα αυτά… περιέχονται λεπτομερώς στο σχέδιο που καταγράφηκε σύμφωνα με την έμπνευση που μου έδωσε ο Κύριος, ο Θεός, για να εκτελέσω όλο αυτό το έργο» (Α’ Χρονικών 28:19). Επομένως, είχε δει το ουράνιο πρότυπο.
Η αρχαιότερη μαρτυρία, που αναφέρεται στο αρχέτυπο του θυσιαστηρίου, είναι η επιγραφή του Γουδέα για το ναό που οικοδόμησε στο Lagash της Χαλδαίας. Σ’ ένα όνειρο ο βασιλιάς βλέπει τη θεά Nidaba, που του δείχνει μια πλάκα, πάνω στην οποία ονομάζονταν τα αγαθοεργά άστρα, και έναν θεό, που αποκαλύπτει σ’ αυτόν το σχέδιο του ναού. Οι πόλεις επίσης έχουν τα θεϊκά τους πρωτότυπα. Όλες οι βαβυλωνιακές πόλεις είχαν τα αρχέτυπά τους στους αστερισμούς. Η Σιππάρα στον Καρκίνο, η Νινευί στη Μεγάλη Άρκτο, η Ασσούρ στον Αρκτούρο κλπ. Ο Σεναχειρίμ έκτισε τη Νινευί, σύμφωνα με «σχέδιο… σχεδιασμένο, προ αρχαιοτάτων χρόνων, με τα αστέρια του ουρανού». Δεν προϋπάρχει μόνο ένα πρότυπο επίγειας αρχιτεκτονικής, αλλά το πρότυπο βρίσκεται επίσης σε μια ιδεατή (ουράνια) περιοχή της αιωνιότητας. Αυτό είναι ό,τι ο Σολομών αναγγέλει: «Μου είπες να χτίσω ναό στο άγιό σου βουνό όμοιον με την αγία σκηνή σου, που είχες αρχικά, και θυσιαστήριο στην πόλη όπου κατοικείς».
Μια ουράνια Ιερουσαλήμ δημιουργήθηκε από το Θεό πριν να οικοδομηθεί η πόλη απ’ το χέρι του ανθρώπου΄ είναι στο προηγούμενο που ο προφήτης αναφέρεται στη Συριακή Αποκάλυψη του Βαρούχ ΙΙ, 4:2-7: «Νομίζεις ότι αυτή είναι η πόλη για την οποία είπα: «Στις παλάμες των χεριών Μου σε έχω χαράξει»: Αυτό το οικοδόμημα που βρίσκεται ανάμεσά σας δεν είναι εκείνο που αποκάλυψα, εκείνο που εκ των προτέρων ετοιμάστηκε προ των αιώνων, όταν αποφάσισα να φτιάξω τον Παράδεισο, και το έδειξα στον Αδάμ πριν αμαρτήσει…». Η ουράνια Ιερουσαλήμ κέντρισε την έμπνευση όλων των Εβραίων προφητών: Τωβίτ 13:16, Ησαϊας 59:11εξ., Ιεζεκιήλ 60 κλπ. Για να του δείξει την πόλη της Ιερουσαλήμ, ο Θεός παίρνει τον Ιεζεκιήλ με ένα εκστατικό όραμα και τον μεταφέρει σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό. Και τα Σιβυλλικά Οράματα διατηρούν την ανάμνηση της Νέας Ιερουσαλήμ, στο κέντρο της οποίας λάμπει «ένας ναός… με ένα γιγάντιο πύργο που αγγίζει τα ίδια τα σύννεφα και είναι ορατός από όλους…». Αλλά η ωραιότερη περιγραφή της ουράνιας Ιερουσαλήμ συναντάται στην Αποκάλυψη (21:2 εξ.): «Κι είδα την αγία Πόλη, τη νέα Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό, έτοιμη σαν τη νύφη που στολισμένη περιμένει τον άντρα της».
Την ίδια θεωρία βρίσκουμε στην Ινδία: όλες οι ινδικές βασιλικές πόλεις, ακόμη και οι νεότερες, οικοδομούνται με τα μυθικά πρότυπα της ουράνιας πόλης, όπου, στη χρυσή εποχή (in illo tempore), κατοικούσε ο Παγκόσμιος Ηγεμόνας. Και, όπως αυτός, ο βασιλιάς προσπαθεί να αναγεννήσει τη χρυσή εποχή, να κάνει παρούσα πραγματικότητα μια τέλεια βασιλεία – μια ιδέα την οποία θα συναντήσουμε ξανά στην πορεία αυτής της μελέτης. Έτσι, για παράδειγμα, το παλάτι-φρούριο της Sigiriya, στην Κεϋλανη, οικοδομήθηκε σύμφωνα με το πρότυπο της ουράνιας πόλης Alakamanda και είναι «δύσκολο στην ανάβαση για τους ανθρώπους» (Mahavastu, 39,2). Η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα έχει επίσης ένα ουράνιο αρχέτυπο (Πολιτεία, 592b. Βλ. 500e). Οι πλατωνικές «μορφές» δεν είναι αστρικές΄ αλλ’ όμως η μυθική περιοχή τους βρίσκεται σε εξωγήινα σχέδια (Φαίδρος, 247, 250).

Ο κόσμος που μας περιβάλλει λοιπόν, ο κόσμος στον οποίο η παρουσία και η εργασία του ανθρώπου γίνονται αισθητές – τα βουνά στα οποία ανεβαίνει, οι κατοικημένες και καλλιεργημένες περιοχές, οι πλωτοί ποταμοί, οι πόλεις, τα θυσιαστήρια – όλα αυτά έχουν ένα εξωγήινο αρχέτυπο, είτε αυτό εννοηθεί ως ένα σχέδιο, ως μια μορφή ή καθαρά και απλά ως μια «διπλή» ύπαρξη σε ένα υψηλότερο κοσμικό επίπεδο. Αλλά οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο που μας περιβάλλει δεν έχει ένα πρωτότυπο αυτού του είδους. Για παράδειγμα, έρημες περιοχές που κατοικούνται από τέρατα, ακαλλιέργητες εκτάσεις, άγνωστες θάλασσες, στις οποίες κανένας θαλασσοπόρος δεν έχει τολμήσει να ταξιδέψει, δεν μοιράζονται, με την πόλη της Βαβυλώνας ή την περιοχή της Αιγύπτου, το προνόμιο ενός διαφοροποιημένου πρωτοτύπου. Αυτά αντιστοιχούν σε ένα μυθικό πρότυπο, αλλά διαφορετικής φύσης: όλες αυτές οι άγριες, ακαλλιέργητες περιοχές και τα παρόμοια αφομοιώνονται με το χάος΄ αυτά συμμετέχουν ακόμη στην αδιαφοροποίητη, άμορφη κατάσταση πριν τη Δημιουργία. Γι’ αυτόν το λόγο, όταν καταλαμβάνεται μια περιοχή – όταν δηλαδή αρχίζει η εκμετάλλευσή της – πραγματοποιούνται τελετές που συμβολικά επαναλαμβάνουν την πράξη της Δημιουργίας: η ακαλλιέργητη ζώνη πρώτα «κοσμίζεται» (δηλαδή γίνεται «κόσμος») και ύστερα κατοικείται. Θα επιστρέψουμε σύντομα στο νόημα τέτοιων τελετουργιών για την κατοίκηση πρόσφατα ανακαλυφθέντων περιοχών. Προς το παρόν, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι το γεγονός ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει, εκπολιτισμένος από το χέρι του ανθρώπου, δεν έχει καμιά άλλη αξία πέρα απ’ αυτή που οφείλεται στο εξωγήινο πρωτότυπο το οποίο χρησιμεύει ως πρότυπό του. Ο άνθρωπος κατασκευάζει σύμφωνα με ένα αρχέτυπο. Δεν έχει μόνο η πόλη του ή ο ναός του ένα ουράνιο πρότυπο΄ το ίδιο ισχύει για ολόκληρη την περιοχή που κατοικεί, με τα ποτάμια που την ποτίζουν, τους αγρούς που δίνουν τροφή κλπ. Ο χάρτης της Βαβυλώνας δείχνει την πόλη στο κέντρο μιας απέραντης κυκλικής περιοχής που ορίζεται από έναν ποταμό, ακριβώς όπως οι Σουμέριοι οραματίζονταν τον Παράδεισο. Αυτή η συμμετοχή των πόλεων σε ένα αρχέτυπο πρότυπο είναι εκείνο που δίνει σ’ αυτές την πραγματικότητα και την αξία τους.
Η εγκατάσταση σε μια νέα, άγνωστη, ακαλλιέργητη περιοχή είναι ισοδύναμη με μια πράξη Δημιουργίας. Όταν οι Σκανδιναβοί άποικοι εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία, Landanama, και άρχισαν να την καλλιεργούν, δεν θεώρησαν αυτή την πράξη, ούε ως ένα πρωτότυπο εγχείρημα, ούτε ως μια ανθρώπινη και ανίερη εργασία. Η επιχείρησή τους ήταν γι’ αυτούς μόνο μια επανάληψη κάποιας αρχέγονης πράξης: η μεταμόρφωση του χάους σε κόσμο από τη θεϊκή πράξη της Δημιουργίας. Με την καλλιέργεια του άγονου εδάφους αυτοί πραγματικά επαναλαμβάνουν την πράξη των θεών, που οργάνωσαν το χάος δίνοντάς του μορφές και κανόνες. Καλύτερα, μια εδαφική κατάκτηση δεν γίνεται πραγματική έως – ακριβέστερα, διαμέσου – της τελετής εγκατάστασης, που είναι μόνο ένα αντίγραφο της αρχέγονης πράξης της Δημιουργίας του Κόσμου. Στη βεδική Ινδία η ανέγερση ενός βωμού αφιερωμένου στον Άγνι αποτελούσε νομική πράξη κατοχής μιας περιοχής. «Κάποιος εγκαθίσταται (avasyati) όταν οικοδομεί το garhapatya, και οποιοιδήποτε είναι οι οικοδόμοι των βωμών-φωτιάς είναι «εγκατεστημένοι» (avasitah)” λέει η Satapatha Brahmana (VI. 1.1,1-4). Αλλά η ανέγερση ενός βωμού αφιερωμένου στον Άγνι είναι απλά μια μικροκοσμική μίμηση της Δημιουργίας. Πολύ περισσότερο, κάθε θυσία, με τη σειρά της, είναι μια επανάληψη της πράξης της Δημιουργίας, όπως σαφώς γράφουν τα ινδικά βιβλία. Ήταν στο όνομα του Ιησού Χριστού που οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι κατακτητές εγκαταστάθηκαν στα νησιά και στις ηπείρους τις οποίες είχαν ανακαλύψει και κατακτήσει. Η καθιέρωση του σταυρού ήταν ισότιμη με μια δικαίωση και καθαγίαση μιας νέας περιοχής, με μια «νέα γέννηση», έτσι επανελάμβαναν το βάπτισμα (πράξη της Δημιουργίας). Με τη σειρά τους οι Άγγλοι θαλασσοπόροι εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που κατέκτησαν, στο όνομα του βασιλιά της Αγγλίας, του νέου Κοσμοκράτορα.
Η σημασία των βεδικών, σκανδιναβικών ή ρωμαϊκών τελετών θα εμφανιστεί πιο καθαρά, όταν αφιερώσουμε μια ιδιαίτερη έρευνα στο νόημα της επανάληψης της Δημιουργίας, την κατ’ εξοχήν θεϊκή πράξη. Προς το παρόν, ας έχουμε υπόψη μας το γεγονός: κάθε περιοχή με σκοπό να κατοικηθεί ή να χρησιμοποιηθεί ως Labensraum (ζωτικός χώρος), κατ’ αρχήν μεταμορφώνεται από χάος σε κόσμο΄ δια μέσου δηλαδή της δράσης της τελετής παίρνει μια «μορφή», που την κάνει να γίνεται πραγματική. Προφανώς, για την αρχαϊκή διάνοια, η πραγματικότητα εκδηλώνεται ως δύναμη, αποτελεσματικότητα και διάρκεια. Γι’ αυτό η κύρια πραγματικότητα είναι το ιερό΄ γιατί μόνο το ιερό είναι μια απόλυτη μορφή, ενεργεί αποτελεσματικά, δημιουργεί πράγματα και τους δίνει διάρκεια. Οι αναρίθμητες χειρονομίες καθαγιασμού – εκτάσεων και περιοχών, αντικειμένων, ανθρώπων κλπ. – αποκαλύπτουν τη μανία του πρωτόγονου για το πραγματικό, τη δίψα του για το είναι.



_______________________________
1.H.S. Nyberg. “Questions de cosmogonie et de cosmologie mazdeennes”, Journal Asiatique (Paris), CCXIX (July-Sept., 1931), σς. 35-36. Αλλά, όπως σωστά παρατηρεί ο Corbin, «πρέπει να προσέξουμε να μην ανάγουμε την αντίθεση που [τα menok και τα getik] εκφράζουν σε ένα πλατωνικό σχήμα απλά και καθαρά. Δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με μια αντίθεση μεταξύ ιδέας και ύλη ή μεταξύ ιδεατού και αισθητού. Το menok πρέπει μάλλον να μεταφραστεί ως ουράνια, αόρατη, πνευματική, αλλά εντελώς συγκεκριμένη κατάσταση. Το getik προσδιορίζει μια γήινη, ορατή, υλική κατάσταση, από μια ύλη όμως, που καθ’ εαυτή είναι φωτεινή, μια άυλη ύλη σε σχέη με την ύλη που γνωρίζουμε στην πράξη»: Corbin, “Cyclical time in Mazdaism and Islamism”, στο: Man and time (New YorkLondon 1957), σ. 118


MIRCEA ELIADE
ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Μύθος της Αιώνιας Επιστροφής
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗ ΨΑΛΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: