Ι
Η θρησκεία αυτής της φυλής έχει δύο
αλλόκοτα χαρακτηριστικά: πρώτον, όλοι
πιστεύουν στο δόγμα της και δεύτερον,
όλοι εφαρμόζουν τις αρχές που απορρέουν
από αυτό το δόγμα. Οι Βρίλ-για λατρεύουν
τον ένα θείο Δημιουργό και Συντηρητή
του σύμπαντος. Πιστεύουν ότι μια από
τις ιδιότητες της βριλ, που διαπερνά
και διαποτίζει τα πάντα, είναι να
μεταβιβάζει στην πηγή της ζωής και της
νοημοσύνης κάθε σκέψη που συλλαμβάνει
ένα ζωντανό πλάσμα. Δεν πιστεύουν πως
η ιδέα της Θεότητας είναι έμφυτη. Ωστόσο,
λένε, ότι από όσα πλάσματα είχαν τη
δυνατότητα να μελετήσουν, ο Αν (άνθρωπος)
είναι το μοναδικό που είναι προικισμένο
με την ικανότητα να συλλαμβάνει αυτή
την ιδέα, καθώς και τον ειρμό της σκέψης
που συνεπάγεται. Υποστηρίζουν πως αυτή
η δυνατότητα είναι ένα προνόμιο που δεν
μπορεί να χορηγήθηκε μάταια και πως για
αυτό η προσευχή κι η ευχαριστία ευαρεστούν
το θείο Δημιουργό και είναι απαραίτητα
για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του
ανθρωπίνου όντος. Προσεύχονται δημόσια
όσο και κατ’ ιδίαν. Καθώς, φυσικά, δε με
θεωρούσαν μέλος της φυλής τους, δε μου
επέτρεπαν την είσοδο στο κτίριο ή ναό
όπου τελούν τη δημόσια λατρεία. Με
πληροφόρησαν, όμως, ότι η λειτουργία
είναι εξαιρετικά σύντομη και απαλλαγμένη
από τελετουργικά στοιχεία. Αποτελεί
δόγμα για τους Βριλ-για ότι, η εστίαση
που απαιτεί η ένθερμη προσευχή ή η
ολοκληρωτική απόσυρση από τον έξω κόσμο,
δεν είναι δυνατό να διατηρηθεί από τον
ανθρώπινο νου για μεγάλο χρονικό
διάστημα, ιδιαίτερα σε δημόσιο χώρο και
ότι κάθε τέτοια απόπειρα οδηγεί στο
φανατισμό ή την υποκρισία. Κατ’ ιδίαν
προσεύχονται είτε μόνοι τους, είτε μαζί
με τα μικρά παιδιά της οικογένειας.
Λένε, ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν
πάμπολλα βιβλία με στοχασμούς γύρω από
τη φύση της Θεότητας και τους τρόπους
πίστης ή λατρείας, που υποτίθεται, ότι
οδηγούσαν σε τόσο έντονες κι οργισμένες
αντιπαραθέσεις, που όχι μόνο διατάρασσαν
τη γαλήνη της κοινότητας και δίχαζαν
ακόμα και τις πιο αγαπημένες οικογένειες
αλλά, στην πορεία της συζήτησης των
ιδιοτήτων της Θεότητας, έφθασαν να
αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη του
Θείου ή, ακόμα χειρότερα, άρχισαν να Του
αποδίδουν τα πάθη και τις αδυναμίες των
αντιδικούντων. «Διότι», είπε ο οικοδεσπότης
μου, «όταν ένα πεπερασμένο πλάσμα όπως
ο Αν, που αδυνατεί να ορίσει το Απεριόριστο,
προσπαθεί να αντιληφθεί την ιδέα της
Θεότητας, το μόνο που καταφέρνει είναι
να υποβιβάζει τη Θεότητα στα μέτρα του».
Έτσι, τους επόμενους αιώνες οι θεολογικές
συζητήσεις, αν και δεν απαγορεύονταν,
αποτρέπονταν τόσο επίμονα που τελικά
εξέλειψαν εντελώς.
Οι Βρίλ-για πιστεύουν σε μια μελλοντική
κατάσταση ύπαρξης, πιο ευτυχισμένη και
τελειότερη από τη σημερινή. Αν οι
αντιλήψεις τους περί ανταμοιβής και
τιμωρίας χαρακτηρίζονται από εξαιρετική
ασάφεια, αυτό οφείλεται, πιθανόν, στο
γεγονός ότι αυτά τα στοιχεία είναι
άγνωστα στην κοινωνία τους. Δεν υπάρχουν
εγκλήματα, κατά συνέπεια ούτε και
τιμωρίες, ενώ όλοι έχουν κατακτήσει το
ίδιο ηθικό επίπεδο, έτσι που κανένας Αν
δε θεωρείται πιο ηθικός από τον άλλο.
Αν κάποιος τύχει να υπερτερεί σε κάποια
αρετή, κάποιος άλλος υπερτερεί εξίσου
σε μιαν άλλη. Αν κάποιος έχει κάποιο
ελάττωμα, τότε κάποιος άλλος έχει το
αντίστοιχο δικό του. Γεγονός είναι ότι,
χάρη στον εκπληκτικό τρόπο ζωής τους,
είναι τόσο σπάνιοι οι πειρασμοί που
είναι καλοί (σύμφωνα πάντα με τις δικές
τους αντιλήψεις περί καλοσύνης) μόνο
και μόνο επειδή ζουν και αναπνέουν. Οι
ιδέες τους σχετικά με τη συνέχιση της
ζωής, ακόμα και για το φυτικό κόσμο,
είναι αρκετά παράξενες, όπως θα διαπιστώσει
ο αναγνώστης στο επόμενο κεφάλαιο.
ΙΙ
Αν και, όπως προανέφερα, οι Βρίλ-για
αποθαρρύνουν κάθε θεωρητική συζήτηση
γύρω από τη φύση του Υπέρτατου Όντος,
τρέφουν από κοινού μια πεποίθηση, η
οποία πιστεύουν ότι λύνει το μεγάλο
πρόβλημα της ύπαρξης του κακού, που τόση
σύγχυση προκαλεί στους φιλόσοφους του
επάνω κόσμου. Πιστεύουν, λοιπόν, ότι
όπου Εκείνος χορήγησε μια φορά την πνοή
της ζωής, όσο αμυδρή κι αν μοιάζει, όπως
στα φυτά, η ζωή αυτή ποτέ δε χάνεται.
Περνά σε καινούργιες, πιο εξελιγμένες
μορφές ύπαρξης, όχι όμως σε τούτο τον
πλανήτη (σε αυτό το σημείο η πίστη τους
διαφέρει από τη γνωστή διδασκαλία της
μετεμψύχωσης). Το έμβιο πλάσμα διατηρεί
συναίσθηση της ταυτότητάς του, έτσι που
η περασμένη του ζωή συνδέεται με την
επόμενη και έχει συνείδηση της προοδευτικής
ανόδου του στην κλίμακα της ευτυχίας.
Λένε, μάλιστα, ότι δίχως αυτή τη θεωρία,
αδυνατούν, με τα φώτα της ανθρώπινης
νόησης με την οποία είναι προικισμένοι,
να διακρίνουν την τέλεια δικαιοσύνη,
που αποτελεί συνισταμένη του Πάνσοφου
και του Πανάγαθου. Τρεις είναι, λένε, οι
αιτίες της αδικίας: έλλειψη σοφίας στην
αντίληψη περί δικαίου, έλλειψη αγαθότητας
στην επιθυμία του, έλλειψη δύναμης στην
εκπλήρωση του. Ωστόσο, καθεμία από τούτες
τις ελλείψεις είναι ασυμβίβαστη με την
ιδιότητα του Πάνσοφου και Πανάγαθου
και του Παντοδύναμου. Προσθέτουν ότι
παρ’ όλο που και στην παρούσα ζωή η
σοφία, η αγαθότητα και η δύναμη του
Υπέρτατου Όντος διαφαίνονται αρκετά
καθαρά, ώστε να τις αναγνωρίζουμε, η
δικαιοσύνη που απορρέει από τούτες τις
ιδιότητες επιβάλλει την αναγκαιότητα
μιας άλλης ζωής, όχι μόνο για τον άνθρωπο,
μα για όλα τα έμβια πλάσματα των κατώτερων
εξελίξεων. Τόσο στο ζωικό, όσο και στο
φυτικό βασίλειο, βλέπουμε συχνά κάποιο
πλάσμα, από περιστάσεις πέρα από τον
έλεγχο του, να βρίσκεται σε πολύ
μειονεκτικότερη θέση από τους γείτονές
του – το ένα πλάσμα να πέφτει θύμα του
άλλου. Ακόμα και ένα φυτό μπορεί να
καταστραφεί πρώιμα από κάποια αρρώστια,
ενώ το διπλανό του να είναι υγιές και
δυνατό και να ολοκληρώσει τον κύκλο της
ζωής του δίχως την παραμικρή δυσκολία.
Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η θεώρηση
εκείνη, που θέλει τη Θεότητα να δρα μόνο
μέσω γενικών νόμων, αποτελεί εσφαλμένη
απόδοση ανθρώπινων αδυναμιών στο
Υπέρτατο Ον, αμαυρώνοντας έτσι τη
θεμελιώδη καλοσύνη της Γενεσιουργού
Αιτίας. Θεωρούν ακόμα πιο σκληρόκαρδη
και ανόητη εκείνη την αντίληψη περί
Πανάγαθου, που απορρίπτει περιφρονητικά
κάθε θεώρηση δικαίου για τις μυριάδες
μορφές ζωής, όπου Εκείνος εμφύσησε την
πνοή της ζωής και θέλει τη δικαιοσύνη
αποκλειστικό προνόμιο του Αν. Για το
θείο Ζωοδότη δεν υπάρχει μικρό και
μεγάλο. Εάν δεχθούμε ότι κανένα πλάσμα
ικανό να συναισθάνεται τη ζωή και τα
βάσανά της, όσο ταπεινό κι αν είναι, δε
χάνεται με το πέρασμα των αιώνων. Ότι
όσα υποφέρει εδώ, από τη στιγμή της
γέννησής του μέχρι τη μετάβασή του σε
μιαν άλλη μορφή ζωής, διαρκούν, συγκριτικά
με την αιωνιότητα, όσο το κλάμα του
νεογέννητου μπρος στο σύνολο της ζωής
του ανθρώπου. Αν, ακόμα, υποθέσουμε ότι
τούτο το ζωντανό πλάσμα διατηρεί κατά
τη μετάβασή του συναίσθηση της ταυτότητάς
του (γιατί δίχως τη συναίσθηση αυτή δε
θα είχε συνείδηση της εξέλιξής του)
τότε, παρά το γεγονός ότι η απονομή της
θείας δικαιοσύνης είναι πέρα από τα
όρια της αντίληψής μας, μπορούμε, ωστόσο,
να καταλήξουμε πως είναι ενιαία και
συμπαντική και όχι μερική και διαφορετική
κατά περίπτωση, όπως θα ήταν εάν δρούσε
σύμφωνα μόνο με γενικούς και δευτερογενείς
νόμους. Γιατί η δικαιοσύνη που απορρέει
από την τέλεια σοφία που τη συλλαμβάνει,
την τέλεια αγάπη που την επιθυμεί και
την τέλεια δύναμη που την εκπληρώνει
μόνο τέλεια μπορεί να είναι.
Όσο αλλόκοτη κι αν μοιάζει, νομίζω ότι
τούτη η πεποίθηση των Βρίλ-για
αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία του
πολιτικού τους συστήματος, που ενώ
επιτρέπει διάφορες διαβαθμίσεις πλούτου,
εγκαθιδρύει, ωστόσο, απόλυτη ταξική
ισότητα, εξαιρετική λεπτότητα στις
σχέσεις μεταξύ των πολιτών και ευαισθησία
προς κάθε δημιούργημα, που το γενικό
καλό δεν επιβάλλει την εξόντωσή του. Κι
αν οι αντιλήψεις τους, σχετικά με την
ηθική αποζημίωση ενός βασανισμένου
εντόμου ή ενός λουλουδιού, που το χτύπησε
η αρρώστια, φαντάζουν στα μάτια μας
εξωφρενικές, τουλάχιστον δεν μπορούμε
να τις χαρακτηρίσουμε κακόβουλες. Ίσως,
μάλιστα, θα έπρεπε να μας γεμίζει
αισιοδοξία το γεγονός ότι μια τόσο
φωτεινή πεποίθηση για την ανείπωτη
καλοσύνη του Δημιουργού, τρύπωσε εκεί,
όπου ποτέ δεν έφτασαν οι ακτίνες των
υλικών φωστήρων, στα βάθη των αβύσσων
της γης, τούτη η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση
πως οι γενικοί νόμοι, βάσει των οποίων
εκδηλώνεται η θεία βούληση, δεν επιτρέπουν
την αδικία ή το κακό, και άρα είναι
αδύνατο να γίνουν κατανοητοί, δίχως να
λαμβάνεται υπόψη η δράση τους σε ολάκερη
τη σφαίρα του χώρου και του χρόνου. Και
αφού, όπως θα έχω την ευκαιρία να καταδείξω
στη συνέχεια, το νοητικό επίπεδο και το
κοινωνικό σύστημα τούτης της υπόγειας
φυλής, συμπεριλαμβάνουν και εναρμονίζουν
μεγάλες και φαινομενικά αντικρουόμενες
φιλοσοφικές διδασκαλίες και θεωρίες,
που κατά καιρούς εμφανίστηκαν, συζητήθηκαν,
απορρίφθηκαν και αργότερα αναδύθηκαν
εκ νέου μεταξύ των διανοούμενων και των
ονειροπόλων του πάνω κόσμου, ίσως θα
μπορούσα να κλείσω τούτη την αναφορά
σχετικά με την πίστη των Βρίλ-για, ότι
δηλαδή η αυτοσυνείδητη ή νοήμων ζωή,
τόσο των κατώτερων πλασμάτων, όσο και
του ανθρώπινου όντος είναι άφθαρτη, μ’
ένα απόσπασμα από το έργο του διακεκριμένου
ζωολόγου, του Λουίς Αγκασίζ, που διάβασα
μόλις πρόσφατα, πολλά χρόνια αφότου
κατέγραψα τούτες τις αναμνήσεις από το
ταξίδι μου στον κόσμο των Βρίλ-για και
που τώρα οργανώνω σε μια πιο συστηματική
καταγραφή: «Οι σχέσεις μεταξύ των εμβίων
όντων θα έπρεπε από καιρό να είχαν
θεωρηθεί σαφής απόδειξη πως οι ζωντανοί
οργανισμοί δεν μπορεί παρά να είναι
αποτέλεσμα της άμεσης επέμβασης ενός
σκεπτόμενου νου. Αυτό το γεγονός συνηγορεί
εμφατικά υπέρ της ύπαρξης, σε κάθε
ζωντανό πλάσμα, μιας άυλης αρχής, όμοια
με εκείνη που η υπεροχή και τα ανώτερα
χαρίσματά της εξυψώνουν τον άνθρωπο
πολύ πιο πάνω από τα ζώα. Η ύπαρξη αυτής
της αρχής είναι αναμφισβήτητη και όπως
και αν την ονομάσουμε – αίσθημα, νόηση
ή ένστικτο – εκδηλώνει σε όλα τα έμβια
όντα μια σειρά φαινομένων που σχετίζονται
στενά μεταξύ τους. Σε τούτη την αρχή
οφείλονται όχι μόνον οι ανώτερες
εκδηλώσεις του νου, αλλά ακόμα και τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που διαφοροποιούν
τους ζωντανούς οργανισμούς μεταξύ τους.
Η πλειονότητα των επιχειρημάτων που
συνηγορούν υπέρ της αθανασίας του
ανθρώπου ισχύουν, εξίσου, για την ύπαρξη
τούτης της αρχής σε όλα τα έμβια όντα.
Χρειάζεται, μήπως, να τονίσω το μέγεθος
της τραγικής απώλειας που θα συνιστούσε
για τον άνθρωπο η στέρηση στη μέλλουσα
ζωή, της σημαντικής πηγής ψυχαγωγίας,
αλλά και νοητικής και ηθικής βελτίωσης
που του προσφέρει η ενατένιση της
αρμονίας του ζωικού και του φυτικού
βασιλείου; Νομίζω πως το όραμα της
πνευματικής εναρμόνισης των συνδυασμένων
βασιλείων και όλων των κατοίκων τους
ενώπιον του Δημιουργού τους, αποτελεί
την ύψιστη θεώρηση του παράδεισου».
Πραγματεία περί ταξινόμησης. Κεφ.
Xvii, σελ. 97-99.
EDWARD
BULWER
– LYTTON
Η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΦΥΛΗ
Ο Μύθος της Κούφιας Γης
Μετάφραση Νατάσα Βαρσάκη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 2000